6 Δεκεμβρίου
Όλαι αί διηγήσεις καί οί λόγοι τών άγίων καί τών παλαιών ανθρώπων δύνανται νά σύρουν τόν άκροατήν είς άρετήν καί πράξιν τού καλού τού δέ άγίου πατρός ήμών Νικολάου ό βίος καί τά κατορθώματα περισσότερον δύνανται νά παρακινήσουν τόν άνθρωπον είς έφαρμογήν, διότι καί ό λόγος αύτού έχει μεγάλην εύφροσύνην καί χαράν είς τε τόν λέγοντα τούτον καί είς τόν μετά πάσης προθυμίας άκούοντα, καί άμφότεροι αίσθάνονται χαράν καί άγαλλίασιν. Τούτου τού Άγίου τά έργα καί τάς πράξεις έρχομαι νά διηγηθώ, εύλογημένοι Χριστιανοί, καί παρακαλώ ήμάς ίνα μετά προθυμίας άκούσητε.
β' Είς τό μέρος τής Άνατολής είναι πόλις ήτις έλέγετο Πάταρα, ήτο δέ είς τά όρια τής Λυκίας. Άπό ταύτην λοιπόν τήν πόλιν κατήγετο καί ό μέγας θαυματουργός Νικόλαος · έξ εύσεβών γονέων καί Χριστιανών καταγόμενος, οίτινες ήσαν ούτε πολύ πτωχοί νά καταφρονούνται παρά τών άλλων, άλλ' ούτε καί πολύ πλούσιοι διά νά ύπερηφανεύωνται• είχον δέ μόνον τό αρκετόν πρός συντήρησιν έαυτόν καί διά τήν τών πτωχών συνδρομήν• περί δέ τής αρετής αύτόν φαίνονται έκ τού υίού των διότι καί ό Κύριος λέγει, ότι τό δένδρον έκ τού καρπού του γινώσκεται,» ήτοι άπό τόν καρπόν θά ένοήσης καί τό δένδρον. Δέν έγέννησαν άλλον οί γονείς αύτού υίόν ούτε πρότερον ούτε ύστερον καί τούτο ίνα φανεί ότι άλλος αδελφός δέν θέλει φθάσει αύτόν είς τήν άρετήν. Άπό βρέφος λοιπόν όπου ήτο έδείκνυε τίς ήθελε γίνει είς τό μετά ταύτα, διότι τάς μέν άλλος ήμέρας τής έβδομάδος έθήλαζεν ώς καί τά λοιπά βρέφη, τήν δέ Τετάρτην καί Παρασκευήν ούδόλως έβαζε τόν μαστόν τής έαυτού μητρός είς τό αυτού στόμα εί μή άπαξ τής ημέρας καί τούτο μετά τήν δύσιν τού ήλίου.
Τοιούτος εφαίνετο έξ αρχής καί παιδιόθεν ό Άγιος, ότι θά εύαρεστήση τόν Θεόν. Άνατραφείς δέ έξηκολούθησεν είς τό σχολείον καί έμαθε τά άρκούντα αύτώ γράμματα, καί τάς μέν άτάκτους καί άπρεπείς συνομιλίας καί συναναστροφάς τών νέων καθ' όλοκληρίαν έμίσει, αγαπούσε δέ μόνον τό νά τρέχη είς τήν Έκκλησίαν πάντοτε καί μετά τών φρονίμων καί γερόντων νά συναναστρέφηται όπως λαμβάνη παρ' αύτών καλάς συμβουλάς ωφελούμενος ψυχικώς, καί τούτο είχεν ώς κύριον έργον. Τοιούτος δέ ών καί παρ' όλων τιμώμενος καί τε τής ήλικίας καί φρονήσεως άνδρωθείς ό Άγιος καί ίδών αύτόν ό άρχιερεύς τού καιρού έκείνου, Νικόλαος καί αύτός καλούμενος, έχειροτόνησεν ίερέα όστις ήτο καί αδελφός τού πατρός αύτού.
Είς τόν λόγον τού Άγίου αναφέρεται ότι, όπόταν έχειροτονείτο παρά τού θείου του ίερεύς προείπε δί αύτόν ένώπιου πάντων, εκ τού άγίου Πνεύματος φωτισθείς, τι έμελλε νά χειροτονηθή καί άρχιερεύς καί πολλούς τεθλιμμένους, θέλει παρηγορήσει, καί πολλάς ψυχάς θά έξαποστείλη είς τήν βασιλείαν τών ούρανών, ώς τό έδειξε καί εμπράκτως ό Άγιος, καί άλήθευσεν ό λόγος τού θείου του καί άρχιερέως.
γ' Άφ ής ώρας έγένετο ίερεύς, όσας άρετάς καί καλωσύνας έκαμνε, τίς δύναται νά διηγηθή; τάς άγρυπνίας, τάς νηστείας, τήν έγκράτειαν, καί τάς προσευχάς ύπέρ τού λαού; Βλέπων λοιπόν ό θείος του Νικόλαος καί άρχιερεύς, τούτον τοσούτον μέγαν είς τήν άρετήν, καί, θέλων χάριν προσκυνήσεως νά ύπάγη είς Ίεροσόλυμα, άφήκεν έπίτροπον τού θρόνου του, καί έπιτηρητήν είς τό μοναστήριον, όπερ έκτισεν μόνος του καί τό έπωνόμασε νέαν Σιών καί έδιοικούσε τόν τε θρόνον τής έπισκοπής καί τό μοναστήριον ώς νά ήτο ό ίδιος. Αύτά μεν έγειναν ύστερον, τά δέ κατ' αρχάς άκούσατε. Νέου έτι όντος τού Άγίου, έθανον ό πατήρ καί ή μήτηρ του καί άφήκαν είς αύτόν ούκ όλίγην περιουσίαν, τήν όποίαν διεσκόρπισεν είς διατροφήν πεινώντων, είς ένδυμασίαν γυμνών, είς περίθαλψιν όρφανών καί χηρών, καί ούχί είς άλόγους έπιθυμίας, είς πολυτελή ένδύματα καί λαμπρούς ίππους ώς τούς νέους τής σημερινής έποχής• άκούων τού προφητάνακτος Δαβίδ όστις λέγει.
«Πλούτος έάν ρέει μή προστίθεσθε καρδίαν.» ούτω καί ό Άγιος δέν έδωκε προσοχήν καθολοκληρίαν είς τόν ρέοντα καί φθαρτόν πλούτον• άλλά διεσκόρπισεν αύτόν ώς έπρεπε ίνα κερδίση τόν άφθαρτον καί αίώνιον. Έκ τών πολλών δέ έλεημοσυνών άς έπραξεν άκούσατε μίαν θαυμαστήν καί παράδοξον. Τόν καιρόν έκείνον ήτο τις πολύ πλούσιος άνθρωπος, έχων τρείς θυγατέρας παρθένους καί ώραίας παρά πολύ• κατά συμβεβηκός έφθασεν είς μεγάλην πτωχείαν ώστε ήναγκάσθη έκ τής μεγάλης πτωχείας νά βάλει τάς έαυτού θυγατέρας είς πορνείον καί νά διαφθείρωνται μετά πάντων τών προσερχομένων είς αύτάς καί ούτως νά πορίζηται δί αύτού τού μέσου τά πρός τό ζήν άναγκαία, αύταί καί αύτός. Ό μεν ούν πατήρ τών θυγατέρων έκείνων ούτως άπεφάσισε νά πράξη, ό δέ Θεός τά κρύφια τών καρδιών γινώσκων διά νά έλευθερώση, τάς τρείς ψυχάς έκ τής κολάσεως, διά νά φανερωθή καί ή κρυπτή αρετή τού Άγίου οίκονόμησε τό έξής.
Καθ' ήν ήμέραν εφανέρωσεν ό πατήρ έκείνος τήν βουλήν του, τό έμαθε καί ό άγιος Νικόλαος καί αμέσως έσκέφθη τό έξής διά νά σώση αύτάς τάς ψυχάς. Δέσας είς έν μανδήλιον τριακόσια φλωρία, άτινα κρυφίως τήν νύκτα ύπήγε καί τά έρριψεν έκ τινος θυρίδος είς τόν οίκον τού πτωχεύσαντος πλουσίου καί ευθύς άνεχώρησεν ίνα μή φανερωθή είς κανένα διότι απέφευγε τόν έπαινον τών ανθρώπων θέλων μόνον ίνα άρέση εις τόν Θεόν, άκούων τό ίερόν Εύαγγέλιον όπερ λέγει. «Σού δέ ποιούντος έλεημοσύνην μή γνώτω ή αριστερά σου τί ποιεί ή δεξιά σου», ήτοι, όταν πράττης τήν έλεημοσύνην νά μή τό ήξεύρη ούδείς.
δ' Ο μέν Άγιος ούτως έκαμε τήν έλεημοσύνην, ό δέ πατήρ έκείνος εγερθείς τήν πρωίαν τού ύπνου βλέπει έντός τής οίκίας του μανδήλιον δεδεμένον όπερ λαβών είς χείρας αύτού έλυσε καί βλέπει τά φλωρία δί ά καί μείνας έκστατικός έτριβε τούς έαυτού όφθαλμούς, νομίζων ώς άπίθανον τό τοιούτον• μετρήσας δέ τά φλωρία βλέπει ακριβώς τριακόσια τί καρδίαν ύπολαμβάνετε ότι έκαμε τήν ώραν έκείνην ; έχαίρετο μέν διά τό καλόν όπου τού έγεινεν, έπεθύμει δέ νά μάθη καί τίς νά ήτο ό τούτο πράξας• μή γνωρίζων όμως τόν εύεργέτην του εύχαρίστει τόν Θεόν. Παρευθύς λοιπόν τήν ήμέραν έκείνην ένύμφευσε τήν μεγαλητέραν θυγατέρα του μέ τινα πλούσιον έκείνης τής πόλεως, έλπίζων είς τόν Θεόν, ότι έκείνος όστις οίκονόμησε τήν προίκα τής πρώτης, αύτός θά φροντίση καί διά τών άλλων δύο.
Καί ό μέν πατήρ έκείνος ούτως έπραξεν• ό δέ Αγιος βλέπων ότι είς καλόν μετεχειρίσθη τά χρήματα, καί έγένετο ώς ό Θεός ήθελε, άμέσως τήν δευτέραν νύκτα δένει είς έτερον μανδήλιον άλλα τριακόσια φλωρία, καί έρριψε διά νυκτός καί ταύτα έκ τής ίδίας θυρίδος• έγερθείς δέ τό πρωϊ ό πατήρ τών θυγατέρων έκείνων έκ τού ύπνου, βλέπει έτερον μανδήλιον μέ άλλα τριακόσια φλωρία, θαυμάζων τίς ό πράττων τήν τοσαύτην καλωσύνην, καί μετά δακρύων παρεκάλει τόν Θεόν καί έλεγεν• «Θεέ καί Κύριε τού έλέους, ό οίκονομών τήν τού ανθρώπου σωτηρίαν, ό μή θέλων τόν θάνατον τού άμαρτωλού έως το έπιστρέψαι καί ζην αύτόν, ό έκ τών ούρανών καταβάς διά τάς αμαρτίας ήμών, δείξον είς έμέ τόν πιστόν σου δούλον τόν έμόν εύεργέτην, ίνα γνωρίσω τίς είναι όστις πράττει είς έμέ τήν τόσην έλεημοσύνην• τίς μέ ήρπασεν από τάς χείρας τού Διαβόλου». Ταύτα λέγων, ήλπιζε νά ίδή τόν εύεργέτην• λοιπόν ένύμφευσε καί τήν δευτέρα θυγατέρα, έλπίζων είς τόν Θεόν, ότι ό οίκονομήσας διά τάς δύο θυγατέρας αύτού, θέλει οίκονομήσει καί διά τήν τρίτην.
έ. Άπό τήν ήμέραν ταύτην προσέχων πάντοτε, έάν έλθει ό εύεργέτης του, νά τρέξη νά δη τίς είναι ό ποιών τήν έλεημοσύνην. Καί ούτος μέν ούτως έπρόσεχεν. Ό δέ άγιος Νικόλαος βλέπων ότι ένύμφευσε καί τήν δευτέραν ήθέλησε νά τελειώση τό καλόν· καί τήν τρίτην νύκτα πάλιν δένει είς έτερον μανδήλιον άλλα τριακόσια φλωρία, καί κρυφίως έρριψε καί ταύτα έκ τής αύτής θυρίδος. Ούτος δέ προσέχων, ήκουσε τόν κτύπον τών φλωρίων καί άνοίξας αμέσως τήν θύραν, έτρεξε νά φθάση τόν Άγιον, άλλά τρέχοντες καί οί δύο των, έφθασε τόν Άγιον καί γνωρίσας αύτόν, διότι ήτο πασίγνωστος έκ τε τής αρετής καί τού γένους του. Καί πεσών είς τούς πόδας τού Αγίου μετά δακρύων έλεγεν• εύχαριστώ σε δούλε τού Θεού, ότι μέ έλυπήθης τόν ταλαίπωρον, καί έκαμες τήν έλεημοσύνην ταύτην είς έμε τόν άθλιον• έάν δέν έπρόφθανες ήθέλομεν χαθεί ψυχικώς καί σωματικώς.» Ίδών δέ ό Άγιος ότι έφανερώθη ή αρετή του, λέγει πρός αυτόν «δια τήν καλωσύνην όπου έκαμα είς σέ δέν θέλω νά είπης είς κανένα τίποτε έν όσω ζώ, καί διά τούτο σέ όρκίζω ένώπιον τού Θεού.»
Ταύτα είπεν ό Άγιος, καί αμέσως άνεχώρησεν έξ αύτού. Τήν έπαύριον ό πατήρ έκείνος ένύμφευσε καί τήν τρίτην θυγατέρα καλώς, καί διήλθε τό υπόλοιπον τής ζωής του έν είρήνη δοξάζων τόν Θεόν. Τούτο τό μέγα καλόν όπερ έκαμεν ό Αγιος έγένετο γνωστόν είς ήμάς καί θαυμάζομεν, τά δέ άλλα τά έν τώ κρυπτώ, τάς έλεημοσύνας λέγω, τάς άγρυπνίας, τας νηστείας, μόνος ό Θεός γνωρίζει. Άπό μόνον αυτό δυνάμεθα νά έννοήσωμεν καί τά έπίλοιπα αυτού κατορθώματα, άτινα έπραττεν έν τώ κρυπτώ άποφεύγων τόν έπαινον τών ανθρώπων, καί μόνον τήν τού Θεού ζητών δόξαν • αλλ ' όσον αυτός έκρύπτετο, τόσον ό Θεός τόν έφανέρωνεν ίνα τιμήση αυτόν, διότι διά τών αγαθών έργων έτίμα τόν Θεόν. Άκούσατε παρακαλώ κα τά έπίλοιπα τής διηγήσεως.
στ' . Θέλων ποτέ ό Άγιος νά ύπάγη είς τά Ίεροσόλυμα ίνα προσκυνήση τόν πανάγιον τού Κυρίου τάφον, καί δια νά εύρη ήσυχαστικόν τόπον ίνα μείνη κατά μόνας, εύρε πλοίον Αίγυπτιακόν καί είσελθών είς αυτό μετ' άλλων χριστιανών, βλέπει καθ' ύπνον ότι ό Διάβολος ό έχθρός τής αληθείας έκοπτε τά είς τό κατάρτιον σχοινία. Έξυπνήσας δέ τήν πρωίαν λέγει είς τούς ναύτας, ότι σήμερον μεγάλη τρικυμία θέλει μάς εύρη, διότι είδον είς τόν ύπνον μου ότι θά ύποφέρωμεν, άλλά μή φοβηθήτε, άλλ' έλπίζετε είς τόν Θεόν καί αυτός θα μάς έλευθερώση έκ τού θανάτου. Άφού δέ έλεγεν ό Άγιος τούς λόγους τούτους, παρευθύς νέφος μέγα καί σκοτεινόν παρουσιασθέν, καί μετά τό νέφος άνεμος καί ταραχή τής θαλάσσης μεγάλη, ώστε άπελπισθέντες άπαντες περιέμενον τόν θάνατον, καί άπαντες oί έν τώ πλοίω άτενίζοντες τόν Άγιον παρεκάλουν αυτόν μετα δακρύων, ίνα δεηθή τού Θεού νά καταπαύση ό άνεμος. Σταθείς δέ είς προσευχήν ό Άγιος ευθύς ό άνεμος έπαυσεν ή θάλασσα ήσύχασε, καί όλοι έν τώ πλοίω έχάρησαν.
Είς τήν ώραν τής τρικυμίας ναύτης τις άναβάς είς τό κατάρτιον διά νά διορθώση τά σχοινία τού πανίου, καί καταβαίνων, έκ φόβου τής τρικυμίας έκρημνίσθη είς τό κατάστρωμα τού πλοίου καί άπέθανεν• ό δέ Άγιος ίδών ότι είς τήν κατάπαυσιν τού άνέμου έχάρησαν όλοι έν τώ πλοίω, έλυπήθησαν μόνον διά τόν θάνατον τού ναύτου, δια τούτο προσευχηθείς ό Άγιος ανέστησεν αύτόυ ώς έξ ύπνου· φθάσαντες δέ είς τήν ξηράν έδιηγούντο τά θαύματα τού Άγίου. Τότε πολλοί άσθενείς προσέτρεχον είς αυτόν καί έθεραπεύοντο ένοχλούμενοι έκ διαφόρων ασθενειών. Ας συλλογισθεί δέ έκαστος, πόσοι πρσσέτρεχον είς τόν Άγιον διά τήν έαυτών θεραπείαν, όστις άπαντας τούς είς αύτόν προστρέχοντας έθεράπευσε τήν ήμέραν έκείνην. Είσελθών δέ είς Ίεροσόλυμα προσεκύνησε τούς άγίους τόπους, τόν πανάγιον τάφον τού Κυρίου, λέγω, τόν Γολγοθά, τόν τίμιον Σταυρόν καί όλα τά σεβάσμια μέρη. Θέλων δέ νά μένη έκεί ίνα ήσυχάση, Αγγελος Κυρίου τόν προσέταξε τήν νύκτα, ίνα έπιστρέψη είς τήν πατρίδα του. Καί άκούσατε τί συνέβη είς τήν έπιστροφήν.
ζ' . Ό Άγιος θέλων νά έπιστρέψη είς τήν πατρίδα του, ύπήγε είς τόν λιμένα όπου ίσταντο τά πλοία καί ήρώτησεν είς έν πού θά ύπάγη• καί είπον οί ναύται, «όπου εύρωμεν ναύλον έκεί θά ύπάγωμεν.» Λέγει ό Άγιος «νά σάς δώσω τόν ναύλον να μέ ύπάγετε είς τά Πάταρα τής Λυκίας.» Έτρεξαν λοιπόν οί ναύται μετά τού πλοιάρχου, διά νά άναχωρήσωσι• βλέποντες δέ ότι είχον καλόν άνεμον ύψωσαν τά πανία καί άνεχώρησαν• θέλοντες δέ νά διέλθωσιν άπό τήν πατρίδα των έστρεψαν τό πλοίον πρός τό μέρος αυτών, άλλ' ό Θεός διά νά μή λυπήση τόν Άγιον έξήγειρε μεγάλην τρικυμίαν ώστε συνετρίβη τό τιμώνιον, καί άπελπισθέντες οί ναύται περιέμενον τόν θάνατον, άλλ' ό Άγιος διά προσευχής του κατεπράϋνε τήν ταραχήν τής θαλάσσης, οί δέ ναύται μετά τού πλοιάρχου, παρ' έλπίδα είδον ότι έφθασαν είς Πάταρα, καί πεσόντες είς τούς πόδας τού Άγίου, τού έζήτουν συγχώρησιν•ό δέ Άγιος διδάξας καί παραινέσας αυτούς, είπεν είς άλλους νά μή τό κάμωσιν• έπειτα εύχηθείς νά ύπάγωσι καλά είς τόν τόπον των.
Μέ τοιούτον τρόπον έπέστρεψεν ό Άγιος είς τήν έαυτού πατρίδα• πόσην δέ χαράν ήσθάνθησαν οί έαυτού πατριώται ότε είδον τόν Άγιον δέν δύναμαι νά τήν διηγηθώ. Νέοι καί γέροντες, άνδρες τε καί γυναίκες, ώς καί οί μοναχοί οί όντες είς τό Μοναστήριον όπου άφήκεν ό θείος του έπίτροπον, όλοι έξήλθον είς συνάντησίν του καί φιλοξενήσαντες αύτόν μέ φαγητά, ώς άγαπητόν όπου τόν είχον• ό δέ Άγιος άντεφιλοξένησεν αυτούς μέ λόγον Θεού, διδάξας τά άνήκοντα είς χριστιανικάς ψυχάς τάς έπιθυμούσας τήν έαυτών σωτηρίαν. Ούτω πολιτευόμενος ό Άγιος παρ' όλων ήγαπάτο καί έπαινείτο• καί βλέποντες τάς άρετάς του, πολλοί έμιμούντο αυτόν, καί έκ τής διδασκαλίας του ωφελούμενοι, τά φθαρτά κατεφρόνουν καί έπεθύμουν τά ουράνια. Μέγας δέ ών είς τήν άρετήν ό Άγιος καί είς τήν κατά Θεόν πολιτείαν, δέν ήδυνήθη νά κρυφθή άπό τούς άνθρώπους, άν καί απέφευγε τόν τούτων έπαινον, διότι έφανερώνετο παρά τού Θεού διά πολλών ψυχών ώφέλειαν, καί άκούσατε.
ή. Πλησίον είς τά Πάταρα ήτο πόλις ήτις έλέγετο Μύρα κατ' αύτάς άποθανών ό άρχιερεύς τής πόλεως ταύτης, έζήτουν οί κάτοικοι όπως εύρωσιν άξιον αρχιερέα τού θρόνου. Συναχθέντες δέ οί Έπίσκοποι καί κληρικοί τής έπαρχίας τών Μυρέων όπως έκλέξωσι τοιούτον, καί όλοι είπον τόν λόγον των, άναστάς δέ είς εκ τών Έπισκόπων, λέγει• «Ώ αγία καί ίερά σύναξις, ακούσατέ μου· αύτούς όπου έξελέξαμεν ήμείς δί άρχιερείς, θεωρούνται καλοί έξ ήμών, άλλ' άς δεηθώμεν είς τόν Θεόν ίνα ίδωμεν ποίον θά έκλέξη καί ό Θεός. Άκούσαντες δέ οί Έπίσκοποι τούς λόγους εύχαριστήθησαν, καί δεηθέντες τήν νύκτα έκείνην ίνα τούς φανερώση τόν άξιον, αίφνης Άγγελος Κυρίου έφάνη είς τινα Έπίσκοπον πρεσβύτερον, λέγων «Έπίσκοπε, τί κοπιάζετε ; ό Άρχιερεύς ό άξιος είναι μέ ύμάς, καί ύμείς τόν ζητείτε ; ανάστα, ύπαγε είς τήν Έκκλησίαν καί θά έλθη άνθρωπός τις συνετός όνόματι Νικόλαος, αύτόν κάμνετε Μητροπολίτην διότι αυτός είναι άξιος νά ποιμάνη τόν λαόν, ώς θέλει ό Θεός. » Άφού ό Έπίσκοπος είδε τήν όπτασίαν, ανέφερε ταύτην καί είς τούς άλλους Έπισκόπους άκούσαντες δέ τούτο έδόξαζον τόν Θεόν αύτός δέ έλθών είς τήν Έκκλησίαν περιέμενε νά ίδή έκείνον τόν όποίον τού είπεν ό Άγγελος. Ίστάμενος δέ βλέπει τόν άγιον Νικόλαον πορευόμενον είς τήν Έκκλησίαν διά νά προσευχηθή• ό δέ Έπίσκοπος έννόησεν ότι εκείνος είναι, καί είπε «τέκνον μου, πώς όνομάζεσαι ; ό δέ Άγιος μέ πραότητα άπεκρίθη • «Νικόλαος, άγιε Δέσποτα » καί παρευθύς άκούσας ό Έπίσκοπος τόν Άγιον, είπε πρός αυτόν, άκολούθει μοι.»
Καί λαβών αύτόν έκ τής χειρός, τόν έφερεν είς τούς άλλους έπισκόπους καί κληρικούς, καί ώς τόν είδον, ευχαρίστησαν τόν Θεόν όπου τούς έδωκε τοιούτον ποιμένα. Καί χειροτονήσαντες αύτόν άρχιερέα, είπον πρός τόν λαόν, «δεχθήτε αδελφοί τόν άξιον αρχιερέα καί ποιμένα τόν από Θεού άπεσταλμένον. » Καί τά μέν περί τής χειροτονίας του ούτως έγένοντο• όσους δέ κόπους καί πόνους, άγρυπνίας καί νηστείας, έλεημοσύνας καί λοιπάς αγαθοεργίας έποίησεν, δέν δύναταί τις νά τάς διηγηθή. Άλλ' ό Διάβολος ό φθονών τό καλόν, τί κατώρθωσε ; βλέπων τήν εύσέβειαν πληθυνομένην καί τούς χριστιανούς αύξανομένους, δέν ύπέφερε, άλλά παρακινήσας δύο βασιλείς κατά τών χριστιανών, τό ζεύγος τού Διαβόλου, τά θηρία τά ανήμερα, τούς διώκτας τής εύσεβείας, τόν Διοκλητιανόν καί Μαξιμιανόν, έν έτει τ'. (300), οίτινες έθέσπισαν μεγάλας τιμωρίας καί βάσανα ανυπόφορα κατά τών χριστιανών• ώς καί τοπάρχας ωμοτάτους καί απανθρώπους έστειλαν, οίτινες έκήρυττον πανταχού, ότι όστις είναι χριστιανός εί μέν θέλει νά άρνηθή τόν Χριστόν θά λάβη μεγάλας τιμάς από τούς βασιλείς• εί δέ καί μένει χριστιανός καί δέν σέβεται τά είδωλα, θά λάβει μεγάλας τιμωρίας καί βάσανα.
Έκ τών χριστιανών πολλοί ώμολόγησαν παρρησία τόν Χριστόν ώς Θεόν άληθή, καί άπέθανον μετά πολλών βασάνων, άλλοι δέ έκ φόβου ήρνούντο φεύ ! τόν Χριστόν καί έθυσίαζον είς τά είδωλα• οί φοβούμενοι δέ καί μή θέλοντες νά άρνηθούν τόν Χριστόν ουδέ νά θυσιάσουν είς τά είδωλα, έφευγον είς τά όρη καί σπήλαια κρυπτόμενοι. Λοιπόν οί όρισμοί τών βασιλέων τούτων έφθασαν καί είς τά Μύρα, είς τήν έπισκοπήν τού Αγίου, καί εύρόντες τόν Άγιον οί τοπάρχαι, πολύ τόν έπαίδευσαν καί τόν έφυλάκισαν όμού μετά τών άλλων χριστιανών, ύποφέροντα πείναν, δίψαν, καί πάσαν κακοπάθειαν. Έμεινε λοιπόν ό Άγιος έν τή φυλακή ίκανόν καιρόν διδάσκων τούς χριστιανούς νά μείνουν στερεοί είς τήν πίστιν. Ό μέν έχθρός τής αληθείας Διάβολος ούτως είργάσθη, ό δέ Θεός ό τό τού ανθρώπου συμφέρον θέλων, ούτως οίκονόμησε • οί μέν δύο ασεβέστατοι βασιλείς εκείνοι αποθανόντες έπορεύθησαν είς τήν γέεναν τού πυρός, καί αντ' αυτών έβασίλευσεν ό χριστιανικώτατος μέγας Κωνσταντίνος, ο υίός τής άγίας Έλένης καί Κώνσταντος τού Χλωρού, καί διέταξε πανταχού όπου εύρίσκεται χριστιανός έν τή φυλακή νά έλευθερούται, αί Έκκλησίαι νά ανοικοδομούνται, καί αί είδωλολατρικαί νά άφανίζωνται.
Άμέσως λοιπόν οί χριστιανοί έκ τών φυλακών έλευθερώθησαν ώς καί ό Άγιος, καί άποκατέστη πάλιν άρχιερεύς καί ποιμήν τών Μυρέων. Μετά ταύτα λοιπόν, οι έν τή έπαρχία του εύρισκόμενοι είδωλολατρικοί βωμοί είς ούς κατοίκουν οί δαίμονες καί έπροσκυνούντο παρά τών ανθρώπων, κατεκρημνίζοντο διά προσευχής τού Άγίου καί έδιαλύοντο είς χώμα, οί δέ δαίμονες έφευγον είς τόν αέρα κλαίοντες τήν συμφοράν των. Ήτο δέ έκεί καί είς μέγας βωμός ειδωλολατρικός, διαφορετικός τών άλλων κατά τε τό ύψος καί τό πλάτος, τόν όποίον ώνόμαζον οί είδωλολάτραι τής θεάς Άρτέμιδος, ήτοι τής Σελήνης. Ήβουλήθη ό Άγιος νά άφανίση καί έκείνον• καί ποιήσας προσευχήν, παρευθύς έπεσεν ό βωμός καί τα είδωλα ώς τά φύλλα τού δένδρου έκ μεγάλου άνέμου τό φθινόπωρον, καί οί κατοικούντες δαίμονες έφευγον κλαίοντες καί λέγοντες είς τόν Άγιον, «αδίκησές μας, ήμείς δέν σού έπταίσαμεν, καί σύ μάς διώκεις από τόν οίκον μας έδώ έχομεν τήν κατοικίαν μας πλανώντες τούς ανθρώπους οί όποίοι εμάς έλάτρευον, καί τώρα πού νά ύπάγωμεν ;» λέγει πρός αυτούς ό Άγιος • «πορεύθητε είς τό πύρ τό έξώτερον, τό ήτοιμασμένον τώ Διαβόλω καί τοίς άγγέλοις αυτού.» Καί περί τών βωμών ούτως έγεινε. Είς τό είκοστόν έτος τής βασιλείας του μεγάλου Κωνσταντίνου, ήτό τις άνθρωπος όνόματι Άρειος, πεπαιδευμένος κατώκει δέ είς τήν Άλεξάνδρειαν, καί ό άγιος Πέτρος ό μάρτυς καί άρχιερεύς, τόν έχειροτόνησε διάκονον• χειροτονηθείς δέ ήρχισε νά λέγη λόγια βλάσφημα κατά τού Θεού, ότι ό Χριστός δέν είναι Θεός άληθής, άλλά κτίσμα καί ποίημα Θεού.
Ίδών δέ ό άρχιερεύς ότι είναι βλάσφημος τόν έξέβαλεν έκ τής διακονίας. Μετά δέ τόν θάνατον τού άγίου Πέτρου έλαβε τήν άρχιερωσύνην τής Άλεξανδρείας Άχιλλάς εις τό όνομα, όστις μετέφερε τόν Άρειον είς την εύσέβειαν χειροτονήσας αύτόν καί πρωτόπαπαν Άλεξανδρείας. Έως μέν ήτο άρχιερεύς Άχιλλάς διετήρει την εύσέβειαν ό ασεβέστατος Άρειος, αποθανών δέ ό Άχιλλάς καί λαβών τήν άρχιερωσύνην ό άγιος Άλέξανδρος, πάλιν ήρχισε νά βλασφημή καί περισσότερα. Βλέπων δ' αύτόν ό άρχιερεύς τόν έκαθηρε καί άνεθεμάτισε, ούτός δέ έξηκολούθει τά τής αίρέσεώς του, σύρας μετ' αύτού καί τόν Εύσέβιον μητροπολίτην Νικομηδείας, τον Παυλίνον τόν άρχιερέα τής Τύρου καί άλλον Εύσέβιον μητροπολίτην Καισαρείας, ού μόνον αύτούς, άλλά και πολλούς κληρικούς καί Άρχιερείς.
ί. Βλέπων δέ ό μέγας Κωνσταντίνος την σύγχυσιν τής Έκκλησίας, έστειλε πανταχού διαταγάς,νά συναχθώσιν όλοι οί αρχιερείς καί οί πρώτοι τών μοναχών είς τήν πόλιν Νίκαιαν, έν έτει 325 καί νά συνδιαλεχθώσι μετά τού Αρείου, διά νά ίδούν τίς είναι ό πταίστης καί βλάσφημος. Συναχθέντες δέ, αρχιερείς διακόσιοι, τριάκοντα δύο, ίερείς καί διάκονοι, καί μοναχοί όγδοήκοντα έξ, έν όλω τριακόσιοι δεκαοκτώ • έξαρχοι δέ καί πρώτοι τής συνόδου ήσαν οί έξής • Σίλβεστρος Πάπας Ρώμης, Μητροφάνης Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Άλέξανδρος Πατριάρχης Άλεξανδρείας, μετά τού άγίου Άθανασίου, Εύστάθιος Πατριάρχης Άντιοχείας, Μακάριος Πατριάρχης Ίεροσολύμων, ό άγιος Παφνούτιος ό όμολογητής, ό άγιος Σπυρίδων άρχιερεύς Τριμυθούντος• μετ' αύτών ήτο καί ό μέγας καί θαυματουργός Νικόλαος. Καθήσας ό βασιλεύς είς τόν θρόνον, έκάθισαν έξ έκάστου μέρους άπό έκατόν πεντήκοντα έννέα πατέρες, συζητούντες αύτοί καί ό Άρειος μέ πολλήν άγωνίαν.
Βλέπων δέ ό άγιος Νικόλαος ότι ό Άρειος έπρόκειτο νά άποστομώση όλους τούς Άρχιερείς, θείω ζήλω κινούμενος, έσηκώθη καί έδωκεν έν ράπισμα, όπου έσείσθησαν τά μέλη του. Παραπονεθείς δέ ό Άρειος λέγει πρός τόν βασιλέα, «Βασιλεύ δικαιότατε, είναι δίκαιον έμπροσθεν τής βασιλείας σου νά κτυπά τις τόν άλλον ; έάν μέν έχη λόγον άς όμιλή ώς καί οί λοιποί πατέρες έάν δέ είναι άμαθής, άς σιωπά ώς καί οί όμοιοί του διατί νά μέ ραπίση έμπροσθεν τής βασιλείας σου ;» Άκούσας ό βασιλεύς πολύ τού έκακοφάνη καί λέγει προς τούς αρχιερείς «άγιοι αρχιερείς, νόμος είναι ότι όστις σηκώση χέρι έμπροσθεν τού βασιλέως διά νά κτυπήση τινά να τού κόπτεται, άφίνω τούτο όπως τό κρίνη ή άγιότης σας.» Απεκρίθησαν οί Αρχιερείς καί είπον. «Μεγαλειότατε, ότι μέν κακώς έπραξεν ό άρχιερεύς τό όμολογούμεν όλοι μας πλήν παρακαλούμέν σε, τώρα μέν άς τόν καθήρωμεν καί άς τόν φυλακίσωμεν, καί μετά τήν διάλυσιν τής Συνόδου, τότε θέλομεν τόν καταδικάσει.»
Καθήραντες δέ αύτόν καί φυλακίσαντες, έφάνη την νύκτα έκείνην ό Χριστός καί ή Θεοτόκος έν τή φυλακή καί λέγουν «Νικόλαε, διατί είσαι φυλακισμένος ;» Καί ό Αγιος άπεκρίθη, «διά τήν ίδικήν σας άγάπην». λέγει πρός αύτόν ό Χριστός, «λαβέ αύτό» καί τού εδώκε τό άγιον Εύαγγέλιον, ή δέ Θεοτόκος τού έδωκε τό άρχιερατικόν ώμοφόριον. Τήν έπαύριον τινές γνωστοί του τού έφερον άρτον, καί βλέπουσιν ότι ήτο λυτός έκ τών δεσμών• καί είς μεν τόν ώμον του έφόρει τό ώμοφόριον, είς δέ τάς χείρας έκράτει άναγινώσκων τό άγιον Εύαγγέλιον • καί έρωτήσαντες πού τά εύρε, τούς είπε πάσαν τήν άλήθειαν. Μαθών τούτο ό βασιλεύς έξέβαλεν έκ τής φυλακής αύτόν καί έζήτει συγχώρησιν, ώς καί όλοι οί λοιποί. Διαλυθείσης δέ τής συνόδου, έπέστρεψαν άπαντες οί άρχιερείς, ώς καί ό άγιος Νικόλαος είς τήν έπαρχίαν του.
ιά. Πείνα μεγάλη έγένετο τότε είς τήν Λυκίαν, τήν όποίαν δέν ένθυμούντο ποτέ οί άνθρωποι, καί πολύ έστενοχωρούντο, ώς καί τά Μύρα, ή έπαρχία τού Άγίου έκινδύνευε νά καταστραφή. Άλλ' ό Άγιος λυπούμενος τό ποίμνιόν του, τί ένήργησε ; Πλοίαρχός τις έφόρτωσε τό πλοίόν του σίτον διά τήν Γαλλίαν, φαίνεται δέ τήν νύκτα ό άγιός Νικόλαος καθ' ύπνον καί τού λέγει ; «τόν σίτον νά τόν ηπάγης είς τά Μύρα τής Λυκίας, καί όχι είς τήν Γαλλίαν, διότι έκεί είναι πείνα μεγάλη καί θά τόν έξοδεύσης μέ μεγάλην τιμήν, καί γρήγορα· λάβε δέ καί ώς άρραβώνα τρία φλωρία, και άμα φθάσης, λαμβάνεις καί τά έπίλοιπα χρήματα. Έξυπνήσας τήν πρωϊαν εύρεν είς χείράς του τά νομίσματα, καί διηγηθείς τούτο είς τούς ναύτας, έδειξε κα τά νομίσματα καί άνεχώρησαν διά τά Μύρα τής Λυκίας, διότι έννόησεν ό πλοίαρχος ότι ήτο έκ τού Θεού τούτο, καί ότι ήθελον ώφεληθή. Φθάσαντες είς τά Μύρα πώλησαν τόν σίτον μέ ώφέλειαν, οί δέ άνθρωποι τού τόπου έκείνου έδόξαζον τόν Θεόν όστις πάντοτε φροντίζει διά τούς είς αύτόν ελπίζοντας. Ηθελον παύσει έως έδώ τόν λόγον μου διηγούμενος τά τού Άγίου κατορθώματα, έπειδή καί ή ώρα παρήλθε. Σάς παρακαλώ λοιπόν νά άκούσετε μετά προσοχής καί τά έπίλοιπα τής διηγήσέως καί νά τελειώσω τόν λόγον μου.
ιβ' . Είς τής Λυβίης τά μέρη ήτο πόλις, ήτις ώνομάσθη παρά τού μεγάλου Κωνσταντίνου μεγάλη Φρυγία, ήτο δέ καί άλλη μικρά Φρυγία πέραν τής Κωνσταντινουπόλεως, τήν όποίαν οί Έλληνες τήν όνομάζουν Τρωάδα. Είς τά μέρη τής μεγάλης Φρυγίας κατοίκουν έθνη αλλόφυλα καί ξένα, άπερ ώνομάζοντο Ταηφάλοι. Έπαναστατήσαντες δέ έκαμαν ίδικήν των βασιλείαν, χωρισθέντες έκ τής βασιλείας Κωνσταντίνου. Άκούσας ό μέγας Κωνσταντίνος τήν διαίρεσιν τών Φρυγέων, έπεμψε τρείς στρατηγούς μέ ίκανόν στρατόν όπως είρηνεύσωσιν αύτούς• ώνομάζοντο δέ ο στρατηγοί, ό μέν είς Νεποτιανός, ό δεύτερος Ούρσος καί ό τρίτος Έρπυλίων. Πλέοντες καί οί τρείς, έφθασαν είς τόν λιμένα τών Μυραίων, καλούμενον Άδριάκην, καί έπειδή ήτο κακοκαιρία, έμενον έκεί, έως νά έλθη καιρός κατάλληλος• οί δέ στρατιώται έχοντες συνήθειαν είς τήν άρπαγήν, είσήλθον είς τήν πόλιν, όπως άγοράσωσι δήθεν άρτους, έκ τούτου δέ έγένετο μεγάλη σύγχυσις είς τήν αγοράν τών Μυραίων διότι ήρπαζον ό,τι εύρισκον• ό δέ Άγιος άκούσας τήν σύγχυσιν, έπορεύθη είς τόν λιμένα, εύρε τούς στρατηγούς, καί λέγει πρός αύτούς• «διατί αξιότιμοι αφήσατε τούς στρατιώτας καί ήλθον καί καταστρέφουν τήν πόλιν καί αρπάζουν υπηκόων ανθρώπων τού βασιλέως τά έαυτών πράγματα καί ζημιώνουν αύτούς;»
Οί δέ στράτηγοί είπον• «ήμείς δέν γνωρίζομεν Άγιε τού Θεού περί τούτου τίποτε, διότι ό βασιλευς μάς έστειλεν είς τούς έπαναστατήσαντας Ταηφάλους όπως τούς είρηνεύσωμεν, άλλά καιρός δέν μάς κάμνει νά άναχωρήσωμεν, καί μένοντες περιμένοντες νά καλοσυνεύση ό καιρός. Ό Άγιος απεκρίθη• «Καί έπειδή διά νά είρηνεύσετε κόσμον σάς έστειλεν ό βασιλεύς, διατί ήλθετε είς άγαπημένον κόσμον, καί ποιείτε σύγχυσιν ;» 'Ως ήκουσαν οί χιλίαρχοι, έφοβήθησαν ώς χριστιανοί καί αγαθοί άνθρωποι όπου ήσαν, καί λέγουν πρός τόν Άγιον. «Τίς είναι δέσποτα Άγιε όπου ποιεί τήν σύγχυσιν ;» Ό δέ Αγιος άπεκρίθη• «Ύμείς είσθε έκείνοι• έπειδή αφήνετε τούς στρατιώτας σας καί κάμνουν άρπαγήν είς τήν δημόσιον άγοράν, ύμείς πταίετε.» Καί αμέσως πορευθέντες είς τήν άγοράν άλλους έκ τών στρατιωτών έδερον, άλλους συνεβούλευον• καί ούτως είρήνευσαν τά πράγματα. Τότε ό Άγιος λαβών τούς στρατηγούς είς τήν Μητρόπολιν, φιλοξενήσας αύτούς αρκούντως, καί ώς καλός πατήρ συμβουλεύσας καί ευχηθείς, άπέστειλεν εις τόν λιμένα τών Μυραίων εύχαριστημένους.
ιγ' . Καί οί μέν στρατηγοί μετά τού στρατού είσήλθον είς τό πλοίον νά αναχωρήσουν, ό δέ Άγιος έπέστρεψεν είς τήν πόλιν, καί πάραυτα βλέπει άνδρας τε καί γυναίκας κλαίοντας καί παρακαλούντας τόν Άγιον όπως προφθάση καί έλευθερώση τρείς έκ τών συγγενών των τούς όποίους αδίκως ό διοικητής τού τόπου Εύστάθιος κατεδίκασεν είς θάνατον δωροδοκηθείς παρά τών έχθρών. Γνωρίσας ό Άγιος τό άδικον τούτο καί παραλαβών μεθ' έαυτού τούς τρείς στρατηγούς έσπευσε δρομαίως μετ' αυτών όπως φθάση είς τόν τόπον τής καταδίκης καί σώση αύτούς• συναντών δέ καθ' οδόν ανθρώπους ήρώτα έάν είδαν αύτούς καί πληροφορούμενος έσπευδε διά νά τούς άπαλλάξη έκ τού θανάτου• φθάσας δέ ίδρωμένος• άφήρεσεν έκ τών χειρών τού δημίου τήν σπάθην όπου ήθελεν άποκεφαλίσει αύτούς, καί λύσας αύτούς έκ τών δεσμών απέστειλε χαίροντας, καί δοξάζοντας τόν Θεόν καί τόν άγιον Νικόλαον όστις τούς ήλευθέρωσε. Διαδοθείσης τής φήμης είς τήν πόλιν, έτρεχον άνδρες καί γυναίκες είς τό γεγονός.
Ό δέ Ευστάθιος ίππεύσας έτρεχε νά ίδή καί αυτός τό γεγονός. Ό δέ Άγιος ώς είδεν αυτόν τόν ήλεγξε διότι έκαμέν άδικον κρίσιν, δωροδοκηθείς, καί κατεδίκασε τούς άθώους άνθρώπους• αυτός δέ ώμολόγησεν ότι ό Σιμωνίδης καί Εύδόξιος οί πρώτοι τού τόπου έμαρτύρησαν περί αύτών καί διά τούτο έξέδωκε τοιαύτην άπόφασιν• ό δέ Άγιος διεμαρτυρήθη ένώπιον τών τριών στρατηγών ότι θά καταγγείλη την πράξιν είς τόν βασιλέα μέγαν Κωνσταντίνον, όπως μάθη ότι είναι άδικος κριτής. Ό δέ Εύστάθιος άκούσας ταύτα καί φοβηθείς έπεσεν είς τούς πόδας τού Αγίου ζητών συγχώρησιν καί όμολογήσας τήν άδικον κρίσιν όπου έκαμε• ό δέ Άγιος συγχωρήσας αυτόν άπέστειλεν είς τήν πόλιν.
ιδ . Ταύτα πάντα είδον οί τρείς στρατηγοί, καί είσελθόντες είς τό πλοίον άνεχώρησαν καί φθάσαντες είς Φρυγίαν είρήνευσαν τούς Ταηφάλους, καί έπιστρέψαντες είς Κωνσταντινούπολιν καί προσκυνήσαντες τόν βασιλέα, άνέφεραν τήν ύπόθεσιν πώς είρήνευσαν τούς Ταηφάλους• ό δε βασιλεύς τούς έτίμησε καί πλείστα χαρίσματα τούς έδωκε, καί είς μεγαλητέραν τιμήν τούς άνύψωσε. Αλλά τί τό μετά ταύτα ; άκούσατε παρακαλώ διά νά γνωρίσητε τί κάμνει ό φθόνος είς τόν άνθρωπον. Οί μέν τρείς στρατηγοί έκείνοι, ό Νεποτιανός, ό Ούρσος καί Έρπυλίων διέτριβον είς τά βασίλεια, ώς πρώτοι τού βασιλέως φθονεροί δέ τινες άνθρωποι τού βασιλέως, μή δυνάμενοι νά βλέπωσιν αυτούς ούτω τιμωμένους, ύπήγον είς τόν τού βασιλέως έπίτροπον Άβλάβιον όνόματι, καί λέγουν· «είδες τί έκαμαν οί τρείς στρατηγοί ; ό βασιλεύς τούς έπεμψε νά είρηνεύσουν τούς Ταηφάλους, αύτοί δέ συνεννοηθέντες μετ' αύτών, σκέπτονται νά πείσωσι τούς μετ' αυτών στρατιώτας νά έπαναστατήσωσι μετά τών Ταηφάλων καί βασιλεύσωσιν αυτοί.»
Ταύτα ώς ήκουσεν ό Άβλάβιος είχε κατά νούν, πώς νά γένη ή ύπόθεσις• αυτοί όμως ίδόντες ότι άνευ χρημάτων δέν γίνεται τίποτε, έδωκαν είς αύτόν χρήματα καί ούτος έφυλάκισεν αύτούς, μή ήξεύροντος τού βασιλέως Κωνσταντίνου. Έμενον δέ άρκετά έτη είς τήν φυλακήν,χωρίς νά ήξεύρουν τήν αίτίαν. Οι δέ φθονεροί έκείνοι άνδρες φοβούμενοι μή φανερωθούν είς τε τόν Άβλάβιον καί τόν βασιλέα ψεύσται, έφερον είς τόν Άβλάβιον καί άλλα περισσότερα χρήματα καί έζήτησαν νά διατάξη όπως φονευθώσι τό συντομώτερον, μήπως, δήθεν, συνεννοηθώσι μετά τών Ταηφάλων όντες έν τή φυλακή καί έλθωσιν πρός απελευθέρωσίν των. Βλέπων δέ ό Άβλάβιος ότι καί είς φόνον τόν βιάζωσι, τρέχει πρός τόν βασιλέα μέ λυπημένον πρόσωπον καί λέγει πρός αυτόν «Μεγαλειότατε, οί τρείς στρατηγοί Νεποτιανός, Ούρσος καί Έρπυλίων όπου έπεμψας νά είρηνεύσουν τούς Ταηφάλους, αυτοί τούς έφερον είς τόν έαυτόν των καί σκέπτονται ίνα έπαναστατήσωσι κατά τής βασιλείας σου, λοιπόν έγώ τούς έφυλάκισα, καί νά διατάξης ή νά φονευθώσι, ή νά σκεφθής πώς νά άπαλλαγής έκ τών χειρών αύτών καί ίδωσι καί άλλοι διά νά σωφρονισθώσι. »
ιέ. Ταύτα άκούσας ό βασιλεύς καί νομίζων ότι ό Άβλάβιος λέγει άλήθειαν, διέταξε νά τούς άναγγείλωσιν ότι αύριον αποκεφαλίζονται. Γράψας ό Άβλάβιος τήν άπόφασιν, έστειλεν εις τήν φυλακήν νά τούς δοθή ή αγγελία. Έλθών ό δεσμοφύλαξ κλαίων είς τήν φυλακήν, άνήγγειλε τήν καταδίκην αύτών ήν ώρισεν ό βασιλεύς, λέγων «ότι τήν αύριον άποκεφαλίζεσθε, ό,τι λοιπόν έχετε νά διατάξητε διά τάς οίκογενείας σας καί τάς περιουσίας σας κάμετε τό συντομώτερον » καί ό μέν δεσμοφύλαξ είπε ταύτα, έκείνοι δέ άκούσαντες τήν άπόφασιν παρέλυσαν τά μέλη των, μή γνωρίζοντες διά ποίαν αίτίαν έδόθη τοιαύτη καταδικαστική άπόφασις δί αύτούς. Έλεγον δέ πρός άλλήλους• «τί έπταίσαμεν ένώπιον τού Θεού καί τού βασιλέως κα έκαταδικάσθημεν ούτως ; τίς ή αμαρτία μας καί θέλουν νά μάς φονεύσωσι ;» Λέγει ό Νεποτιανός• «έπειδή είς αύτό τό σημείον έφθάσαμεν, άδελφοί μου, τώρα άνθρώπινος δύναμις δέν δύναται νά μάς έλευθερώση• ένθυμείσθε τί συνέβη είς τά Μύρα τής Λυκίας άπό τόν μέγαν Νικόλαον όστις ήλευθέρωσεν έκ τού άδίκου θανάτου τούς τρείς άνδρας ; ό αύτός γνωρίζει δί ήμάς ότι δέν έχομέν τινά νά μάς βοηθήση• είς μεγάλην θλίψιν καί οδύνην καρδίας εύρισκόμεθα καί ούκ έστιν ό έλευθερώσων έκ τού κινδύνου τούτου ή φωνή μας έξηφανίσθη, ή γλώσσα μας έξηράνθη καί δέν δυνάμεθα νά δεηθώμεν έλάτε νά παρακαλέσωμεν τόν Θεόν καί τόν Άγιον μήπως φθάση ή πρεσβεία του καί μάς έλευθερώση τούς αναιτίους, όπου δέν γνωρίζομεν τίποτε.»
Ηκουσαν καί οί άλλοι, καί μετά δακρύων έκραξαν λέγοντες• «Κύριε ό Θεός τού πατρός ήμών Νικολάου, όπου ήλευθέρωσες από τόν άδικον θάνατον τούς τρείς άνδρας είς τά Μύρα, πρόφθασον Κύριε καί μή παρίδης τήν άδικίαν ταύτην, μηδέ λησμονήσης τόν θάνατόν μας έλευθέρωσόν μας έκ τών χειρών τών έχθρών μας πρόφθασον είς βοήθειαν ήμών ότι αύριον θανατούμεθα.» Καί οί μέν έν τή φυλακή όλην τήν νύκτα ούτως έδέοντο τού Θεού. Βλέπων δέ ό Θεός τήν άδικίαν, καί θέλων νά δοξάση τόν Αγιον, τί οίκονόμησε ; Τήν νύκτα έκείνην πρός τό έξημέρωμα φαίνεται ό μέγας Νικόλαος είς τόν βασιλέα Κωνσταντίνον, καί τού λέγει «βασιλεύ, τούς τρείς άνδρας όπου θέλεις νά φονεύσης, σήκω γρήγορα καί έλευθέρωσέ τους, είτε άλλως θά κάμω δέησιν είς τόν Θεόν νά σού κόψη τήν ζωήν.» Λέγει ό βασιλεύς, «ποίος είσαι σύ όπου μέ φοβερίζεις ; καί πώς ήλθες τώρα παρά τήν ώραν είς τά βασίλεια;»
Ό Άγιος άπεκρίθη «έγώ είμαι ό άρχιερεύς τών Μυραίων Νικόλαος, καί μέ έστειλεν ό Θεός νά σού είπώ, διά νά έλευθερώση τούς τρείς άδικουμένους.» Παρευθύς ό βασιλεύς έξύπνησεν, ό δέ Αγιος έπήγε καί είς τόν έπαρχον. Αβλάβιον καί τού λέγει- «Άβλάβιε, είς τόν νούν βεβλαμμένε, διατί έλαβες χρήματα καί ήδίκησας τούς τρείς άνδρας οί όποίοι καθόλου δέν έπταισαν ; γρήγορα νά τούς έλευθερώσης, διότι θά παρακαλέσω τόν Θεόν καί θά σού κόψη τήν ζωήν.» Ό Άβλάβιος έρωτήσας, «τίς είσαι σύ ;» ό δέ Αγιος είπεν «έγώ είμαι ό Νικόλαος ό δούλος τού Θεού, καί άρχιερεύς τών Μυραίων.» Ταύτα είπεν ό Άγιος, καί παρευθύς έξύπνησεν ό Άβλάβιος, καί έσκέπτετο τί έσήμαινε τό όραμά του.
ιστ . Σκεπτόμενος ό Άβλάβιος έφθασαν οί ύπηρέται το βασιλέως Κωνσταντίνου καί τού λέγουν· «σπεύσον ότι ό βασιλεύς σέ ζητεί ύπήγεν άμέσως, ό δέ βασιλεύς ήρχισε νά τού διηγήται τό όνειρον όπου είδε. Λέγει ό Άβλάβιος. «Βασιλεύ, καί έγώ τό αύτό όνειρον είδα είς τόν ύπνον μου, δέν δύναμαι δέ νά καταλάβω τί συμβαίνει• λοιπόν άς φέρωμεν τούς τρείς άνδρας νά τούς εξετάσωμεν». Τούς έφεραν λοιπόν, καί τούς λέγει ό βασιλεύς• «τί μαγείας εκάματε καί είδομεν αύτά τά φcβερά όνειρα καί δέν ήδυνήθημεν νά κοιμηθώμεν ;» έκείνοι δέ έβλεπον ό είς τόν άλλον καί έκλαιον. Βλέπων ό βασιλεύς ότι έκ τών δακρύων καί έκ τού φόβου δέν ήδύναντο νά απαντήσουν, τούς ώμίλησε μέ ήμερότητα, καί τοις λέγει• «άποκρίθητέ μοι, καί μή φοβήσθε έμπροσθεν τού φίλου σας βασιλέως».
Βλέποντες αύτοί τήν ήμερότητα τού βασιλέως, είπον μετά δακρύων. ««Ω βασιλεύ, μαγείας ήμείς δέν ήξεύρομεν, ούτε καν λόγον άσχημον κατά τής βασιλείας σου είπομεν ποτέ, μάρτυρα έχομεν τόν Θεόν, όστις βλέπει τά πάντα έάν δέ ποτε έσκέφθημεν κακόν κατά τής βασιλείας σου, σέ όρκίζομεν είς τόν Θεόν μή λυπηθής καθόλου καί ήμάς καί όλον τό γένος μας, άλλά νά μάς έξολόθρεύσης. Ημείς, ώ βασιλεύ, έχομεν παραγγελίαν έκ τών γονέων μας, νά σεβώμεθα πρώτον τόν Θεόν, καί δεύτερον τόν βασιλέα. Ταύτα μελετώντες όταν μάς έστειλες είς τήν Φρυγίαν πρός τούς Ταηφάλους κατεφρονήσαμεν όλα καί μέ τήν βοήθειαν τού Θεού έτελειώσαμαν τό θέλημά σου καί ήλπίζαμεν νά μάς τιμήσης, τώρα δέ βλέπομεν, ού μόνον άτιμίαν αντί τιμής, άλλά καί θάνατον άπολαμβάνομεν.»
Ταύτα άκούσας ό βασιλεύς κατεπράϋνεν ή καρδία του καί λέγει μέ ίλαρότητα πρός έκείνους, «Είπέτε μου τίνα Αγιον έπεκαλέσθητε είς τήν φυλακήν κατά τήν νύκτα ταύτην ;» Άπεκρίθησαν καί είπον• «ώ βασιλεύ πολυχρονεμένε, ούτως έπεκαλούμεθα τόν Θεόν κλαίοντες, Κύριε Κύριε, ό Θεός τού πατρός ήμών Νικολάου ό έλευθερώσας εκ τού άδίκου θανάτου τούς τρείς άνδρας είς τά Μύρα, αύτός έλευθέρωσον καί ήμάς άπό τήν συκοφαντίαν ταύτην.» Ό δέ βασιλεύς ώς ήκουσε τό όνομα τού Νικολάου, λέγει πρός αύτούς• «καί τίς έστιν ό Νικόλαος όπου λέγετε καί τίνι τρόπω ήλευθέρωσε τούς τρείς άνδρας είς τά Μύρα, είπετέ με καταλεπτώς.
ιζ'. Άπεκρίθη ό Νεποτιανός καί λέγει πρός τόν βασιέα• «'Ημείς, μεγαλειότατε, όταν ήτο νά ύπάγωμεν είς τήν μεγάλην Φρυγίαν πρός τούς Ταηφάλους, έπειδή ό καιρός ήτο ακατάλληλος άράξαμεν τό πλοίον είς τόν Άδριάκην τόν λιμένα τόν Μυραίων, ού ήλθεν ό μητροπολίτης τών Μυραίων Νικόλαος όστις μάς έπεριποιήθη• άνθρωπος ένάρετος καί Άγιος, όπου ό τόπος έκείνος είναι γεμάτος άπό θαύματα άτινα κάμνει καθ' έκάστην, καί άκουσον βασιλεύ πώς τόν ευλαβούνται οί άνθρωποι τού τόπου, ώς καί ό διοικητής τού τόπου Ευστάθιος ό άντιπρόσωπος τής βασιλείας σου. Τινές άρχοντες τού τόπου έσυκοφάντησαν τρείς άνδρας, καί ό Ευστάθιος ώρισε κατά τόν νόμον να τούς άποκεφαλίσουν, ώς καί ήμείς οί άθλιοι μέλλομεν σήμερον να πάθωμεν, καί οί συγγενείς έκείνων έδραμον είς τόν αρχιερέα Νικόλαον, καί έπεσαν είς τούς πόδας του κλαίοντες καί λέγοντες• «βοήθησόν μας, δούλε τού Χριστού, ταύτην την ώραν, ότι ό Ευστάθιος λαβών χρήματα, αδίκως διέταξε να φονεύσουν τρείς άνδρας έκ τών συγγενών μας, χωρίς να πταίσουν τίποτε » ώς ήκουσεν ό άρχιερεύς ταύτα, σπεύδων ήρπασεν έκ τών χειρών τού στρατιώτου τήν σπάθην δί ής ήθελεν αποκεφαλίσει αυτούς, καί ουδείς έναντίον του είπέ τι έάν δέν έπραξε καλά, ουδέ ό Ευστάθιος είπε τίποτε, μάλιστα έπεσεν είς τούς πόδας του ζητών συγχώρησιν.
Όλα αυτά, ώ βασιλεύ, είδομεν μέ τούς όφθαλμούς μας, ένθυμούμενοι δέ τό καλόν όπερ έκαμεν είς τούς τρείς έκείνους ό Άγιος, έπεκαλέσθημεν μετά δακρύων τόν Θεόν, να προφθάση δί' ευχών τού Άγίου καί είς βοήθειαν ήμών.» Ως ήκουσεν ό βασιλεύς κατενύγη καί λέγει πρός τούς τρείς έκείνους, «έγώ χαρίζω την ζωήν σας, καί νά γνωρίζετε ότι χάριν τού αρχιερέως έκείνου ήλευθερώθητε άπό τόν θάνατον, καί ύπάγετε νά γίνετε καί μοναχοί παρ' αύτού γρήγορα, καί νά τού είπήτε ότι τόν ήκουσα καί νά μή μέ φοβερίζη.» Ταύτα είπεν ό βασιλεύς, τούς έδωκε καί έν χρυσούν Εύαγγέλιον καί χρυσούν θυμιατήριον κεκοσμημένον μέ πολυτίμους λίθους, καί δύο μεγάλας κεχρυσωμένας λαμπάδας νά τάς ύπάγουν είς τήν έκκλησίαν όπου άρχιεράτευεν ό μέγας Νικόλαος. Οί δέ λαβόντες ταύτα άνεχώρησαν είς τόν Άγιον καί έγειναν μοναχοί, καί έκ τών υπαρχόντων των, άλλα μέν έδώρησαν είς τήν έκκλησίαν τού Άγίου, άλλα είς πτωχούς, καί άλλα είς τούς συγγενείς των.
ιή. Περί τού θαύματος τούτου άς παύσω διηγούμενος, έπειδή άρκετά είπον• άς διηγηθώ δέ καί περί άλλου όπερ είς τήν ζωήν του έκαμε, έπειτα θά είπω όσα μετά θάνατον έκαμε, καί τότε σύν Θεώ θά καταπαύσω τόν λόγον μου. Ναύται ποτε έκινδύνευον να πνιγούν ταξειδεύοντες• ακκούοντες δέ τά περί τού Άγίου, έπεκαλέσθησαν αυτόν, καί είπον• «άγιε Νικόλαε, βοήθησόν μας τήν ώραν ταύτην, διότι πνιγόμεθα.» Καί παρευθύς έφάνη ό μέγας Νικόλαος είς τήν πρύμνην τού πλοίου, καί λαβών τό τιμόνιον έκυβέρνα• καί είς τούς ναύτας είπε• «μή φοβήσθε, έγώ είμι μέ σας· μέ έπεκαλέσθητε καί ήλθαν πρός βοήθειαν σας•» καί μετ' όλίγον έπαυσεν ό άνεμος, ή θάλασσα ήσύχασε καί ό Άγιος έγεινεν άφαντος. Τότε είπον οί ναύται• «άς άράξωμεν το πλοίον μας είς τόν λιμένα τών Μυραίων καί νά ύπάγωμεν πρός τόν Άγιον Νικόλαον, ίνα τόν εύχαριστήσωμεν διά τήν βοήθειαν όπου μάς έκαμε, νά ίδωμεν δέ καί τό πρόσωπόν του, όπου δέν τόν έχομεν ίδή ». Έξήλθον είς τήν ξηράν καί ήρώτησαν, πού είναι ό άρχιερεύς ; τούς είπον ότι τώρα έπήγαινεν είς τήν έκκλησίαν μέ τούς ίερείς του. Έσπευσαν νά τόν φθάσουν καί είσελθόντες είς τήν έκκλησίαν τόν εύρον, καί έκ τού σχήματος τόν έγνώρισαν ώς τόν είδον είς τήν θάλασσαν, διότι άλλοτε δέν τόν είχον ίδεί, καί πεσόντες είς τούς πόδας του έλεγον.
«Εύχαριστούμεν σε δούλε τού Θεού, διότι έάν δέν έπρόφθανες έν τή θαλάσση έπνιγόμεθα.» Έκείνοι μέν ούτως έλεγον καί έδιηγούντο τήν ύπόθεσιν. Ό δέ Άγιος ώς προορατικός όπου ήτο, καί έχων Πνεύμα άγιον, έγνώρισεν ότι δέν ήτο καθαρά ή καρδία των, καί ήρχισε νά τούς διδάσκη, λέγων· «παρακαλώ σας τέκνα μου νά θεωρήσητε τών καρδιών σας καί τού νοός σας τάς βουλάς καί τά νοήματα, καί νά τά διευθύνητε είς τό θέλημα το Θεού • διότι άν έκ τών ανθρώπων κρυπτώμεθα καί φαινόμεθα καλοί, έκ τού Θεού όμως δέν είναι δυνατόν να κρυφθώμεν, διότι, «ό άνθρωπος βλέπει είς πρόσωπον, ό δέ Θεός είς τήν καρδίαν. »
Ακούσατε τί ή γραφή λέγει. «Μή κάμνετε τό κακόν, νά μή έπέλθη είς ύμάς, άλλά ποιείτε τό καλόν, καί μή μολύνετε τό σώμά σας διότι ώς λέγει ό θείος Παύλος, «σείς είσθε ναός Θεού, καί εί τις χαλά τόν ναόν τού Θεού, θά χαλάση τούτον ό Θεός· έάν ούτω κάμνετε θά έχετε πάντοτε τόν Θεόν βοηθόν. » Ό μέν Αγιος μετά τήν διδαχήν του άνεχώρησεν είς τήν Μητρόπολιν• οί δέ ναύται ώφεληθέντες έκ τής διδαχής του μάλλον, ή άπό τήν βοήθειαν τής θαλάσσης, άνεχώρησαν είς τόν τόπον των, δοξάζοντες τόν Θεόν και ευχαριστούντες τόν Άγιον.
ιθ' .Περί τών θαυμάτων όπου έκαμεν είς τήν ζωήν του, ας καταπαύσω τόν λόγον έπειδή παρήλθεν άρκετή ώρα, καί πρέπει νά τελειώσω τήν διήγησιν. Τώρα νά διηγηθώ καί περί τών θαυμάτων, άτινα έκαμε μετά θάνατον καί πώς έκοιμήθη. Γράφει ό λόγος του ότι ήτο τοιούτος είς τήν θεωρίαν, ώστε άν καί δέν τόν είχεν ίδεί ποτέ τις, έάν τόν έβλεπεν έν μέσω πολλών άνθρώπων, τόν έγνώριζεν έκ τού ήθους τού αγγελικού όπου είχε· τόσον έλαμπε τό πρόσωπόν του, τόσον ήτο θεωρητικός, ώστε καί πολλάκις έάν τόν συναπαντούσαν καθ' όδόν αρκετοί άνθρωποι χωρίς νά τούς διδάξη, άμέσως έπέστρεφον είς θεογνωσίαν έκ τής θεωρίας τού προσώπου του καί λυπημένος έάν τις έπήγαινε νά είπή τό παράπονόν του είς αύτόν, μόνον νά τόν έβλεπεν, έχανε τήν λύπην του καί ήρχετο είς χαράν· πολλοί πτωχοί λυπημένοι βλέποντες αύτόν έχαίροντο καί εύφραίνοντο.
Άλλ' έπειδή ήτο άνθρωπος καί αύτός, καί έμελλε νά άποθάνη• άσθενήσας δέ μικρόν έκοιμήθη έν είρήνη, περί τά 330 καί τό μέν σώμά του άφήκεν έν τή γή διά πολλών άνθρώπων ώφέλειαν• ή δέ ψυχή του άνήλθεν είς τόν ούρανόν μετά χαράς καί ύμνωδίας άγγέλων• καί οί μέν ορφανοί καί πτωχοί έκλαυσαν ότι έχασαν τόν πατέρα των καί άπεστερήθησαν τόν κυβερνήτην των, οί ξένοι καί οί Μυραίοι καί όλος ό κόσμος έθρήνησαν, ότι έχασαν τοιούτον ποιμένα καί διδάσκαλον, οί δέ άγγελοι καί άρχάγγελοι έχάρησαν ότι έδέχθησαν τοιούτον Άγιον οί μάρτυρες εύφράνθησαν ότι είδον τόν συμμάρτυρα, οί δίκαιοι ηγαλλιάσαντο, διότι είδον τόν όμοιόν των οί ποιμένες καί διδάσκαλοι έχάρησαν, διότι ήνώθησαν μετά τού ποιμένος. Τί λέγω τά κατά μέρος ; όλος ό ουρανός καί τά τάγματα τών άγίων καί δικαίων έχάρησαν τήν ήμέραν έκείνην. Καί μετά τόν θάνατόν του άπειρα έκαμεν ό Άγιος θαύματα, άλλ' έγώ διά συντομίαν θά διηγηθώ μόνον έν ή δύο.
κ'- Είς τά Μύρα όπου ήτο ό Άγιος, έκαμαν οί χριστιανοί Έκκλησίαν μεγάλην έπ' όνόματι τού αγίου Νικολάου τού θαυματουργού, καί κατ' έτος συνηθροίζοντο έκ τών περιχώρων καί έκανον πανήγυριν, ώς καί έξ άλλων πολλών μερών. Εν μία τών ήμερών είσήλθον είς τινα πλοίον τινάς χριστιανοί έκ μακρυνού μέρους, νά ύπάγουν είς τά Μύρα χάριν προσκυνήσεως τών λειψάνων τού Άγίου. Διά νά έμποδίση τούς χριστιανούς έκείνους ό Διάβολος άπό τήν προσκύνησιν, ώς καί άλλους τινάς, τί έμεθοδεύθη ;
Ένθυμείσθε τί έδιηγήθην, ότι ό Άγιος έκρήμνισεν βωμόν τινα έλληνικόν τής Άρτέμιδος, καί έφυγον άπ' έκεί οί δαίμονες κλαίοντες, καί έλεγον• «ήδίκησας ήμάς άδικητά Νικόλαε» ό πρώτος Δαίμων τού βωμού θέλων νά κάμη κακόν είς τόν ναόν τού Άγίου, μετεμορφώθη είς σχήμα γυναικός πτωχής καί γραίας ήτις έβάστα έλαιοδοχείον πλήρες έλαίου, καί καθ ήν ώραν έσυνάζοντο οί χριστιανοί νά έμβουν είς τό πλοίον ένεφανίσθη καί λέγει των «πού πηγαίνετε άδελφοί μου ;» άπεκρίθησαν καί είπον, «είς τά Μύρα τής Λυκίας νά προσκυνήσωμεν τό λείψανον τού άγίου Νικολάου.»
Λέγει ή πτωχή έκείνη γραία• «σάς παρακαλώ, αδελφοί μόυ, λάβετε τούτο τό λαδικόν μέ τό έλαιον νά τό ύπάγετε είς τήν έκκλησίαν τού Άγίου νά άνάψητε την κανδήλαν νά καή διά τήν άμαρτωλήν μου ψυχήν διότι δέν δύναμαι νά έλθω μέ σάς, διότι φοβούμαι τήν θάλασσαν έπειδή ζαλίζομαι είς τό πλοίον καί διά τούτο δέν έρχομαι• όθεν ύπάγετε σείς, καί θά ήναι καί ίδικόν σας καί ίδικόν μου τό καλόν.»
Καί ό μέν Δαίμων παρεκάλει τούς ναύτας ταύτα λέγων έκείνοι δέ άγνοούντες τήν τέχνην τού Δαίμονος τό έλαβον καί έπλεον όλην την ήμέραν. Περί δέ τό μεσονύκτιον φαίνεται ό Άγιος είς τόν πλοίαρχον καί τού λέγει, «τό λαδικόν όπου σάς έδωκε ή πτωχή έκείνη, άμα έξημερώση νά τό ρίψητε είς τήν θάλασσαν διότι είναι τέχνη τού Διαβόλου νά καή ή έκκλησία μου, καί έάν ίδήτε τι φοβερόν καί παράδοξον είς τήν θάλασσαν, μή φοβηθήτε• ότι έγώ θά σάς βοηθήσω νά μή πάθετε τίποτε». Τό πρωί άμα έξημέρωσεν έδιηγήθη ό πλοίαρχος τό όραμα, καί λαβών τό έλαιοδοχείον έρριψεν είς τήν θάλασσαν, καί άμα τό έρριψε, φλόγα μεγάλη άνέβη έκ τής θαλάσσης, καί καπνός βρωμερός πολύς, ώς άπό θειάφι ή θάλασσα έσχίσθη καί έπέτα τό ύδωρ υψηλά όπου έκινδύνευε νά έμβη είς τό πλοίον• οί ναύται απορούσαν έκ τού φόβου των καί έπεσαν κάτω κλαίοντες καί έλεγον μεγαλοφώνως, «άγιε Νικόλαε, βοήθησόν μας καί πρόφθασον διότι βυθιζόμεθα.» Μετά ίκανήν ώραν μόλις κατεπράϋνεν ή τρικυμία, έχάρησαν οί ναύται δοξάζοντες τόν Θεόν καί τόν μέγαν Νικόλαον.
κά. Είς τήν Κωνσταντινούπολιν ήτο Χριστιανός τις ευλαβής καί πιστός, καθ' ύπερβολήν άγαπών τόν όσιον πατέρα ήμών Νικόλαον, καί άμοιβαίως παρά τού πατρός Νικολάου άγαπώμενος. Ούτος λοιπόν θέλων ποτέ νά ταξειδεύσει δί άναγκαίαν ύπόθεσίν του, ύπήγε πρώτον είς τόν Ναόν τού άγίου Νικολάου, καί προσευχήθη έκ βάθους καρδίας· έπειτα άποχαιρετίσας τούς συγγενείς του καί φίλους, έπεβιβάσθη είς τό πλοιάριον. Κατά δέ τήν έννάτην ώραν τής νυκτός ήγέρθησαν οί ναύται, όπως στρέψωσι τά ίστία, μεταβληθέντος τού άνέμου ήγέρθη δέ καί ό ευλαβέστατος έκείνος άνθρωπος διά νά ύπάγη πρός χρείαν, καί έπειδή όλοι οί ναύται κατεγίνοντο είς τήν στροφήν τών ίστίων, περιπλεχθείς ό χριστιανός έκείνος καί συμποδισθείς (καθώς τούτο συνήθως συμβαίνει είς τοιαύτας περιστάσεις), έπεσεν είς τήν θάλασσαν.
Οί δέ ναύται δέν ήδυνήθησαν νά μεταχειρισθώσιν ούδέν μέσον όπως άνασύρωσιν έκ τής θαλάσσης τόν άνθρωπον, άφ' ένός μέν διότι ήτο σκότος, άφ' έτέρου δέ διότι ό άνεμος έπνέε δυνατώτερος, καί έβίαζε τό πλοίον πρός τά πρόσω. Όθεν καθήμενοι έθρήνουν λυπούμενοι καί έκλαιον διά τόν πικρόν θάνατον τού ανδρός.
κε'. Ό δέ χριστιανός έκείνος πεσών είς τήν θάλασσαν ένδεδυμένος καθώς ήτο μέ όλα του τά φορέματα, καί καταποντιζόμενος είς τόν βυθόν τού πελάγους, ένεθυμήθη καί έλεγε νοερώς «άγιε Νικόλαε, βοήθει μοι. » Φωνάζων δέ νοερώς τήν φωνήν ταύτην, ώ τού θαύματος ! πολλά καί άκατανόητα είναι τά θαυμάσιά σου Κύριε ! εύρέθη έν τώ μέσω τού οίκου του, τό όποίον μή αίσθανθείς ένόμιζεν ότι εύρίσκεται ακόμη είς τόν βυθόν τής θαλάσσης. όθεν καί έκεί έφώναζεν όχι πλέον νοερώς, άλλά αίσθητώς, «άγιε Νικόλαε βοήθει μοι.» Οί δέ γείτονες άκούοντες τάς φωνάς του έξηγέρθησαν, ώς καί οί άνθρωποι τής οίκίας του έγερθέντες, ήναψαν φώς άλλά καί οί έξωθεν άκούσαντες, έτρεξαν καί έκείνοι, καί βλέπουσιν αύτόν μέν είς τό μέσον τής οίκίας του έστώτα καί κράζοντες, ύδωρ δέ πολύ τής θαλάσσης νά τρέχη άπό τά ένδύματα τά όποία έφόρει• όθεν έκ τού θαυμασμού των καί τής έκστάσεως, έμειναν άφωνοι καί σιωπηλοί, άγνοούντες τί νά είπωσιν.
Ό δέ Χριστιανός έκείνος έφώναζεν• «άδελφοί, τί είναι, αυτό όπερ βλέπω; έγώ γαρ ήξεύρω πολύ καλά, ότι χθές κατά τήν εννάτην ώραν άπεχαιρέτησα όλους σας, καί έπεβιβάσθην είς τό πλοιάριον, καί έπειδή έφύσησεν ούριος άνεμος, έπροχωρήσαμεν άρκετά• είς δέ τήν δευτέραν ή καί τρίτην φυλακήν, ήτοι κατά τήν έννάτην ώραν τής νυχτός υπήγα διά χρείαν, και συμποδισθείς ύπό τών ναυτών έρρίφθην είς τήν θάλασσαν, όθεν έπεκαλούμην τόν Άγιον Νικόλαιον είς βοήθειαν. Πού δέ τώρα είμαι δέν ήξεύρω; καί είπατέ μοι σείς, διότι έγώ είμαι έκστατικός, καί έξάλλος έγεινα.»
κγ . Οί δέ συναθροισθέντες χριστιανοί ταύτα άκούσαντες, βλέποντες δέ καί τό ύδωρ τής θαλάσσης τό οποίον έρρεεν έκ τών φορεμάτων του, έξεπλάγησαν, ώς είπομεν, συλλογιζόμενοι τό παράδοξον τού θαύματος• όθεν έχαιρον μετά τού διασωθέντος άδελφού, κα έδάκρυον ένταυτώ έπί πολλήν ώραν τό, Κύριε ελέησον, κράζοντες. Ο δέ χριστιανός έκείνος εκδυθείς τά βεβρεγμένα ημάτια, καί ένδυθείς αλλά, κατηυθύνθη είς τόν Ναόν τού αγίου Νικολάου, ένθα διήνυσε τό έπίλοιπον διάστημα τής νυκτός, προσπίπτων μέτα δακρύων είς την εικόνα τού Άγίου, καί παρακαλών, καί τάς ευχαριστίάς άποδιδούς μέ θαυμασμόν καί έκπλήξιν.
Όταν δέ ήλθεν ό καιρός τού όρθρου, καί συνηθροίσθη ό λαός είς τόν Ναόν τού Άγίου κατά τό σύνηθες, τότε έγεινεν είς όλους φανερόν τού Άγίου τό θαύμα• διότι μυρισθέντες τά ηδύπνοα καί ευωδέστατα έκείνα αρώματα, τα όποία έφερεν ό διασωθείς εκείνος χριστιανός είς τόν Άγιον, βλέποντες δέ καί τήν Εκκλησίαν τού Άγίου ούσαν φωτόχυτον, ήρώτων αλλήλους διά νά μάθωσι τήν αίτίαν. Μαθόντες δέ αύτήν, έξέστησαν άπαντες, δοξάζοντες μέν τόν Θεόν, εύχαριστούντες δέ τόν μέγαν Νικόλαον.
κδ'. Τούτο τό έξαίσιον καί ύπερφυές αληθώς θαύμα καί μεγαλείον τού Αγίου, διεφημίσθη είς όλην τήν μεγαλόπολιν τού Κωνσταντίνου έφθασε δέ καί είς τάς άκοας τόσον τού τότε βασιλέως, όσον καί τού Πατριάρχου. Όθεν αύτοί έκάλεσαν τόν διασωθέντα έκείνον χριστιανόν έπί Συνόδου• όστις παρασταθείς έμπροσθεν πάντων διηγήθη παρρησία, πώς καί τίνι τρόπω, καί πότε ήκολούθησεν είς αύτόν τό τοιούτον φρικτόν καί έξαίσιον τερατούργημα, τό όποίον άκούσαντες όλοι, έβόησαν• «Μέγας εί Κύριε, καί θαυμαστά τά έργα σου, καί ούδείς λόγος έξαρκέσει πρός ύμνον τών θαυμασίων σου !» Όθεν διαλαλήσαντες πανταχού, συνήχθησαν οί χριστιανοί είς τόν Ναόν τού άγίου Νικολάου, καί έποίησαν λιτανείαν καί άγρυπνίαν, δοξάζοντες μέν καί εύλογούντες τόν Θεόν, άπονέμοντες δέ καί εύχαριστίαν είς τόν τούτου πιστόν θεράποντα Νικόλαον.
κέ. Αύτή είναι ή πολιτεία καί αί πράξεις τού άγίου Νικολάου, άδελφοί μου χριστιανοί, όστις έδούλευσε τόν Θεόν όλοψύχως, καί ό Θεός έτίμησεν αύτόν έπί τής γής καί έν τώ ούρανω • όστις έσπευδε νά άρέση είς τόν Χριστόν καί άντημείφθη χιλιοπλασίως. Διά τούτο καί ήμείς οί άκούοντες καί άναγινώσκοντες τά κατορθώματα αύτού πρέπει νά τόν μιμηθώμεν διά νά άρέσωμεν, είς τόν δεσπότην Χριστόν τόν Θεόν ήμών. Διά τούτο πρέπει νά συναθροιζώμεθα είς τήν Έκκλησίαν, νά άναγινώσκωνται τά ίερά βιβλία καί άκούοντες τούς βίους καί τά έπαθλα τών άγίων ανδρών νά τούς μιμώμεθα. Διότι έάν μόνον άκούωμεν καί δέν πράττωμεν, θά τιμωρηθώμεν περισσότερον, διότι λέγει ό Κύριος είς τό ίερόν Εύαγγέλιον, ότι• «ό γνούς καί μή ποιήσας, πολλά δαρήσεται.»
Άλλοίμονον αδελφοί μου είς ημάς τούς αμαρτωλούς όπου άκούομεν καί δέν πράττομεν, διδασκόμεθα καί δέν ύπακούομεν, είμεθα χριστιανοί καί δέν ποιούμεν τό θέλημα τού Χριστού, τί τό ώφελος ; Έάν είπής είς άσθενή ότι είναι ύγιής τί τόν ώφέλησας ; ή είς πτωχόν ότι είναι πλούσιος, μήπως μέ τόν λόγον τόν έπλούτισας ; Ούτως είναι καί είς ήμάς τούς χριστιανούς μήπως έάν είπωμεν ότι είμεθα χριστιανοί καί δέν φυλάττωμεν τάς έντολάς το Χριστού, ώφελούμεθα τίποτε ; υλικώς κερδίζει ό άνθρωπος καί πλουτεί όταν έργάζεται καί δέν σταματά τήν έργασίαν του.
Καί πάλιν πνευματικώς πλουτεί, όταν έργάζεται τήν άρετήν καί δέν παύη μέχρις έσχάτης αναπνοής. Σπεύσωμε λοιπόν καί μή άποκάμωμεν πράττοντες τό άγαθόν ίνα δοξασθώμεν καί βραβευθώμεν παρά τού μισθαποδότου Χριστού, ότι βραβεύει τούς έργαζομένους τό άγαθόν αίωνίως, καί τιμωρεί είς αιώνιον καταδίκην τούς άθλίους αμαρτωλούς. Πρέπει λοιπόν νά συνδέσωμεν τήν πίστιν μετά τών έργων ίνα βραβευθώμεν διότι ό θείος Ίάκωβος λέγει είς τήν καθολικήν αυτού έπιστολήν δί' έκείνους οίτινες έχουν πίστιν άνευ έργων.
Τί τό όφελος, έάν πίστιν τις έχη, έργα δέ μή έχων, μή δύναται ή πίστις σώσαι αύτόν ; έάν δέ αδελφός ή αδελφή γυμνοί ύπάρχωσι, καί λειπόμενοι ώσι τής έφημέρου τροφής• είπη δέ τις αύτοίς έξ ύμών• ύπάγετε έν είρήνη θερμαίνεσθε καί χορτάζεσθε· μή δώτε δέ αύτοίς τά έπιτήδεια τού σώματος, τί τό όφελος ; ούτω καί ή πίστις άνευ έργων νεκρά έστι καθ' έαυτήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου