15 Ιουνίου, 2013

† ΜΝΗΜΗ ΟΣΙΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ (15 Ιουνίου)

«Ιερώνυμον τον μέγαν τεθνηκότα,
Μέγας μένει στέφανος ουκ απεικότως.»

Ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος ἀνήκει εἰς τὴν ἔνδοξη χορεία τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς ἑνωμένης Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων. Γεννήθηκε τὸν 4ο αἰῶνα στὴ Δαλματία ἐκ γονέων εὐγενῶν καὶ χριστιανῶν. Διδαχθεὶς τὰ πρῶτα γράμματα εἰς τὴν γενέτειράν του πολὺ ἐνωρὶς μετέβη δι’ ἐγκυκλίους σπουδὰς εἰς τὴν Ρώμην. Σπούδασε φιλολογίαν (ἑλληνικὴν καὶ λατινικὴν) καὶ φιλοσοφίαν.  Τόσον δὲ  ἠγάπησε  τὰ  κλασσικὰ γράμματα, ὥστε ἐφρόντισε δι’  ἀντιγραφῆς νὰ  ἀποκτήσει διὰ  τὴν βιβλιοθήκην του τὰ συγγράμματα πολλῶν  ἀρχαίων συγγραφέων. 

Ἀργότερα μετέβη εἰς τὰ Τρέβιρα τῆς Γαλλίας καὶ ἐπεδόθη εἰς θεολογικὰς μελέτας. Περισσότερον ὥριμος ἀνεχώρησε διὰ τὴν Ἀνατολὴν θέσας ὡς τελικὸν σκοπὸν τοῦ ταξιδίου του τὰ Ἱεροσόλυμα, τοὺς Ἁγίους Τόπους. Διῆλθε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, Μικρὰ Ἀσία καὶ ἔφθασε εἰς τὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ἐκεῖ ἤκουσε τὰς ἐξηγητικὰς ἐπὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς παραδόσεις διδασκάλων πατέρων τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἀργότερα ἐμόνασε ὅπου καὶ ἠσχολήθη μὲ τὴν μελέτη, ἄσκηση καὶ προσευχή.

Ὡστόσο φήμη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ πόθος του νὰ τὸν ἀκούσει διδάσκοντα, τὸν ὡδήγησαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπὶ διετίαν ἤκουσε Γρηγόριον. Συγχρόνως μελετοῦσε καὶ ἐμβάθυνε εἰς τοὺς Ἕλληνες ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς καὶ πατέρες. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἐγνώρισε προσέτι καὶ τὸν Γρηγόριο Νύσσης. Ἐν τέλει ἐπεσκέφθη τοὺς Ἁγίους Τόπους ὡς καὶ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου καὶ παρηκολούθησε τὴν διδασκαλίαν Διδύμου τοῦ Τυφλοῦ. Μονίμως ἐγκατεστάθη εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Παλαιστίνης, ὅπου καὶ ἵδρυσε Μοναστήριον.

Ἡ συγγραφικὴ δραστηριότης τοῦ ἁγ. Ἱερωνύμου ὑπῆρξε πλουσία. Εἰδικότερα ἡ μετάφρασις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐκ τοῦ Ἐβραϊκοῦ πρωτοτύπου ἀποτελεῖ σπουδαιότατον κατόρθωμα καὶ ἐξαίσιον ἔργον. Ὠνομάσθη Vulgata, δηλαδὴ κοινή, «λαϊκὴ» καὶ υἱοθετήθη ὑπὸ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Βεβαίως προχώρησε καὶ εἰς ὑπομνηματισμὸν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Μετέφρασε ἐπίσης καὶ πολλὰ ἔργα θεολόγων πατέρων τῆς ἀνατολικῆς γραμματείας. Ἄξιον λόγου εἶναι καὶ τὸ «Περὶ ἐπιφανῶν ἀνδρῶν», γραμματολογικὸν ἔργον ὅπου παρουσιάζει καὶ ἐξετάζει 135 ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς.

Ἀρκετὰ προσέτι εἶναι τὰ ἀντιαιρετικὰ καὶ δογματικὰ συγγράμματά του. Τέλος εἰς 59 ἀριθμοῦνται οἱ ἑρμηνευτικὲς ὁμιλίες του εἰς βιβλικὰ χωρία καὶ 150 οἱ ἐπιστολές του μὲ ἀξιόλογον περιεχόμενον.  Ἀξίας ἐπίσης ἔχουν καὶ οἱ ἐπιτάφιοι λόγοι του εἰς μνήμην Μαρκέλλης, Πάουλας, Φαβιόλας καὶ ἱερέως Νεποτιανοῦ. Ἀναφορικῶς μὲ τὴν διδασκαλία του αὐτὴ ἑδράζεται ἐπὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῆς Παραδόσεως καὶ τοῦ λειτουργικοῦ βίου. Κύριον χαρακτηριστικὸν γνώρισμα τῆς ὅλης θεολογικῆς του σκέψεως εἶναι τὸ ἀπόφθεγμα “Sentire cum Ecclesia”, δηλ. «φρονεῖν μετὰ τῆς Ἐκκλησίας». Ἀληθὴς δὲ Ἐκκλησία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία θεμελιωθεῖσα ὑπὸ τῶν Ἁγίων  Ἀποστόλων, «διαρκεῖ ἔτι καὶ νῦν καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας».

 Καὶ εἰς ἄλλο σημεῖο θὰ τονίσει ἅγ. Ἱερώνυμος τὴν ἀξία καὶ σπουδαιότητα τῆς «ἐντολῆς τῆς Ἐκκλησίας» καὶ θὰ ἐπαναλάβει τὸ «ἐκτὸς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία». Ὡστόσο ἐμβαθύνοντες περισσότερον εἰς τὸν βίον τοῦ Ὁσίου Ἱερωνύμου ἀνακαλύπτουμε τρία σημεῖα ἐξόχως σημαντικά, τὰ ὁποῖα ἀξίζει νὰ παρουσιάσουμε.

 α΄. Ἡ λογιότης τοῦ Ὁσίου Ἱερωνύμου.

Ὁ ἱερὸς πατὴρ δὲν ὑπῆρξε ἁπλῶς πεπαιδευμένος, κάτοχος τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς παιδείας καὶ πολυγραφότατος, ἀλλ’ ἀνήκει εἰς τὴν χορείαν τῶν πνευμάτων περὶ ὧν ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγει «ἐκλάμψουσιν...ὡς οἱ ἀστέρες εἰς τοὺς αἰῶνας» (Δαν. 12, 3).Ἤκουσε τοὺς μεγάλους Πατέρας, τοὺς δύο Γρηγορίους, Δίδυμον τὸν Τυφλόν, ἦλθε σὲ διάλογο μὲ τοὺς διανοουμένους τῆς ἐποχῆς του, ἔγραψε πλεῖστα ὅσα συγγράμματα. Αὐτὰ ὅλα θέτουν ἐνώπιόν μας τὸ θέμα Χριστιανισμὸς καὶ Διανόηση.

β΄. Ἡ ἀφιέρωσις τοῦ Ὁσίου Ἱερωνύμου.

Ὁ Ὅσιος Ἱερὠνυμος ἀφιερώθηκε εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἵδρυσε Μοναστήριον καὶ ἐκεῖ ἔζησε μὲ ἄσκηση, μὲ ἐνάρετο βίο, μὲ προσευχὴ καὶ ὁσιότητα. Ἀλλὰ εἰς τὸ ἰδεῶδες ἀγγελικὸν πολίτευμα τοῦ μοναχικοῦ βίου ἀνήκει καὶ ὁ συνεχὴς ἀγὼν διὰ τὴν βίωσιν τῶν ἀρετῶν καὶ τὴν κατάκτησιν τῆς τελειότητος. Ἀνάμεσα εἰς τὰς ἀρετὰς ποὺ συγκροτοῦν τὴν ὀρθόδοξη πνευματικότητα τοῦ μοναχικοῦ βίου συγκαταλέγονται καὶ οἱ μεγάλες ἀρετὲς τῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς ἁπλότητος, τῆς πραότητος, τῆς ἑκούσιας πτωχείας, τῆς ἀγάπης καὶ φιλαδέλφου στάσεως ἔναντι τῶν ἄλλων, τῆς βασιλίσσης τῶν ἀρετῶν τῆς διακρίσεως.

 γ΄. Ἡ ἐκκλησιολογία τοῦ Ὁσίου Ἱερωνύμου.

Τὸ τρίτο σημεῖο εἶναι ἡ ἐκκλησιολογία. Στὸν ἅγιο Ἱερώνυμο, ὅπως προαναφέραμε, δεσπόζει τὸ «φρονεῖν μετὰ τῆς Ἐκκλησίας». Δὲν προχωρεῖ εἰς διαιρέσεις ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ὑπερβαίνει τὴν Ἐκκλησία μὰ οὔτε τὴν ἐκμεταλλεύεται, οὔτε τὴν ἐγκλωβίζει σὲ ἀνθρώπινα σχήματα. Ξέρει ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ συνεκτικὴ δύναμη τῶν πιστῶν. Εἶναι κοινωνία, εὐχαριστιακὴ σύναξη, ἑνότητα ποὺ τὴν δημιουργεῖ «ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Εἶναι ἡ Ἐκκλησία ποὺ κηρύττει τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, δέχεται τὸν μετανοοῦντα ἁμαρτωλό, μεταδίδει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀναγεννᾶ τὸν ἄνθρωπο. Ἐκκλησία ποὺ ἀποφασίζει συνοδικῶς καὶ ξέρει νὰ ὑπομένει καὶ νὰ περιμένει, νὰ ἀποφεύγει τὸ κοσμικὸ φρόνημα καὶ νὰ ζεῖ μὲ τὴν πνοὴ τοῦ Παναγίου Πνεύματος. 

Ο Όσιος Ιερώνυμος εκοιμήθη εἰς βαθὺ γῆρας τὸ 420 μ.Χ. καὶ τὸ λείψανόν του μετακομισθὲν κατὰ τὸν  14ο αἰῶνα στὴν Ρώμη, ἐπανετέθη στὸν περίφημο Ναὸ τῆς Santa Maria Maggiore.

Ἀρχιμ. π. Χρυσοστόμος Παπαθανασίου, Ἱεροκήρυξ
του Καθεδρικοῦ Ναοῦ Ἀθηνῶν και Διευθυντής
τοῦ Ἰδιαιτέρου Γραφείου  τοῦ Μακαριωτάτου

Δεν υπάρχουν σχόλια: