30 Ιουνίου, 2016

ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΔΟΥΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

 

Δημοσκόπηση: Ποιες θεσμικές αλλαγές θέλουν να δουν οι Έλληνες στο κράτος. 
Υπέρ της καθιέρωσης της απλής αναλογικής τάσσεται η πλειοψηφία των ερωτηθέντων του «Βαρόμετρου» της Public Issue που δημοσίευσε η Αυγή της Κυριακής.

Οι περισσότεροι συμμετέχοντες στην έρευνα ζητούν, επίσης, κυβερνήσεις συνεργασίας, εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό, καθιέρωση δημοψηφισμάτων με πρωτοβουλία των πολιτών, κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων και δυνατότητα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων.

Την απλή αναλογική προκρίνει το 58% των ερωτηθέντων, κατά του συγκεκριμένου εκλογικού συστήματος δηλώνει ότι είναι 32%, ενώ δεν απάντησε το υπόλοιπο 10%.

Επτά στους 10 (71%) επιθυμούν κυβερνήσεις συνεργασίας (το 1996 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 46%, το 2006 55%), ενώ αυτοδύναμες κυβερνήσεις δηλώνει ότι προτιμά το 25% των ερωτηθέντων (51% το 1996, 39% το 2006).

Άμεση εκλογή του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα από τον λαό ζητεί το 73% του συνόλου των ερωτηθέντων, με τα υψηλότερα ποσοστά να εμφανίζονται στους ψηφοφόρους της συγκυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ78%, ΑΝΕΛ 77%), ενώ το 23% διαφωνεί με αυτή την προοπτική.

Δυνατότητα διενέργειας δημοψηφισμάτων με πρωτοβουλία των πολιτών (π.χ. με συλλογή υπογραφών) θέλει το 62%, ενώ το 34% τα απορρίπτει.

Σχετικά με τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις η έρευνα έδειξε ότι:

-Κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων ζητεί το 63% των ερωτηθέντων (ανά κομματική προτίμηση:

Ποτάμι 89%,
Ένωση Κεντρώων 77%,
ΠΑΣΟΚ 69%,
ΣΥΡΙΖΑ 63%,
ΑΝΕΛ 62%,
 ΝΔ 61%,
Χρυσή Αυγή 42%,
ΚΚΕ 36%), ενώ 36% προτιμά διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος.

-Υπέρ της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων τάσσεται:
Το 59% (Ποτάμι 86%, ΝΔ 80%) και κατά το 39% (ΣΥΡΙΖΑ 54%)

-Χωρισμό κράτους - Εκκλησίας επιθυμεί:
Το 53% (Ποτάμι 89%, ΚΚΕ 83%, ΠΑΣΟΚ 64%, ΣΥΡΙΖΑ 61%, ΝΔ 36%), ενώ αρνητικό είναι το 44%.

Το 86% των πολιτών εκτιμά ότι η χώρα οδεύει προς λάθος κατεύθυνση και μόλις το 10% θεωρεί ότι πηγαίνει προς τη σωστή, ενώ το 69% εμφανίζεται απαισιόδοξο, καθώς πιστεύει ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας θα χειροτερέψει τους επόμενους 12 μήνες, έναντι 19% που εκτιμά ότι θα μείνει ίδια και 11% ότι θα καλυτερέψει.

Αντίθετο στο Μνημόνιο δηλώνει το 85% και μόλις 9% έχει θετική άποψη γι' αυτό, ενώ ως σημαντικότερο πρόβλημα της χώρας (αυθόρμητες, πολλαπλές απαντήσεις) καταγράφεται με μεγάλη διαφορά το οικονομικό (61%) και ακολουθούν η ανεργία (34%) και η λειτουργία της κυβέρνησης, του πολιτικού και του κομματικού συστήματος (24%).

ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ΜΑΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΘΕΜΑΤΟΣ:


Κράτος και Εκκλησία.Tο θέμα του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας βρίσκεται στην επικαιρότητα, κατά περίεργο τρόπο, γιατί παραπέμπει στην άποψη ότι δήθεν τα υπαρκτά και ανύπαρκτα σκάνδαλα μέσα στο χώρο της Εκκλησίας, από άρρωστα μέλη της, κληρικούς και λαϊκούς, οφείλονται στη σχέση μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, όπως λειτουργεί σήμερα. Αυτό είναι λάθος.

Στη συνέχεια, θα υπογραμμίσω μερικά σημεία, τα οποία μπορούν να ξεκαθαρίσουν λίγο το θέμα αυτό, το οποίο όσο περνά ο καιρός σκοτίζεται ακόμη περισσότερο από τις ποικίλες γνώμες και απόψεις, έγκυρες και μη, που διατυπώνονται. Γενικώς, επί του θέματος φαίνεται να κυριαρχεί η άγνοια ή η ημιμάθεια.

Όταν κάνουμε λόγο για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας πολλοί εννοούν δύο θεσμούς που είναι μεταξύ τους ενωμένοι και πρέπει να χωρίσουν. Θα πρέπει να δούμε ποιοι είναι αυτοί που πρόκειται να χωρίσουν.

Όταν λέμε Κράτος-Πολιτεία εννοούμε όλη τη συντεταγμένη πολιτεία με τα όργανά της, εννοούμε τους πολίτες μιας χώρας μαζί με τους εκλεγμένους άρχοντες, αλλά και τους νόμους επί τη βάσει των οποίων λειτουργεί η Πολιτεία αυτή.

Και όταν λέμε Εκκλησία εννοούμε όλα τα μέλη της που είναι βαπτισμένα και κατά ποικίλους τρόπους και βαθμούς ζουν μέσα στην εκκλησία, καθώς επίσης και τα όργανά της, Ιερά Σύνοδος, μητροπόλεις, ενορίες, μονές, που έχουν ρυθμισθεί να λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες της εκκλησίας.

Έχοντας αυτά υπόψη, τουλάχιστον ως προς την Εκκλησία που πρέπει να χωρίσει από το Κράτος, εννοούμε τρεις πραγματικότητες. Η μία είναι τα μέλη της, η δεύτερη είναι η διοίκησή της και η τρίτη είναι η παράδοσή της.

Τα μέλη της Εκκλησίας προφανώς δεν μπορούν να χωρίσουν από το Κράτος, γιατί είναι ταυτοχρόνως πολίτες του συγκεκριμένου Κράτους, ακόμη και πολιτικοί ηγέτες. Η παράδοση της ελληνικής κοινωνίας που έχει εμποτισθεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι δύσκολο να χωρισθεί από το Κράτος.  

Αφού αυτή η παράδοση έχει γίνει εν πολλοίς ήθη και έθιμα των κατοίκων της πολιτείας και δεν μπορεί εύκολα η πολιτεία να αποδεσμευθεί από αυτή. Διότι οι περισσότεροι πολίτες επιθυμούν να τηρούν αυτές τις παραδόσεις που έχουν σχέση με τις εορτές και τον τρόπο ζωής. 

Οπότε, απομένει ως χωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος να εννοούμε το χωρισμό της διοίκησης της Εκκλησίας από τη διοίκηση του Κράτους.

Χωρισμός ή αναθεώρηση - οριοθέτηση των σχέσεων;
Η έννοια του χωρισμού έχει σχέση με τον αποχωρισμό και αυτό ερμηνεύεται με την έννοια του διαζυγίου, δηλαδή τελεία διακοπή των σχέσεων. Θα πρέπει το Κράτος, σύμφωνα με την άποψη αυτή, να αποσπασθεί από τη σχέση του με την Εκκλησία ή η Εκκλησία να χωρισθεί από το Κράτος. 

Αυτό, όμως, δεν μπορεί να γίνει σε μια συντεταγμένη πολιτεία. Η συνταγματική ρύθμιση των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας δεν γίνεται μόνον με το άρθρο 3 που χαρακτηρίζει ως επικρατούσα θρησκεία τη θρησκεία της ορθόδοξης εκκλησίας, αλλά μ' ένα ευρύτερο πλέγμα διατάξεων όπου κορυφαία θέση κατέχει το άρθρο 13 περί θρησκευτικής ελευθερίας.

Κρίσιμο είναι κυρίως όλο το κεφάλαιο των ατομικών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων ομαδικής δράσης (προστασία ιδιωτικού βίου, δικαίωμα του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, ελευθερία του λόγου, προστασία της ιδιοκτησίας κ.λ.π.).

Από τεχνικής πλευράς σημασία έχει το άρθρο 18 παρ.3 (αναπαλλοτρίωτο της περιουσίας των πρεσβυγενών πατριαρχείων, της Μονής του Σινά και των Μονών της Αγίας Αναστασίας, των Βλατάδων και του Ευαγγελισμού στην Πάτμο) και το άρθρο 105 (καθεστώς του Αγίου Όρους).

Το άρθρο 3 περί επικρατούσας θρησκείας, δεν περιορίζει καθόλου την θρησκευτική ελευθερία τόσο ως ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης όσο και ως ελευθερία της λατρείας. Η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται σε συνταγματικό επίπεδο πλήρως. 

Υπάρχουν, όμως, σοβαρά προβλήματα στο επίπεδο της παλιότερης νομοθεσίας, της νομολογίας και της διοικητικής πρακτικής. Τα μεγάλα μέτωπα είναι η οριοθέτηση και η ποινική μεταχείριση του προσηλυτισμού, η ίδρυση ευκτήριων οίκων και ναών από ετεροδόξους ή αλλόθρησκους, η μεταχείριση των αντιρρησιών συνείδησης και η διδασκαλία των θρησκευτικών σε σχέση με τους μαθητές που δεν ακολουθούν το ορθόδοξο δόγμα.

Αυτό λέγεται από την άποψη ότι ούτως ή άλλως η Εκκλησία ως ένας οργανισμός θα πρέπει να έχει κάποια σχέση με το Κράτος, αφού δεν μπορεί να είναι τελείως ανεξάρτητη. 

Τίποτε μέσα σε ένα Κράτος δεν μπορεί να είναι τελείως ανεξάρτητο, γιατί τότε αυτό θα ήταν ένα κράτος εν κράτει. Κάθε οργανισμός πρέπει να έχει μια νομική προσωπικότητα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, θα πρέπει να έχει κάποια σχέση με το Κράτος. 

Οπότε, δεν μπορούμε να μιλούμε για χωρισμό, αλλά για μια ενδεχόμενη αναθεώρηση ή νέα οριοθέτηση των σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοικήσεως σε δύο σημεία, ήτοι στον Καταστατικό Χάρτη και την εκκλησιαστική δικαιοσύνη.

Δεν μπορούμε διαφορετικά να εννοήσουμε την έννοια του χωρισμού. Ακριβώς γι' αυτόν το λόγο είναι λάθος η φράση «χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας» και από την άποψη των όρων Εκκλησία και Πολιτεία και από την άποψη του χωρισμού.

Σχέσεις με τους Μουσουλμάνους της Θράκης.
Θα πρέπει να ρυθμισθούν ανάλογα και οι σχέσεις της Ελληνικής Πολιτείας με τους Μουσουλμάνους της Θράκης και να μελετηθεί το θέμα αυτό σε σχέση με τη Συνθήκη της Λωζάννης, σύμφωνα με την οποία οι θρησκευτικοί αρχηγοί (μουφτής) θεωρούνται ως «δημόσιοι λειτουργοί».

Ακόμη και οι ισραηλιτικές κοινότητες είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Έτσι, δεν είναι ορθό να υποβιβασθεί η Εκκλησία της Ελλάδος, χωρίς να αναθεωρηθούν οι σχέσεις της ελληνικής πολιτείας με τους μουσουλμάνους, και αυτό μάλιστα το τελευταίο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί.

Διότι δεν το επιτρέπει η Συνθήκη της Λωζάννης και επομένως μια διαφορετική ρύθμιση θα έχει οδυνηρές συνέπειες στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδος. Μέσα στα πλαίσια αυτά πρέπει να αντιμετωπισθούν και οι σχέσεις με όλες τις άλλες θρησκείες και ομολογίες.

Υπάρχει πολιτική βούληση για το χωρισμό;
Ο λεγόμενος όμως χωρισμός χρησιμοποιείται πολλές φορές για πολιτική σκοπιμότητα, αλλά τελικά όσες φορές χρειάσθηκε να προχωρήσει κάτι σταμάτησε από τους ίδιους τους πολιτικούς.

ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΤΩΡΑ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΕ ΕΝΑ 
ΑΙΤΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΣΜΟ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ:

Το θέμα της αναθεώρησης του Συντάγματος βρίσκεται πάλι στην επικαιρότητα. Μίλησε γι αυτό και ο πρωθυπουργός στην τελευταία συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Mέ την ευκαιρία αυτή,  είναι καιρός να μιλήσουμε για μια εκκρεμότητα δεκαετιών, που θα σηματοδοτούσε επιτέλους ένα σύγχρονο, όχι βεβαίως σοσιαλιστικό αλλά αστικό κράτος. Μια εκκρεμότητα,  τη μοναδική,  που παραμένει από τις αλλαγές που έφερε στην ελληνική κοινωνία η μεταπολίτευση του 1974. 

Μιλάμε για τον πλήρη χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, που εδώ και 183 και πλέον χρόνια,  από τότε που στον απόηχο της Επανάστασης του 1821 κηρύχτηκε το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος και η διοικητική της αυτονόμηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο,  αποτελεί ένα αίτημα αδικαίωτο, παρά τα σοβαρά προβλήματα που δημιουργεί όχι μόνο στην πολιτική ζωή αλλά και στην καθημερινότητα των ελλήνων πολιτών.

Και τα προβλήματα αυτά θα αυξάνονται συνεχώς αφού η ελληνική κοινωνία αλλάζει. Με τη μαζική μετανάστευση αυξάνεται ο αριθμός των αλλοθρήσκων ελλήνων πολιτών. Το ίδιο αυξάνει και ο αριθμός αυτών που δηλώνουν άθεοι.

Πρέπει να θυμίσουμε ότι ο αίτημα για χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας  δεν ήταν μόνο θέση του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού κινήματος αλλά μια θέση που εξέφραζε και τις δυνάμεις του αστικού εκσυγχρονισμού.  Μην ξεχνάμε πως στη Γαλλία το ζήτημα αυτό έχει λυθεί ήδη από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα.

Στην Ελλάδα, για να μιλήσουμε μόνο για τα τελευταία 42 και χρόνια υπονομεύθηκε από τις πρώτες κιόλας μέρες της μεταπολίτευσης όταν αποτελούσε θέση όλων  των κομμάτων , ακόμη και της Καραμανλικής Νέας Δημοκρατίας.

Στη συνέχεια βέβαια ξεχάστηκε και από το ΠΑΣΟΚ. Τώρα το ξεχνάει και ο ΣΥΡΙΖΑ,  στην κυβέρνηση πια, αντικαθιστώντας  τη θέση αρχής για τον χωρισμό με το γενικόλογο «εξορθολογισμό» και απλά στην συγκρότηση μιας επιτροπής που  συνεδριάζει υπό την προεδρία του υπουργού Παιδείας.

Όπου θα συζητά τα θέματα που προκύπτουν κατά καιρούς. Μια θέση που σε τίποτα δεν διαφέρει  από τους δικολαβισμούς του Ευάγγελου Βενιζέλου που μιλούσε για «διακριτούς ρόλους» όταν επιχειρηματολογούσε γιατί δεν είναι αναγκαία η συνταγματική κατοχύρωση του χωρισμού.

Το σύστημα της «νόμω κρατούσης Πολιτείας»
Από την ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1833, έως  τις μέρες μας επί 183 χρόνια η Εκκλησία της Ελλάδος και οι  κυρίαρχες τάξεις, το ελληνικό κράτος πορεύτηκαν μαζί, όπου και  αλληλοϋποστηρίχθηκαν.

Κυρίαρχο στοιχείο αυτής της σχέσης ήταν η υποταγή της Εκκλησίας στο Κράτος, με αντάλλαγμα την αναγνώριση τής προνομιακής της θέσης στην ελληνική κοινωνία, αλλά και την παραχώρηση «κοσμικών εξουσιών»  στις ηγετικές της ομάδες.

Πιο συγκεκριμένα στη χώρα μας ισχύει το σύστημα της «νόμω κρατούσης Πολιτείας». Η  θρησκεία που ακολουθεί η συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως επικρατούσα. Αυτό έχει οδηγήσει την μετατροπή της Εκκλησίας  σε ένα ιδιόμορφο τμήμα του κρατικού μηχανισμού.

Όλες οι  δομές της αποτελούν νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Τα στελέχη της χρηματοδοτούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Οι αποφάσεις των οργάνων της σε θέματα διοίκησης αποτελούν διοικητικές πράξεις, που προσβάλλονται στα δικαστήρια της Πολιτείας.

Επίσης  η Πολιτεία επεμβαίνει στην οργάνωση της Εκκλησίας με νόμους, ενώ οι εκκλησιαστικοί κανόνες εφαρμόζονται μόνο στο εσωτερικό της Εκκλησίας και με την προϋπόθεση να μην έρχονται σε αντίθεση με τους νόμους του Κράτους.

Αυτό το σύστημα έγινε αποδεκτό από την Εκκλησία με αντάλλαγμα την προνομιακή μεταχείρισή της έναντι άλλων δογμάτων και θρησκειών. Έτσι στα σχολεία δεν διδάσκεται το μάθημα της θρησκειολογίας αλλά των θρησκευτικών σύμφωνα με τα ορθόδοξα δόγματα. 

Δοξολογίες και προσευχές σε στρατιωτικές μονάδες και  σχολεία αποτελούν καθεστώς. Το εορτολόγιο, οι επίσημες τελετές και αργίες των δημοσίων υπηρεσιών καθορίζονται σύμφωνα με το τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας.  Ακόμη αναγνωρίζεται σε όργανα της Εκκλησίας δικαιοδοσία σε θέματα ιδιωτικού Δικαίου όπως είναι ο γάμος

Ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου του 1833.
Οι ρίζες αυτής της εξάρτησης βρίσκονται στην Αυτοκεφαλία του 1833 και στον τρόπο με τον οποίο υλοποιήθηκε το  ώριμο αίτημα της εποχής η ανακήρυξη του Αυτοκέφαλου.

Ήταν ένα αίτημα των αγωνιστών του 1821 και  φωτισμένων διανοουμένων, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής,  που ήταν ένας από τους πιό σκληρούς επικριτές της πολιτείας του πατριαρχικού θρόνου έναντι των υποδούλων Ελλήνων.

Όμως,  αντί για μία Εκκλησία κυβερνωμένη από «Σύνοδον ιερέων εκλεγομένων ελευθέρως  από ιερείς και κοσμικούς, καθώς έπραττεν η αρχαία Εκκλησία.», όπως ζητούσε ο Κοραής ,συγκροτήθηκε μια Εκκλησία της οποίας αρχηγός ως προς τα διοικητικά ήταν ο ρωμαιοκαθολικός το θρήσκευμα βασιλιάς Όθων που διόριζε  το ανώτατο όργανό της την πενταμελή Σύνοδο.

Με το διάταγμα της «Ανεξαρτησίας» η Εκκλησία της Ελλάδος απεξαρτήθηκε (και ορθώς) από το Πατριαρχείο όμως μπήκε σε μια σχέση εξάρτησης, στις εκάστοτε κυβερνήσεις της χώρας.

Στήριγμα των κυρίαρχων τάξεων
Σε καθοριστικές στιγμές της ελληνικής Ιστορίας, η Διοικούσα  Εκκλησία στήριξε τις κυρίαρχες τάξεις αλλά πολλοί ιεράρχες στάθηκαν δίπλα στον αγωνιζόμενο λαό.

Επίσης η επταετία 1915-1922, της εκλογής του αρχιεπισκόπου  Χρυσάνθου το 1938 με την υποστήριξη του Μεταξά και την απομάκρυνσή του το 1941 με την ανάδειξη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Δαμασκηνού,  που μετά την απελευθέρωση έγινε αντιβασιλιάς και για μικρό διάστημα πρωθυπουργός.

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου και την άνοδο στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Ιερώνυμου Κοτσώνη. Την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη την απομάκρυνση του Ιερώνυμου Κοτσώνη και την εκλογή του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ.

Ο απλός κλήρος. Ωστόσο όσο αλήθεια είναι τα παραπάνω για τον ρόλο της Διοικούσας Εκκλησίας άλλο τόσο αλήθεια είναι πως σε καθοριστικές στιγμές της Ιστορίας μας η μεγάλη πλειοψηφία του απλού κλήρου συμμερίστηκε τη μοίρα του λαού και δεν τον εγκατέλειψε.

Αντίθετα με την ηγεσία της Εκκλησίας, ο λαϊκός κλήρος πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Στη διάρκεια της Κατοχής Μητροπολίτες αλλά και οι περισσότεροι από τους 7000 απλούς ιερείς εντάχθηκαν ή στήριξαν την Αντίσταση.

Συμμετείχαν ενεργά στα διάφορα όργανα της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης στις ελεύθερες περιοχές, υπηρέτησαν ως στρατιωτικοί ιερείς στις μονάδες του ΕΛΑΣ. Όλοι αυτοί στα χρόνια του Εμφυλίου πλήρωσαν ακριβά την επιλογή τους να σταθούν στο πλευρό του λαού.

H χαμένη ευκαιρία της μεταπολίτευσης
Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και με νωπές τις μνήμες από τις παρεμβάσεις της Χούντας στα εκκλησιαστικά πράγματα, αλλά και στο ρόλο κορυφαίων εκκλησιαστικών παραγόντων από το 1967 έως το 1974, το ΠΑΣΟΚ και τα κόμματα της Αριστεράς ΚΚΕ, ΚΚΕεσωτ. και ΕΔΑ  έθεσαν το ζήτημα του χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος.

Οι θέσεις αυτές εκφράστηκαν και στη Βουλή κατά τη συζήτηση του άρθρου 3 του Συντάγματος του 1975, με τον Ανδρέα Παπανδρέου να δηλώνει: «Πιστεύουμε στον πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας. Αυτό είναι και το συμφέρον και της Εκκλησίας και της Πολιτείας.

Πρέπει η Εκκλησία να πάψει να είναι παράρτημα του Κράτους, χωρίς βέβαια να γίνει κράτος εν κράτει». Υπέρ του χωρισμού ετάχθη «επί της αρχής» και ο τότε υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Καραμανλή, Κωνσταντίνος Ζέππος. Ωστόσο στην πορεία των συζητήσεων οι θέσεις της κυβέρνησης διαφοροποιήθηκαν και έτσι το καθεστώς των σχέσεων Εκκλησίας Πολιτείας παρέμεινε αναλλοιώτο. 

Ο K. Ζέππος επικαλέστηκε στις 23.4.1975 την παράδοση για να μην προχωρήσει εκείνη την ώρα ο χωρισμός. Από τότε και κάθε φορά που υπήρχαν προβλήματα στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας το ζήτημα επαναφερόταν.

Είναι χαρακτηριστικά   τα όσα είπε το 1978 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον Μητροπολίτη Μυτιλήνης με το χαρακτηριστικό του ύφος:«΄Ηρθε ο καιρός να χωρίσουμε τα τσανάκια μας». Μόνο που αυτό που έλεγε ο τότε πρωθυπουργός δεν το υλοποίησε. Απεδείχθη μια κουβέντα του αέρα.

Η υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ
Στις αρχές του 1982, η ιδέα του χωρισμού Εκκλησίας και Πολιτείας δέχθηκε ένα σοβαρό πλήγμα με την υποχώρηση της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου στο ζήτημα του πολιτικού γάμου. Παρά τις διαβεβαιώσεις τού τότε υπουργού Δικαιοσύνης Στ. Αλεξανδρή ότι:

«Η Πολιτεία δεν διαπραγματεύεται τη νομοθετική εξουσία», μετά τις πιέσεις της Εκκλησίας καθιερώθηκε η «ισοδυναμία» του πολιτικού με τον θρησκευτικό γάμο, όχι όμως και η υπεροχή (υποχρεωτικότητα) του πολιτικού, όπως συμβαίνει στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Το ζήτημα του χωρισμού επανήλθε με αφορμή την κρίση στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας τη διετία 1987-1988. Ωστόσο και τότε το ΠΑΣΟΚ δεν τόλμησε τη μετωπική αντιπαράθεση με την Εκκλησία. Βεβαίως για λόγους καθαρά εκλογικούς.

Χαρακτηριστικά είναι τα όσα ειπώθηκαν στις 18 Φεβρουαρίου 1988, στο Καστρί, όπου ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ μίλησαν  γενικά για έναν ενδεχόμενο χωρισμό «κοινή συναινέσει». Είναι η εποχή  που ο Παπανδρέου με απαίτηση της Εκκλησίας απομάκρυνε από τη θέση του υπουργού Παιδείας τον Αντώνη  Τρίτση και έβαλε στη θέση του το γιό του Γιώργο.

«Πρόθεση εμού και του πρωθυπουργού είναι να βρούμε τις αρμοδιότητές μας, η Εκκλησία το χώρο στον οποίο θα κινείται ελεύθερα και η Πολιτεία το χώρο και τα σημεία, τα οποία, τέλος πάντων, δεν μπορούν να αποφευχθούν, της επαφής Εκκλησίας και Πολιτείας», είπε ο αρχιεπίσκοπος.

«Ναι, νομίζω ότι είναι και σύμφωνο με τη βασική γραμμή του Κινήματος και της κυβέρνησης. Αυτή η αυτοτέλεια, ο διαχωρισμός Πολιτείας και Εκκλησίας, ο οποίος δημιουργεί καλύτερες και όχι χειρότερες σχέσεις» συγκατάνευσε ο τότε πρωθυπουργός.

«Προχωρούμε δηλαδή για χωρισμό, κύριε πρωθυπουργέ;» επέμειναν οι δημοσιογράφοι, για να πάρουν την απάντηση: «Οχι, δεν έχω να κάνω τώρα καμία περαιτέρω δήλωση, γιατί είναι τελείως αδύνατον, εφόσον μελετάται το θέμα από κάθε πλευρά από τη Μεικτή Επιτροπή. Δεν θέλω να προκαταλάβω τα συμπεράσματά τους».

Ο Ανδρέας Παπανδρέου αναφερόταν στην«Ειδική Επιτροπή για τη μελέτη θεμάτων σχέσεων Πολιτείας–Εκκλησίας» που συγκροτήθηκε έπειτα από συμφωνία του με τον Αρχιεπίσκοπο και κατέληξε σε μια εισήγηση που ουσιαστικά διατηρούσε τα πράγματα στα παραδοσιακά πλαίσια της «νόμω κρατούσης πολιτείας».

Η αποσιώπηση του θέματος
Οι θέσεις των κομμάτων δεν άλλαξαν και με την αναθεώρηση του Συντάγματος που πρότεινε η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ και αποφάσισε η Βουλή τον Μάρτιο του 1995. H αναθεώρηση αυτή δεν προχώρησε μετά την απόφαση του K. Σημίτη να οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές στις 22.9.1996. Ωστόσο κατά τη διάρκεια των συζητήσεων οι πολιτικές δυνάμεις παρουσίασαν τις θέσεις τους:
  
Το ΠαΣοΚ, αντί για έναν σαφέστατο χωρισμό, πρότεινε μόνο την αναθεώρηση της παραγράφου 1 του άρθρου 3 «προς την κατεύθυνση της προσθήκης εδαφίου, με το οποίο θα κατοχυρώνεται το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι του Κράτους, θα αποσαφηνίζεται η διαδικασία ψήφισης και θέσης σε ισχύ του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και θα επιτυγχάνεται, υπό την έννοια αυτή, ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας». 

H ΝΔ έκανε από την αρχή σαφή τη θέση της κατά των αλλαγών.
 Κατά των αλλαγών ετάχθη και η Πολιτική Άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά.
Αντίθετα, το KKE και ο τότε Συνασπισμός υποστήριξαν τη θέση του πλήρους και σαφούς χωρισμού.

Τελικά οι συζητήσεις ακόμη και για μερική αναθεώρηση δεν κατέληξαν πουθενά.
Το ΠαΣοΚ και η ΝΔ κατέληξαν στη θέση ότι, αφού η Εκκλησία κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος αλλαγής, το σχετικό κεφάλαιο πρέπει να κλείσει. H συμφωνία για κλείσιμο του θέματος επισφραγίστηκε με πανηγυρικό τρόπο στη Μονή Πετράκη, όπου εδρεύει η Ιερά Σύνοδος.

Στις 2 Μαΐου 1996 ο Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ και τα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου συναντήθηκαν με τον πρόεδρο της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος Π. Κρητικό, τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Ευ. Βενιζέλο και τον αντιπρόεδρο της ΝΔ I. Βαρβιτσιώτη (στην επιτροπή δεν συμμετείχαν οι εκπρόσωποι των άλλων δύο κοινοβουλευτικών κομμάτων, της Πολιτικής Άνοιξης και του KKE).

Η ικανοποίηση μεταξύ πολιτικών και ιεραρχών μεταδόθηκαν απευθείας από τους τηλεοπτικούς σταθμούς όπου συνοδεύθηκαν και από διθυραμβικές δηλώσεις, όπως αυτή του Ευ. Βενιζέλου («το συνταγματικό πλαίσιο είναι επαρκές και σαφές και δεν χρειάζεται αναθεώρηση»).

Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας («οι πολιτικοί συνηγόρησαν εις την εκπεφρασμένην θέσιν της Εκκλησίας διά την διατήρησιν των ισχυουσών θέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας»). Εκείνες τις ημέρες ουσιαστικά το ζήτημα του χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους εγκαταλείφθηκε.  

Στην εποχή του ΣΥΡΙΖΑ
Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας θυμίζει τις θέσεις του στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων. Στην περίπτωση της κρίσης περάσαμε από το σκίζουμε τα μνημόνια και τα καταργούμε με ένα νόμο και ένα άρθρο στην πλήρη υποταγή και στην παράδοση της χώρας στους δανειστές .

Έτσι και στο θέμα  του χωρισμού Κράτους και Εκκλησίας πέρασε από την θέση του πλήρους διαχωρισμού στις γενικόλογες τοποθετήσεις  «εξορθολογισμό των σχέσεων» και τους «διακριτούς ρόλους», θέσεις παρόμοιες μ’ αυτές που έχει διατυπώσει ο Ευάγγελος Βενιζέλος.  Για να μη μιλήσουμε για τα συνεχή σούρτα φέρτα υπουργών και στελεχών στο πατριαρχείο.

Κι όμως δεν έχουν περάσει και πολλά χρόνια από το 2000 όταν το Τμήμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συνασπισμού ζητούσε την απάλειψη  του άρθρου 3 του Συντάγματος  τον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας και την κατάργηση προνομίων που της είχαν δοθεί.

Ή τον Νοέμβριο του 2005 όταν η κοινοβουλευτική ομάδα του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς κατέθετε πρόταση νόμου με σαφή αναφορά στο χωρισμό: «τηρώντας με συνέπεια τη διάκριση των εξουσιών, τον διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους και αποκαθιστώντας την εύρυθμη και διαφανή λειτουργία όλων των συναφών θεσμών».

Το 2009 ο Αλέξης Τσίπρας σε απάντηση  επιστολής που πήρε από  τους φοιτητές της Θεολογικής σχολής Θεσσαλονίκης ανέφερε χαρακτηριστικά για τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών, τον εκκλησιασμό των μαθητών και την υποχρεωτική προσευχή στα σχολεία:

«Θεωρούμε απαράδεκτο σε χώρους εκπαίδευσης παιδιών και νέων να υπάρχει με την παρούσα μορφή του και μάλιστα υπό υποχρεωτική μορφή το μάθημα των Θρησκευτικών. Όπως επίσης ανεπίτρεπτο θεωρούμε τον εκκλησιασμό και την υποχρεωτική πρωινή προσευχή στα σχολεία».

Όμως όσο περνούσε ο καιρός , τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ ανέβαιναν και η κυβερνητική προοπτική γινόταν εμφανής άρχισε «να νερώνει  το κρασί του» και να περνάει στη «δημιουργική ασάφεια» για να χρησιμοποιήσουμε βαρουφάκειους όρους.

Το 2014 με αφορμή την επίσκεψη του στο Άγιον Όρος αναφέρθηκε και στις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Κι εκεί αποκάλυψε ότι για τον  ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρχε πλέον η βασική αξιακή θέση της Αριστεράς από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα για πλήρη και ουσιαστικό χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας .

Αντ’ αυτής μίλησε γενικά για «εξορθολογισμό» των σχέσεων. Και τίποτα παραπάνω.: «Πρέπει να σας πω ότι η σχέση μας με την Εκκλησία είναι μια σχέση ειλικρινής πράγμα το οποίο μπορεί να μας οδηγήσει σε ουσιαστικά αποτελέσματα.

Για τον αναγκαίο εξορθολογισμό των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας που θα είναι ευνοϊκός και για το κράτος προκειμένου να είναι ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος αλλά και για την ίδια την Εκκλησία ώστε να επιτελέσει με καλύτερους όρους τον σημαντικότατο κοινωνικό ρόλο που έχει».

Βεβαίως ακόμη και εκείνες τις ημέρες υπήρχαν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που μιλούσαν ακόμη για χωρισμό κράτους και Εκκλησίας όπως ο σημερινός αντιπρόεδρος της Βουλής Τάσος Κουράκης.

Μιλώντας σε συνέδριο στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης έκανε λόγο για το διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας, την κατάργηση της μισθοδοσίας των κληρικών από το κράτος και την πληρωμή από εισφορές των πιστών , όπως γίνεται σε άλλες ευρωπαικές χώρες.

Όμως θέσεις σαν αυτή δεν είχαν πλέον καμία σημασία αφού η ηγεσία του κόμματος είχε προσχωρήσει στον «ρεαλισμό» και στην πολιτική των περιορισμένων αλλαγών στις σχέσεις Πολιτείας και Εκκλησίας που δεν θα οδηγούσαν όμως σ΄αυτό που αποτελούσε και αποτελεί βασική θέση για ένα κόμμα που θέλει να λέγεται αριστερό.

Η θέση της Εκκλησίας
Τα μηνύματα της αλλαγής της θέσης του ΣΥΡΙΖΑ τα έπιασε αμέσως η εκκλησιαστική ηγεσία. Έτσι η Ηγεσία της Εκκλησίας  απαντά στην κυβέρνηση με δυο λόγια: Άμα θέλετε χωρισμό προχωρήστε, αλλά θα αναλάβετε και τις ευθύνες γιατί το θέμα είναι εθνικό.

Εξάλλου το είπε καθαρά ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερώνυμος σε πρόσφατη συνέντευξή του στην ΕΡΤ. Όταν ρωτήθηκε για τον χωρισμό απάντησε: πως η Εκκλησία δεν πρόκειται να θέσει αυτό το θέμα γιατί το θεωρεί εθνικό.
  
Για να προσθέσει ευθύς αμέσως απευθύνοντας και μια σαφή προειδοποίηση: «Αν όμως το Κράτος πει σας χωρίζω, δεν θα πούμε όχι, αλλά θα αναλάβει τις ευθύνες του. Η Εκκλησία δεν φοβήθηκε την σκλαβιά 400 χρόνων, θα φοβηθεί μια Κυβέρνηση ενός χρόνου η έξι μηνών».

Τι ζητούν οι ιεράρχες;.Το είπε καθαρά ο αρχιεπίσκοπος στην ίδια συνέντευξη, Επιθυμούμε είπε «την ελευθερία της Εκκλησίας, χωρίς παρεμβάσεις, χωρίς εμπόδια, να είναι ελεύθερη να κάνει τα του σπιτιού της. Δεν είμαστε ελεύθεροι».

Και για όσους γνωρίζουν από τα μέσα τα εκκλησιαστικά πράγματα  θέτουν με κάθε ευκαιρία την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, μεγάλο μέρος της οποίας αυτή τη στιγμή  είναι δεσμευμένο.

Αφού ο νόμος που ψηφίστηκε μετά την κρίση του 1987-1988 παραμένει ανενεργός ενώ πολλά μοναστήρια που έχουν προσφύγει στα ευρωπαικά δικαστήρια έχουν δικαιωθεί.Παράλληλα υπάρχουν και οι διαφορές με δήμους και ιδιώτες για εκτάσεις μεγάλης αξίας που εκκρεμούν στα δικαστήρια.

Τι πρέπει να αλλάξει στο Σύνταγμα κατά μερικούς!!!
Εδώ και χρόνια υπάρχουν συγκεκριμένες επεξεργασίες θέσεων για τον χωρισμό (όπως αυτές της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου) αλλά και προτάσεις νόμου  όπως αυτή  που κατέθεσε το 2008 το ΚΚΕ αλλά δεν συζητήθηκαν ποτέ στη Βουλή με ευθύνη των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.

Με βάση τις προτάσεις και τις επεξεργασίες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα για   ένα ουσιαστικό χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους  με την αναθεώρηση του Συντάγματος πρέπει να καταργηθούν κατά μερικούς:

-Η εισαγωγική αναφορά του Συντάγματος « Εις το όνομα της Αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου τριάδος»

-Το άρθρο 3 που ορίζει ότι «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού.».

-Η παράγραφος 3 του άρθρου 14 που επιτρέπει την κατάσχεση εντύπου με παραγγελία του εισαγγελέα «για προσβολή της χριστιανικής και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας».

-Η παράγραφος 2 του άρθρου 16 στο σημείο που αναφέρει ότι σκοπός της Παιδείας είναι και η «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης».

-Η παράγραφος 8 του άρθρου 18 με την οποία απαγορεύεται η απαλλοτρίωση της αγροτικής ιδιοκτησίας των πατριαρχικών μονών Αγίας Αναστασίας στη Χαλκιδική, των Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη και του Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο.

Στην ίδια παράγραφο ορίζεται ότι:«ομοίως δεν υπόκεινται εις απαλλοτρίωσιν η εν Ελλάδι περιουσία των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, ως και της Ιεράς Μονής Σινά».

Ακόμη πρέπει να τροποποιηθεί η παράγραφος 2 του άρθρου 33 που ορίζει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την ανάληψη των καθηκόντων ορκίζεται στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Το ίδιο πρέπει να γίνει και με το άρθρο 59 περί ορκωμοσίας βουλευτών.

Βεβαίως τα τελευταία χρόνια αυτό στην πράξη έχει καταργηθεί αλλά στο Σύνταγμα παραμένει ο όρκος των βουλευτών. Μπορεί η σχετική παράγραφος να τροποποιηθεί ώστε οι βουλευτές να επικαλούνται τη συνείδησή τους χωρίς θρησκευτικό όρκο.

Επίσης είναι αναγκαία η αναθεώρηση του άρθρου 13 έτσι ώστε να κατοχυρώνει πλήρως την ελευθερία συνείδησης, δηλαδή το δικαίωμα του καθενός να πιστεύει σε οποιαδήποτε θρησκεία ή να είναι άθεος.

Το κράτος δεν πρέπει να αναμειγνύεται στα ζητήματα αυτά, που είναι αυστηρά προσωπική υπόθεση, αλλά να  φροντίζει μόνο για την τήρηση των νόμων (στο άρθρο αυτό δεν γίνεται καμία αναφορά στους  αθέους και τους μη πιστεύοντες σε μια θρησκεία).

Βεβαίως το ζήτημα του χωρισμού  Κράτους και Εκκλησίας προϋποθέτει και άλλα μέτρα που θα πρέπει να ακολουθήσουν τη συνταγματική κατοχύρωσή του. 

Μέτρα όπως η κατάργηση του όρκου στις στρατιωτικές μονάδες, οι αγιασμοί  η πρωινή προσευχή στα σχολεία και οι εξομολογήσεις μαθητών, η έναρξη των εργασιών της Βουλής με τον αγιασμό από τον αρχιεπίσκοπο και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου και πολλά άλλα  που θα χρειάζονταν σελίδες επί σελίδων για να καταγραφούν.

Ένα σοβαρό ζήτημα που χρειάζεται ιδιαίτερη μελέτη είναι αυτό της μισθοδοσίας του κλήρου και ειδικότερα των κατώτερων βαθμίδων. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με τη συνέχιση του σημερινού καθεστώτος (η μισθοδοσία από το κράτος σε αντάλλαγμα της εκκλησιαστικής περιουσίας που απαλλοτριώθηκε). 

Είτε με ευθύνη της ίδιας της Εκκλησίας με την προϋπόθεση ότι μετά την λύση του μεγάλου προβλήματος της τύχης της περιουσίας της θα έχει τα αναγκαία γι’ αυτό οικονομικά μέσα.

Για τα ως άνω περί της Εκκλησιαστικής Περιουσίας  και της Μισθοδοσίας του Κλήρου θα πρέπει οι κύριοι που ασχολούνται με την διόρθωση του Συντάγματος να διαβάσουν προσεκτικά το πόνημα του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου με τίτλο: Εκκλησιαστική Περιουσία και Μισθοδοσία του Κλήρου.

Διαβάστε επίσης Εδώ 










        






 


Δεν υπάρχουν σχόλια: