Τό πολιτειοκρατικόν σύστημα είς τάς σχέσεις Εκκλησίας καί Πολιτείας είχεν αρχίσει νά σχεδιάζεται. Παραλλήλως πρός τήν γνωμοδότησιν Γενατά ό έπί τής Παιδείας καί τών Εκκλησιαστικών υποθέσεων Γραμματεύς Νικόλαος Χρυσόγελος απέστειλε τό άπό 25-10-1829 έγγραφόν του πρός τόν Έπίσκοπον Έλαίας, πρός τόν όποιον έφίστα τήν προσοχήν του διά τήν έσφαλμένην ένέργειάν του.
Τό Ύπουργείον Δικαιοσύνης απέστειλε πρός τόν Πρόεδρον τού Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου τής Άνω Μεσσηνίας τό ύπ' άριθ. 247/3-11-1929 έγγραφόν του, είς τό όποίον ύπεγραμμίζετο ότι οί κληρικοί ορκίζονται έπί τη ίερωσύνη των έπιθέτοντες τήν δεξιάν των είς τό στήθος των. Επίσης, ό Υπουργός έκάκισε τό Δικαστήριον, διατί ύπεχρέωσε τούς δύο ιερείς νά μαρτυρήσουν έπί θεμάτων, τών οποίων είχον λάβει γνώσιν έκ τής εξομολόγησεως. Ή γνωμοδότησις τού Ιωάννου Γενατά, ανεξαρτήτως άν σύμφωνη κανείς ή όχι μέ τάς απόψεις του, ήτο πλήρως τεκμηριωμένη καί αντικειμενική, άπετέλει δέ τό μόνον κείμενον τής εποχής εκείνης, τό όποιον έξήταζε τό θέμα τού όρκου κατά τρόπον άντικειμενικόν καί ήρεμον.
Τήν όρθήν άποψιν ότι οί κληρικοί ορκίζονται έπί τη ίερωσύνη των υπεστήριξε πρώτος ό Ιωάννης Γενατάς, βραδύτερον δέ, μετά είκοσι έτη, ό Κωνσταντίνος Οικονόμος. Δέν θά εξετάσω περισσότερον τό πρόβλημα, έάν ό όρκος γενικώς καί ό όρκος τών κληρικών ειδικώς άπαγορεύωνται ή έπιτρέπωνται άπό τήν χριστιανικήν θρησκείαν. Έχουν ύποστηριχθή καί αί δύο απόψεις, οί θεολόγοι δέ είναι αρμόδιοι νά αποφανθούν έπ' αυτών.
3
'Άς έξετάσωμεν τό θέμα τού όρκου άπό απόψεως τής Πολιτείας. Όρκος είναι ή ύπό τήν έπίκλησιν τού Θείου διαβεβαίωσις περί τής αληθείας ή άναληθείας γεγονότος τινός, ή ύπόσχεσις εκτελέσεως πράξεώς τινος. Ό όρκος διακρίνεται είς βεβαιωτικόν, όταν παρέχεται ή διαβεβαίωσις περί τής αληθείας ή άναληθείας γεγονότος τινός, καί είς ύποσχετικόν, όταν ό ομνύων υπόσχεται τήν έκτέλεσιν πράξεως τινος ή τήν παράλειψιν άλλης. Υπάρχουν καί άλλαι διακρίσεις τού όρκου, τάς οποίας, όμως, δέν θά άναφέρωμεν. Πρέπει, όμως, νά σημειώσωμεν ότι ό όρκος αποτελεί τό κυριώτερον άποδεικτικόν μέσον κατά τήν απονομήν τής δικαιοσύνης, κυρίως δέ είς τήν ποινικήν δίκην.
Ποίος είναι ό δικαιολογητικός λόγος καθιερώσεως τού όρκου ώς αποδεικτικού μέσου κατά τήν απονομήν τής δικαιοσύνης; Ό όρκος, ώς είναι εύνόητον, αποτελεί όχι μόνον νομικήν, άλλά καί θρησκευτικήν πράξιν. Έκ τού όρκου θεωρείται απορρέουσα ή έγγύησις ότι ό ομνύων, επικαλούμενος τόν Θεόν, θά είπη τήν άλήθειαν, λόγω τής εξαιρετικής καί επιβλητικής δυνάμεως τού θρησκευτικού συναισθήματος. Επίσης, ό ομνύων έχει τόν φόβον ότι είς περίπτωσιν δόσεως ψευδούς όρκου θά ύποστή τάς διά τήν ψευδορκίαν προβλεπομένας εκκλησιαστικός καί θρησκευτικάς κυρώσεις.
Έπί πλέον, έκτός τής θρησκευτικής εγγυήσεως, ό όρκος παρέχει τήν ήθικήν έγγύησιν, ή οποία πηγάζει άπό τήν συνείδησιν παντός εντίμου καί ηθικού άνθρώπου. Περαιτέρω, προβλέπονται άπό τήν νομοθεσίαν ποινικαί κυρώσεις έκ τής ψευδορκίας. 'Άρα, ό όρκος είναι απολύτως άναγκαίον μέσον διά τήν έξακρίβωσιν τής αληθείας κατά τήν απονομήν τής δικαιοσύνης καί ειδικώς τής ποινικής. Βεβαίως, έχουν τονισθή τά μειονεκτήματα άπό τήν έπιβολήν τού όρκου. Κατ αρχήν δέν διασφαλίζεται ή άνεύρεσις τής αληθείας έκ τής δόσεως τού όρκου άπό ανθρώπους, οί όποιοι δέν πιστεύουν είς τόν Θεόν, ούτε έχουν συνείδησιν. Παραλλήλως, αμφισβητείται ή έντιμότης τού μάρτυρος καί προβάλλεται ή θρησκευτική συνείδησις τού όρκιζομένου.
4
Ας ίδωμεν τί ίσχυε νομικώς τήν έποχήν κατά τήν οποίαν ανεφύη τό ζήτημα τού όρκου, όταν έθεσε τούτο ό Κωνσταντίνος Οικονόμος. Μόλις είχε τεθή είς ίσχύν τό Σύνταγμα τού 1844, τό όποίον καθιέρωσε τό πολίτευμα τής συνταγματικής ή περιωρισμένης μοναρχίας. Τό άρθρον 100 τού Συντάγματος αυτού ώριζεν ότι: «Ουδείς όρκος επιβάλλεται άνευ νόμου ορίζοντος καί τον τύπον αυτού». Παραλλήλως, τά άρθρα 36 καί 42 καθιέρωσαν διά τόν Βασιλέα όρκον θρησκευτικόν κατά τόν τύπον τής Ανατολικής Όρθοδόξου Εκκλησίας. Όμοίως, τό άρθρον 57 τού Συντάγματος ώριζε τόν τύπον τού όρκου τού Βουλευτού καί του Γερουσιαστού. Ό Κώδιξ Πολιτικής Δικονομίας καί ό Κώδιξ Ποινικής Δικονομίας τού 1835 προέβλεπαν τόν θρησκευτικόν τύπον τού όρκου τών μαρτύρων, χωρίς νά προβλέπουν εξαιρέσεις διά τούς άθεους ή τούς κληρικούς. Έν τούτοις, ή επιβολή τού όρκου είς τόν μάρτυρα προσβάλλει τήν θρησκευτικήν συνείδησιν τού δίδοντος τόν όρκον ύπό δύο εννοίας.
Πρώτον, διότι υποχρεώνει τόν άθεον νά όρκισθή μέ όρκον θρησκευτικόν, ένώ δέν πιστεύει είς τόν Θεόν. Δεύτερον, διότι επιβάλλει άναγκαστικώς είς τόν πιστόν νά όρκισθή, ένώ ή θρησκεία του απαγορεύει τόν όρκον. Ή ελευθερία, όμως, τής θρησκευτικής συνειδήσεως δέν κατωχυρώνετο τότε άπό τό Σύνταγμα τού 1844, τό όποιον άνεγνώριζε μόνον τήν άνεξιθρησκείαν. Ή ελευθερία τής θρησκευτικής συνειδήσεως κατωχυρώθη διά πρώτην φοράν άπό τό Σύνταγμα τού 1927, τό άρθρον 1 τού οποίου ώριζε ότι:«Ή ελευθερία τής θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστος».
Τό άρθρον 13 παρ. 5 τού ισχύοντος Συντάγματος τού 1975, έπαναλαμβάνον τήν διάταξιν παλαιοτέρων Συνταγμάτων, ορίζει ότι: «Ουδείς όρκος επιβάλλεται άνευ νόμου ορίζοντος καί τόν τύπον αύτού». Επίσης, τό άρθρον 13 παρ. 4, αυτού ορίζει ότι: «Ουδείς δύναται ένεκα τών θρησκευτικών αυτού πεποιθήσεων νά απαλλαγή τής εκπληρώσεως τών πρός τό κράτος υποχρεώσεων ή νά άρνηθή τήν συμμόρφωσίν του πρός τούς νόμους».
Ή τελευταία αυτή διάταξις άφορα όχι μόνον είς τήν έκπλήρωσιν τών στρατιωτικών υποχρεώσεων καί τήν πληρωμήν τών φόρων, άλλά καί είς τήν δόσιν τού όρκου. Βασική είναι ή διάταξις τού άρθρου 13 παρ. 1 τού Συντάγματος, ή οποία ορίζει ότι: «Ή ελευθερία τής θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστος».Έκτος τής συνταγματικής αυτής διατάξεως, ή ελευθερία τής θρησκευτικής συνειδήσεως κατοχυρώνεται καί άπό σειράν διατάξεων τού διεθνούς δικαίου, αί κυριώτεραι τών οποίων είναι τό άρθρον 18 τής Οικουμενικής Διακηρύξεως τών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τού Ο.Η.Ε. τού 1948 τό άρθρον 9 τής Ευρωπαϊκής. Διά τούς Βουλευτάς τό άρθρον 59 παρ. 1 τού Συντάγματος ορίζει ότι: «Οί βουλευταί, πρό τής αναλήψεως τών καθηκόντων αυτών ομνύουν έν τώ Βουλευτηρίου καί εις δημοσίαν συνεδρίασιν τόν άκόλουθον όρκον: «Όμνύω εις τό όνομα της Άγιας καί Ομοουσίου καί Αδιαιρέτου Τριάδος νά φυλάττω πίστιν εις τήν Πατρίδα καί τό δημοκρατικόν πολίτευμα, ύπακοήν εις τό Σύνταγμα καί τούς νόμους καί νά έκπληρώ ένσυνειδήτως τά καθήκοντα μου».
Ή διάταξις αυτή καθιερώνει όρκον θρησκευτικόν κατά τόν τύπον της Ανατολικής Όρθοδόξου Εκκλησίας. Παραλλήλως, όμως, τό άρθρον 59 εις τήν παράγραφον 2, σεβόμενον τήν έλευθερίαν της θρησκευτικής συνειδήσεως τών αλλοθρήσκων καί τών έτεροδόξων βουλευτών, ορίζει ότι: «Αλλόθρησκοι ή έτερόδοξοι βουλευταί δίδουν τόν αυτόν όρκον κατά τόν τύπον της ιδίας αυτών θρησκείας ή τού ιδίου δόγματος».
Αντιθέτως, τό Σύνταγμα δέν προβλέπει άρνησιν δόσεως όρκου διά τούς αθέους, τών οποίων παραβιάζεται ή ελευθερία τής θρησκευτικής συνειδήσεως. Ή ίδιότης τού βουλευτού εμπεριέχει (ορισμένους περιορισμούς, τούς οποίους καθιερώνει αυτό τούτο τό Σύνταγμα, όπως π.χ. τά ασυμβίβαστα έργα τού άρθρου 57 τού Συντάγματος. Προκειμένου περί μαρτύρων εις τάς ποινικάς καί πολιτικάς δίκας, ή νομοθεσία καθιερώνει απόλυτον σεβασμόν πρός τήν έλευθερίαν τής θρησκευτικής συνειδήσεως.
Κατά τό άρθρον 408 Κωδικός Πολιτικής Δικονομίας ορίζεται ό εξής όρκος τού μάρτυρος: «Ορκίζομαι ενώπιον τού Θεού νά είπω ευσυνειδήτως όλην τήν άλήθειαν καί μόνον τήν άλήθειαν χωρίς νά καταθέσω ούτε νά αποκρύψω τι». Έάν ό μάρτυς πιστεύη άλλην θρησκείαν, ό όρκος δίδεται κατά τόν τύπον τής ιδίας αυτού θρησκείας. Έάν ό μάρτυς δηλώση ενώπιον τού Δικαστηρίου ότι ούδεμίαν πιστεύει θρησκείαν ή ότι πιστεύει θρησκείαν μή έπιτρέπουσαν τόν όρκον, ό όρκος δίδεται ώς διαβεβαίωσις ύπό τόν εξής τύπον:
«Δηλώ επικαλούμενος τήν τιμήν καί τήν συνείδησίν μου ότι θά είπω όλην τήν άλήθειαν καί μόνον τήν άλήθειαν χωρίς νά καταθέσω ή νά αποκρύψω τι». «Οί κληρικοί παντός θρησκεύματος ορκίζονται διαβεβαιούντες επί τή ίερωσύνη αυτών». Τά αυτά ορίζει καί ό Κώδιξ Ποινικής Δικονομίας. Τό άρθρον 218 καθιερώνει όρκον θρησκευτικόν. Διά τούς κληρικούς καί ιερωμένους, τών οποίων ή θρησκεία απαγορεύει τόν όρκον, ορίζει ότι αυτοί δίδουν διαβεβαίωσιν έπί τή ίερωσύνη των. Έξ άλλου, τό άρθρον 220 ορίζει ότι οί αλλόθρησκοι ορκίζονται κατά τόν τύπον τής ιδίας αυτών θρησκείας. Έάν ό μάρτυς δέν πιστεύη εις καμμίαν θρησκείαν ή εις θρησκείαν, ή οποία δέν επιτρέπει τόν όρκον, δίδει διαβεβαίωσιν επικαλούμενος τήν τιμήν καί τήν συνείδησίν του.
Διά τών διατάξεων αυτών ή νομοθεσία έλυσε τό πρόβλημα τού όρκου τών κληρικών, άλλά καί τών αθέων, ή τών αλλοθρήσκων, κατά πλήρη σεβασμόν πρός τήν έλευθερίαν τής θρησκευτικής συνειδήσεως.
5
Τό θέμα τού όρκου γενικώς καί τού όρκου τών κληρικών είδικώτερον, τό όποίον έθεσεν ό Ιωάννης Γενατάς τω 1829 καί ό Κωνσταντίνος Οικονόμος τω 1848 εύρε τήν λύσιν του εις τήν σύγχρονον νομοθεσίαν διά μέσου τής κατοχυρώσεως τής ελευθερίας τής θρησκευτικής συνειδήσεως. Εις τό σύγχρονον κράτος δέν άρκούν τά εκκλησιαστικά κείμενα διά τήν λύσιν τών προβλημάτων αυτών, τά όποια συνάπτονται πρός τήν άπονομήν τής δικαιοσύνης, άλλά καί πρός τήν έλευθερίαν τής θρησκευτικής συνειδήσεως.
Χρειάζονται καί τά συνταγματικά κείμενα, τά όποια προστατεύουν τά ανθρώπινα δικαιώματα, τά όποία έγεννήθησαν εις τήν Αρχαία Ελλάδα καί εις τά όποια στηρίζεται ό σύγχρονος πολιτισμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου