Η Αγία Σοφία: Η Αγια-Σοφιά
(τουρκικά: Ayasofya, λατινικά: Sancta
Sophia ή Sancta Sapientia), γνωστή και ως ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας ή απλά, η Μεγάλη Εκκλησία, είναι πρώην χριστιανικός ναός και
νυν μουσείο που βρίσκεται στην Κωνσταντινούπολη.
Από το 537 (ο ομώνυμος ναός του 360 που είχε ανεγερθεί στο ίδιο σημείο, απαλλοτριώθηκε προς θεμελίωση του υπάρχοντος) μέχρι το 1453 λειτουργούσε ως ορθόδοξος καθεδρικός ναός της πόλης, με εξαίρεση την περίοδο 1204–1261, κατά την οποία ήταν ρωμαιοκαθολικός ναός.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης μετατράπηκε σε ισλαμικό τέμενος, ενώ το 1934 μετατράπηκε σε μουσειακό χώρο (Ayasofya Müzesi). Στο σημείο όπου ανεγέρθηκε η Αγία Σοφία υπήρχε ομώνυμος ναός κτισμένος επί Κωνσταντίνου Α΄ και Κωνσταντίνου Β΄, ο οποίος, όμως, κάηκε κατά τη Στάση του Νίκα (532 μ.Χ.).
Ανήκει στις κορυφαίες δημιουργίες της βυζαντινής ναοδομίας, όντας πρωτοποριακού σχεδιασμού και αρχιτεκτονικής συνθέσεως, και υπήρξε σύμβολο της πόλης, τόσο κατά τη βυζαντινή όσο και κατά την οθωμανική περίοδο. Το παρόν κτήριο ξεκίνησε να ανεγείρεται το 532 και εγκαινιάσθηκε στις 27 Δεκεμβρίου του 537, επί βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄, από τους μηχανικούς Ανθέμιο από τις Τράλλεις (σημ. Αϊδίνιο) και Ισίδωρο από τη Μίλητο.
Στο ίδιο σημείο, επί του πρώτου λόφου της Κωνσταντινούπολης και σε μικρή απόσταση από το Μέγα Παλάτιον και τον Ιππόδρομο της πόλης, είχαν χτιστεί παλαιότερα δύο ακόμα ναοί που καταστράφηκαν, επίσης, από πυρκαγιά.Το οικοδόμημα ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της τρουλαίας βασιλικής και συνδυάζει στοιχεία της πρώιμης βυζαντινής ναοδομίας, σε πολύ μεγάλη κλίμακα.
Αρχιτεκτονικές επιρροές της Αγίας Σοφίας εντοπίζονται σε αρκετούς μεταγενέστερους ορθόδοξους ναούς αλλά και σε οθωμανικά τζαμιά, όπως στο τέμενος του Σουλεϊμάν και στο Σουλταναχμέτ τζαμί. Εκτός από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της, η Αγία Σοφία ξεχωρίζει επίσης για τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμό της, που ωστόσο υπέστη σοβαρές καταστροφές κυρίως από τους Τούρκους κατακτητές κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας.
Ιστορικά:Μετά τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου 330μ.Χ. , η ανέγερση ενός ναού της Αγίας Σοφίας υπήρξε τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος οικοδόμησης γύρω από το Μέγα Παλάτι. Η πρώτη Αγία Σοφία εγκαινιάστηκε το 360 επί της αυτοκρατορίας του Κωνσταντίου Β΄ και μαζί με το ναό της Αγίας Ειρήνης αποτελούσε τον κύριο καθεδρικό ναό της πρωτεύουσας και έδρα του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Εικάζεται
ότι επρόκειτο για ξυλόστεγη βασιλική, τρίκλιτη ή πεντάκλιτη. Καταστράφηκε από
πυρκαγιά το 404 και χτίστηκε εξαρχής τα επόμενα χρόνια. Ο νέος ναός
εγκαινιάστηκε το 415 επί βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄ και
καταστράφηκε από τους οπαδούς του πατριάρχη επειδή ο Θεοδόσιος είχε μια διαμάχη
με τον Πατριάρχη.
Αν και λίγα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν ως προς την αρχιτεκτονική αξία του οικοδομήματος, οι ιστορικές πηγές μαρτυρούν πως στο εσωτερικό του φυλάσσονταν ιερά κειμήλια μεγάλης αξίας, από χρυσό ή ασήμι. Σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες προσπάθειες αναπαράστασης του ναού, υποθέτουμε πως είχε εύρος 52 μ.
Αποτελούμενος από ένα κεντρικό κλίτος και τέσσερις διακριτούς διαδρόμους. Κατά τη Στάση του Νίκα το 532, υπέστη μεγάλη φθορά και το κτίσιμο του ναού που διατηρείται ως σήμερα δρομολογήθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α'. Αρχιτέκτονες του ναού ήταν οι γεωμέτρες Ανθέμιος από τις Τράλλεις και ο Ισίδωρος από τη Μίλητο.
Η κατασκευή του ολοκληρώθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα και τα εγκαίνιά του τελέστηκαν στις 27 Δεκεμβρίου του 537. Τότε, σύμφωνα με το θρύλο, ο Ιουστινιανός αναφώνησε «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι. Νενίκηκά σε, Σολομών!».
Θέλοντας έτσι να εκφράσει το
θαυμασμό του για το μνημείο το οποίο ήταν πιο θαυμαστό από τον Ναό
του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα. Τριακόσια και πλέον
εκατομμύρια χρυσών δραχμών, κατ΄ αντιστοιχία, είχαν δαπανηθεί για την ανέγερση
αυτού του Ναού. Τα "θυρανοίξια" της Αγιάς Σοφιάς ακολούθησαν διανομές
χιλιάδων ελαφιών, βοών, προβάτων και ορνίθων και χιλιάδων μοδίων σίτου στους
φτωχούς καθώς και πολυήμερη πανήγυρη.
Στο προαύλιο του ναού λέγεται πως υπήρχε κρήνη, στην οποία ανεγράφετο η καρκινική φράση «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ» (νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν, δηλ. ξέπλυνε τις αμαρτίες σου και όχι μόνο το πρόσωπό σου). Η φράση αυτή, αν αναγνωσθεί ανάποδα (από δεξιά προς τα αριστερά) αποδίδει τις ίδιες λέξεις και επομένως και το αυτό νόημα.Την εποχή του Ιουστινιανού, η Αγία Σοφία είχε χίλιους κληρικούς. Η νεαρά του Ηρακλείου, που βασίλεψε τον έβδομο αιώνα μας αναφέρει:
-Πρεσβυτέρους...80
-Διακόνους...150
-Διακόνισσες...40
-Υποδιάκονους...70
-Αναγνώστες...160
-Ψάλτες...25
-Θυρωρούς...75
Σύνολο:600
Ο αριθμός των κληρικών είχε ελαττωθεί κατά τα τελευταία έτη του κράτους, όταν τα εισοδήματα της εκκλησίας αρκούσαν μόλις για την φωταψία του ναού. Είκοσι χρόνια μετά τα πρώτα εγκαίνια, εξαιτίας των σεισμών του 557, ο τολμηρότατος στη σύλληψη και κατασκευή, για την εποχή του, θόλος κατέπεσε και συνέτριψε την αψίδα παρά τον ιερό άμβωνα, τον ίδιο τον άμβωνα, το κιβώριο και την Αγία Τράπεζα.
O ανιψιός του Ισιδώρου, ο Ισίδωρος ο νεότερος, ανέλαβε και έκτισε το νέο θόλο που υφίσταται μέχρι σήμερα. Μια περιγραφή του παραδίδεται από τον ιστορικό Αγαθία, από την οποία συμπεραίνεται πως ο αρχικός τρούλος ήταν μάλλον ευρύτερος και χαμηλότερος από το δεύτερο.
Στις 24 Δεκεμβρίου του 563 υπό τον Πατριάρχη Ευτύχιο τελέστηκαν τα δεύτερα εγκαίνια παρουσία του Αυτοκράτορα και του λαού της Κωνσταντινούπολης.Ο ναός αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κων/πόλεως και υπήρξε ο σημαντικότερος ναός της Ορθόδοξης εκκλησίας.
Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών και
συγκεκριμένα κατά την περίοδο 1204-1261 ο ναός έγινε Ρωμαιοκαθολικός και
μετά την Άλωση της Κων/πολης το 1453 μετατράπηκε σε
μουσουλμανικό τέμενος. Ειδικότερα και κατά την διάρκεια της άλωσης από τους
Φράγκους, η Αγία Σοφία υπέστη τεράστιες ζημιές.
Επίσης κατά
την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έγιναν
στο ναό σημαντικές καταστροφές στις τοιχογραφίες του ναού
(ασβεστώθηκαν), αφού η απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος θεωρείται βλασφημία
για το Ισλάμ. Ο ναός με την σπουδαία αρχιτεκτονική του αποτέλεσε
πρότυπο για την κατασκευή και άλλων τεμενών, όπως το Μπλε Τζαμί.
To 1934 o Μουσταφά Κεμάλ, στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της Τουρκίας, μετέτρεψε το τέμενος σε μουσείο. Σήμερα ο ναός εξακολουθεί να είναι μουσείο, ενώ πραγματοποιούνται σε αυτόν πολιτιστικές εκδηλώσεις, αλλά και εκδηλώσεις που θεωρούνται από ορισμένους ότι δεν αρμόζουν στο χώρο, όπως επιδείξεις μόδας.
Παράλληλα γίνονται προσπάθειες για τη διάσωση των ψηφιδωτών του ναού. Την ανατροπή αυτής της ιστορικής απόφασης απειλεί τα τελευταία χρόνια με την προκλητική ρητορική του ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Κορυφώνοντας αυτές τις απειλές το Συμβούλιο της Επικρατείας της Τουρκίας θα αποφασίσει συις 2 Ιουλίου 2020 για το εάν η Αγιά Σοφιά θα μετατραπεί ξανά σε τζαμί. Στο πλαίσιο ενός επικίνδυνου νεοοθωμανισμού που προωθεί, απαξιώνει ακόμη και αυτή την UNESCO. Αφού ανήκει ήδη, από το 1985, στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ως μουσείο που εντάσσεται στην ιστορική ζώνη της Κωνσταντινούπολης.
Τι μπορώ να πω ως χριστιανός κληρικός και Έλληνας πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη; Αντί να ενώσουμε, μια κληρονομιά 1.500 ετών μας χωρίζει. Είμαι λυπημένος και συγκλονισμένος" δήλωσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος σε συνέντευξη του στην αμερικανική εφημερίδα The Washington Post.
Αρχιτεκτονική:Ο ναός είναι κτισμένος σε αρχιτεκτονικό ρυθμό βασιλικής με τρούλο. Ο κυρίως χώρος του κτίσματος έχει σχήμα περίπου κύβου. Τέσσερις τεράστιοι πεσσοί, (κτιστοί τετράγωνοι στύλοι), που απέχουν μεταξύ τους ο ένας από τον άλλο 30 μ., στηρίζουν τα τέσσερα μεγάλα τόξα πάνω στα οποία εδράζεται ο τρούλος, με διάμετρο 31 μέτρων.
Ο τρούλος δίνει την εντύπωση ότι αιωρείται εξαιτίας των παραθύρων που βρίσκονται γύρω στη βάση του (ο σύγχρονος ιστορικός Προκόπιος λέει: ...δίνει την εντύπωση ότι είναι ένα κομμάτι ουρανού που κρέμεται στη γη...).Γενικά ο ναός είναι ορθογώνιο οικοδόμημα μήκους 78,16 μ. και πλάτους 71,82 μ. κτισμένο στη ΝΔ. πλευρά του πρώτου λόφου της Πόλης με κατεύθυνση ΝΑ.
Περιβάλλεται από δύο αυλές την βόρεια και την δυτική καλούμενη και αίθριο. Συνορεύει Ν με τα Πατριαρχικά κτίρια τα οποία συνδέονταν με το Αυγουσταίο, τη μεγάλη δηλαδή πλατεία που βρίσκοταν το λαμπρό από πορφυρό μάρμαρο άγαλμα της Αυγούστας Ελένης. Στο κτίσιμο της Αγιά Σόφιας εργάστηκαν περίπου 600 άτομα.Εσωτερικά ο Ναός διαιρείται από δύο κιονοστοιχίες εξαρτώμενες από τους πεσσούς σε τρία κλίτη. Ο όλος Ναός αποτελείται από τα εξής μέρη:
Αίθριο:Υπαίθρια μαρμαρόστρωτη και περίστυλη αυλή στο μέσον της οποίας ήταν η "κομψή φιάλη" η μαρμάρινη κρήνη που έφερε την ονομαστή καρκινική επιγραφή «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ» (δηλ. πλύνε τις αμαρτίες, όχι μόνο το πρόσωπo). Στο αίθριο επίσης φέρονται κάποια ίχνη οικοδομήματος.
Έξω και κυρίως νάρθηκας:Πέντε πύλες από το αίθριο οδηγούν στον έξω νάρθηκα και από αυτόν άλλες πέντε πύλες οδηγούν στον εσωτερικό νάρθηκα, από τις οποίες η μεσαία πύλη λέγεται και Μεγάλη ή Ωραία Πύλη. Από τον έσω νάρθηκα εννέα πύλες, τρεις ανά κλίτος οδηγούν στον κυρίως Ναό. Οι τρεις μεσαίες εξ αυτών καλούνται Βασιλικές πύλες επειδή εξ αυτών εισήρχετο ο Αυτοκράτορας στις επίσημες τελετές.
Και οι δύο
νάρθηκες καταλάμβάνουν περίπου το ίδιο πλάτος του Ναού με μικρό μήκος εισόδου ο
καθένας. Εκατέρωθεν του νάρθηκα διασώζονται προσαρτήματα μεγάλης ιστορικής
σημασίας. Το προς Ν. εκαλείτο Προπύλαιο του Νάρθηκα ή Ωραία Πύλη που από τον
10ο αιώνα ήταν η κύρια είσοδος στον Ναό.
Δεξιά αυτού
του προπυλαίου ήταν το αποδυτήριον (μητατώριον) όπου ο
Αυτοκράτορας κατά την είσοδό του άλλαζε το τζιτζάκιο και
φορούσε το σαγίο. Πάνω από τον έσω νάρθηκα είναι ο γυναικωνίτης,
εξ ου και το όνομα "νάρθηξ γυναικωνίτιδος" η είσοδος στον οποίο
οδηγούσε άλλο προαύλιο της Β. πλευράς (στο σχέδιο κάτω πλευράς).
Κύριος Ναός: Η είσοδος στον κυρίως Ναό, όπως προαναφέρθηκε, ήταν οι τρεις Βασιλικές πύλες και οι έξι, ανά τρεις εκατέρωθεν, του έσω νάρθηκα. Ο κυρίως Ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη (στοές θα λέγαμε σήμερα), των οποίων το μεσαίο είναι διπλάσιου πλάτους των εκατέρωθεν.
Το εσωτερικό σχέδιο είναι απλούν. Τέσσερις πεσσοί, κτιστοί στύλοι, συνδέονται μεταξύ τους με υπερώα τόξα στα οποία και φέρονται επιθόλια τόξα συναποτελώντας έτσι μια περιμετρική βάση επί της οποίας και εδράζει ο τεράστιος θόλος.
Η περιμετρική βάση φέρει πλήθος στυλιδίων υπό μορφή παραθύρων από τα οποία και ολόκληρος ο Ναός καταυγάζεται από το φως. Η όλη κατασκευή παρουσιάζει πράγματι την εντύπωση μια αρμονίας φωτός και αρχιτεκτονικής. Τα 100 αυτά παράθυρα, 40 επί της στεφάνης του θόλου και τα υπόλοιπα στα ημιθόλια,τις κόγχες και τους τοίχους προσδίδουν την εικόνα της ανακρέμασης του θόλου από τον ουρανό.
Οι δε ακτίνες του Ήλιου που εισέρχονται στο χώρο δίνουν την εντύπωση να άγονται από τους ουρανούς. Γενικά τα τόξα, τα ημιθόλια και ο εκπληκτικός θόλος στηρίζονται στους τέσσερις πεσσούς οι λίθοι των οποίων φέρονται στερεομένοι με χυτό μόλυβδο και σιδερένιους μοχλούς.
Στη δε
κατασκευή του θόλου έχουν χρησιμοποιηθεί ελαφρόπετρες από τη Ρόδο που
φέρουν την επιγραφή "Μεγάλης Εκκλησσίας του Κωνσταντίνου". Εξωτερικά
και επί της κορυφής του θόλου φέροταν ο μέγας "ερυσίπτολις σταυρός"
(=έρεισμα της πόλης), που έχει αντικατασταθεί με την ημισέληνο.Μετά τη
μετατροπή του ναού σε μουσουλμανικό τέμενος προστέθηκαν τέσσερις μιναρέδες.
ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ
ΣΤΗΝ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Επί Σεπτοίς Εγκαινίοις της Μεγάλης Εκκλησίας της
Του Θεού Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως. Μνείαν ποιούμεθα των κατά την 27η Δεκεμβρίου
του σωτηρίου έτους 537 μ.Χ. σεπτών εγκαινίων του Ιερού Ναού της Του Θεού Σοφίας
Κωνσταντινουπόλεως.
Ως έργου θαυμαστού και μεγάλου του θεοστέπτου και
φιλοχρίστου αυτοκράτορος Ιουστινιανού Α΄ του Μεγάλου.Το αιώνιο και αθάνατο
σύμβολο της Ορθοδοξίας, της Ρωμιοσύνης και του Παγκόσμιου Πολιτισμού που επί
αιώνες καθεύδει τον «νήδυμον ύπνον» και λαλεί «εν σιωπή» τα μεγαλεία του Θεού.
Στη θέα και μόνο του μεγαλοπρεπούς και παλαιφάτου ναού της Του Θεού Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ή στο άκουσμα της λεκτικής περιφράσεως «Αγιά Σοφιά» ο Ρωμιός ανακαλεί με πόνο ψυχής στη μνήμη του το γεγονός της αλώσεως της του Κωνσταντίνου μεγατίμου Πόλεως των πόλεων, κατά το έτος 1453 μ.Χ.
Αλλά συνήθως
παραβλέπει ή και αγνοεί το χαρμόσυνο και μεγάτιμο γεγονός των σεπτών εγκαινίων
της «Μεγάλης Εκκλησίας» ως του πρώτου ναού της πρωτευούσης Βασιλίδος πόλεως της
ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τα οποία έλαβαν χώρα την 27η Δεκεμβρίου
του 537 μ.Χ.
Όταν ο Μέγας αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους από τη Ρώμη στο Βυζάντιο (324), το οποίο «ένεκα τιμής» για τον ιδρυτή και κτήτορα της νέας πρωτευούσης πόλεως μετονομάσθηκε σε Κωνσταντινούπολη και απετέλεσε την «Νέα Ρώμη», απεφάσισε να ανεγείρει και περίλαμπρο καθεδρικό ναό.
Επ’ αυτού
υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ιστορικών και συγκεκριμένα ο πολύ εκκλησιαστικός
ιστορικός Σωκράτης (+440 μ.Χ. περίπου) αναφέρει ότι ο υιός του Μ. Κωνσταντίνου
και διάδοχος αυτού Κωνστάντιος «την μεγάλην εκκλησίαν έκτισεν, ήτις Σοφία μεν
προσαγορεύεται νυν».
Είναι βέβαια ιστορικώς μεμαρτυρημένο ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος έκτισε προηγουμένως δύο ναούς επ’ ονόματι των θείων ιδιοτήτων του Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού, ήτοι τους ναούς της Αγίας Ειρήνης (δηλαδή της Ειρήνης του Θεού) και της Αγίας Δυνάμεως (δηλαδή της Δυνάμεως του Θεού).
Ως τρίτο ναό επιθύμησε να ανεγείρει εκείνον της «Υπάτης Σοφίας του ενσάρκου Μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού» και γι’ αυτό ο ναός ονομάσθηκε Μεγάλη Εκκλησία «της Του Θεού Σοφίας». Ανεξαρτήτως της διχογνωμίας των ιστορικών περί της ανεγέρσεως του ναού από τον Μέγα Κωνσταντίνο ή τον υιό και διάδοχό του Κωνστάντιο.
Τα εγκαίνια αυτού και η καθιέρωσή του στο όνομα του ενσαρκωθέντος Ιησού Χριστού έλαβαν χώρα την 15η Φεβρουαρίου του 360 μ.Χ. ενώ ως επίσημη εόρτια ημέρα της νεόδμητης Εκκλησίας ορίστηκε η 25η Δεκεμβρίου επειδή τιμάται μεγαλοσύνως η κατά σάρκα γέννηση του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού.
Ο ναός αυτός
που είχε την μορφή της τρίκλιτης ή πεντάκλιτης ξυλοστεγούς Βασιλικής και για
πρώτη φορά ο Εκκλησιαστικός Ιστορικός Σωκράτης καθιέρωσε την ονομασία «Μεγάλη
Εκκλησία» επειδή προφανώς επρόκειτο για έναν περίλαμπρο ναό, αλλά και ως
«Σοφία» αποδίδοντας την θεία ιδιότητα του ενσαρκωμένου Υιού και Λόγου του Θεού.
Άξιο μνείας
είναι το γεγονός ότι επειδή το κτίσμα αυτό απετέλεσε τον καθεδρικό ναό της
πρωτευούσης Πόλεως της χριστιανικής πλέον αυτοκρατορίας και ιερά καθέδρα της
Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, προσέδωσε και τον τίτλο της «Μεγάλης Εκκλησίας»
στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο μέχρι και σήμερα ονομάζεται και «Μήτηρ
Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία».
Ένα μάλιστα
από τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα που συνδέεται ιστορικώς με τη Μεγάλη
Εκκλησία είναι η επικράτηση του έθους να στέφονται οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες
εντός του ναού, όταν για πρώτη φορά το 457 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Λέων Α΄ ο Θραξ
έλαβε το στέμμα από τα χέρια του Πατριάρχου στη Μεγάλη Εκκλησία.
Όταν στις 20 Ιουνίου του 404 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Αρκάδιος κατ’ απαίτηση της δολίας συζύγου του Ευδοξίας εξόρησε τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, οι εξαγριωμένοι οπαδοί του, οι λεγόμενοι «Ιωαννίται», πυρπόλησαν την Εκκλησία.
Ο δεύτερος ναός της Του Θεού Σοφίας ανοικοδομήθηκε αμέσως υπό του αυτοκράτορος Θεοδοσίου του Β΄ και η νέα Εκκλησία στον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο της ξυλοστεγούς Βασιλικής εγκαινιάσθηκε στις 10 Οκτωβρίου του 415 μ.Χ. Στις 15 Ιανουαρίου του 532 εκδηλώθηκε στην Κωνσταντινούπολη μεγάλη εξέγερση, γνωστή και ως «Στάση του Νίκα», και απείλησε να ανατρέψει από τον θρόνο τον Ιουστινιανό,
Ο οποίος διασωθείς από βέβαιο θάνατο απεφάσισε να ανεγείρει ευγνωμόνως νέα Εκκλησία, επειδή οι στασιαστές πυρπόλησαν και κατέστρεψαν ολοσχερώς την υπάρχουσα Μεγάλη Εκκλησία. Ο Ιουστινιανός επέλεξε τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο για να εκπονήσουν τα σχέδια και την επίβλεψη των εργασιών της ανοικοδομήσεως της Μεγάλης Εκκλησίας.
Η ανοικοδόμηση άρχισε στις 23 Φεβρουαρίου του 532 μ.Χ. και ολοκληρώθηκε σε 5 έτη και 10 μήνες, οπότε στις 27 Δεκεμβρίου του 537 μ.Χ. έγιναν και τα εγκαίνιά της. Για την ανοικοδόμηση του ναού εργάσθηκαν 10.000 άνδρες και δαπανήθηκε το ασύλληπτο για την εποχή ποσό των 320 κεντηναρίων ποσό, ήτοι των 3.600.000 χρυσών αγγλικών λιρών.
Σύμφωνα μάλιστα με τις μαρτυρίες των χρονογράφων όταν ο Ιουστινιανός συνοδευόμενος από τον Πατριάρχη Μηνά εισήλθε από τις Βασιλικές Πύλες στον εσωτερικό ναό και εθαύμασε το περίλαμπρο κάλλος του, ανήλθε στον άμβωνα και εκτίνοντας τα χέρια του προς τον ουρανό ανεφώνησε «Δόξα τω Θεώ, τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσαι.
Νενίκηκά σε,
Σολομών». Και όπως αναφέρεται στις ιστορικές πηγές, κατά την ημέρα των
εγκαινίων, τόσος ήταν ο ενθουσιασμός του Αυτοκράτορος Ιουστινιανού ώστε διέταξε
για τις πάνδημες εκδηλώσεις και την δημόσια ευτυχία να σφαγιαστούν χίλια βόδια,
έξι χιλιάδες πρόβατα, επτακόσια ελάφια, χίλιοι χοίροι και δέκα χιλιάδες
όρνιθες, ενώ διανεμήθηκαν στους φτωχούς και τριάντα χιλιάδες μόδιοι σίτου
(=600.000 κιλά περίπου).
Ο δε αξιοθαύμαστος αυτός ναός, ο οποίος ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό ρυθμό της τρουλαίας Βασιλικής με τον σχεδόν «αχειροποίητο τρούλο», τους πολύχρωμους κίονες με τα περίτεχνα κιονόκρανα, τα απαράμιλλης καλλιτεχνικής τεχνοτροπίας ψηφιδωτά και την σαγηνευτική ορθομαρμάρωση.
Είχε χωρητικότητα για 23.000
ανθρώπους και υπήρξε όντως το «Μέγα Μοναστήρι» όπου ηχούσαν μέχρι την άλωση της
Βασιλευούσης (1453 μ.Χ.) δεκάδες καμπάνες και σήμαντρα, ενώ υπηρετούσαν δεκάδες
δεκάδων ιερείς, διακόνοι, υποδιακόνοι, διακόνισσες, ψάλτες, αναγνώστες και
πυλωροί οι οποίοι αρχικά ήταν 525 και λίγο προ της αλώσεως ανήρχοντο σε 800.
Όσον αφορά τα περίλαμπρα και περίτεχνα ψηφιδωτά της Εκκλησίας μπορούμε ν’ αναφέρουμε την ένθρονη Πλατυτέρα των ουρανών στην κόγχη του Ιερού Βήματος, το τρίπτυχο όπου ο Θεάνθρωπος Χριστός έχει εκατέρωθεν αυτού την Υπεραγία Θεοτόκο και τον Τίμιο Πρόδρομο σε στάση ικετευτική, η τριπρόσωπη παράσταση της προσφοράς στην ένθρονη Θεοτόκο από μεν τον Μέγα Κωνσταντίνο της Βασιλευούσης Πόλεως.
Από δε τον Μέγα
Ιουστινιανό του ναού της Του Θεού Σοφίας, η τριπρόσωπη παράσταση όπου η
ισταμένη Βρεφοκρατούσα Παναγία έχει εκατέρωθεν αυτής τον Αυτοκράτορα Ιωάννη τον
Πορφυρογέννητο και την σύζυγό του Αυγούστα Ειρήνη, η τριπρόσωπη παράσταση όπου
ο ένθρονος Χριστός πλαισιώνεται από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο
και τη σύζυγό του Αυγούστα Ζωή.
Οι παραστάσεις Ιεραρχών, όπως του Ιερού Χρυσοστόμου και του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, οι μορφές των πτεροφόρων Αγγέλων καθώς και η μοναδική παράσταση όπου απεικονίζεται ο ένθρονος Χριστός έχοντας στα πόδια του γονατιστό και δεόμενο τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ΄ τον Σοφό (886-912).
Ο οποίος αφιέρωσε την ψηφιδογραφία αυτή στον ναό
για να εκφράσει με τον τρόπο αυτό τη μετάνοιά του για το αμάρτημα της
τετραγαμίας στο οποίο είχε περιπέσει και γι’ αυτό ο Πατριάρχης Νικόλαος Α΄ ο
Μυστικός του είχε επιβάλλει επιτίμιο απαγορεύοντάς του την είσοδό του στη
Μεγάλη Εκκλησία.
Είκοσι έτη μετά τα πρώτα εγκαίνια, στις 14 Δεκεμβρίου του 557 μ.Χ., ένας ισχυρός σεισμός συγκλόνισε την Κωνσταντινούπολη και είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του τρούλου, ο οποίος συνέτριψε την αψίδα παρά τον άμβωνα, τον ίδιο τον άμβωνα, το κιβώριο και την Αγία Τράπεζα. Η αποκατάσταση του ναού από τον ανεψιό του αρχιτέκτονος Ισιδώρου, τον Ισίδωρο τον Νεότερο, έγινε σε πέντε έτη, επτά μήνες και δεκαεπτά ημέρες.
Επειδή δε είχε καταστραφεί η Αγία Τράπεζα, ο ναός έπρεπε να εγκαινιασθεί εκ νέου και τα εγκαίνια έλαβαν χώρα από τον Πατριάρχη Ευτύχιο, στις 24 Δεκεμβρίου του 563 μ.Χ. Έκτοτε και μέχρι την άλωση τα θυρανοίξια του ναού εορτάζονταν στις 22 Δεκεμβρίου και στις 23 του αυτού μηνός η ανάμνηση των εγκαινίων.
Σήμερα στο εν χρήσει λειτουργικό
Μηνιαίο του Δεκεμβρίου (23) υπάρχει απλή μνεία του γεγονότος: «Τη αυτή ημέρα,
τα εγκαίνια της Αγίας Του Θεού Μεγάλης Εκκλησίας», με δύο συναξαριακούς
εγκωμιαστικούς στίχους: «Εγκαινίοις καλοίς σε τις εγκωμίοις τιμώ, καλών
κάλλιστε γης ναών όλων».
Για την ημέρα των εγκαινίων εγράφησαν δύο τροπάρια, ένα για την Υπεραγία Θεοτόκο ως προστάτιδα, πολιούχο και πνευματική έφορο της Κωνσταντινουπόλεως και ένα για τον Ιησού Χριστό στον οποίο ήταν αφιερωμένος εξ αρχής ο ναός.
Στο πρώτο αναφέρεται: «Η Πόλις σου, Θεοτόκε, η εν σοι βασιλεύουσα μεγάλων λυτρωθείσα δια σου περιστάσεων σοι ύμνων ευχαριστίας προβάλλεται».Στο δε δεύτερο οι χοροί δέονται: «Την Πόλιν ημών, Κύριε, ως της οικουμένης οφθαλμόν εκ πάσης σου δικαίας απειλής ελευθέρωσον και τοις σκήπτροις της βασιλείας αυτής δια παντός κατακόσμησον, βαρβάρων αποστροφήν και κινδύνων απαλλαγήν δια της Θεοτόκου δωρούμενος».
Αξίζει να
σημειωθεί ότι την νύκτα της 25ης προς 26η Οκτωβρίου
του 989 μ.Χ. ένας ακόμη ισχυρός σεισμός συνετάραξε την Κωνσταντινούπολη με
αποτέλεσμα να καταπέσουν η δυτική αψίδα της Αγίας Σοφίας και ο Κεντρικός
τρούλος, οπότε ο αυτοκράτωρ Βασίλειος Β΄ ο Μακεδών (976-1025) χρειάσθηκε έξι
έτη για την αποκατάσταση των ζημιών.
Ο δε ιστορικός Προκόπιος με θαυμασμό αναφέρει ότι ο τεράστιος τρούλος του ναού καθώς λούζεται μέσα στο άπλετο φως που εισέρχεται από τα παράθυρα τα οποία βρίσκονται στη βάση του «δίνει την εντύπωση ότι είναι ένα κομμάτι ουρανού που κρέμεται στη γη».
Παρά δε το γεγονός ότι οι οθωμανοί κατακτητές προσπάθησαν να επιτύχουν κάτι ανάλογο στους θόλους των τεμένων τους, εντούτοις ο τρούλος της Του Θεού Σοφίας παραμένει ασύγκριτος και ανεπανάληπτος.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι προκαλεί έκπληξη το γεγονός της ανθεκτικής τοιχοδομίας του ναού παρά τους πολλούς σεισμούς που όλους αυτούς τους αιώνες συνέβησαν στο έδαφος της σεισμογενούς Κωνσταντινουπόλεως.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι το μυστικό για τον τρόπο με τον οποίο εκτίσθη ο ναός της Του Θεού Σοφίας είναι το υλικό της τοιχοποιίας που χρησιμοποιήθηκε και είναι ένα είδος πυρίμαχου τούβλου, που όμως είναι κατά δώδεκα φορές ελαφρύτερο από το κανονικό τούβλο και αντέχει στην ένταση που προκαλεί ο σεισμός.
Διαπιστώθηκε επίσης ότι η λάσπη που χρησιμοποιήθηκε, αποτελείτο από ημιαποκρυσταλλοποιημένο υλικό το οποίο έχει την ιδιότητα να απορροφά την ενέργεια του σεισμού, ενώ λέγεται ότι ο ασβέστης ζυμώθηκε με λάδι αντί για νερό.
Ο
αιωρούμενος τρούλος, με διάμετρο 33 μέτρα και ύψος (σήμερα) 13,80 μέτρων, που
σκέπει τον έχοντα περίπου σχήμα κύβου ναό, εδράζεται επί τεσσάρων μεγάλων τόξων
τα οποία στηρίζονται σε τέσσερεις τεράστιους πεσσούς (κτιστοί τετράγωνοι
στύλοι) που απέχουν ο ένας από τον άλλο 31 μέτρα.
Γενικά ο ναός έχει μήκος 92 μέτρα, πλάτος 74 μέτρα και ύψος 13,80 μέτρα, ενώ μέσα στον εσωτερικό του χώρο, όπως έχει γραφεί, μπορεί να εγκολπώσει ολόκληρο το ναό της Παναγίας των Παρισίων. Ο Ορθόδοξος ναός της Του Θεού Σοφίας κατά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους στη διάρκεια της Δ΄ Σταυροφορίας μετετράπη σε Λατινική Εκκλησία (1204-1261) και υπέστη πολλές καταστροφές.
Καθώς και αλλοιώσεις και κλοπές από τους μισορθοδόξους παπικούς. Από δε το 1453 έως και το έτος 1934 λειτούργησε ως τέμενος οπότε ο Μουσταφά Κεμάλ Πασάς μετέτρεψε το τέμενος σε μουσείο. Στη διάρκεια που ο ναός λειτουργούσε ως Τέμενος.
Όπως ήταν φυσικό, υπέστη πολλές εσωτερικές και εξωτερικές αλλοιώσεις και μεταξύ αυτών ήταν και η επικάλυψη των μοναδικών ψηφιδωτών τα οποία επιχρίσθηκαν με κονίαμα, επειδή το Ισλάμ ως ανεικονική θρησκεία απαγορεύει την απεικόνιση των ιερών προσώπων.
Στο διάβα του χρόνου πραγματοποιήθηκαν επίσης με εντολή των Οθωμανών Σουλτάνων και πολλές εργασίες επισκευής και συντήρησης του όλου οικοδομήματος. Ο Σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ κατά το έτος 1847 ανέθεσε την συντήρηση του κτίσματος στον διάσημο Ελβετό αρχιτέκτονα Gaspare Fossati, συνεπικουρούμενο από τον αδελφό του Giuseppe, και οι εργασίες διήρκεσαν δύο έτη (1847-1849).
Οι δυο αδελφοί
απέξεσαν επίσης το κονίαμα και απεκάλυψαν τα ψηφιδωτά, τα οποία, αφού
εντόπισαν, κατέγραψαν, συντήρησαν και μελέτησαν, δυστυχώς επικάλυψαν και πάλι,
αλλά η σημαντική αυτή μελέτη τους βοήθησε τους επιγενομένους ερευνητές και
αρχαιολόγους να εντοπίσουν και να αποκαλύψουν προσφάτως και άλλα από τα
ψηφιδωτά της Του Θεού Σοφίας.
Ιχνηλατούντες
τα περί της ιστορίας της ανεγέρσεως και των μεγάλων γεγονότων και περιπετειών
που συνυφαίνουν τη διαχρονία της Του Θεού Σοφίας, αντλούμε το πολύτιμο ύδωρ από
τις ιστορικές πηγές που μας αποκαλύπτουν έναν άλλο κόσμο, «τον μυστικό κόσμο
της Μεγάλης Εκκλησίας».
Τα περί του αρχιτεκτονικού σχεδίου βάσει του οποίου ανεγέρθη η Εκκλησία διασώζει ένας θρακικός θρύλος, τον οποίο διασώζει στις μελέτες του ο Νικόλαος Πολίτης και αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όταν ο Βασιλεύς στην Πόλη αποφάσισε να χτίσει την Αγιά Σοφιά, κανείς τεχνίτης δεν μπόρεσε να του παρουσιάσει σχέδιο που να του αρέσει.
Και όταν μια φορά πήγε να λειτουργηθεί ο Βασιλεύς και απόλυκε (τελείωσε) η Εκκλησία, κει που έπαιρνε τ’ αντίδωρο χάμω. Σκύβει να το πάρει, δεν το βρίσκει.Όταν άξαφνα βλέπει μια μέλισσα με τ’ αντίδωρο στο στόμα να πετά από το παράθυρο. Βγάνει διαταγή, όποιος έχει μελίσσια να τα τρυγήσει, για να βρεθεί τ’ αντίδωρο.
Και
άλλος κανείς δεν το ‘βρε παρ’ ή ο Πρωτομάστορας, που σ’ ένα κυψέλι είδε αντί
για κερήθρα μια Πανώρια Εκκλησία πελεκητή και στην Αγία Τράπεζά της το
αντίδωρο. Την είχε φτειασμένη η μέλισσα με τη χάρη του αντίδωρου της προσφοράς.
Αυτή την Εκκλησιά επαρουσίασε ο πρωτομάστορας στο Βασιλέα, και ίδια μ’ αυτήν
έκαμαν την Αγιά Σοφιά».
Σε άλλη ιστορική πηγή κάποιου «Ανωνύμου», την οποία μετέφρασε ο Θεοχ. Δετοράκης, αναφέρονται με λεπτομέρειες τα όσα ενήργησε ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός για την ανέγερση της Του Θεού Σοφίας καθώς και τα πολυτελή αφιερώματα που προσέφερε στον περίλαμπρο ναό.
Γράφει λοιπόν ο «Ανώνυμος» συγγραφέας τα εξής: «Απέστειλε (ο Ιουστινιανός) διαταγή στους στρατηγούς, τους διοικητές των επαρχιών, στους εκπροσώπους των δικαστικών και των οικονομικών υπηρεσιών, να αναζητήσουν όλοι αυτοί για να βρουν κίονες και κιονόκρανα, πλάκες και άβακες και κιγκλιδώματα θυρών και παραθύρων, και κάθε λογής υλικό κατάλληλο για την ανέγερση ναού.
Όλοι
αυτοί που έλαβαν τη βασιλική εντολή έστελναν στον Βασιλιά Ιουστινιανό από όλες
τις επαρχίες της ανατολής και της δύσης, του βορρά και του νότου, και από όλα
τα νησιά, υλικά από παλαιούς ειδωλολατρικούς ναούς, από λουτρά και άλλα
οικοδομήματα.
Τους οκτώ
ρωμαϊκούς κίονες, καθώς μαρτυρεί ο Πλούταρχος, αρχιγραμματέας και
επιστολογράφος του Ιουστινιανού, απέστειλε με πλοίο από τη Ρώμη μια χήρα
γυναίκα, ονομαζόμενη Μαρκία, που τους είχε στην κατοχή της. Ήσαν κίονες του
ναού του Ηλίου, που τον έκτισε στη Ρώμη ο αυτοκράτορας Αυρηλιανός, αυτός που
αργότερα κατέφυγε στην Περσία. Αυτή λοιπόν η προαναφερθείσα Μαρκία έγραψε στον
Βασιλιά Ιουστινιανό τα ακόλουθα:
«Αποστέλλω κίονες ίσους στο μήκος, στο πλάτος και στο βάρος για τη σωτηρία της ψυχής μου». Τους οκτώ πράσινους, που είναι αληθινά αξιοθαύμαστοι, τους μετέφερε από την Έφεσο ο στρατηγός Κωνσταντίνος. Από τους υπόλοιπους κίονες άλλοι μεταφέρθηκαν από την Κύζικο, άλλοι από την Τροία, άλλοι από τα νησιά των Κυκλάδων.
Και αρκετά άλλα υλικά συγκεντρώθηκαν. Και χρειάστηκαν επτάμισι χρόνια για να συγκεντρωθούν αυτά τα υλικά…». Αφιέρωσε ακόμη ο Ιουστινιανός σκεύη ολόχρυσα των δώδεκα εορτών, ιερά Ευαγγέλια, ραντιστήρια, δοχεία αγιασμού, δίσκους, δισκοπότηρα. Κι όλα ήταν ολόχρυσα με πολύτιμα πετράδια. Το σύνολο των ιερών σκευών ήταν χίλια.
Και ακόμη τριακόσια χρυσά σωληνωτά άμφια στολισμένα με πετράδια, για να χρησιμοποιούν οι ιερείς ιδιαίτερα σε κάθε εορτή. Μια χιλιάδα ήταν και τα ποτηροκαλύμματα και τα διακοκαλύμματα, ολόχρυσα και αυτά με μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους. Εικοσιτέσσερα Ευαγγέλια που ζύγιζαν το καθένα δύο κεντηνάρια.
Τριάντα έξι ολόχρυσα θυμιατά, στολισμένα με πετράδια, τριακόσιους χρυσούς λύχνους, που καθένας είχε βάρος σαράντα λίτρες, έξι χιλιάδες πολυκάνδηλα και μικρότερα κανδήλια ολόχρυσα στον νάρθηκα, στον άμβωνα, στο ιερό βήμα και στους δύο γυναικωνίτες.
Αφιέρωσε ακόμη σταυρούς χρυσούς στολισμένους με κάθε λογής πολύτιμα πετράδια, έτσι ώστε ο καθένας να αξίζει οκτώ κεντηνάρια. Και δύο μανουάλια ολόχρυσα, με πετράδια και με πολύ μεγάλα μαργαριτάρια, που άξιζαν το καθένα πέντε κεντηνάρια. Και άλλα δύο μανουάλια τεράστια στο μέγεθος, γλυπτά από ολόλευκο μάρμαρο.
Τα πόδια τους ήταν ολόχρυσα, και άξιζαν ένα κεντηνάριο το καθένα. Έκαμε ακόμη και άλλα πενήντα μεγάλα ασημένια μανουάλια (για τον Κυρίως ναό) και άλλα διακόσια ασημένια στο ύψος του ανθρώπου, για να τοποθετηθούν στο ιερό, γύρω από την Αγία Τράπεζα».
Ο Νίκος
Πολίτης αναφερόμενος στην άλωση της Πόλεως διασώζει και τα περί της Αγίας
Τραπέζης της «Μεγάλης Εκκλησίας» γράφοντας τα εξής: «Την ημέρα που πάρθηκεν η
Πόλη έβαλαν σ’ ένα καράβι την Αγία Τράπεζα, να την πάνε στη Φραγκιά, για να μην
πέσει στα χέρια των Τούρκων. Εκεί όμως στη θάλασσα του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι
και η Αγία Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο.
Στο μέρος
εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή κι αν είναι γύρω. Και το
γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γαλήνη που είναι πάντα εκεί και από την ευωδία
που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας. Όταν
θα πάρουμε πάλι την Πόλη, θα βρεθεί και η Άγια Τράπεζα και θα τη στήσουν στην
Αγιά Σοφιά, να γίνουν σ’ αυτήν τα εγκαίνια».
Και όμως αν και η Αγία Τράπεζα καθεύδει τον «νήδυμον ύπνον» στα έγκατα της θάλασσας του Μαρμαρά, εντούτοις στις 19 Ιανουαρίου του 1919 ο κρητικός π. Ελευθέριος Νουφράκης (1872-1941), ο οποίος υπηρετούσε στη δεύτερη εκ των δύο ελληνικών Μεραρχιών που είχαν σταλεί στην εκστρατεία της Κριμαίας, ευρέθη στην υπό «συμμαχική επικυριαρχία» Βασιλεύουσα και «επιθυμίαν επεθύμησε» να τελέσει την αναίμακτη θεία λειτουργία στην «εν αιχμαλωσία Μεγάλη Εκκλησία», που λειτουργούσε ως Τέμενος.
Ευδόκησε λοιπόν ο Θεός και ομού μετά των τεσσάρων άλλων παρισταμένων Ελλήνων αξιωματικών Φραντζή, Λιαρομάτη, Σταματίου και Νικολάου ετέλεσε ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του ο λεβεντοκρητικός παπάς τη θεία λειτουργία στο ναό της Του Θεού Σοφίας και ολοκλήρωσε την μισοτελειωμένη λειτουργία κατά την ημέρα της αλώσεως.
Πώς ερμηνεύεται η δικαστική απόφαση για την Αγία Σοφία: Να κρατηθεί το ζήτημα της αλλαγής καθεστώτος της Αγίας Σοφίας ανοικτό, χωρίς παράλληλα να ληφθούν βιαστικές αποφάσεις που θα έφερναν την Τουρκία αντιμέτωπη με έντονες διεθνείς αντιδράσεις.
Και παράλληλα, να απεμπλακεί η δικαιοσύνη από τον χειρισμό της ευαίσθητης αυτής υπόθεσης, αφήνοντας ελευθερία κινήσεων σε αυτόν που πραγματικά παίρνει τις αποφάσεις στη γείτονα: τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Αυτό είναι το νόημα της απόφασης που έλαβε το τουρκικό ανώτατο διοικητικό δικαστήριο επί της προσφυγής ομάδας δικηγόρων για την εκ νέου απόδοση της Αγίας Σοφίας στην ισλαμική λατρεία.
Το
δικαστήριο, απέφυγε να προσβάλλει τη μνήμη του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, με
απόφαση του οποίου μετατράπηκε η Αγία Σοφία σε μουσείο, κρίνοντας νόμιμο το
σχετικό διάταγμα του 1934. Ωστόσο, δεν απέκλεισε αλλαγή χρήσης του μνημείου με
απόφαση της προεδρίας της Δημοκρατίας.
Στην
πραγματικότητα, επιβεβαιώνεται το προηγούμενο που έχει δημιουργηθεί με
αντίστοιχη απόφαση για τη Μονή της Χώρας (μετέπειτα Καχριέ Τζαμί), δεύτερο
σημαντικότερο μνημείο της Κωνσταντινούπολης, μετά την ίδια την Αγία Σοφία.
Άλλωστε, όπως επισημαίνει σε κείμενο υπογραφών ομάδα βυζαντινολόγων και οθωμανολόγων από όλο τον κόσμο, επιχειρώντας να μεταφέρει τη συζήτηση από το φορτισμένο ερώτημα της χρήσης της Αγίας Σοφίας σε αυτό της συντήρησής της και της πρόσβασης του διεθνούς κοινού, μουσουλμανικές λατρευτικές δραστηριότητες ήδη λαμβάνουν χώρα στην βασιλική που έχτισε ο Ιουστινιανός.
Από το 1991 υπάρχει εντός του
οικοδομικού συμπλέγματος ειδικός χώρος προσευχής, ενώ από το 2016 έχει
διορισθεί ιμάμης για την Αγία Σοφία και το κάλεσμα του μουεζίνη ηχεί από τους
μιναρέδες. Επιπλέον, αναγνώσεις αποσπασμάτων του Κορανίου πραγματοποιούνται σε
κορυφαίες στιγμές του ισλαμικού εορτολογίου.
Το κρίσιμο
ερώτημα, πέρα από το παιχνίδι των πολιτικών συμβολισμών, έχει να κάνει με το αν
θα επαναληφθούν κακοποιητικές παρεμβάσεις στο μνημείο, όπως αυτές που
σημειώθηκαν στην Αγία Σοφία της Βιζύης και την Αγία Σοφία της Τραπεζούντας,
όπου οι τοιχογραφίες καλύφθηκαν με ύφασμα.
Το να ταπεινώνονται οι ευαισθησίες των Ορθόδοξων Χριστιανών και να βαραίνει περαιτέρω το καλάθι των ελληνοτουρκικών σχέσεων, μάλλον είναι ευπρόσδεκτο στην τουρκική κοινή γνώμη. Όμως το ενδεχόμενο να περιπλακούν οι σχέσεις της Τουρκίας με μεγαλύτερες δυνάμεις ή οργανισμούς όπως η Unesco επιβάλλει περίσκεψη.
Ιδίως αν η γειτονική χώρα κινδυνεύει να αυτοτραυματισθεί οικονομικά με την απώλεια της τουριστικής κίνησης που τροφοδοτεί η Αγία Σοφία και των εσόδων από τα εισιτήρια (ύψους 72 λιρών) που καταβάλλει καθένας από τα περίπου 5 εκατομμύρια επισκεπτών του Μουσείου ετησίως.
Εννοείται ότι ως λατρευτικός χώρος η Αγία Σοφία θα πρέπει να προσφέρει δωρεάν πρόσβαση, ενώ δεν θα είναι ανοικτή στους διεθνείς επισκέπτες τις ώρες της προσευχής, όπως ισχύει και με το γειτονικό της τέμενος Σουλτάναχμετ. Επιπλέον, οι ζωγραφικές παραστάσεις είναι ασμυβίβαστες με τις ανεικονικές επιταγές του Ισλάμ,
Ενώ οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης που στηρίζονται σε χρηματοδότηση από το εξωτερικό (πραγματοποιούμενες λ.χ. σε συνεργασία με το φημισμένο αμερικανικό βυζαντινολογικό έργο του Dumbarton Oaks) πιθανότατα θα μείνουν στον αέρα.
Ενώ και η ίδια η συμπερίληψη της Αγίας Σοφίας από το 1985 στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco θα διακυβευθεί.Σε κάθε περίπτωση, οτιδήποτε αφορά την Αγία Σοφία (αυτοκρατορική εκκλησία του Βυζαντίου για μία χιλιετία και αυτοκρατορικό τέμενος των Οθωμανών για άλλους πέντε αιώνες) είναι πέρα για πέρα πολιτικό.
Και είναι χαρακτηριστικό ότι το ζήτημα δεν εγέρθηκε για πρώτη φορά παρά το 2013, με πρωτοβουλία των εθνικιστών νυν συμμάχων του Ερντογάν (συγκεκριμένα, του προέδρου της Τουρκικής Ιστορικής Εταιρείας και βουλευτή του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP) Γιουσούφ Χαλάτσογλου), πριν υιοθετηθεί δια της πλειοδοσίας από τους κυβερνώντες ισλαμιστές. Άλλωστε, η μοίρα της Αγίας Σοφίας διαπλέκεται με όλη τη φιλολογία (και το επετειακό κιτς) της "νέας Άλωσης" που εμπνέει τις τελευταίες δεκαετίες τους χώρους της "τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης”.
Αυτή η "νέα Άλωση”, η οποία εορτάζεται λαμπρά, δεν είναι παρά η εκπόρθηση του κράτους του Ατατούρκ, με την πολιτική, οικονομική και δημογραφική ενδυνάμωση των αντιπάλων του από τη "βαθιά Τουρκία”, για τους οποίους η άλλοτε κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη αποτελεί το κατεξοχήν "λάφυρο”, αλλά και το σημείο αναφοράς της νεο-οθωμανικής νοσταλγίας.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρει για την Αγιά-Σοφιά: «Η τυχόν μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος θα στρέψει εκατομμύρια Χριστιανών σε όλο τον κόσμο εναντίον του Ισλάμ»“Ως μουσείον, η Αγία Σοφία δύναται να λειτουργή ως τόπος και σύμβολον συναντήσεως, διαλόγου και ειρηνικής συνυπάρξεως λαών και πολιτισμών, αλληλοκατανοήσεως και αλληλεγγύης Χριστιανισμού και Ισλάμ, που είναι ιδιαιτέρως αναγκαία και λυσιτελής διά τον σύγχρονον κόσμον”, υπογράμμισε ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος,
Ο
Παναγιώτατος επισήμανε ότι ο ναός της του Θεού Σοφίας είναι αναμφίβολα ένα από
τα σπουδαιότερα κλασικά μνημεία του παγκοσμίου πολιτισμού. “«Κλασικό» είναι αυτό το οποίον πάντοτε
υπερβαίνει τα όρια του λαού και της εποχής εις την οποίαν εδημιουργήθη, και δεν
ανήκει μόνον εις αυτόν που το κατέχει, αλλά εις ολόκληρον την ανθρωπότητα. Εν
τη εννοία ταύτη, ο Τουρκικός λαός έχει την μεγάλην ευθύνην και την υψίστην
τιμήν να αναδεικνύη την οικουμενικότητα του υπερόχου αυτού μνημείου”.
Υπενθύμισε ότι κατά το παρελθόν και με αφορμή σχετικές συζητήσεις επανειλημμένως έχει εκφράσει τις απόψεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του ανά την οικουμένη ποιμνίου του. Το 2016, απεστείλαμεν Γράμμα εις τον τότε Διευθυντήν Θρησκευτικών Υποθέσεων, Καθηγητήν κ. Mehmet Görmez, εις το οποίον είχαμε εκφράσει τας ανησυχίας μας διά το ενδεχόμενον αλλαγής του καθεστώτος της Αγίας Σοφίας, και υπεγραμμίσαμεν ότι:
Το μοναδικόν αυτό μνημείον απέκτησεν ιεράν αξίαν και διά τας δύο μονοθεϊστικάς θρησκείας, επειδή υπήρξε τόπος λατρείας του Θεού επί 900 χρόνια διά τους Χριστιανούς και 500 χρόνια διά τους Μουσουλμάνους. Κατεκλείσαμεν το Γράμμα μας εκείνο λέγοντες ότι θεωρούμεν άτοπον και ζημιογόνον, εις τον 21ον αιώνα, η Αγία Σοφία, η οποία, λόγω της αφιερώσεώς της εις την Σοφίαν του Θεού, κάνει τους πιστούς των δύο θρησκειών να συναντώνται και να θαυμάζουν το μεγαλείο της, να γίνη αιτία αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων”.
Αναφερόμενος σε πρόσφατο σχόλιο διακεκριμένου Τούρκου δημοσιογράφου, ο οποίος επεσήμανε ότι την ώρα που ζητείται να επανέλθει η Αγία Σοφία στην λατρεία του Θεού, οι νέοι φαίνεται να στρέφονται περισσότερο και εντονότερα προς την τέχνη και τον πολιτισμό, ο Παναγιώτατος διερωτήθηκε:
“Μήπως αυτό θα έπρεπε να μας προβληματίση όλους; Μήπως πρέπει να στραφώμεν προς τας κοινάς αξίας, προς τα ιδεώδη που ενώνουν τους νέους των δύο θρησκειών, στροφή, η οποία θα εξασφάλιζεν ένα καλύτερον μέλλον εις την ανθρωπότητα, αντί να προβάλλωμεν και να επαναφέρωμεν εις το προσκήνιον θέματα που προκαλούν διχοστασίαν και εντάσεις;
Η τυχόν
μετατροπή της Αγίας Σοφίας εις τέμενος θα στρέψη εκατομμύρια Χριστιανών εις
όλον τον κόσμον εναντίον του Ισλάμ, και η Αγία Σοφία, η οποία, λόγω της ιερότητός
της είναι ένα ζωτικόν κέντρον, εις το οποίον αγκαλιάζονται η Ανατολή με την
Δύσιν, θα διασπάση τους δύο αυτούς κόσμους -και μάλιστα εις μίαν στιγμήν, κατά
την οποίαν η ανθρωπότης, η οποία δοκιμάζεται και ταλαιπωρείται λόγω της
θανατηφόρου πανδημίας του νέου κορωνοϊού, έχει ανάγκην ενότητος και κοινού
προσανατολισμού”.
Πατριαρχείο Γεωργίας για Αγία-Σοφία:«Η διατήρηση της ουδετερότητας της Αγίας Σοφίας θα ενισχύσει την καλοσύνη μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων» αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Πατριαρχείο Γεωργίας
Σε ανακοίνωσή του το Πατριαρχείο Γεωργίας υπενθυμίζει την ιστορική αξία της Αγίας Σοφίας «που οικοδομήθηκε και λειτούργησε ως εκπληκτικής ομορφιάς Χριστιανικός Ναός για περίπου 1.000 χρόνια», όπως σημειώνει.Ταυτόχρονα, τονίζει ότι «σήμερα η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει πολλές διεθνείς προκλήσεις, ωστόσο η διατήρηση και η ενίσχυση της καλοσύνης μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων είναι πολύ σημαντική».
Σύμφωνα με
το Πατριαρχείο Γεωργίας «θα είναι ένα έξυπνο βήμα αν η Αγία Σοφία διατηρήσει
την ουδετερότητά της». Καταλήγοντας, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας δηλώνει
ότι «δεν προσπαθεί να παρέμβει στις εσωτερικές υποθέσεις της Τουρκίας» και
ελπίζει η ανακοίνωσή της να μην παρερμηνευθεί, αλλά «να γίνει κατανοητή από τη ‘’φίλη χώρα’’ ως
την άποψη και την έκφραση του πόνου της καρδιάς μίας εκ των παλαιοτέρων
Ορθοδόξων Εκκλησιών».
Ο Ρώσος Πατριάρχης κ. Κύριλλος:εξέφρασε σε ανακοίνωσή του τη «βαθιά ανησυχία» του για το ενδεχόμενο να υπάρξει αλλαγή στο καθεστώς «ενός από τα μεγαλύτερα μνημεία του χριστιανικού πολιτισμού», το οποίο είναι επίσης «ιδιαίτερα προσφιλές στη ρωσική Εκκλησία».
«Οποιαδήποτε απόπειρα να ταπεινωθεί ή να ποδοπατηθεί η χιλιετής πνευματική κληρονομιά της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως εισπράττεται από τον ρωσικό λαό -- άλλοτε όπως και σήμερα -- με πικρία και αγανάκτηση», προειδοποίησε ο πατριάρχης της Μόσχας.
«Μια απειλή εναντίον της Αγίας Σοφίας είναι μια απειλή για το σύνολο του χριστιανικού πολιτισμού και συνεπώς για την πνευματικότητά μας και την ιστορίας μας», πρόσθεσε καλώντας την τουρκική κυβέρνηση να επιδείξει «σύνεση»
Δήλωση του Πατριάρχου Ιεροσολύμωνκ.Θεόφιλου:«Με μεγάλη σοβαρότητα εκφράζουμε την ανησυχία μας για τις πρόσφατες εκκλήσεις των μελών της τουρκικής κυβέρνησης για αλλαγή της τρέχουσας κατάστασης της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τζαμί» αναφέρει στη δήλωσή του ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, επισημαίνοντας ότι είναι αναμφίβολα ένα από τα σπουδαιότερα κλασικά μνημεία του παγκόσμιου πολιτισμού που αναδεικνύει την ανεκτικότητα και την ειρηνική συνύπαρξη των λαών.
«Είναι προς τιμήν της Τουρκίας ότι για σχεδόν 100 χρόνια διοικεί την Αγία Σοφία ως μουσείο ώστε άνθρωποι από όλο τον κόσμο να μπορούν να απολαύσουν το πνευματικό, αρχιτεκτονικό και ιστορικό μεγαλείο της», αναφέρει, επισημαίνοντας την ανάγκη να διατηρηθεί ο μουσειακός της χαρακτήρας.
Οπως τονίζει χαρακτηριστικά: «Ἡμεῖς ὡς ἐμπεπιστευμένοι κληρονομίαν ἐπί δύο χιλιάδας ἔτη ἀδιακόπτως εἰς Ἱερουσαλήμ καί τήν Ἁγίαν Γῆν, εἰς τήν ὁποίαν αἱ τρεῖς Μονοθεϊστικαί θρησκεῖαι ἀνάγουν τήν ἀρχήν αὐτῶν εἰς τόν Πατριάρχην Ἀβραάμ καί ἔχουν ἴσας ἀξιώσεις, ἐπιμαρτυροῦμεν τό γεγονός ὅτι ἡ προσβασιμότης προάγει τήν εἰρήνην καί τόν ἀμοιβαῖον σεβασμόν, ἐν ᾧ ἡ ἀποκλειστικότης προάγει τήν ἔριδα καί τήν πικρίαν.
Προσευχόμεθα διά τό ὄφελος ὅλων τῶν ἀνθρώπων καλῆς θελήσεως καί διά τήν Τουρκίαν ὡς ἔθνος μέ τήν δυνατότητα νά ἐπηρεάσῃ ὁλόκληρον τήν περιφέρειαν ἡμῶν πρός τήν ὁδόν τῆς αὐξήσεως καί τῆς ἀμοιβαίας συνυπάρξεως διά τοῦ σεβασμοῦ καί τῆς διατηρήσεως τοῦ ἐπικρατοῦντος καθεστῶτος τῆς Ἁγίας Σοφίας».
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος: ερωτηθείς για την Αγία Σοφία μεταξύ άλλων είπε: «Εκείνοι παίζουν με όποια παιχνίδια τύχουν στα χέρια τους. Είναι κι αυτό ένα παιχνίδι. Πιστεύω δεν θα το τολμήσουν», δήλωσε ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας.
Επίσης εξερχόμενος του Συνοδικού Μεγάρου στις 9/7/2020 ο Μακαριώτατος σε ερώτηση δημοσιογράφου για την μετατροπή του καθεστώτος της Αγίας Σοφίας μεταξύ άλλων τόνισε ότι αυτά είναι γνωστά πράγματα, λέγοντας πως «αυτά είναι για τους δημοσιογράφους οι οποίοι δεν μπαίνουν πιο βαθιά στα πράγματα αλλά μένουν στα πάνω νερά».
«Το θέμα της Αγιά Σοφιάς είναι ένα θέμα που αγγίζει τα εσώτερα όχι μόνο τα δικά μας, όχι μόνο των θρησκευομένων αλλά και όλων των πολιτισμένων ανθρώπων. Η Αγία Σοφιά δεν είναι μόνο ένα χριστιανικό μνημείο είναι ένα μνημείο παγκόσμιο που έχει μία θέση μεγάλη στην πολιτιστική ιστορία»
Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος για Αγία Σοφία: Ερωτηθείς σχετικά, ο Μακαριώτατος τόνισε ότι «Δεν επιθυμούσα να έχω τέτοια επικοινωνία γιατί οι Τούρκοι παρακολουθούν τα τηλέφωνά μας και ο Οικουμενικός Πατριάρχης κατοικεί στην Τουρκία και ξέρουμε πολύ καλά ότι ακόμη και το ροχαλητό του ενοχλεί τους Τούρκους. «Αυτό που πράττει ο Ερντογάν είναι βεβαίως και για εσωτερική κατανάλωση και για άλλους σκοπούς. Το τέλος είναι αυτό που θα έχει σημασία, καθώς πλέον θα βλέπουν την Τουρκία υπό γωνίαν».
ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ (12/7/2020)
«Η εργαλειοποίηση της θρησκείας για την επιδίωξη κομματικών, γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών σκοπιμοτήτων χαρακτηρίζει αυτόν που την επιχειρεί.Η προσβολή και η ύβρις δεν αφορούν μόνο στην Ορθοδοξία και στη Χριστιανοσύνη γενικότερα, αλλά και σε όλη την πολιτισμένη ανθρωπότητα, σε κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο, ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Είναι σκληρόν προς κέντρα λακτίζειν».
Διαβάστε ένα εμπεριστατωμένο κείμενο εδώ…
Voiotosp.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου