03 Αυγούστου, 2014

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΣΕ ΙΕΡΕΣ ΜΟΝΕΣ


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
«ΧΡΥΣΟΛΕΟΝΤΙΣΣΗΣ» ΑΙΓΙΝΑ.

Προστάτιδα της Αιγίνης θεωρείται από τους κατοίκους του νησιού  η Παναγία η Χρυσολεόντισσα και το ομώνυμο μοναστήρι της κτισμένο στο κέντρο του νησιού, περί το ένα χιλιόμετρο από την μονή του Αγίου Νεκταρίου. Σύμφωνα με τοπική παράδοση αρχικά η Μονή ήταν κτισμένη πλησίον του παραθαλάσσιου χωριού Λεόντι, με αποτέλεσμα να είναι ευάλωτη στις αλλεπάλληλες επιδρομές των πειρατών και των Αγαρηνών. Έπειτα από τρεις διαδοχικές καταστροφές της, αποφασίστηκε η μεταφορά σε σημείο μακριά από τη θάλασσα, ώστε να μην είναι ορατή και εύκολα προσπελάσιμη από τους εχθρούς της. Όταν άρχισε η ανέγερση της συνέβη το εξής θαυμαστό γεγονός. 

Τα εργαλεία τα οποία άφηναν οι κτίστες στο χώρο της ανεγέρσεως, το πρωί δεν τα εύρισκαν εκεί αλλά στην σημερινή θέση της Μονής. Όταν το θαύμα επαναλήφθηκε τρεις φορές, οι μοναχοί κατάλαβαν το μήνυμα και ανήγειραν το μοναστήρι τους στην σημερινή  τοποθεσία κατά τα έτη 1600-1614 μ.Χ. Το μοναστηριακό συγκρότημα είναι σχήματος τετραγώνου. Στο κέντρο της αυλής και σε υψηλότερο επίπεδο είναι κτισμένο το καθολικό ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής(1808), αφιερωμένο  στην Κοίμηση της Θεοτόκου, τον Άγιο Διονύσιο και τον Άγιο Χαράλαμπο. Εντυπωσιακό είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο με τις εντυπωσιακές παραστάσεις από την Π. Διαθήκη, μορφές αγίων, αγγέλων, ευαγγελιστών κ.λπ. 

Σέμνωμα της Μονής είναι η αργυρεπενδυμένη εικόνα της Παναγίας Χρυσολεοντίσσης, τοποθετημένη στην άκρη του τέμπλου προς την βόρεια πύλη του Ιερού. Βόρεια από το καθολικό υψώνεται αγέρωχος ο μεγάλος πύργος της Μονής, που κατά την παράδοση, ανοικοδομήθηκε για την προστασία από του πειρατές. Με σιγίλλιο του Οικουμενικού πατριαρχείου η μονή αναγνωρίστηκε ως «Σταυροπήγιο». Σημαντικότατη υπήρξε η δράση της μονής κατά την επανάσταση του 1821. Μετά τη δημιουργία του ελευθέρου ελληνικού κράτους η Μονή με το διάταγμα του Όθωνος θεωρήθηκε διατηρητέα εν λειτουργία και προσαρτήθηκε σ’ αυτήν ως μετόχι η διαλυθείσα Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνος.   

Η μονή λειτούργησε χωρίς διακοπή ως ανδρική, μέχρι και το  1935, έτος κατά το οποίο  ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος  διαπιστώνοντας την παντελή εγκατάλειψη της, την μετέτρεψε με βασιλικό Διάταγμα σε γυναικεία. Για το σκοπό αυτό  απέσπασε  από την μονή του Αγίου Νεκταρίου πέντε μοναχές. Στα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν εργώδεις προσπάθειες για την ανακαίνιση της ιστορικής Μονής. Η ηγουμενία ανατέθηκε στην «ευσεβή και διακριτική» διακόνισσα Μαγδαληνή  η οποία, με τη συμβολή και της συνοδείας της, πραγματοποίησε ριζική ανακαίνιση. 

Έργο πού συνέχισαν και οι  μετέπειτα γερόντισσες Ευβούλη και Θεοδούλη καθώς και η σημερινή γερόντισσα  Ευπραξία. Σήμερα παντού επικρατεί η τάξη και ή ομορφιά. Οι αδελφές, εκτός από τη συντήρηση και τον εξωραϊσμό  των κτισμάτων της μονής και των μετοχίων της, μεριμνούν για την φιλοξενία των πολυάριθμων προσκυνητών και ασχολούνται με τις αγροτικές καλλιέργειες και την οικόσιτη κτηνοτροφία.  

Στη Μονή λειτουργούν έξι παρεκκλήσια, το παρεκκλήσιο των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, του αγίου Αθανασίου, του αγίου Νεκταρίου, του Αποστόλου Ανδρέα,  του αγίου Λεοντίου και της αγίας Μαγδαληνής (κοιμητήριο).Ημέρες πανηγύρεων: 15 Αυγούστου (Κοιμήσεως της Θεοτόκου), 29 Ιουνίου (Αγίων Αποστόλων Πέτρου & Παύλου), 23 Αυγούστου (Παναγία Φανερωμένη), 30 Νοεμβρίου (Αγίου Ανδρέα)

ΟΙ ΔΥΟ ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

‹‹ Καί Σε μεσίτριαν έχω, προς τον φιλάνθρωπον Θεόν,
μη μου ελέγξη τας πράξεις, ενώπιον των Αγγέλων∙
παρακαλώ Σε Παρθένε, βοήθησόν μοι εν τάχει››

Ο Δεκαπενταύγουστος είναι μία περίοδος του Εκκλησιαστικού έτους,κατά την οποία η ορθόδοξη ψυχή στρέφεται με βαθειά κατάνυξη προς την Υπεραγία Θεοτόκο ζητώντας παράκληση και παρηγοριά.

Επί δεκαπέντε ημέρες, προ της εορτής της Κοιμήσεως, ψάλλεται εναλλάξ ο Μικρός και ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας. Μόνο κατά τους Εσπερινούς των Σαββάτων και της Εορτής της Μεταμορφώσεως του Κυρίου δεν ψάλλονται οι Παρακλήσεις, επειδή το περιεχόμενό τους είναι πένθιμο και ικετευτικό και δεν συμφωνεί προς το χαρμόσυνο ύφος των εορταστικών αυτών ύμνων.

Εκτός, όμως, από την περίοδο του Δεκαπενταυγούστου η Μικρή Παράκληση ψάλλεται συχνά, «εν πάση περιστάσει και θλίψει ψυχής», είτε στους Ιερούς Ναούς, είτε κατ' οίκον, από τους πιστούς, οι οποίοι επιθυμούν να ικετεύσουν δι' αυτής την Θεοτόκο και να επικαλεσθούν την μεσιτεία Της.

Η δε διάκριση των Παρακλήσεων σε Μικρή και Μεγάλη οφείλεται αποκλειστικώς και μόνον στην έκταση, το μέγεθος των τροπαρίων. Η Μικρή Παράκληση είναι ποίημα κάποιου Υμνογράφου, ο οποίος κατ' άλλους μεν ωνομάζονταν Θεοστήρικτος και ήταν Μοναχός, κατ' άλλους δε Θεοφάνης. Όπως φαίνεται, όμως, πρόκειται περί του ιδίου προσώπου, το οποίο έγινε Μοναχός και από Θεοφάνης μετωνομάσθηκε σε Θεοστήρικτο.

Η Μεγάλη Παράκληση είναι έργο του Θεοδώρου του Β, του Δουκός, Βασιλέως της Νικαίας, του επονομαζομένου Λασκάρεως, ο ποίος έζησε περί τα μέσα του 13ου αιώνος και είναι πολύ μεταγενέστερος του Θεοστηρίκτου, του Μοναχού.

Οι δύο Παρακλήσεις, πλην του Κανόνος, περιλαμβάνουν στην Ακολουθία τους και Ψαλμούς, δεήσεις υπέρ των ζώντων πιστών, υπέρ των οποίων τελούνται, και Ευαγγελική περικοπή.

Το περιεχόμενό τους είναι ικετευτικό, συγκινεί τους πιστούς, διδάσκει και προτρέπει αυτούς να προστρέχουν με θάρρος και εμπιστοσύνη πάντοτε προς την Κυρία Θεοτόκο, την Μεγάλη Μητέρα τους, για να βρίσκουν παρηγοριά και να λαμβάνουν βοήθεια στις ανάγκες τους. Η συνέχεια του οδοιπορικού μας σε άλλη Ιερά Μονή αύριο.



Δεν υπάρχουν σχόλια: