«Τον Νυμφίον, αδελφοί αγαπήσωμεν, τας λαμπάδας εαυτών ευτρεπίσωμεν, εν αρεταίς εκλάμποντες και πίστει ορθή, ίνα, ως αι φρόνιμοι του Κυρίου Παρθένοι, έτοιμοι εισέλθωμεν, συν αυτώ εις τους γάμους. Ο γαρ Νυμφίος δώρον, ως Θεός, πάσι παρέχει τον άφθαρτον στέφανον».
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΣΥΜΕΩΝ (ΚΑΤΑΜΟΝΑΣ)
Σε μια όμορφη καταπράσινη συνοικία των Ιεροσολύμων που λέγεται Καταμόνας και πολύ κοντά στη μονή του Τιμίου Σταυρού, βρίσκεται η Ιερά Μονή Δικαίου Συμεών του Θεοδόχου. Κατά την παράδοση στο χώρο της Μονής ήταν το σπίτι του Αγίου Συμεών. Ο Άγιος Συμεών ήταν ένας από τους 72, στους οποίους ο βασιλεύς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Β΄ ανέθεσε τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στην Ελληνική γλώσσα. Καθώς μελετούσε τα κείμενα και το βιβλίο του Προφήτου Ησαΐου, που αναφέρεται στον τρόπο της γεννήσεως του Χριστού, εκ Παρθένου, άρχισε να αμφιβάλλη και να διερωτάται. Καθώς μάλιστα περπατούσε δίπλα στο Νείλο ποταμό, έβγαλε και έριξε το δαχτυλίδι του μέσα σ΄ αυτόν λέγοντας: «Αν ξαναβρώ το δαχτυλίδι μου, τότε θα πραγματοποιηθούν και οι προφητείες». Μετά από μερικές μέρες τρώγοντας ο Συμεών ψάρι βρήκε μέσα στην κοιλιά του ψαριού το δαχτυλίδι του που είχε ρίξει στον Νείλο. Στη συνέχεια όχι μόνο πείσθηκε αλλά παρακάλεσε το Θεό να του χαρίση χρόνια, ώστε προτού πεθάνει να δη τον Χριστό.
Πραγματικά, στο Ναό του Σολομώντος είδε την Παρθένο Μαρία να έρχεται με το Θείο Βρέφος και τότε φωτίστηκε από το Άγιο Πνεύμα και είπε: «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν Σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ». Η εκπλήρωση αυτής της επιθυμίας του, έγινε όταν ήταν στην ηλικία των 270 ετών και στη συνέχεια εκοιμήθη και ετάφη. Ο τάφος σώζεται μέχρι σήμερα στη Μονή του.
ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ
Προς την νοτιοανατολική πλευρά του Ναού του Σολομώντος υπάρχει εξωτερικός τοίχος, που στηρίζει τον χώρο του Ναού. Ο εξωτερικός αυτός τοίχος είναι ο μόνος που σώζεται μέχρι σήμερα από το Ναό, που έχτισε ο Ηρώδης το 47-4 μ.Χ. και καταστράφηκε το 70 μ.Χ. από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τίτο. Αυτό το τείχος αποτελεί το «τείχος των Δακρύων», που είναι το ιερότερο προσκυνηματικό μέρος των Εβραίων. Οι Εβραίοι καθώς προσεύχονται κλαίνε για τη χαμένη τους δόξα, γι΄ αυτό και το τείχος των Δακρύων είναι γνωστό και «ως τείχος των θρήνων».
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Το 326 μ.Χ. η Αγία Ελένη έκτισε πάνω από το Σπήλαιο της Γεννήσεως του Χριστού τον πρώτο Ναό, ο οποίος βρίσκεται στο ανατολικό μέρος της πόλεως της Βηθλεέμ. Ο Ναός αυτός 527-565 μ.Χ. κατεδαφίστηκε για άγνωστους σ΄ εμάς λόγους από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και ξανακτίστηκε, χωρίς ο Ναός να έχη την μεγαλοπρέπεια του πρώτου Ναού. Μάλιστα αναφέρει η παράδοση, ότι ο αυτοκράτορας δεν έμεινε ευχαριστημένος και διέταξε την τιμωρία του αρχιτέκτονα. Το 1934 μ.Χ., μετά από ανασκαφές, αποκαλύφθηκαν υπολείμματα του δαπέδου της βασιλικής της Αγίας Ελένης, με πολύχρωμα ψηφιδωτά.
Το 614 μ.Χ., οι Πέρσες κατέλαβαν την Παλαιστίνη με αποτέλεσμα την καταστροφή των Μονών και τη σφαγή χιλιάδων μοναχών. Ωστόσο, σεβάστηκαν τον Ναό της Γεννήσεως και δεν τον κατέστρεψαν, γιατί στην πρόσοψη της Βασιλικής ήταν ζωγραφισμένη η παράσταση της Γεννήσεως του Χριστού και της προσκυνήσεως των Μάγων της Περσίας με τις Περσικές ενδυμασίες. Αυτή η παράσταση έσωσε το Ναό, γιατί οι Πέρσες σεβάστηκαν τους τρεις Μάγους συμπατριώτες τους. Σε μικρή απόσταση από τον τάφο των ποιμένων κτίσθηκε ελληνορθόδοξος Ναός από τον μακαριστό πνευματικό της Λαύρας του Αγίου Σάββα, Γέροντα Σεραφείμ.
ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ
ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΟΥ
Βρίσκεται στην είσοδο της ερήμου της Ιουδαίας και είναι κτισμένο πάνω στα ερείπια του κοινοβίου, που ίδρυσε το 465 μ.Χ. ο Αββάς Θεοδόσιος. Το μοναστήρι γνώρισε μεγάλη ακμή από τον 5ο μέχρι τον 7ο αιώνα. Οι μοναχοί έφτασαν τους 700 και άλλοι 2500 ζούσαν σε ασκητήρια γύρω από το μοναστήρι. Ανάμεσά τους υπήρχε αγάπη, πειθαρχία, εργατικότητα και πνευματική άσκηση. Εκτός από την εκκλησία στην οποίαν γινόταν καθημερινά Θεία Λειτουργία στα ελληνικά, υπήρχαν εργαστήρια, γηροκομεία, φροντιστήρια, ξενώνες και στάβλοι για τα ζώα. Την πρόοδο και ακμή του μοναστηριού ανέκοψαν οι περσικές επιδρομές το 614 μ.Χ. με τη σφαγή 5000 μοναχών, αλλά και η αραβική κατάκτηση. Νέα ακμή του μοναστηρίου παρατηρείται τον ια΄-ιβ΄ αιώνα, την περίοδο των Σταυροφόρων.
Τον 15ο αιώνα το μοναστήρι εγκαταλείπεται και στη συνέχεια γίνεται άσυλο των Βεδουίνων. Το 1881 ο σχολάρχης της Θεολογικής σχολής του Τιμίου Σταυρού, Φώτιος Αλεξανδρίδης, αγοράζει τα ερείπια του μοναστηριού από τους Βεδουίνους. Στις 11 Ιανουαρίου του 1896, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Γεράσιμος-κατέθεσε τα θεμέλια της νέας Μονής. Αξιόλογο τμήμα της Μονής του Αγίου Θεοδοσίου είναι το σπήλαιο των Μάγων. Πρόκειται για μια φυσική σπηλιά από την οποία πέρασαν οι τρεις Μάγοι φεύγοντας από την Βηθλεέμ προς τη χώρα τους «δι΄ άλλης οδού», ώστε να μη συναντήσουν τον Ηρώδη.
Η ΛΑΥΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΑΒΒΑ
Βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Πύρινου ποταμού και μέσα στην καρδιά της ερήμου της Ιουδαίας. Το Μοναστήρι ιδρύθηκε από τον Άγιο Σάββα το 485 μ.Χ., αφού προηγουμένως το 479 μ.Χ., είχε εγκατασταθεί ως ερημίτης σε σπήλαιο της απέναντι ανατολικής όχθης του πύρινου ποταμού. Στο σπήλαιο αυτό που διατηρείται μέχρι σήμερα, ο Άγιος Σάββας έζησε ασκούμενος για πολλά χρόνια. Μάλιστα, αναφέρει η παράδοση ότι, καθώς έμπαινε στο σπήλαιο ο Άγιος Σάββας άκουσε τον άγριο βρυχηθμό ενός λιονταριού που κατοικούσε εκεί. Ο Άγιος τότε ευλόγησε το λιοντάρι και του είπε: «Εγώ είμαι αποφασισμένος να ζήσω εδώ αν θέλης μείνε κι΄ εσύ μαζί μου». Το άγριο ζώο σαν να κατάλαβε τα λόγια του Αγίου, ημέρεψε, έμεινε κοντά του και τον υπηρετούσε σ΄ όλη του τη ζωή. Σιγά-σιγά η φήμη του Αγίου Σάββα άρχισε να γίνεται γνωστή με αποτέλεσμα να έρχωνται μοναχοί και να ζούν σε σπηλιές κοντά στον Πνευματικό τους Πατέρα.
Το 491 μ.Χ. πήρε οδηγία από την Θεοτόκο που του έλεγε, να περάση στην απέναντι όχθη του πύρινου ποταμού και να κτίση μοναστήρι, στο σημείο που έβλεπε πύρινη στήλη. Συγχρόνως πήρε υπόσχεση από τη Θεοτόκο, ότι θα προστατεύη και θα φροντίζη το μοναστήρι μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Αφού πέρασε απέναντι βρήκε σπηλιά σε σχήμα εκκλησίας. Την ονόμασε θεόκτιστη και την αφιέρωσε προς τιμήν του Αγίου Νικολάου. Στις 12 Δεκεμβρίου 491 μ.Χ. καθαγιάστηκε η Θεόκτιστη εκκλησία από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Σαλλούστιο. Το μοναστήρι βοήθησε πολύ τον ΣΤ΄ αιώνα ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, που έκτισε τους πύργους τους γνωστούς μέχρι σήμερα ως «πύργοι του Ιουστινιανού», το τείχος για την ασφάλεια του μοναστηριού και το καθολικό της Μονής που είναι αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τα εγκαίνια και ο καθαγιασμός του οποίου έγιναν το 502 μ.Χ.
Μέσα στο Ναό είναι και το άφθαρτο Σκήνωμα του Αγίου Σάββα που το 1099 μ.Χ., το πήραν οι σταυροφόροι στη Βενετία και μετά από εννιά αιώνες, το 1965, αναγκάστηκαν να το επιστρέψουν μετά από επανειλημμένες αιτήσεις του Αγίου. Ο Άγιος Σάββας το 1964 παρουσιάσθηκε στον πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ και του είπε ότι θέλη να γυρίση στο μοναστήρι του στο σπίτι του και τα παιδιά του (μοναχούς), που τον ζητούσαν. Η Σύνοδος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας απέρριψε το αίτημα της επιστροφής του ιερού σκηνώματος με αποτέλεσμα σε μερικούς μήνες να πεθάνη ο πάπας. Και πάλι το 1965 ο άγιος Σάββας ανανέωσε το αίτημά του για επιστροφή στον νέο πάπα Ιωάννη Παύλο, που το κάνει αποδεκτό φοβούμενος από το θάνατο του προκατόχου του. Η απόφαση αυτή των Ρωμαιοκαθολικών χαροποίησε το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο, αλλά και τους μοναχούς της Μονής του Αγίου Σάββα. Αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου μαζί με τον τότε Πνευματικό της Μονής μακαριστό Αρχιμ. Σεραφείμ μεταβαίνουν στη Βενετία και δακρυσμένοι γονατίζουν μπροστά στο Ιερό Σκήνωμα.
Στις 13 Οκτωβρίου του 1965 επιστρέφουν στα Ιεροσόλυμα και από τις 30 Οκτωβρίου του ιδίου έτους εναποτίθεται το Σκήνωμα στο μοναστήρι του, κοντά στα παιδιά του, όπως το ζητούσε ο Άγιος, αλλά και για να αγιάζη όσους πιστά προσέρχονται. Ανάμεσα στη θεόκτιστη εκκλησία και το καθολικό υπάρχη αυλή, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ο Τάφος του Αγίου Σάββα, στρογγυλό μικρό οικοδόμημα με τρούλλο αγιογραφημένο εσωτερικά, με σκηνές από τη ζωή του Αγίου Σάββα και μορφές ασκητών. Κάτω από το οικοδόμημα του τάφου του Αγίου Σάββα και τη πλακόστρωτη αυλή, είναι το κοιμητήριο της Μονής.
Μια πλάκα από την αυλή οδηγεί σε υπόγεια σπηλιά κοιμητήριο, όπου εναποθέτουν τους κεκοιμημένους πατέρας πάνω στο χώμα. Το σώμα τους λιώνει σιγά-σιγά, χωρίς όμως να μυρίζουν. (Τη Επαύριω η Συνέχεια)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου