08 Απριλίου, 2011

Το Αρχιεπισκοπικό ζήτημα (1900-1910) ως έκφαση του Ενωτικού Κινήματος: Η Βρετανική Θεώρηση. ( Δ’ ΜΕΡΟΣ ) ‏

image

Γ. Το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα από την οπτική γωνία των Βρετανών

Εκ πρώτης όψεως, η άποψη του Hill ότι οι Βρετανοί ήταν κατά κάποιο τρόπο υποχρεωμένοι να διατηρήσουν μια στάση «συμπάθειας» προς τους Κυρηνειακούς, λαμβάνοντας υπόψη την ανυποχώρητη στάση των αντιπάλων τους, φαίνεται πέρα για πέρα φυσιολογική και εν πολλοίς αναμενόμενη. Παρά ταύτα, όταν είχαν την ευκαιρία να θέσουν ένα οριστικό τέλος στη διαμάχη, μετά από οκτώ χρόνια ασυμφωνίας, αντιπαράθεσης και ταραχής, συναινώντας στην υπόδειξη του Οικουμενικού Πατριάρχη να ορίσει αρχιεπίσκοπο τον Κυρηνείας το 1908[84], δεν το έπραξαν, διανοίγοντας έτσι το δρόμο εις το εξής για την εκλογή του Επισκόπου Κιτίου.

Υπό το φως των εξελίξεων αυτών, προκύπτουν ορισμένα βασικά ερωτήματα: Σε ποιο βαθμό ήταν αναμεμειγμένοι οι Βρετανοί στη διαμάχη; Ποια ήταν η πολιτική τους απέναντι σε κάθε μια από τις δύο παρατάξεις; Χαρακτηριζόταν αυτή από συνέπεια; Ποια η επίσημη στάση απέναντι σε εξωγενείς παράγοντες, όπως ήταν για παράδειγμα τα πατριαρχεία και η ελληνική κυβέρνηση;

Ας αρχίσουμε λοιπόν τη διερεύνηση των προβληματισμών αυτών, εξετάζοντας κατά βάση την εγκυρότητα του επιχειρήματος του Hill, το οποίο με τη σειρά του επιβεβαιώνει αυτό του Φίλιου Ζαννέτου, ο οποίος ομοίως είχε υποστηρίξει πως οι Βρετανοί διά του Μεγάλου Αρμοστή αποσκοπούσαν στην εξουδετέρωση του Επισκόπου Κιτίου και των Κιτιακών «ούς πάντα ἀντεπάθει διά τήν ζωηροτέραν αὐτών ἑθνικήν πολιτικήν»[85].

Το επιχείρημα δεν είναι ωστόσο καθ’ όλα αβάσιμο: Οι βρετανικές αντιλήψεις απέναντι σε καθένα από τα δυο στρατόπεδα διαμορφώθηκαν, έως κάποιο βαθμό, σε σχέση με τη στάση εκάστου απέναντι στο ζήτημα της ένωσης. Ως αποτέλεσμα, η ανυποχώρητη στάση που ακολουθούσαν οι Κιτιακοί φαίνεται αρχικά, από τη μια να ανησυχεί τους Βρετανούς αλλά παράλληλα να τους καθιστά αβέβαιους ως προς τις «συμπάθειές» τους αναφορικά με τις δυο παρατάξεις.

Τα μέλη της Συνόδου τα οποία ας σημειωθεί, μετά την αποχώρηση του Επισκόπου Κιτίου απέμειναν όλοι υποστηρικτές του αντιπάλου μητροπολίτη Κυρηνείας, περιγράφονται από τους Βρετανούς ως «ευυπόληπτοι» άνθρωποι ενώ στην αντίπερα όχθη ο Κιτίου παρουσιάζεται να είναι ένας αθεράπευτος μηχανορράφος, ένας δραστήριος, φιλόδοξος άνδρας, που δεν θα σταματούσε μπροστά σε τίποτε που θα του εμπόδιζε την πραγματοποίηση των σκοπών του. Έχει δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στη διοίκηση με τη δράση του στο Νομοθετικό Συμβούλιο και είναι ο πρωταρχικός υποκινητής στην «ταραχή» για ένωση με την Ελλάδα[86].

Παρά το γεγονός ότι απέφυγαν επιμελώς να θέσουν τους εαυτούς τους ευθέως υπέρ των Κυρηνειακών είτε κατά των Κιτιακών, θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι οι Βρετανοί τάχθηκαν στο πλευρό των Κυρηνειακών διά της εις άτοπον απαγωγής. Από την άλλη, οι αξιοσημείωτα πολυάριθμες αναφορές στους Κιτιακούς σε σχέση πάντα με τις αντίστοιχες για τους Κυρηνειακούς καταμαρτυρούν αν μη τι άλλο τη σημασία όσο και προσοχή που προσέδιδαν στην ασυμβίβαστη στάση των Κιτιακών και βεβαιώνει την αναγωγή τους σε ένα κατά κάποιο τρόπο «αντίπαλον δέος».

Πράγματι, μια κοινή βρετανική αντίληψη ήταν ότι οι Κιτιακοί επεδίωκαν να πραγματοποιήσουν την ένωση της νήσου με την Ελλάδα, με την έφεσή τους στη βία, φαινόμενο που οι ίδιοι οι Βρετανοί το ερμηνεύουν στο γεγονός ότι: Είχαν ανατραφεί και γαλουχηθεί με την ιστορία της επιτυχούς ταραχής που δημιουργήθηκε στα Ιόνια νησιά, ενώ παράλληλα έγιναν μάρτυρες της επιτυχούς οργανωμένης βίας και ταραχών στην Κρήτη[87].

Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο Κιτίου είχε χαρακτηριστεί ως «μανιώδης “Ελληνιστής” και εχθρός της Κυβέρνησης»[88]. Το πιο εντυπωσιακό όμως, είναι ότι η αναφορά αυτή εντοπίζεται σε ένα τηλεγράφημα που αποστάληκε μόλις το 1900, πράγμα που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Βρετανοί ήταν καλά ενημερωμένοι για τις προθέσεις και των δύο παρατάξεων ήδη από τα πολύ πρώτα στάδια του Αρχιεπισκοπικού Ζητήματος. Στο ίδιο τηλεγράφημα, ο Sir Haynes-Smith απεκάλυψε στον Υπουργό Αποικιών τα ακόλουθα:

Έχω την τιμή να σας πληροφορήσω πως επικρατεί μεγάλη αναστάτωση ανάμεσα στην ελληνόφωνη μερίδα των κατοίκων του νησιού αναφορικά με τις διαδικασίες εκλογής του αρχιεπισκόπου που εκκρεμεί για τους τελευταίους ένδεκα μήνες. [...] Τα κομματικά-πολιτικά αισθήματα έχουν αυξηθεί πάρα πολύ [...] και οι δυο αντίπαλες πλευρές εμφανίζονται αποφασισμένες να επιμείνουν χαρακωμένες στις αξιώσεις τους και φαίνεται πως είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο το ζήτημα να εκφυλιστεί σε μάχη σώμα με σώμα[89].

Αυτό που όντως ανησυχούσε τον Αρμοστή ήταν η ύπαρξη της πολιτικής διάστασης στη διαμάχη. «Αυτή η αναστάτωση», υποστήριζε, «πιθανόν να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη και ειρήνη και να δυσχεράνει τη διατήρηση και διασφάλιση της τάξης εάν επιτραπεί στους θιασώτες των αντίπαλων πλευρών να πραγματοποιήσουν συγκεντρώσεις σε μεγάλους αριθμούς»[90]. Αυτές οι δηλώσεις θα μπορούσαν να εξηγήσουν τις προθέσεις του να κλείσει τις πύλες της Λευκωσίας και να απαγορεύσει εκτός εξαιρέσεων σε κάθε πολίτη να εισέλθει ή να εξέλθει.

Ένα μήνα περίπου νωρίτερα, εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο να κινητοποιήσει στρατιωτικές μονάδες έτσι ώστε να αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά την κατάσταση, μολονότι, όπως παραδέχεται, τελικώς «η αστυνομία ήταν σε θέση να διατηρήσει την τάξη επομένως και εγώ να αποφύγω τέτοια ενέργεια»[91]. Το συμπέρασμα είναι πως, αρχικά τουλάχιστον, οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν καθόλου παράταση της υπάρχουσας κατάστασης την οποία οι ίδιοι θεωρούσαν επικίνδυνη καθώς γι’ αυτούς θα μπορούσε να απειλήσει τη διατήρηση της έννομης τάξης.

Αυτό συνεπώς, έρχεται να αντικρούσει με τη σειρά του το επιχείρημα του Ζαννέτου ότι η βρετανική κυβέρνηση αποσκοπούσε στην υποδαύλιση και συνέχιση του σχίσματος «ίνα μή ἐνοχλήται ἡ Κυβέρνησις ἐκ των ἡνωμένων ἐνεργειών των νησιωτών»[92]. Αντιθέτως, ήταν οι υποστηρικτές και των δύο υποψηφίων που αυτοβούλως αποτάθηκαν στον Αρμοστή για «προστασία»[93]. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που είναι άξιο αναφοράς είναι πως, όταν έγινε γνωστό ότι η βρετανική διοίκηση ήταν ενάντια οποιασδήποτε εξωγενούς ανάμειξης, οι Κυρηνειακοί ζήτησαν κατ’ ιδίαν από τον Αρμοστή να μη διαρρεύσει πως η Ιερά Σύνοδος παρακάλεσε τον Υπουργό Αποικιών να ταχθεί εναντίον τέτοιας παρέμβασης[94].

Το γεγονός αυτό υποδεικνύει την πρακτική που ακολουθούσαν και οι δύο παρατάξεις να προβαίνουν σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις για το ζήτημα με τον Αρμοστή και να ζητούν την υποστήριξή του, ενώ ταυτόχρονα δημοσίως να διακηρύττουν τη δέσμευσή τους στο όραμα της ένωσης και επομένως σε μια αντι-αποικιακή πολιτική. Φυσικά, από τη δική του πλευρά ο Μέγας Αρμοστής, επωφελούμενος από την επαφή με τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές, ήταν σε θέση πιο εύκολα να διατηρεί τον έλεγχο της κατάστασης και, εάν κρινόταν απαραίτητο, να επεμβαίνει.

Περισσότερο από όλα, η κύρια ίσως ανησυχία των Βρετανών εστιαζόταν στην εμπλοκή εξωτερικών παραγόντων στο ζήτημα, οι οποίοι θα μπορούσαν να περιπλέξουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση παρά να συμβάλουν στην επίλυση του προβλήματος[95]. Μια εκτενής εξέταση του πρωτότυπου αρχειακού υλικού καταδεικνύει ότι το Υπουργείο Αποικιών στην αλληλογραφία του με τον Αρμοστή είχε τοποθετήσει το ζήτημα της πιθανής εξωτερικής ανάμειξης ή παρέμβασης στην κορυφή της ατζέντας αναφορικά με τη διοίκηση του νησιού.

Ο λόγος, σύμφωνα με τον Αρμοστή, ήταν ότι στην ειδική περίπτωση της Εκκλησίας της Κύπρου, το ζήτημα δεν ήταν εκκλησιαστικό αλλά μάλλον πολιτικό δεδομένου του «εθναρχικού» ρόλου του εκάστοτε αρχιεπισκόπου ο οποίος δεν αποτελεί μόνο την εκκλησιαστική κεφαλή της Εκκλησίας της Κύπρου αλλά είναι επιφορτισμένος με πολιτικές εκτελεστικές εξουσίες[96].

Εξάλλου, τις βρετανικές ανησυχίες αποδεικνύει η ύπαρξη μιας ογκώδους αλληλογραφίας  με αναφορές που υπονοούν τη σημασία της παρεμπόδισης  ή ακόμα του τερματισμού οποιασδήποτε απόπειρας για έξωθεν παρέμβαση. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, εξελίχτηκε μια πολύ στενή συνεργασία μεταξύ του Υπουργείου Αποικιών με το Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο και ήταν υπεύθυνο για όλα τα εξωτερικά ζητήματα.

Ειδικά στην περίπτωση αυτή, το Υπουργείο Εξωτερικών, διά των διαπιστευμένων αντιπροσώπων του σε Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν σε θέση να παρέχει στον Αρμοστή στην Κύπρο, καθώς επίσης και στο Υπουργείο Αποικιών όλες τις σχετικές πληροφορίες και υλικό για το ζήτημα. Αυτό ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό εφόσον ο «κίνδυνος» της παρέμβασης ουσιαστικά είχε τις ρίζες του σε δύο παράγοντες:

Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και την Ελληνική Κυβέρνηση. Πέρα από αυτά, οι βρετανικές ανησυχίες εστιάζονταν επίσης –σε λιγότερο βέβαια βαθμό– στα πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Όλες αυτές οι παράμετροι εξετάζονται με ευκρίνεια σε ένα εμπιστευτικό τηλεγράφημα που απεστάλη στον Chamberlain, τον Υπουργό Αποικιών, πολύ νωρίς, το Δεκέμβριο του 1900:

Η πίεση της κατάστασης έχει αμβλυνθεί εξαιτίας της διαβεβαίωσης από τον Βρετανό Αντιπρόσωπο στην Κωνσταντινούπολη ότι ο Πατριάρχης δεν επιθυμεί να αποστείλει εξαρχία στην Κύπρο, αλλά και εξαιτίας της διαβεβαίωσης από την Αθήνα ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν πρόκειται να αναμειχθεί μέσω της Ιεράς Συνόδου της χώρας. Φαίνεται πως υπάρχει πολύ μικρή πιθανότητα για να αναληφθεί ανεξάρτητη δράση εκ μέρους οποιουδήποτε εκ των άλλων πατριαρχών στους οποίους έχουν αποταθεί, δηλαδή τους πατριάρχες Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων.

Έχει ήδη δηλωθεί στα τηλεγραφήματα που έχουν σταλεί σε Κωνσταντινούπολη και Αθήνα –το Υπουργείο Εξωτερικών έθεσε το ζήτημα με ισχυρότερη διατύπωση απ’ ότι είχαμε πρόθεση– ότι η Κυβέρνηση δεν πρόκειται να επιτρέψει καμιά έξωθεν ανάμειξη στην Εκκλησία της Κύπρου, η οποία είναι αυτοκέφαλη. Το ζήτημα επομένως πρέπει να διακανονιστεί ως ένα εγχώριο/εσωτερικό ζήτημα χωρίς πατριαρχική βοήθεια και μεσολάβηση[97].

Την ίδια περίπου τακτική ακολούθησε λίγες μέρες νωρίτερα και ο Υφυπουργός Αποικιών Francis Jertie, ο οποίος είχε επισημάνει σε ένα εμπιστευτικό τηλεγράφημά του στον Sir Haynes-Smith την αναγκαιότητα να μην επιτρέψει  το Λονδίνο στον Οικουμενικό Πατριάρχη ή οποιονδήποτε άλλο Πατριάρχη να αναμειχθεί στα ζητήματα της Εκκλησίας της Κύπρου που για αιώνες υπήρξε αυτοκέφαλη[98]. Είναι ξεκάθαρο αλλά και ευνόητο πως οι Βρετανοί πολύ λίγο ενδιαφέρονταν για τον αυτοκέφαλο[99] χαρακτήρα της Εκκλησίας της Κύπρου, ιδιαίτερα δε υπό το φως των όσων έχουν προαναφερθεί για τη στάση τους από το 1878[100].

Ίσως αυτό να εξηγεί εν μέρει και γιατί ο Ζαννέτος είχε οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι ο Haynes-Smith προφασιζόταν την ανάγκη διασφάλισης της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας ούτως ώστε να κρατήσει τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου «διηρημένον και αλληλοσπαραττόμενον»[101]. Παραταύτα, κάθε άλλο παρά τέτοια ήταν η κατάσταση, αφού οι Βρετανοί, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, κατέβαλαν προσπάθειες να φέρουν κοντά τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές με σκοπό να προχωρήσουν σε εκλογές και έτσι να φτάσουν σε λύση.

Την ίδια στιγμή, η βρετανική πολιτική, ασκώντας προληπτική δράση, αποσκοπούσε στο να κρατήσει μακριά οποιαδήποτε εξωτερική επιρροή, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως αυτής των πατριαρχείων, από του να παρέμβουν στη διαμάχη.

Σημειώσεις:

84.    Το έτος 1908, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ΙΙΙ όρισε ως αρχιεπίσκοπο τον Κυρηνεία. Βλ. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα (υποσ. 43), 91-2˙ Alastos, Cyprus (υποσ. 1), 333.
85.    Ο Ζαννέτος ήταν ένας εκ των προεξεχόντων μελών της Κιτιακής παράταξη. Αναφορά στο σύγγραμμα Ζαννέτος, Ιστορία (υποσ. 25), τ. 3ος, Λάρνακα 1912, 271.
86.    CO 67/125/768: Haynes-Smith στον Chamberlain, 24 Δεκεμβρίου 1900: The Bishop of Kitium is an inveterate wirepuller, an active, ambitious man, who would stick at nothing to achieve his ends. He has given a great amount of trouble to the Govt. in the Leg. Council and he is the prime mover in the agitation for union with Greece.
87.    CO 67/128/45019: Haynes-Smith στο CO, 28 Νοεμβρίου 1901: They have been bred up in the history of the success of agitation when applied to the Ionian Islands, and they have seen the success of organised agitation and violence in Crete.
88.    CO 67/125/42242: Haynes-Smith στον Chamberlain, 15 Δεκεμβρίου 1900.
89.    CO 67/128/45019: Haynes-Smith στο CO, 28 Νοεμβρίου 1901: I have the honour to inform you that there is much excitement among the Greek speaking portion of the Inhabitants of the Island with respect to the proceedings for the election of an Archbishop which have now been pending for the last seven months. […] Party feeling has run exceedingly high and this was accentuated by each of the rival candidates taking possession of portions of the Archbishop’s house. Each party appeared determined to stand on its claims and it seemed as if the matter might degenerate into a pitched battle.
90.    CO 67/127/2377: Haynes-Smith στον Chamberlain, 10 Ιανουαρίου 1901.
91.    CO 67/125/42242: Haynes-Smith στον Chamberlain, 15 Δεκεμβρίου 1900.
92.    Ζαννέτος, Ιστορία (υποσ. 25), τ. 3ος, 271.
93.    CO 67/125/42242: Haynes-Smith στον Chamberlain, 15 Δεκεμβρίου 1900. Βλ. επίσης R. Katsiaounis, Labour (υποσ. 37), 237.
94.    CO 67/127/8845: Haynes-Smith στον Chamberlain, 28 Φεβρουαρίου 1901.
95.    Στις 24 Δεκεμβρίου 1900, ο Haynes-Smith είχε εκφράσει την εμμονή του ότι «πολύ σοβαρά δεινά θα μπορούσαν να επέλθουν στο νησί εάν αφηνόταν να επιτραπεί στο ζήτημα εξωτερική παρέμβαση»˙ CO 67/125/768: Haynes-Smith στον Chamberlain.
96.    CO 67/125/768: Haynes-Smith στον Chamberlain, 24 Δεκεμβρίου 1900: who is not only the ecclesiastical head of the Greek Church in Cyprus but is entrusted with civil executive functions in virtue of his high office.
97.    CO 67/125/768: Haynes-Smith στον Chamberlain, 24 Δεκεμβρίου 1900: The pressure of the situation has been relieved by the assurance from the Br. Representative at Constantinople that the Patriarch is now unlikely to send a mission to Cyprus, and by assurance from Athens that the Greek Govt. will not interfere through the Holy Synod of that country. There seems little chance of any independent action being taken by either of the other Patriarchates appealed to, vis. their Holinesses of Alexandria and Jerusalem.
It has already been declared in the tels. to Constantinople and Athens – the F.O. put it rather stronger than we intended – that H.M.’s Govt. will not allow any interference from abroad in the Church of Cyprus, which has long been autocephalous. The matter therefore should be settled as a domestic affair without Patriarchal help.
98.    CO 67/129/171: Franceis Jertie (Υφυπουργός Αποικιών) στον Haynes-Smith, 1 Ιανουαρίου 1901˙ βλ. επίσης Ζαννέτος, Ιστορία (υποσ. 25), τ. 3ος, 271
99.    Ο αυτοκέφαλος χαρακτήρας στην περίπτωση της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου δηλώνει την ανεξαρτησία της από τα Πατριαρχεία, αναγνωρισμένος από την Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431 μ.Χ.)˙ J. Hacket, A History of the Orthodox Church of Cyprus: From the Coming of the Apostles Paul and Barnabas to the Commencement of the British Occupation (A.D. 45-A.D. 1878) Together with Some Account of the Latin and Other Churches Existing in the Island, London 1901, 26-8˙ Chacalli, Cyprus  (υποσ. 33), 21-5.
100.    Βλ. 8-10.
101.    Αναφορά στο σύγγραμμα Ζαννέτος, Ιστορία (υποσ. 25), τ. 3ος, 271.

Δεν υπάρχουν σχόλια: