24 Αυγούστου, 2025

Ο ΓΡΙΦΟΣ ΤΗΣ ΜΑΛΤΑΣ

Στην εποχή του ψηφιακού κόσμου τα πράγματα άλλαξαν. Κοινό σημείο όλων των καιρών: Όπου ακούς για «αποκαλύψεις» πάρε μαζί σου μια ασπίδα αμφιβολίας. Αφορμή για τις ανωτέρω σκέψεις είναι μία ακόμη συναρπαστική ιστορία που εξελίσσεται στις οθόνες μας τις τελευταίες ημέρες, επιβεβαιώνοντάς μας ότι σε αυτήν τη χώρα μπορούμε να πεθάνουμε από οτιδήποτε άλλο πέραν της πλήξης.

Ιστοσελίδα που εξειδικεύεται στην «αποκαλυπτική» δημοσιογραφία, όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν, πρόκειται (προσοχή στη χρήση του μέλλοντος) να δημοσιεύσει ρεπορτάζ που αναφέρεται στην CrediaBank, πρώην Τράπεζα Αττικής και στον ρόλο που διαδραματίζει σε αυτήν ο κ. Αλέξανδρος Εξάρχου, διευθύνων σύμβουλος της κατασκευαστικής εταιρείας ΆΚΤΩΡ και ένας από τους τρεις εταίρους του επενδυτικού τριδύμου Μπάκος - Καϋμενάκης - Εξάρχου. Πριν από τη δημοσίευση έχουν προηγηθεί ερωτήσεις του δημοσιογράφου, τις οποίες και ο «εγκαλούμενος» καλείται να απαντήσει σαν να βρίσκεται ενώπιον της Δικαιοσύνης.

Τέλος πάντων, έτσι έχουν αποφασίσει να κάνουν τη δουλειά τους οι άνθρωποι, εμάς, της «μη αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας», δεν μας πέφτει λόγος. Επίσης, ότι ένα θέμα του μελλοντικού ρεπορτάζ, σύμφωνα με όσα έχουν διαρρεύσει, θα είναι και η σχέση του Αλέξανδρου Εξάρχου με την διευθύνουσα σύμβουλο της Τράπεζας Ελένη Βρεττού, μας ξεπερνάει.

Αν είναι αλήθεια. Όρκο δεν παίρνουμε! Μέχρι στιγμής έχουμε γνώση του «ρεπορτάζ» απ’ όσα έχουν γραφτεί από τρίτους. Ρεπορτάζ δεν έχουμε ακόμη δει. Οι άνθρωποι πάντως (Εξάρχου και Βρεττού) έχουν παντρευτεί εδώ και καιρό ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Αν αυτό σπάει τα τείχη μεταξύ μετόχων και διοίκησης, είναι κάτι που πρέπει να εξεταστεί μελλοντικά από τις εποπτικές αρχές. Πώς γίνεται στο ποδόσφαιρο και αλλάζουν οι κανονισμοί από καιρό σε καιρό! Έτσι κι εδώ.

Την ίδια εποχή που όλα αυτά τα υπέροχα συμβαίνουν η CrediaBank βρίσκεται σε συζητήσεις για την εξαγορά της HSBC της Μάλτας. Η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου είναι αν για την τράπεζα αυτή ενδιαφέρεται ταυτοχρόνα και άλλος Έλληνας επιχειρηματίας. Είπαμε αν! Τυχαίο; Δεν είναι απαραίτητο η έρευνα της αποκαλυπτικής, ερευνητικής και ανεξάρτητης δημοσιογραφίας να έχει σχέση με αυτό το γεγονός. Την εξαγορά, δηλαδή, της Τράπεζας ή το ενδεχόμενο ενδιαφέρον κάποιου τρίτου για μια τράπεζα στην Μάλτα.

Και πάμε στην δεύτερη σχετική ερώτηση και ίσως την πιο ουσιαστική: Ποιο ήταν το νόημα να στείλουν ερωτήσεις προς την Κεντρική Τράπεζα της Μάλτας μία μόλις εβδομάδα αφού γνωστοποιήθηκε το ενδιαφέρον της CrediaBank για την HSBC Μάλτας; Τι περίμεναν, δηλαδή, να τους απαντήσει η Κεντρική Τράπεζα της Μάλτας; Δεν συζητάμε για ερωτήσεις που απευθύνονται στους άμεσα ενδιαφερόμενους. Αυτό είναι απολύτως λογικό.

Ο δημοσιογράφος αποφάσισε να ασχοληθεί με ένα θέμα (όποιο θέμα θέλει) και ζητάει τις απόψεις όλων των ενδιαφερομένων. Εξαιρετικά! Εδώ όμως μιλάμε για ένα άλλο πράγμα: Για ερωτήσεις που γίνονται προς άσχετα μέρη σε σχέση με το «ρεπορτάζ» και οι οποίες δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να απαντηθούν.

Τι να απαντήσει, δηλαδή, η Κεντρική Τράπεζα της Μάλτας για πράγματα που τα έχει ήδη ελέγξει η Τράπεζα της Ελλάδος; Και γιατί να κάνει κάποιος ερωτήσεις για τις οποίες δεν μπορεί να λάβει απαντήσεις; Δεν θέλουμε να μπούμε στον πειρασμό να κάνουμε υποθέσεις. Μόνο να επισημάνουμε το παράδοξο του πράγματος.

Προσέξτε, όμως, πώς μπορούν να λειτουργήσουν τα πράγματα! Γενικώς μιλάμε και όχι ειδικώς. Δημοσιεύεται ένα ρεπορτάζ που λέει ό,τι έχει να πει, το οποίο έχει και το άλλοθι ότι ζήτησε και την άποψη των εμπλεκόμενων. Στη συνέχεια το ρεπορτάζ αυτό αναπαράγεται από συστημικά μέσα ενημέρωσης, από αυτά της μη αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας, και στο τέλος βρίσκεται και κάποιος ευρωβουλευτής που ζητάει τη συνδρομή της Ευρώπης για να αποκαλυφθεί η αλήθεια. Αλίμονο στην επιχείρηση εκείνη που σχεδιάζει κάτι σημαντικό για την ανάπτυξή της εκείνη την περίοδο! Η διοίκηση της CrediaBank, πάντως έσπευσε να ενημερώσει επισήμως τους πάντες και για τα πάντα στην Μάλτα.

Και μια ευρύτερη διαπίστωση ως κατακλείδα. Κάποτε τα Μέσα Ενημέρωσης ζούσαν κυρίως από τους αναγνώστες τους. Ο αναγνώστης πήγαινε στο περίπτερο και με το δικό του αντίτιμο στήριζε το Μέσο της προτίμησής του. Σήμερα, η απευθείας αυτή σχέση έχει σε μεγάλο βαθμό χαθεί, με αποτέλεσμα τα περισσότερα Μέσα να εξαρτώνται από άλλες πηγές χρηματοδότησης - διαφημιστικές καμπάνιες, ιδρύματα ή φορείς, ακόμη και ΜΚΟ.

Το γεγονός αυτό είναι πιθανόν να επηρεάζει την κατεύθυνση και τον τρόπο άσκησης της δημοσιογραφίας, ιδίως όταν οι ίδιες οι πηγές χρηματοδότησης θέτουν προτεραιότητες. Διευκρινίζω, προς αποφυγήν παρερμηνειών, ότι δεν αναφέρομαι στους συναδέλφους που έθεσαν τα ερωτήματα. Το ζήτημα που προκύπτει, λοιπόν, δεν είναι η ύπαρξη οικονομικής στήριξης καθαυτής αλλά η διαφάνεια γύρω από αυτήν και η δυνατότητα του κοινού να γνωρίζει με ποια κριτήρια παράγεται η πληροφόρηση που λαμβάνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: