Τὸ θέμα «ταφὴ ἢ καύση τῶν νεκρῶν» ἐξ ἐπόψεως ἐκκλησιαστικῆς ἔχει βάση στὴν ὅλη
χριστιανικὴ διδασκαλία περὶ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἀρχή, τὸ τέλος καὶ τὰ μετὰ ἀπ’ αὐτό. Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὴν βιβλικὴ θεώρηση, εἶναι ψυχοσωματικὴ ἑνότητα ἀποτελουμένη ἀπὸ δύο συστατικά, τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή. Τὰ δύο αὐτὰ συστατικά, εὐθὺς ἅμα τῇ δημιουργίᾳ αὐτῶν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν πλᾶσιν τοῦ ἀνθρώπου συνεδέθησαν σ’ αὐτὸν καὶ ἑνώθηκαν ἁρμονικὰ σὲ ἀδιάσπαστο στὸν ἐπίγειο βίο τοῦ ἀνθρώπου ἑνιαῖο σύνολο, διαλυόμενον μόνον κατὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ.
Ὁ θάνατος εἶναι ἴσως τὸ μόνο θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει κανένας
ἄνθρωπος ἐκ πείρας. Ὡστόσο δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν τὸν ἔχει
συναντήσει στὸ πρόσωπο τοῦ διπλανοῦ, ἢ κάποιου συγγενοῦς του.Ὅλοι ἔχουμε τὸ
πιστοποιητικὸ τοῦ θανάτου στὸ θυλάκιό μας. Ἐκεῖνο ποὺ λείπει εἶναι ἡ ἡμερομηνία θανάτου. Ἀπέναντι στὸν θάνατο ὑπάρχει ἕνα αἴσθημα φόβου καὶ ψυχικῆς ὀδύνης. Συντελεῖ σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ τὸ ἀπροσδόκητον τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ θανάτου.
Πάντως τὸ πιὸ βέβαιο γεγονὸς ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο εἶναι ὁ θάνατος. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἀποφύγει. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι δὲν θὰ πεθάνει.Καὶ αὐτὴ ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη, μ’ ὅλα τὰ ἐπιτεύγματα της, ἔρχεται ἡ στιγμὴ ποὺ «σηκώνει
ψηλὰ τὰ χέρια», ποὺ φθάνει στὰ ὅριά της καὶ μπροστὰ στὸν ἐπερχόμενο θάνατο καθίσταται ἀδύναμη.
Βέβαια εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα μεγάλο
μυστήριο, ἀπροσπέλαστο καὶ φοβερό. Ἀκοῦμε στὴν Νεκρώσιμο Ἀκολουθία: «Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου
μυστήριον, πῶς ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος
βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας καὶ τῆς συμφυΐας ὁ φυσικώτατος
δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται» καὶ εἰρήσθω ἐν παρόδῳ ὅτι ἡ Ἀκολουθία αὐτὴ τοῦ πατρὸς τῆς Δογματικῆς Ἰω. Δαμασκηνοῦ εἶναι ἀπὸ τὰ
φιλοσοφικότερα κείμενα τῆς παγκοσμίου λογοτεχνίας.
Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι ὁ σωματικὸς-βιολογικὸς θάνατος. Ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος, ἡ κατάλυσις τῆς
ψυχοσωματικῆς ἑνότητας. Πεθαίνοντας ὁ ἄνθρωπος, ὁ χοϊκός, ὁ θνητὸς καὶ φθαρτός, τὸ μὲν σῶμα του διαλύεται στὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἡ ψυχή του ὅμως δὲν ἀποθνήσκει, ζεῖ καὶ οὕτω συνεχίζεται ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ. Ὀφείλουμε στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι οἱ δοξασίες περὶ ἀθανασίας τῆς ψυχῆς εἶναι ἀρχαιότατες καὶ ἀκόμη καὶ πρὸ Χριστοῦ.
Μεταξὺ τῶν πρώτων ὁ Σάμιος Πυθαγόρας, ἐκ τῶν Ἑλλήνων
φιλοσόφων, ποὺ ἦταν καὶ μαθηματικός, δίδαξε περὶ τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καὶ εἶπε «τὸ μὲν σῶμα τεθνήξεται, ἡ δὲ ψυχὴ ἀναστᾶσα οἰχήσεται
ἀθανὴς καὶ ἀγήρως» (Μάξιμος Τύριος XVI, 2). Ἐπίσης «Πυθαγόρας ὁ Σάμιος καί τινες ἕτεροι τῶν παλαιῶν φυσικῶν ἀπεφήναντο τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχειν ἀθανάτους. Ἀκολούθως δὲ τῷ δόγματι τούτῳ καὶ προγιγνώσκειν αὐτὰς τὰ μέλλοντα καθ’ ὃν καιρὸν ἐν τῇ τελευτῇ τὸν ἀπὸ τοῦ σώματος χωρισμὸν ποιοῦνται» (Διοδώρου XV, III, 1).
Μεταξὺ τῶν ὡραίων φιλοσοφικῶν ἀφορισμῶν τοῦ Φωκυλίδου τῆς Μιλήτου, εἶναι καὶ τὸ «Ψυχῶν δὲ θεὸς βασιλεύει. Ψυχὴ δ’ ἀθάνατος καὶ ἀγήρως ζῆ διὰ παντός»
(Alex. Bedel, Cours de versions grecques, Paris, 1828. σελ. 216). Καὶ αὐτὸς ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος, ὁ πρῶτος θεμελιωτὴς τῆς εὐρωπαϊκῆς φιλοσοφίας
καὶ ἐπιστήμης, τὴν ἴδια δοξασία εἶχε: «Ἔνιοι δὲ καὶ αὐτὸν πρῶτον (τὸν Θάλητα) εἰπεῖν φασιν ἀθανάτους τὰς ψυχάς» (Διογένης Λαέρτιος Α. α΄. παρ. 24).
Ὁ κορυφαῖος τῶν Ἑλλήνων
φιλοσόφων, ὁ ἀριστοκράτης τῶν Ἀθηνῶν, ὁ ἱδρυτὴς τῆς «Ἀκαδήμειας», ὁ θεῖος Πλάτων, δίδοντας τὸν ὁρισμὸ τοῦ θανάτου, στὸν Φαίδωνα (64d) ἀναγράφει: «Ἡγούμεθά τι τὸν θάνατον εἶναι;…Ἄρα μὴ ἄλλο τι ἢ τὴν τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος ἀπαλλαγήν»,
καὶ στοὺς Νόμους του (959 b) «τὸν δὲ ὄντα ἡμῶν ἕκαστον ὄντως, ἀθάνατον εἶναι ψυχὴν ἐπονομαζόμενον,
παρὰ θεοὺς ἄλλους ἀπιέναι δώσοντα λόγον, καθάπερ ὁ νόμος ὁ πάτριος
λέγει τῷ μὲν γὰρ ἀγαθῷ θαραλέον, τῷ δὲ κακῷ μάλα φοβερόν».
Βάσει τῆς βιβλικῆς θεολογίας ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη ἔχων τὴν δυνατότητα
ν’ ἀναχθεῖ εἰς ἀθανασίαν. Ὡστόσο ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ἡ ἁμαρτία, εἶχε ὡς ποτέλεσμα τὴν θνητότητα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ὁ θάνατος παρεισάγεται στὸν κόσμο καθ’ ὅτι «ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησε, οὐδὲ τέρπεται ἐπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων» (Σοφ. Σολ. 1, 13), ἐπιτρέπει δὲ αὐτὸν «ἵνα μὴ ἀθάνατον ᾖ τὸ κακόν» (Γρηγορίου Θεολ. Λόγος 38, 12 PG
36, 324C).
Ἡ οὐσία τοῦ ὅλου θέματος τοῦ θανάτου εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ὅταν κλείνει
τὰ μάτια του στὸν μάταιο τοῦτο κόσμο δὲν χάνεται. Δὲν ἐκμηδενίζεται. Δὲν ὑπάρχει «χαμός» τοῦ ἀνθρώπου, ὡς κάκιστα προφέρεται τούτη ἡ λέξη. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι ὁριστικὸ τέρμα. Ὑπάρχει ἡ μεταθανάτια
ζωή. Αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν. Πράγματι, μέχρι τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦταν ἕνας ἀκολάκευτος δήμιος. Μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὅμως συντρίβεται τὸ κράτος τοῦ
θανάτου.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἑορτάζουμε «θανάτου νέκρωσιν» καὶ ὁ Κύριος εἶναι ἡ «ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων». Εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἀπόδειξη καὶ τῆς δικῆς μας ἀναστάσεως. Στὴ Δευτέρα παρουσία τοῦ Κυρίου «ἔσχατος ἐχθρὸς καταργεῖται ὁ θάνατος» (Α΄ Κορ. 15, 26) καὶ ὡς ἀναφέρει ἡ Ἀποκάλυψις, θάνατος καὶ Ἅδης «ἐβλήθησαν εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρός» (Ἀποκ. 20, 14).Γι’ αὐτὸ εἶναι λάθος ἡ ἀπόκρυψη ἢ ἡ ἄρνηση ἢ ἡ λήθη τοῦ θανάτου ἢ ὁ τεχνητὸς ἀποπροσανατολισμός· ψευδαισθήσεις εἶναι αὐτά.
«Ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη καὶ αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιὰ παράγουσιν» (Ψαλμ.
143, 4) καὶ «ἄνθρωπος ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ οὕτως ἐξανθήσει» (Ψαλμ.
102, 15). Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότης. Κατὰ τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως
ἔχουμε διάκριση τριῶν μορφῶν θανάτου.
Πρόκειται: α)γιὰ τὸν πνευματικὸ θάνατο, ἤτοι τὸν χωρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωματικῆς ἑνότητος ἀπὸ τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο αὐτό,
β)γιὰ τὸν σωματικὸ ἢ φυσικὸ θάνατο δηλ. τὸν χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος, τοῦ τελευταίου
(τοῦ σώματος) παύοντος νὰ ὑφίσταται βιολογικῶς ὡς ζῶντος ὀργανισμοῦ καὶ
γ)γιὰ τὸν αἰώνιο θάνατο, δηλ. τὴν ἀτελεύτητη μακρὰν τοῦ Θεοῦ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὴν Δευτέρα
Παρουσία καὶ Κρίσιν τοῦ Χριστοῦ.Ἐνῶ ὅμως διὰ τοῦ θανάτου τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου
διαλύεται, ἐν τούτοις ἀναστάντος τοῦ Χριστοῦ πάντα τὰ σώματα θὰ ἐγερθοῦν κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου.
Συγκεκριμένα ὁ Ἰ. Χρυσόστομος τονίζει ὅτι ἡ θνητότητα
καὶ ἡ φθορὰ διαλύεται καὶ δαπανᾶται. Γράφει συγκεκριμένα: «Ἡ διαφθορὰ αὕτη (τοῦ σώματος τοῦ
θανόντος) οὐκ ἔστι τῆς οὐσίας ἀναίρεσις, ἀλλὰ τῆς θνητότητος
δαπάνη καὶ τῆς φθορᾶς ἀνάλωμα. Ὁ γὰρ θάνατος οὗτος οὐ τὸ σῶμα ἀπόλλυσιν, ἀλλὰ τὴν φθορὰν δαπανᾶ· ὡς ἥ γε οὐσία μένει…ἀνισταμένη» (Ἰω.
Χρυσοστόμου, Εἰς Ψαλμ. 48, 5, PG 55, 230).
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θάνατος ὡς πρὸς τὸ σῶμα χαρακτηρίζεται ὡς ὕπνος οἱ δὲ τεθνεῶτες ὡς
κεκοιμημένοι καὶ τὰ νεκροταφεῖα ὡς κοιμητήρια. Εἰδικότερα, κατά τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἔχει μεγάλη ἀξία. Ἀποτελεῖ τὸ τελειότερον ὑλικὸν δημιούργημα τοῦ Θεοῦ με ἀπέριττον κάλλος.
Ὡραιότατα ὁ ἀείμνηστος
λόγιος πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντῖνος Καλλίνικος, ἱερεὺς στὸ Μάντζεστερ
τῆς Ἀγγλίας, σὲ δοκίμιό του ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἡ θεία πανσοφία ἐκδηλουμένη ἐν τῇ κατασκευῇ τοῦ ἀνθρωπίνου
σώματος» (ἐν Ἀθήναις 1906) γράφει:«Τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ δημιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου περιγράφουσα ἡ Γένεσις εἰς τὰς πρώτας
σελίδας της, ἀναφέρει ὅτι πρὸς κατασκευὴν τοῦ σώματος ἡ Ἄκρα Πανσοφία
δὲν ὑπέθηκεν ὕλην τινὰ πολύτιμον, χρυσὸν ἐξαστράπτοντα ἢ μάρμαρον τῆς Πεντέλης, ἐξ οὗ χρυσοχόος ἢ ἀγαλματοποιὸς θὰ ἐλάξευε τὸ καλλιτέχνημά του, ἀλλ’ ἠρκέσθη ἁπλούστατα νὰ κύψῃ, οὕτως εἰπεῖν, πρὸς τὴν γῆν καὶ νὰ λάβῃ ὀλίγον χῶμα ἀπὸ τῆς ἐπιφανείας της.
Τὸ χῶμα αὐτὸ ἐζύμωσεν εἰς πηλὸν ὁ Θεὸς καὶ ἐφήρμοσεν εἰς τὸ ἀνθρώπινον σῶμα, ὁρίσας
μάλιστα ἵνα μετὰ θάνατον καὶ πάλιν εἰς χῶμα ἐπιστραφῇ· καὶ διὰ νὰ ἐγχαράξῃ καλῶς εἰς τὴν μνήμην τοῦ πρώτου ἀνθρώπου καὶ τῶν μετ’ αὐτὸν τὴν ἀρχικὴν αὐτὴν προέλευσίν του καὶ τοῦ ἀποκόψῃ πᾶσαν ὑπερηφάνειαν καὶ ΄μετεωρισμόν΄ ἐκάλεσεν αὐτὸν μὲ τὸ ὄνομα Ἀδὰμ (χοϊκός).Τί εἴμεθα λοιπόν, δὲν λέγω ὡς ψυχὴ καὶ πνεῦμα, ἀλλὰ ὡς σῶμα ἐξεταζόμενοι;
Χοῦς, πηλός, εὐτελεστάτη ὕλη. Σκεύη ὀστράκινα φέροντα ἐν ἑαυτοῖς τὸν θησαυρὸν τοῦ πνεύματος.
Ναί, ἀλλὰ πόσον ὡραῖα σκεύη! Ὁποῖος πηλός, ὁποῖον χῶμα, ὁποία μηδαμινὴ ὕλη, καλλιτεχνικώτατα μορφωθεῖσα, σκοπιμώτατα διαπλασθεῖσα, εὐφυέστατα
λειτουργοῦσα, κορύφωμα ἀπαράμιλλον τῆς μεγάλης πυραμίδος τοῦ ζωϊκοῦ βασιλείου! Καὶ πῶς ἀληθῶς ἡ Θεία Πανσοφία σελαγίζει ἐν τῇ κατασκευῇ τοῦ ἀνθρωπίνου
σώματος!».
Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος φανερώνεται ἐκ τοῦ ὅτι:
α)τὸ σῶμα εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ,
β)συνδέεται ἀρρήκτως μετὰ τῆς ψυχῆς,
γ)ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐσαρκώθη, ἐνηνθρώπησε,
ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ σῶμα δὲν εἶναι κάτι τὸ
κακόν,
δ)ἀποτελεῖ κατὰ τὸν Ἀπόστολον τῶν Ἐθνῶν Παῦλον «ναὸν τοῦ Ἁγ. Πνεύματος
(Α΄ Κορ. 6, 19) καὶ περαιτέρω τυγχάνει μέλος τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ δηλ. τῆς Ἐκκλησίας.
Βάσει τῶν ἀνωτέρω ἡ Ἐκκλησία ὁριοθετεῖ τὸν σεβασμὸ στὸ πρόσωπο καὶ κατ’ ἐπέκτασιν στὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖον εἶναι φθαρτὸ καὶ πρόσκαιρο
καὶ ὅταν ἀποθάνει ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται καὶ ἐνταφιάζει τοὺς νεκρούς. Δὲν δέχεται τὴν καύση. Ὁ σεβασμὸς αὐτὸς πρὸς τὸ νεκρὸ σῶμα, τὸ λείψανο ἀποδίδεται μὲ τὴν ταφὴ καὶ ὄχι μὲ τὴν τέφρα τοῦ πυρός.Ἡ ταφὴ καὶ δὴ κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν τάξιν ἀποτελεῖ
μακροχρόνιον ἱερὸν ἔθος, παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Παράδοση δὲ ἀποτελεῖ πηγὴ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐμπεριέχει τὴν περὶ δικαίου, εὐσεβείας καὶ εὐλαβείας
πεποίθησή της. Ἡ μὴ τήρηση τῆς Παραδόσεως
διασαλεύει τὴν τάξη ἡ ὁποία πρέπει νὰ ὑπάρχει στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Σχετικῶς γράφει ὁ Μεγ. Βασίλειος: «Εἰ γὰρ ἐπιχειρήσαμεν
τὰ ἄγραφα τῶν ἐθῶν ὡς μὴ μεγάλην ἔχοντα τὴν δύναμιν
παραιτεῖσθαι λάβοιμεν ἂν εἰς αὐτὰ τὰ καίρια
ζημιοῦντες τὸ Εὐαγγέλιον, μᾶλλον δὲ εἰς ὄνομα ψιλὸν περιϊστῶτες τὸ κήρυγμα»
(91ος Καν. ΠΗΔΑΛΙΟΝ, σελ. 642).
Τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἔθος ἔχει δύναμη νόμου καὶ ὁ κανονολόγος
πατὴρ Μέγας Βασίλειος ὁρίζει στὸν 87ο Κανόνα του:«Πρῶτον μὲν οὖν, ὃ μέγιστον ἐπὶ τῶν τοιούτων ἐστί, τὸ παρ’ ἡμῖν ἔθος, ὃ ἔχομεν
προβάλλειν, νόμου δύναμιν ἔχον, διὰ τὸ ὑφ’ ἁγίων ἀνδρῶν τοὺς θεσμοὺς ἡμῖν παραδοθῆναι» (87ος Κανόνας, Πηδάλιον, σ. 633). Ἐπίσης ὁ
21ος κανόνας τῆς Συνόδου τῆς Γάγγρας τῆς
Παφλαγονίας (4ος αἰ.) διακελεύει:
«Πάντα τὰ παραδοθέντα, ὑπὸ τῶν θείων Γραφῶν καὶ τῶν Ἀποστολικῶν Παραδόσεων
ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ γίνεσθαι εὐχόμεθα» (Πηδάλιον, σελ. 414). Καὶ ὁ 6ος Κανόνας
τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θέτει τὴν ἀρχὴ τῆς ἰσχύος τῶν ἀρχαίων ἐθῶν καὶ ἐθίμων μὲ τὴν σαφεστάτη προτροπή: «Τὰ ἀρχαῖα ἔθη
κρατήτω…». Στὸ βάθος
βέβαια τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας κρύπτεται ἡ οὐσία της, ὅπου πηγὴ ἔχει τὴν κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστό.
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δὲν ἔδωκε ἐντολὴν καύσεώς Του μετὰ τὴν Σταύρωσιν
καὶ τὸν ἑκούσιον θάνατόν Του. Στὴ Βηθανία μάλιστα εἶπε χαρακτηριστικὰ στὸν Ἰούδα, ὁ ὁποῖος προέβαλε ἀντιρρήσεις, ὅταν ἡ ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου ἔβαλε μύρο στὸ Σῶμα Του: «Ἄφες αὐτήν, εἰς τὴν ἡμέραν τοῦ ἐνταφιασμοῦ μου
τετήρηκεν αὐτό» (Ἰω. 12,7).Ἔπειτα ὁ Χριστὸς καταδέχτηκε νὰ ταφεῖ στὸ κενὸ μνημεῖο τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας ὑποδηλώνοντας
καὶ τὸν τρόπο ταφῆς ὅλων τῶν χριστιανῶν. Γράφει τὸ κείμενο τοῦ Δ΄ Εὐαγγελίου:
«Ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας…ἦλθεν οὖν καὶ ἦρε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἦλθε δὲ καὶ Νικόδημος ὁ ἐλθὼν πρὸς τὸν Ἰησοῦν νυκτὸς τὸ πρῶτον, φέρων μῖγμα σμύρνης
καὶ ἁλόης ὡς λίτρας ἑκατόν· ἔλαβον οὖν τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἔδησαν αὐτὸ ἐν ὀθονίοις μετὰ τῶν ἀρωμάτων, καθὼς ἔθος ἐστὶ τοῖς Ἰουδαίοις ἐνταφιάζειν. ἦν δὲ ἐν τῷ τόπῳ ὅπου ἐσταυρώθη κῆπος, καὶ ἐν τῷ κήπῳ μνημεῖον καινόν, ἐν ᾦ οὐδέπω οὐδεὶς ἐτέθη· ἐκεῖ οὖν διὰ τὴν παρασκευὴν τῶν Ἰουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν τὸ μνημεῖον, ἔθηκαν τὸν Ἰησοῦν» (Ἰω. 19, 38-42). Εἶναι ὁ Πανάγιος Τάφος!
Ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐπισημαίνει θεολογικότατα ὅτι τὸ σῶμα μας
«σπείρεται ἐν φθορᾷ, (δηλ. θάπτεται), ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ· σπείρεται ἐν ἀτιμίᾳ, (δηλ. δὲν ἔχει κανένα θέλγητρο), ἐγείρεται ἐν δόξῃ· σπείρεται ἐν ἀσθενείᾳ, ἐγείρεται ἐν δυνάμει» (Α΄ Κορ. 42-43). Ἔπειτα κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, οἱ πρῶτοι
χριστιανοὶ ἐνταφιάζουν τοὺς κεκοιμημένους πιστούς.
Πρῶτο χαρακτηριστικὸ παράδειγμα εἶναι ὁ ἐνταφιασμὸς τοῦ
πρωτομάρτυρος Στεφάνου (Πράξ. 8, 2) ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τοὺς ἀποθανόντας σὲ ἁμαρτία Ἀνανία καὶ Σαπφείρα (Πράξ. 5, 6 καὶ 10).
Ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος (4ος αἰ.) γράφει: γιὰ τὸν ἐνταφιασμὸ τῶν
Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου, τῶν Εὐαγγελιστῶν Λουκᾶ καὶ Μάρκου (PL 23, 1337 D). Ἐπίσης ὁ Ἱππόλυτος
(3ος αἰ.) κάμνει λόγο περὶ τῆς ταφῆς πολλῶν Ἀποστόλων (PG. 10, 952 B).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος(4ος αἰ.) κηρύττει: «…κηδεύσωμεν τοὺς ἀπελθόντας ὡς καὶ ἡμῖν καὶ ἐκείνοις
συμφέρει πρὸς δόξαν Θεοῦ» (Migne PG, 59, 467).
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (4ος αἰ.) ἐπικρίνει ὡς ἀθλιότητα τὴν συμπεριφορὰ
κάποιου Γρηγορίου ποὺ δὲν ἐπέτρεψε
τὴν ταφὴ νεκρῆς (Migne PG 25, 708 B).
Ὁ Ἱ. Ἱερώνυμος ἀναφέρει: ὅτι ὁ Ἅγιος Ἱλαρίων ὁ Μέγας (4ος
αἰ.)παρακαλοῦσε τὴν ἁγία Κωνσταντία, νὰ μὴ τὸν ἀφήσει οὔτε μία ὥρα ἄταφο, ἀλλὰ νὰ τὸν θάψει ἀμέσως μόλις πεθάνει (Migne PL 23,
52).
Ὁ ἅγ. Συμεὼν Θεσσαλονίκης (15ος αἰ.) σχετικῶς μὲ τὴν πράξη αὐτὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας
γράφει: «Καὶ κατατίθεμεν τῷ τάφῳ τὸ λείψανον καὶ τῇ γῇ
παραδιδόαμεν διὰ τῶν εὐχῶν, πληροῦντες τὸ θεῖον
πρόσταγμα, τό, Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ΄ καὶ τὴν ἀνάστασιν δὲ κηρύττομεν,
σφραγίζοντες τὸ λείψανον διὰ τοῦ σταυροῦ…
Καὶ ὅτι οὗτος ὁ θαπτόμενος ἀναστήσεται ὡς καὶ ὁ Σωτὴρ ἡμῶν ἐξανέστη. Διὸ καὶ μετὰ τὸ τεθῆναι τῷ τάφῳ, ἔλαιον ἐπάνω τούτου
σταυροειδῶς ἐκχέεται, ὡς παραδεδώκασιν οἱ ἀπόστολοι» (PG 155, 686D). Ἀξιόλογα ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα ἀποτελοῦν καὶ τὰ Πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἀναφέρουμε τὰ Πρακτικὰ τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου (787 μ.Χ.), ὅπου
περιγράφεται ἡ ταφὴ τῆς ἁγίας Εὐφημίας καὶ ἡ Δ’ πράξη ἔχει τὴν ὁμολογία πίστεως τοῦ Θεοδοσίου Ἀμορίου (Μ. Ἀσία), ἡ ὁποία ἔγινε ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Σύνοδο καὶ ἀναφέρει μεταξὺ τῶν ἄλλων:
«Ὁμοίως καὶ τὰ λείψανα τῶν ἁγίων προσκυνῶ καὶ τιμῶ καὶ ἀσπάζομαι, ὡς ἀθλησάντων ὑπὲρ Χριστοῦ καὶ λαβόντων
χάριν παρ’ αὐτοῦ ἰάσεις ἐπιτελεῖν, καθὼς ἡ Ἐκκλησία τῶν Χριστιανῶν παρέλαβεν ἐκ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καὶ Πατέρων τῶν ἕως ἡμῶν» (Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, Σπ. Μήλια, Πρακτικά, τομ. Γ΄,231/7731). Ἡ Ἐκκλησία λοιπὸν ἀκολουθεῖ πιστῶς τὴν ἀρχαία
παράδοση, ἡ ὁποία στηρίζεται σ’ ὅσα ὁ Θεὸς ἀπευθύνει πρὸς τὸν πρωτόπλαστον μετὰ τὴν παρακοήν, ὅτι «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν.
3, 12) καὶ θάπτει τοὺς κεκοιμημένους.
Πολὺ χαρακτηστικὰ τὸ τροπάριον (ὁ Οἶκος), τὸ κοινὸ καὶ διὰ τὰ δύο Ψυχοσάββατα, (πρὸ τῆς Ἀπόκρεω καὶ πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς) ὑπογραμμίζει:«Αὐτὸς μόνος ὑπάρχεις ἀθάνατος, ὁ ποιήσας καὶ πλάσας τὸν ἄνθρωπον· οἱ βροτοὶ οὖν ἐκ γῆς
διεπλάσθημεν καὶ εἰς γῆν τὴν αὐτὴν πορευσόμεθα, καθὼς ἐκέλευσας ὁ πλάσας με καὶ εἰπών μοι· Ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ· ὅπου πάντες βροτοὶ πορευσόμεθα».
Συνεπῶς ἡ Ἐκκλησία συνιστᾶ, (δὲν ἐξαναγκάζει,
οὔτε ἐπιβάλλει) στὰ πιστὰ τέκνα της, δηλαδὴ ὑποδεικνύει νὰ θάπτονται
μετὰ τὴν ἐκδημία τους καὶ ὄχι νὰ καίγονται εἰς κλιβάνους. Βέβαια δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαγορεύσει τὸ σύστημα τῆς καύσεως τὸ ὁποῖο τυγχάνει ζήτημα τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καὶ τῆς νομοθετικῆς ρύθμισης ἐκ μέρους τῆς πολιτείας.
Ὡστόσο μὲ τὰ ἄρθρα 48 καὶ 49 τοῦ Νόμου 4277/2014 (ΦΕΚ 156/1-8-2014, τ. Α) ὁ νομοθέτης δὲν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν τὶς θρησκευτικὲς
πεποιθήσεις τοῦ νεκροῦ. Ἐὰν ὁ θανὼν δὲν εἶχε ἐκφρασθεῖ ἐν ζωῇ περὶ τῆς μετὰ θάνατον ἐπιθυμίας ταφῆς ἢ ἀποτεφρώσεως τοῦ σώματός του, ἡ ἀποτέφρωση δύναται νὰ λάβει χώρα
μὲ μόνη τὴ δήλωση τοῦ/τῆς συζύγου, ἢ τὴν δήλωση τῶν συγγενῶν πρώτου ἢ δευτέρου βαθμοῦ.
Πρὸς ἀποφυγὴν δὲ οἱασδήποτε ἐκτροπῆς, ἀπαραίτητος εἶναι ὁ σεβασμὸς τῶν θρησκευτικῶν
πεποιθήσεων καὶ ἡ διακρίβωση τῆς οἰκείας βουλήσεως τοῦ κεκοιμημένου καὶ ὄχι ἡ βούληση ἢ ἡ δήλωση τῶν οἰκείων του. Ἄλλως ἔχουμε τὴν ἄποψη νὰ ἀκολουθηθεῖ ὁ παγκοίνως κανὼν τῆς ταφῆς καὶ ὄχι τῆς καύσεως. Τηρεῖται ὁ κανὼν καὶ ὄχι ἡ ἐξαίρεση.
Μάλιστα ἡ ὑπ’ ἀρ. 2959/29-10-2014 Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀναφέρει ὅτι: «Τοῦτο (δηλ. ἡ ἀποτέφρωση)
κύημα τοῦ μηδενιστικοῦ τρόπου ζωῆς καὶ τὴς τάσεως πρὸς ἀποθρησκευτικοποίηση κάθε πτυχῆς καὶ ἐκφάνσεως τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ ἐκ προοιμίου
καταστρατήγηση τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων τοῦ κεκοιμημένου μέλους τῆς Ἐκκλησίας, ἔλλειψη σεβασμοῦ καὶ φροντίδος
πρὸς τὸ ἀνθρώπινο σῶμα.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν δέχεται γιὰ τὰ μέλη Της τὴν ἀποτέφρωση τοῦ σώματος,
διότι τοῦτο εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κορ. 6, 19),
στοιχεῖο τῆς ὑποστάσεως τοῦ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου (Γεν.1,24), καὶ περιβάλλει
αὐτὸ μὲ σεβασμὸ καὶ τιμὴ ὡς ἔκφραση ἀγάπης πρὸς τὸ κεκοιμημένο μέλος Της καὶ ὡς ἐκδήλωση πίστεως στὴν κοινὴ πάντων ἀνάσταση».Πρὸς ἐπίρρωσιν τῆς θέσεως τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ταφή, ὄχι τὴν καύση, ὑπογραμμίζουμε
καὶ τὰ κάτωθι:
α)Ἡ ταφὴ τῶν νεκρῶν καὶ ὄχι ἡ καύση εἶναι
φαινόμενο πανανθρώπινο καὶ ὑπάρχει πλῆθος μαρτυριῶν καὶ ἀποδείξεων . Ὅλα δὲ τὰ προσφιλῆ ἀντικείμενα (κτερίσματα) τὰ ὁποῖα ἐτίθετο στοὺς τάφους τῶν νεκρῶν δηλώνουν τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
β)Οἱ νεκροὶ μας τοποθετοῦνται μὲ σεβασμὸ στὸν τάφο,
στραμμένοι πρὸς ἀνατολάς, μὲ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως. Ὁ ἱ. Χρυσόστομος τονίζει: «Πρὸς ἀνατολὰς τὴν σορὸν κειμένην, σχηματίζομεν τὴν ἀνάστασιν αὐτοῦ, διὰ τοῦ σχήματος
προσημαίνοντες» (Ἰω. Χρυσοστόμου,
Περὶ ὑπομονῆς, PG 60, 725).
γ)Ἡ ταφὴ διασώζει τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων, τὰ ὁποῖα εἶναι
χαριτόβρυτα καὶ θαυματουργά. Χωρὶς ταφὴ δὲν θὰ εἴχαμε τὰ ἅγια λείψανα καὶ θὰ ἐστερούμεθα τῆς εὐλογίας καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ τους.
δ)Ὁ τάφος μᾶς συνδέει καὶ συναισθηματικὰ μὲ τὸ νεκρό μας.
Τὸ θαμένο σῶμα εἶναι μιὰ παρηγοριὰ γιὰ τοὺς ἐπιζῶντες καὶ γίνεται ἀντικείμενο φροντίδος καὶ προσευχῶν καὶ
ε)Τὸ σῶμα διατηρεῖ τὴν ἱερότητά του καὶ μετὰ θάνατον, καὶ ἀποτελεῖ θρησκευτικὸ ἀντικείμενο
τιμῆς καὶ σεβασμοῦ (res sacra).
Ἐν τέλει: Ταφὴ ἢ καύση;Ἔκφραση
σεβασμοῦ στὸ σῶμα, πίστη στὴν ἀνάσταση, αἴσθηση αἰωνιότητος, δηλ. δυνατότητα μετοχῆς στὴν αἰωνιότητα, αὐτὰ τὰ ὁποῖα πρεσβεύει,
διδάσκει καὶ νουθετεῖ ἡ Ἐκκλησιία ἢ ὄχι;
Ὁ καθένας κάμνει τὴν ἐπιλογή του.Ἄλλωστε τὴν ἐλευθερία ἐδωρήσατο ὁ Θεός, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀθανασία. «Δεῖ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α΄ Κορ. 15, 53). Καθ’ ὅτι ὁ «Ἀναστὰς Ἰησοῦς ἀπὸ τοῦ τάφου ἔδωκεν ἡμῖν τὴν αἰώνιον ζωὴν».
Κείμενο του Αρχιμ. π. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Διευθυντού του Ιδιαίτερου Γραφείου του Αρχιεπισκόπου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου