07 Φεβρουαρίου, 2016

† Ο ΟΣΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΕΝ ΣΤΕΙΡΙΩ ΒΟΙΩΤΙΑΣ

 

Η καταγωγή των προπατόρων τού οσίου Λουκά ήταν από την Αίγινα. Εξ αίτιας όμως των επιδρομών των Σαρακηνών (865-870 μ.Χ.) α­ναγκάσθηκαν μαζί με πολλούς άλλους να μετοικήσουν. Αυτοί έφθασαν στην Φωκί­δα. Στο χωριό Καστόριο (σημ. Κα­στρί) κοντά στους αρχαίους Δελφούς γεν­νήθηκε ό όσιος Λουκάς τό 896 μ.Χ. από τούς γονείς του Στέφανο και Ευφροσύνη.


Ο Όσιος είναι τό τρίτο από τα επτά παι­διά της οικογένειας. Από μικρή ηλικία πα­ρουσίασε έμφυτο και ζωηρό πόθο προς την μοναχική ζωή. Προσηύχετο με θερ­μότητα, αγαπούσε πολύ την νηστεία. Α­πέφευγε τα εκλεκτά φαγητά. Ζούσε λιτά και ασκητικά. Έβοσκε τα πρόβατα του σπιτιού τους. Δούλευε στα χωράφια τους. Αγαπούσε πολύ τούς πτωχούς και πο­νεμένους. Γι' αυτό πολλές φορές τούς έ­δινε με πολλή χαρά όχι μόνο τό λιτό του φαγητό αλλά και τα ρούχα του. Σε ηλικία 13 ετών μένει ορφανός από πατέρα. 

Ό πόθος του προς την μοναχική ζωή γίνεται ισχυρότερος. Εκείνες τις ήμε­ρες συμπωματικά πέρασαν από τό χω­ριό τους δύο μοναχοί πού πήγαιναν από τη Ρώμη προς τα Ιεροσόλυμα. Άκουσαν με προσοχή τον αγνό του πόθο. Παρά τις αρχικές επιφυλάξεις της μητέρας του τον οδήγησαν στην Αθήνα και τον παρέδω­σαν στα χέρια ενός ευλαβούς ηγουμένου, Ίσως της Ιεράς Μονής Παντανάσσης στο Μοναστηράκι. 

Εκεί κείρεται μοναχός. Σύν­τομα όμως επιστρέφει στη γενέτειρα του. Για 7 χρόνια θα ασκηθεί στο όρος Ίωαννίτζη (σημ. Βαρδούσια) νότια της Δεσφίνας Φωκίδος. Έζησε εκεί σε ένα μικρό κελλί χωρίς ανέσεις. Είχε σκάψει μάλιστα και ένα λάκκο, για να τού θυμίζει τον θάνατο. Προσευχόταν θερμά και αδιάλειπτα στον Κύριο. Ενώνεται μαζί του. Ζούσε εμπειρίες δυνατές. Φωτίζοταν ό νους του. Καθάρονταν ή ψυχή του από τα πάθη. Παράλληλα όμως καλλιεργούσε και ένα μι­κρό κήπο. Ο,τι παρήγαγε, τό προσέφερε ε­λεημοσύνη. 

Αλλά και τον πνευματικό του πλούτο και αυτόν τον προσέφερε σε πλή­θος ανθρώπων πού κατέφθαναν εκεί και ζητούσαν βοήθεια, λύσεις στα προβλή­ματα τους, φως στα αδιέξοδα, και είχαν δίψα για γνωριμία με τον Χριστό. Προς όλους αυτούς ό Όσιος γίνεται πνευματι­κός καθοδηγητης και σοφός σύμβουλος.Άσκησε αξιόλογη κοινωνική, ποιμαντική, φι­λανθρωπική και ιεραποστολική δράσι. Ό­λοι τον σεβόντουσαν και τον αγαπούσαν. Ακόμη και τα άλογα ζώα και τα ερπετά τής γης. Ό Θεός έπροίκισε τον Άγιό του και με χάρι­σμα θαυματουργίας και προφητείας.   

Το 917 λόγω τής απειλητικής επιδρο­μής των Βουλγάρων (την οποία μάλιστα προείδε και προφήτευσε) αναγκάζεται να εγκατάλειψη τον τόπο τής ασκήσεώς του και να πάει στην Κορινθία. Εκεί για 10 χρόνια στο Ζεμενό τού Ξυλοκάστρου ασκείται σε πολύ σκληρή μορφή υπακο­ής σε ενάρετο στυλίτη γέροντα, στον ευκτήριο οίκο του μάρτυρα Προκοπίου. Ό Όσιος εξαγνίζεται εκεί. 

Ό γέροντάς του διδά­σκεται και συγκινείται από τό παράδειγμα τού νέου αυτού βιαστού τής Βασιλείας των ουρανών...Όταν τό 927 ό νέος τσάρος Βουλγαρί­ας Πέτρος υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τούς Βυζαντινούς και τα πράγματα ηρέ­μησαν, ό Όσιος επιστρέφει και πάλι στο αγαπητό του όρος Ίωαννίτζη. Εκεί για 12 χρόνια φωτίζει και πάλι με την πλού­σια πνευματική του δράσι και τις ακα­ταπόνητες ιεραποστολικές προσπάθειές του για να συνδέσει με τον Χριστό τούς ανθρώπους. Ζεί ταπεινά και απλά. 

Λέγε­ται ότι κάποτε τον έπεσκέφθη ό αρχιεπί­σκοπος Κορίνθου, ό όποιος βλέποντας την πτωχεία τού κελίου του θέλησε να τού προσφέρει χρήματα για τον άνακαινισμό του. Και ό Όσιος σεβαστικά τα αρ­νήθηκε λέγοντας ότι «έχω ανάγκην τών προσευχών σας και τών διδαχών σας και όχι τών χρημάτων». Καθώς τα χρόνια περνούν, ή φήμη τού ενάρετου και όσιου αυτού γέροντος α­πλώνεται παντού. 

Φοβήθηκε όμως ό άγι­ος τον εγωισμό του. Γι αυτό αποσύρεται σε πιο ήσυχο μέρος, στο λιμανάκι «Καζάμιον» κοντά στα Αντίκυρα τής Φωκί­δος. Αλλά και από εκεί νέες επιδρομές των Ούγγρων τον οδήγησαν στη βραχο­νησίδα Άμπελών. Από εκεί ενίσχυε τούς θαλασσινούς, παρηγορούσε και γαλή­νευε τις ταραγμένες ψυχές των ανθρώ­πων πού τον αναζητούσαν επίμονα.


Ύστερα όμως από επώδυνη ασθένεια πιέζεται από τούς μαθητάς του και επι­στρέφει πάλι στην Φωκίδα τό 946. Τού υποδεικνύουν τό Στείριον όρος. Εκεί σε ήσυχο και μαγευτικό τόπο έζησε τα τελευταία επτά χρόνια τής ζωής του. Οργάνωσε κοινόβιο αυστηρό. Συνέ­χιζε να ακτινοβολεί με την αγάπη του και τα θαύματά του. Πολλοί ζητούσαν τη φιλία του, απλοί αλλά και επώνυμοι, όπως ό στρατηγός τού θέματος τής Ελλάδος Πό­θος.Βλέπουν θαύματα στις οικογένειές τους από τις ολόθερμες προσευχές τού όσιου Λουκά. 

Και προς όλους αισθά­νεται υποχρεωμένος να ξεχρεώνει καθη­μερινά τό γραμμάτιο τής αγάπης και τής θυσίας. Το βράδυ τής 7ης Φεβρουαρίου τού έ­τους 953 μ.Χ. ό όσιος Λουκάς σε ηλικία 56 ετών και μετά από ολιγοήμερη ασθένεια, αφού χαιρέτησε για τελευταία φορά τούς συνασκητές και μαθητές του και τούς παρακάλεσε να προσεύχονται γι' αυτόν, αναχώρησε για τό ουράνιο ταξίδι, την Βα­σιλεία των ουρανών, πού τόσο έπόθησε και αγάπησε.


Παρά την κακοκαιρία των ήμερων εκεί­νων πλήθος λαού ευεργετημένου έτρεξε για να ασπασθεί και να κηδεύση με ευ­γνωμοσύνη τον Όσιό του. Από τον τάφο του ανέβλυζε έλαιο αρωματικό και θερα­πευτικό. Τον 11ο αιώνα ό ηγούμενος Φιλόθεος έκτισε επιβλητικό καθολικό. Και σήμερα ή Μονή τού οσίου Λουκά Βοιωτίας είναι ένα από τα λαμπρότερα βυζαντινά μνημεία τής πατρίδος μας με δύο περικαλλείς Να­ούς, περίφημα ψηφιδωτά, προπαντός δε με τον θησαυρό τού ιερού σκηνώματος τού οσίου Λουκά τού Στειριώτου.


Ό όσιος Λουκάς ό νέος ό Στειριώτης διδάσκει πώς μόνον όποιος αγαπά τον Θεόν «έξ όλης τής καρδίας και διανοίας και ισχύος» μπορεί να αγαπήσει αληθινά και σωστά τούς ανθρώπους. Διότι τότε τούς βλέπει όλους σαν παιδιά τού Θεού αγαπητά και αυτά. Στο πρόσωπό τους βλέπει τον Θεό. Και Αυτόν υπηρετεί και διακονεί. Αυτόν τον συνδυασμό ό όσιος Λουκάς άριστα συνδύασε στη ζωή του. Ασκητισμός, θείος έρωτας και αγάπη προς όλους. Δίκαια τό Απολυτίκιο του τον ονομάζει «όσιων καύχημα», «Στειρίου φω­στήρα», «Ελλάδος κλέος».


ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ


Η θέση του φρουριακού μοναστηριακού συγκροτήματος είναι εκπληκτική. Είναι οι δυτικές υπώρειες του όρους Ελικώνας της Βοιωτίας. Ιδρυτής του είναι ο Όσιος Λουκάς ο Στειριώτης, κατά τον 10ο αιώνα. Δύο επιβλητικοί ναοί είναι χτισμένοι σε επαφή: ο μεγαλύτερος είναι αφιερωμένος στον ιδρυτή. Δίπλα του είναι ο ναός της Παναγίας, ενώ ένας τρίτος, η Κρύπτη είναι υπόγειος. 

Πολλά και ποικίλα είναι τα μοναστηριακά κτίσματα του συγκροτήματος, με σπάνιας αξίας αρχιτεκτονικό και διακοσμητικό πλούτο. Εκπληκτικές είναι οι Ορθομαρμαρώσεις και παγκοσμίως διάσημα τα Ψηφιδωτά, που μαζί με εκείνα της Μονής Δαφνίου και της Νέας Μονής Χίου, θεωρούνται τα σημαντικότερα ψηφιδωτά σύνολα της Μεσοβυζαντινής τέχνης.

Καθώς πλησιάζουμε, μας εντυπωσιάζει το μοναστήρι στην στρατηγική του θέση στην πλαγιά του Ελικώνα. Χαμηλότερα απλώνεται ο ευρύχωρος κάμπος του Στειριού, ένα τοπίο ειδυλλιακό, με καταπράσινα λιβάδια και ελαιώνες. Έτσι όπως είναι προστατευμένο στην πλαγιά του βουνού, το μοναστήρι αποτελούσε καταφύγιο ανάγκης για τον τοπικό πληθυσμό, κάθε φορά που τον καταδίωκε κάποιος εχθρός.


Δείγμα του φρουριακού χαρακτήρα είναι ο ευρύχωρος περίβολος και ο μοναδικός αμυντικός πύργος που έχει απομείνει. Δύο επιβλητικοί ναοί είναι κτισμένοι σε επαφή και επικοινωνούν μάλιστα μεταξύ τους. Ο μεγαλύτερος, που είναι το καθολικό της μονής, είναι αφιερωμένος στον ιδρυτή της, τον Όσιο Λουκά. Στα Β-ΒΔ του καθολικού είναι κτισμένος ο ναός της Παναγίας, ενώ ένας τρίτος ναός, η Κρύπτη, είναι υπόγειος και βρίσκεται κάτω από το καθολικό.


Εκτός από τους ναούς το εκτεταμένο συγκρότημα περιλαμβάνει πολλά μοναστηριακά κτίσματα, όπως την υπέροχη τράπεζα, πτέρυγες με κελιά, νοσοκομείο, βορδονάρειο (στάβλος), φωτάναμα, ενώ πολλά κτίσματα έχουν ερειπωθεί και καταστραφεί, αλλοιώνοντας ουσιαστικά την γενική μορφή του κτηριακού συνόλου. Παρόλα αυτά διατηρεί όλα τα σημαντικά του στοιχεία και σπάνιας αξίας αρχιτεκτονικό και διακοσμητικό πλούτο. Οι εργασίες αποκατάστασης των κτηρίων ξεκίνησαν το 1938.


Το μοναστήρι έχει δύο πύλες, μία στη ΝΔ γωνία και μία στην ΒΑ. Κάθε μία οδηγεί σε διαφορετικό χώρο, αφού το συγκρότημα διαθέτει δύο ανεξάρτητες και αυτόνομες αυλές. Η κύρια πύλη, τοξωτή με χαμηλωμένο τόξο και διαβατικό, είναι η ΝΔ, δίπλα στην οποία υψώνεται πύργος που έχει διαμορφωθεί σε κωδωνοστάσιο. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπάρχουν ο πύργος αυτός χρονολογείται στον 11ο αιώνα και η μετατροπή του σε κωδωνοστάσιο έγινε το 1864. 

Πράγματι τα κατώτατα του πύργου θυμίζουν τη λιθοδομή του καθολικού και δείχνουν να χτίστηκαν με παρόμοιο τρόπο και υλικά, σε κοντινό χρόνο, αν όχι συγχρόνως. Αντίθετα, τα ανώτερα του πύργου είναι από τελείως διαφορετικό υλικό, το οποίο πιθανώς να προστέθηκε αργότερα στο αρχικό κτίσμα ή σε ό,τι είχε μείνει από αυτό. Μάλιστα, ο πύργος φέρει χαρακτηριστική πολεμίστρα που στοχεύει σε όποιον κινείται προς την πύλη, στοιχείο που ισχυροποιεί την άποψη ότι αρχικά επρόκειτο για ένα αμυντικό οικοδόμημα.


Μέσω της κύριας πύλης οδηγούμαστε στην αυλή έμπροσθεν του καθολικού, σημείο στο οποίο το αίσθημα υποδοχής εμφανίζεται άμεσο και έντονο. Σύμφωνα με τον καθηγητή Κων. Παπαϊωάννου, ο χώρος αυτός διαγράφεται με μεγάλη σαφήνεια σαν ένα άρτιο καθαρό ορθογώνιο, όπου η τόσο φανερή ενότητα του χώρου τείνει να πάρει την απόχρωση του στατικού αισθήματος. 

Ο χώρος αυτός δεν απέχει πολύ από το να αποκτήσει πλήρη αυτονομία και στατικό χαρακτήρα. Άλλωστε κυριαρχούν τα έντονα ύψη των κτισμάτων του περιβόλου, ύψη ως τεσσάρων ορόφων, με τα οποία συμβαδίζει και το μεγάλο ύψος του καθολικού. Τα ύψη, βέβαια, χαμηλώνουν στη νότια πλευρά, αλλά φαίνεται να μην επηρεάζουν τόσο την καθαρότητα του χώρου, τουλάχιστον όσον αφορά την πρώτη εντύπωση. 

Από την άλλη μεριά, συνεχίζει ο καθηγητής Παπαϊωάννου, η στενότητα του χώρου και η εντύπωση του έντονου περιορισμού που υποβάλλεται, ακριβώς από τα μεγάλα αυτά ύψη, επιτρέπουν στο μνημειακό ύφος να εκδηλωθεί απροκάλυπτα. Πιθανώς βέβαια, το σημαντικότερο ρόλο στα παραπάνω να παίζει η επιβλητική και μεγαλόπρεπη πρόσοψη του ναού.

Ο Παπαϊωνάννου κάνει μία ακόμα παρατήρηση, η οποία αφορά τους δύο κύριους άξονες στη μοναστηριακή αρχιτεκτονική, εκείνον του καθολικού και εκείνον της κύριας εισόδου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι άξονες αυτοί τέμνονται σχεδόν κάθετα και μάλιστα στο σημείο που αποτελεί το γεωμετρικό κέντρο της αυλής, το οποίο συμπίπτει με το κέντρο στάσης της περιοχής αυτής.


Νότια και παράλληλα του καθολικού βρίσκεται η τράπεζα, κτίσμα του 11ου αιώνα. Η θέση αυτή συνηθιζόταν στη μοναστηριακή διάταξη των κτισμάτων όταν δεν υπήρχε χώρος έναντι του νάρθηκα του καθολικού. Το κτήριο στέκεται ελεύθερο από όλες του τις όψεις. Πρόκειται για ιδιαίτερα φροντισμένη, ορθογώνια επιμήκη κατασκευή, μήκους 26,80 μέτρων. Είναι ισόγειο, αλλά από την ΝΑ του όψη εμφανίζει και χαμηλότερη στάθμη, λόγω της διαμόρφωσης του χώρου. 

Στη νότια όψη που είναι και η πρόσοψη εμφανίζει «τρίβηλο», δηλαδή τριπλή θύρα, ενώ στην απέναντι στενή όψη εμφανίζει κόγχη. Φέρει δίλοβα παράθυρα και καλύπτεται από ξύλινη δίρριχτη στέγη. Τα ανοίγματα είναι τοξωτά και τα τόξα σχηματίζονται από κεραμικούς θολίτες. Κυρίως στα ανώτατα εμφανίζει πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης, ενώ φέρει και κεραμοπλαστικό διάκοσμο, όπως οδοντωτές ταινίες και γείσο. Το κτίσμα έχει αποκατασταθεί πιστά, σύμφωνα με τα σωζόμενα στοιχεία.


Περνώντας ανάμεσα στη νότια όψη του καθολικού και στη βόρεια της τράπεζας και κάτω από τα τόξα αντιστήριξης του καθολικού, βγαίνουμε  στην άλλη αυλή, η οποία βλέπει τις Α και ΝΑ όψεις των ναών. Εδώ βρίσκεται και το «φωτάναμα», χώρος στον οποίο συντηρούνταν μονίμως φωτιά για να ζεσταίνονται οι μοναχοί. 

Η κάπνα από τον χώρο έφευγε μέσω κάθετων αεραγωγών. Η στέγη εσωτερικά διαμορφώνεται από σταυροθόλια που πατούν σε κίονες. Ακόμα, γύρω από τη δεύτερη αυλή διατάσσονται και τα υπόλοιπα κτίσματα, όπως το νοσοκομείο του 17ου αιώνα και βέβαια η ΒΑ πύλη. Χωρίς αμφιβολία όμως τα σημαντικότερα κτίσματα στο κτηριακό συγκρότημα είναι οι δύο ναοί. 

Ο παλαιότερος όπως ήδη αναφέρθηκε είναι εκείνος της Παναγίας (961-995).Ο ναός, που διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση εμφανίζει, ασυνήθιστη για τη μεσαιωνική αρχιτεκτονική δημιουργικότητα και τόλμη, η οποία μάλιστα δύσκολα ερμηνεύεται, αφού παρά τη σίγουρη σχέση του στρατηγού Κρηνίτη και κάποιων ηγουμένων με την Κωνσταντινούπολη, μιλάμε για περιβάλλον επαρχιακό και άρα συντηρητικό. 

Ένα τέτοιο περιβάλλον δύσκολα θα μπορούσε από μόνο του να δώσει ένα τέτοιο άλμα στην αρχιτεκτονική, χωρίς την ύπαρξη ενός έμπειρου δημιουργού, εφοδιασμένου με όλα τα μέσα και βέβαια χρήματα. Όλα τα παραπάνω χαρίζουν στο οικοδόμημα μία  εξέχουσα θέση στην ιστορία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα.


Το οικοδόμημα χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ακρίβεια κατασκευής και την παρουσίαση νέων στοιχείων, όπως το τέλειο πλινθοπερίκλειστο σύστημα δόμησης, τις κεραμοπλαστικές διακοσμήσεις, τις οδοντωτές ταινίες, το μεγάλο αψίδωμα με αέτωμα που εξωτερικεύει τις εγκάρσιες καμάρες του κυρίως ναού και βέβαια την κιονοστήρικτη λιτή. 

Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου σταυροειδή εγγεγραμμένου ναού με τρούλλο, με αυτοδύναμο τριμερές το ιερό, τύπος που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική σχολή της Κωνσταντινούπολης. Το δάπεδο είναι πολυτελές μαρμαροστρωμένο, ενώ ορθομαρμαρώσεις στολίζουν τις εσωτερικές τοιχοποιίες. Σημαντική θεωρείται η εκλέπτυνση στη διάρθρωση των εξωτερικών επιφανειών και βέβαια ο εξαιρετικός πλούτος στον αρχιτεκτονικό διάκοσμο. 

Ο σκαλισμένος σε λευκό μάρμαρο γλυπτικός διάκοσμος είναι μοναδικού πλούτου για την Ελλάδα, εμφανίζοντας στυλιστική ωριμότητα και ποικιλία θεμάτων, όπως τα προερχόμενα από την αρχαιοελληνική παράδοση ανθέμια, τα ιωνικά κιονόκρανα του τέμπλου και οι λεοντοκεφαλές - υδρορροές στον τρούλλο. 

Επίσης εμφανίζονται αραβικά καλλιγραφημένα γράμματα και φυτικά πολύπλοκα θέματα. Τα ισλαμικά μοτίβα μάλιστα πρέπει να θεωρούνται ουσιαστικά ξένα προς τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, αλλά παρόλα αυτά έχουμε συχνές συναντήσεις μαζί τους σε ναούς της «ελλαδικής σχολής», κυρίως κατά τον 11ο αιώνα και λίγο αργότερα. 

Τα αραβικά (κουφικά) γράμματα έχουν κυρίαρχη θέση και στον κεραμοπλαστικό διάκοσμο του ναού. Ως «κουφικά» ορίζονται τα διακοσμητικά μοτίβα που μιμούνται την πρώτη αραβική γραφή, η οποία εμφανίστηκε τον 7ο αιώνα στην Κούφα της Μεσοποταμίας (σημερινό Ιράκ).


Ο ναός φέρει έναν ιδιαίτερα κομψό τρούλλο, με οκτάπλευρο τύμπανο, κιονίσκους στις γωνίες και τοξωτά μαρμάρινα γείσα ως επιστέψεις των πλευρών του. Ο τρούλλος αυτός έγινε το υπόδειγμα για πολλούς ναούς σε ελλαδικές εκκλησίες και αποκλήθηκε «αθηναϊκός». Είναι χαρακτηριστικό ότι εκτός από τον ευρύχωρο νάρθηκα, την λιτή του ναού, δεν έχουν χρησιμοποιηθεί «spolia»  στην κατασκευή του ναού. 

Η λιτή του ναού θεωρείται το αρχαιότερο παράδειγμα τέτοιας κατασκευής στην Ελλάδα. Δυτικά του νάρθηκα έχει προστεθεί εξωνάρθηκας, ο οποίος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τουλάχιστον ως ιδιότυπος, αποτελούμενος από ανοικτό προστώο με δύο κλειστά διαμερίσματα στα άκρα που προεξείχαν από το περίγραμμα του κυρίως ναού. Το νότιο έχει ενσωματωθεί στο νεότερο καθολικό.


Το καθολικό (1011) αποτελεί μία βαριά κατασκευή σε απόλυτη αρμονία με το αρχαίο υλικό που έχει ενσωματωθεί στα κατώτερά του. Είναι μεγαλύτερο από το ναό της Παναγίας, μνημειακού ύφους, αλλά αρμονικό και άριστης κατασκευής. Ο αρχιτεκτονικός του τύπος είναι τελείως νεωτεριστικός και μοναδικής πρωτοτυπίας. 

Ανήκει στον τύπο των ηπειρωτικών οκταγωνικών ναών και θεωρείται ο πρώτος τέτοιου τύπου ναός που χτίστηκε, αποτελώντας το πρότυπο για τους μεταγενέστερους.Στους οκταγωνικούς ναούς ουσιαστικά μόνο η στήριξη του θόλου είναι οκταγωνική, με τον κεντρικό κάτωθεν χώρο να παραμένει τετράγωνος, αποτελώντας μία παραλλαγή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου. 

Ο τρούλλος του ναού έχει διάμετρο 9 μέτρα και λόγω της κατασκευής του, φαίνεται να αιωρείται πάνω από τον αντίστοιχα διευρυμένο χώρο κάτω από αυτόν. Ο διευρυμένος αυτός χώρος αποτελεί πλεονέκτημα που προσφέρει ο ιδιαίτερος αυτός τύπος, σε αντίθεση με τους απλούς σταυροειδείς εγγεγραμμένους. 

Οκτώ ογκώδεις πεσσοί, κάποιοι ενσωματωμένοι στις τοιχοποιίες που γεφυρώνονται σε μεγάλο ύψος από τέσσερα τόξα, ανάμεσα σε τέσσερα ημιχώνια, φέρουν το βάρος του τρούλλου του καθολικού. Παρεκκλήσια πλαισιώνουν τον τετράγωνο πυρήνα.Η συσχέτιση του μνημείου με το ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη πιθανώς οφείλεται στη διαρρύθμιση του εσωτερικού χώρου με τον μεγάλο τρούλλο και τις διαβαθμίσεις του φυσικού φωτός.

Οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις δεν λείπουν και από αυτό το ναό, όπως ο πλούσιος γλυπτικός διάκοσμος και το μεγάλο, σύνθετης κατασκευής, άνοιγμα στον άξονα της νότιας όψης. Εσωτερικά, χρωματιστά μάρμαρα καλύπτουν το δάπεδο, αλλά και τις κατακόρυφες επιφάνειες των τοίχων (ορθομαρμαρώσεις). 

Τα ψηφιδωτά που κοσμούν τις ανώτερες επιφάνειες του ναού είναι τα σημαντικότερα ψηφιδωτά σύνολα της μεσοβυζαντινής τέχνης, χρονολογημένα στη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 11ου αιώνα, άρα πρωιμότερα από αυτά της Νέας Μονής Χίου και της Μονής Δαφνίου, που συμπληρώνουν την τριάδα των μεγάλων ψηφιδωτών συνόλων του ελλαδικού χώρου.

Σύμφωνα με το βιβλίο «Μονή Οσίου Λουκά», η διάταξη των ψηφιδωτών του Οσίου Λουκά υπακούει σε ένα, οριστικά πια διαμορφωμένο εικονογραφικό πρότυπο, που εκφράζει τον συμβολισμό που έχει για την ορθόδοξη παράδοση ο ναός. Αυτός ο ναός αποτελεί μια συμπυκνωμένη μικρογραφική αναπαράσταση του σύμπαντος. Η οροφή εικονίζει τον ουρανό, ενώ το δάπεδο  όπου βρίσκονται οι πιστοί - τη γη.


Ο νάρθηκας κοσμείται με τα αρτιότερα και καλύτερα διατηρημένα ψηφιδωτά του μνημείου. Κυριαρχεί η απεικόνιση της «Δέησης», η μορφή του Χριστού Παντοκράτορα που κρατά το ευαγγέλιο και ευλογεί… Στις δύο κόγχες ο καλλιτέχνης τοποθετεί τον Νιπτήρα και την ψηλάφηση του Θωμά. Οι μορφές είναι ιδιαίτερα εκφραστικές, υπάρχει ισορροπία στη διάταξη και προσεκτικοί χρωματικοί συνδυασμοί στα ενδύματα. 

Κάτω από τον τρούλλο, στις τέσσερις γωνιακές κόγχες, τον χώρο καταλαμβάνουν οι παραστάσεις της γέννησης, της Υπαπαντής, της Βάπτισης και του Ευαγγελισμού, η οποία έχει καταστραφεί. Τα ψηφιδωτά της Μονής του Οσίου Λουκά μαρτυρούν ότι είναι έργα καλλιτεχνών μεγάλου εργαστηρίου.  Πολλοί διαπρεπείς βυζαντινολόγοι και Ιστορικοί Τέχνης – από τον Κάρολο Ντηλ μέχρι τον Σωτηρίου, τον Ορλάνδο, τον Ξυγγόπουλο και τον Προκοπίου - έγραψαν πραγματείες που αναλύουν και ερμηνεύουν την εικονογράφηση του ναού.

Συγχρόνως με το καθολικό χτίστηκε η Κρύπτη, κάτω από αυτό, όπου στεγάζεται ο αρχικός τάφος του Οσίου Λουκά. Η κρύπτη έχει σχήμα τετρακιόνιου σταυροειδούς ναού.Ο περιβάλλων χώρος του κτηριακού συνόλου είναι ιδιαίτερα προσεγμένος, κάτι που αναδεικνύει το σπάνιο αυτό βυζαντινό μνημείο. 

Π. ΒΟΙΩΤΟΣ
 


Δεν υπάρχουν σχόλια: