Η Engie NorthAmerica, ο αμερικανικός βραχίονας της παγκόσμιας ενεργειακής εταιρείας με έδρα το Παρίσι, έχει ήδη αποφασίσει τη μείωση των προγραμματισμένων επενδύσεων της ΗΠΑ κατά 50%, λόγω δασμών και κανονιστικής αβεβαιότητας.
Υπόψιν
ότι η θυγατρική της Engie στη Βόρεια Αμερική με έδρα το Χιούστον ήταν από τις
πρώτες εταιρείες που εμπιστεύτηκαν το μέχρι πρότινος σταθερό επιχειρηματικό
περιβάλλον στις ΗΠΑ και ως εκ τούτου, μέχρι τα τέλη του έτους θα λειτουργεί
περίπου 11 γιγαβάτ ηλιακής ενέργειας, αποθήκευσης ενέργειας σε μπαταρίες και
αιολικής ενέργειας.
Η
σταθερότητα όμως της αμερικανικής επιχειρηματικής αγοράς δεν αποτελεί πλέον το
χρυσό πρότυπο, κάτι που ενδεχομένως θα επηρεάσει τις επενδυτικές αποφάσεις και
άλλων πολυεθνικών, εκτός της Engie.
Αν
συνυπολογίσουμε την κανονιστική αβεβαιότητα και το αυξημένο κόστος λόγω των
δασμών στα μέταλλα, -σύμφωνα με εκτιμήσεις του κλάδου οι δασμοί αυξάνουν το
κόστος για έργα ηλιακής ενέργειας και αποθήκευσης σε μπαταρίες έως και 30% -
τότε γίνεται κατανοητό ότι πολλά έργα δεν θα προχωρήσουν και πολλοί
κατασκευαστές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα επαναδιαπραγματευτούν τις τιμές
ενέργειας με τις εταιρείες κοινής ωφέλειας για να καλύψουν την ξαφνική αύξηση
του κόστους.
Άλλωστε
ο νόμος «One Big Beautiful Act» του Τραμπ τερματίζει δύο βασικές φορολογικές
ελαφρύνσεις για ηλιακά και αιολικά έργα στα τέλη του 2027, καθιστώντας τις
συνθήκες ακόμη πιο δύσκολες. Mπορεί τα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που θα
ξεκινήσουν την κατασκευή τους έως τον επόμενο Ιούλιο να εξακολουθούν να πληρούν
τις προϋποθέσεις για τις φορολογικές ελαφρύνσεις, όμως οι προοπτικές για έργα
που είναι προγραμματισμένα αργότερα μέσα στη δεκαετία έχουν πλέον θολώσει.
Η
λήξη της φορολογικής πίστωσης που στήριξε τις επενδύσεις για νέες κατασκευές
στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και της πίστωσης παραγωγής, θα μεταφραστούν
στο τέλος της ημέρας σε υψηλότερους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας για τις
αμερικανικές οικογένειες και τις επιχειρήσεις.
Ήδη
η τιμή που χρεώνει η Avantus για την ηλιακή ενέργεια έχει σχεδόν διπλασιαστεί
στα 60 δολάρια ανά μεγαβατώρα, καθώς τα επιτόκια και οι δασμοί έχουν αυξηθεί. Ο
Διευθύνων Σύμβουλος Graham εκτιμά πλέον ότι οι τιμές θα εκτοξευθούν ξανά πέριξ
των 100 δολαρίων ανά μεγαβατώρα από τη στιγμή που θα καταργηθούν οι φορολογικές
ελαφρύνσεις.
Για
πόσο όμως θα μπορέσουν να αντέξουν τις αυξήσεις του ρεύματος οι Αμερικανοί,
ειδικά οι μικροί επιχειρηματίες; Εδώ ακριβώς «ποντάρουν» οι εκπρόσωποι του
κλάδου, γι’αυτό και διατηρούν την ψυχραιμία τους, εκτιμώντας ότι γρήγορα η
αμερικανική κυβέρνηση θα αναθεωρήσει.
Άλλωστε
λιγότεροι σταθμοί ανανεώσιμης ενέργειας θα μπορούσαν να αυξήσουν τον κίνδυνο
πτώσεων ή διακοπών ρεύματος, μια περίοδο που η ζήτηση της ηλεκτρικής ενέργειας
αυξάνεται ραγδαία από τα κέντρα δεδομένων που κατασκευάζουν οι εταιρείες
τεχνολογίας για την εκπαίδευση συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης.
Η
PJM Interconnection , το μεγαλύτερο ηλεκτρικό δίκτυο στις ΗΠΑ που συντονίζει τη
χονδρική πώληση ηλεκτρικής ενέργειας σε 13 πολιτείες και την περιφέρεια της
Κολούμπια, έχει μάλιστα προειδοποιήσει από τώρα για περιορισμένο εφοδιασμό με
ηλεκτρική ενέργεια, εξαιτίας των ολοένα και λιγότερων νέων μονάδων που μπαίνουν
σε λειτουργία.
Το
πότε και αν αναθεωρήσει η κυβέρνηση των ΗΠΑ σχετικά με τις νέες άδειες για ΑΠΕ
δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Όμως αυτό που ξέρουμε είναι ότι αν οι πρόσφατες
δηλώσεις του Ντόναλτ Τραμπ γίνουν πράξη, τότε οι ΗΠΑ θα δουν μια μεγάλη ύφεση
στην παραγωγή νέας ενέργειας από ΑΠΕ από το δεύτερο εξάμηνο του 2026 έως το
2028, καθώς τα νέα έργα δεν θα πληρούν πλέον τις προϋποθέσεις για φορολογικές
ελαφρύνσεις και πολλά από αυτά θα ακυρωθούν. Μια τέτοια εξέλιξη είναι ικανή να
φέρει τα πάνω κάτω και στον κλάδο της ΑΙ.
Βλέπετε,
μπορεί ο Τραμπ να δίνει προτεραιότητα στο πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και την
πυρηνική ενέργεια ως «τα πιο αποτελεσματικά και αξιόπιστα εργαλεία για την
τροφοδοσία της χώρας», όμως σύμφωνα με στοιχεία της Enverus, οι ΑΠΕ είναι η
πηγή ενέργειας που μπορεί να καλύψει τη ζήτηση πιο γρήγορα.
Περισσότερο
από το 90% της ενέργειας που περιμένει να συνδεθεί στο δίκτυο προέρχεται από
ηλιακή ενέργεια, αποθήκευση σε μπαταρίες ή αιολική ενέργεια, καθώς οι νέες
μονάδες φυσικού αερίου δεν θα τεθούν σε λειτουργία για άλλα πέντε χρόνια λόγω
προβλημάτων εφοδιασμού και η νέα πυρηνική ενέργεια –αντιδραστήρες SMR- απέχει
μια δεκαετία περίπου από τις τελικές και ολοκληρωμένες εφαρμογές της.
Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας δεν αποκλείεται στο εγγύς μέλλον να αναγκαστούν να απορρίψουν τη ζήτηση από τα κέντρα δεδομένων, επειδή ακριβώς δεν θα υπάρχει αρκετή πλεονάζουσα ενέργεια για να τα λειτουργήσουν και κανείς δεν θα θέλει να διακινδυνεύσει διακοπές ρεύματος σε νοσοκομεία, σχολεία και σπίτια. Αυτό θα πιέσει τις ΗΠΑ στον αγώνα τους εναντίον της Κίνας για τη βελτιστοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης, μια προτεραιότητα της κυβέρνησης Τραμπ.
Θα καταφέρει αυτή η προτεραιότητα να δώσει έγκαιρα το έναυσμα για αντιστροφή της ενεργειακής πολιτικής των ΗΠΑ πριν η αγορά γίνει άνω κάτω; Το μέλλον θα δείξει. Όπως και να έχει, η επενδυτική κοινότητα θα πρέπει να έχει τεντωμένες τις κεραίες της για τους σχετικούς κλάδους, ειδικά από το δεύτερο εξάμηνο του 2026 και μετά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου