Πολλοί έσπευσαν χθες να ερμηνεύσουν υπό την παρούσα πολιτική συγκυρία την αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στο ρητό «οι γόρδιοι δεσμοί δεν λύνονται, κόβονται» και την επισήμανσή του ότι κάποιες φορές πρέπει να κάνεις πραγματικές υπερβάσεις και να διαλέξεις «την πιο τολμηρή, την πιο προχωρημένη λύση, έστω κι αν αυτό μπορεί να σημαίνει αναταραχή ή να προκαλεί κάποιο πρόσκαιρο πολιτικό κόστος».
Η
επιλογή του πρωθυπουργού για την Προεδρία της Δημοκρατίας, τελικά, μάλλον δεν
υπάγεται σε αυτή την κατηγορία ανατροπών, καθώς είναι σαφές ότι μια σειρά
κριτηρίων που είχαν τεθεί εξαρχής από τον Κυριάκο Μητσοτάκη επιβεβαιώθηκαν με
την επιλογή του στο πρόσωπο του σημερινού Προέδρου της Βουλής, Κωνσταντίνου
Τασούλα.
Πρόκειται
για πολιτικό πρόσωπο, όπως κρίθηκε ότι απαιτείται στην αρχή μιας δύσκολης
περιόδου, κυρίως στο διεθνές περιβάλλον. Είναι ένα πρόσωπο, που, σύμφωνα με το
κυβερνητικό επιτελείο, υπηρετεί τη συναίνεση, καθώς έχει εκλεγεί τρεις φορές με
ευρύτατη πλειοψηφία από τη Βουλή στο τρίτο θεσμικό αξίωμα της χώρας.
Ταυτόχρονα,
υπηρετεί το ζητούμενο της ενότητας στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας και τη
συνοχή της κοινοβουλευτικής της ομάδας, που δοκιμάστηκε το τελευταίο διάστημα,
με τον ίδιο τον κ. Τασούλα να διατηρεί και τα χαρακτηριστικά της απόλυτης
στήριξης των κυβερνητικών επιλογών, ακόμη και σε δύσκολες συγκυρίες, όπως η
ισότητα στο γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.
Ο
Κυριάκος Μητσοτάκης συγκεκριμενοποίησε στο μήνυμά του τα χαρακτηριστικά, που
επιζητούσε στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Μίλησε για πρόσωπο που θα
εμπνέει εμπιστοσύνη στην κοινωνία, που θα έχει τη δυνατότητα να συνθέτει και να
ενώνει, θα διαθέτει υψηλό κύρος, ευρύτερη αποδοχή, εμπειρία, γνώση και έμπρακτο
σεβασμό στους θεσμούς, προσδίδοντας στον Κωνσταντίνο Τασούλα τις ιδιότητες του
πολιτικού που τυγχάνει ευρείας αποδοχής, διαθέτει ενωτικό πνεύμα και συνθετικές
αρετές.
Ίσως
το πιο δύσκολο δίλημμα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ήταν το αν το πρόσωπο, που θα
προτείνει, θα προέρχεται από τον πολιτικό χώρο της Νέας Δημοκρατίας ή, όπως
συνέβη και το 2020 και συμβαίνει κατά παράδοση ενός άτυπου εθιμικού, θα είχε το
αντίθετο από την κυβέρνηση, πολιτικό πρόσημο. Η ανάγκη να τονωθεί η συσπείρωση
της κεντροδεξιάς παράταξης φαίνεται ότι έγειρε την πλάστιγγα, με τον ίδιο τον
Κυριάκο Μητσοτάκη να αιτιολογεί την απόφασή του, επιχειρώντας να αποσυνδέσει τα
βασικά χαρακτηριστικά του προσώπου από την πολιτική του καταγωγή.
«Η
πολιτική του αφετηρία έχει μικρότερη σημασία […] ούτε η διαφορετική προέλευση
Προέδρου και πρωθυπουργού εγγυάται την πολιτειακή ισορροπία, ούτε η πολιτική
τους σύμπτωση δημιουργεί εξ ορισμού θεσμικό κίνδυνο. Το Σύνταγμά μας παρέχει
όλες τις εγγυήσεις, ενώ και η Ιστορία δείχνει ότι τα πρόσωπα είναι εκείνα που
τελικά δίνουν αξία στους θεσμούς», είπε στο τηλεοπτικό του μήνυμα.
Τα
χαρακτηριστικά βάσει των οποίων επελέγη ο Κωνσταντίνος Τασούλας και κυρίως αυτό
του πολιτικού προσώπου, με εμπειρία στα κοινά, αποτελούν και την αιτιολογία της
μη επιλογής της Κατερίνας Σακελλαροπούλου για μια δεύτερη θητεία στο ανώτατο
πολιτειακό αξίωμα της χώρας, χαρακτηριστικά, που φαίνεται να ευθυγραμμίζονται
και με την κοινή γνώμη.
Όταν η τελευταία δημοσκόπηση έδειξε ότι η πλειοψηφία σε ποσοστό 41,9% τάχθηκε υπέρ της επιλογής προσώπου από τον πολιτικό χώρο και το 40,6% δεν έβαζε πολιτικό πρόσημο, δηλώνοντας ότι δεν έχει προτίμηση αν θα έπρεπε να προέρχεται από την κεντροδεξιά ή την κεντροαριστερά. Αν η επιλογή της Κατερίνας Σακελλαροπούλου πριν από πέντε χρόνια είχε στόχο να αναδειχθεί η αλλαγή σελίδας για τη χώρα μετά την έξοδο από την κρίση.
Το τέλος της εποχής των μνημονίων, μια επιλογή
προσώπου χωρίς γαλάζιο κομματικό προσδιορισμό και για πρώτη φορά γυναίκα στο
ύπατο πολιτειακό αξίωμα, ανάλογα και η σημερινή επιλογή έχει τη δική της
στόχευση. Και αυτή είναι ότι η Ελλάδα το επόμενο διάστημα καλείται να
παραμείνει μια χώρα σταθερότητας σε κάθε επίπεδο, οικονομικό και πολιτικό, σε
ένα διεθνές περιβάλλον ρευστότητας, επίσης σε κάθε επίπεδο.
Η
ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ, τη Δευτέρα 20 Ιανουαρίου, εισάγει και επισήμως το
διεθνές σκηνικό σε αχαρτογράφητα νερά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ήδη μιλήσει
για ένα νέο τοπίο, που διαμορφώνεται παγκοσμίως, μία χρονιά δύσκολη, εκτός
συνόρων με πολέμους, με οικονομική αβεβαιότητα, αστάθεια σε πολλές κοινωνίες
και με τεκτονικές ανατροπές, μια διεθνή πραγματικότητα που ήδη συνοδεύεται από
«πρωτοφανείς εξαγγελίες που προαναγγέλλουν γεωστρατηγικές μεταβολές και αλλαγές
στις ζώνες επιρροής», όπως τις έχει χαρακτηρίσει, μιλώντας για ένα «πρωτόγνωρο
σκηνικό όπου παγκόσμιοι οικονομικοί παράγοντες διεκδικούν τον ρόλο διαμορφωτή
της κοινής γνώμης».
Αυτό
το σκηνικό δημιουργεί την ανάγκη η χώρα να εκπέμπει το μήνυμα της σταθερότητας
διεθνώς, αλλά και την αίσθηση της θεσμικής θωράκισης και της πολιτικής
σταθερότητας στο εσωτερικό, που όπως κρίθηκε ένα πολιτικό πρόσωπο στην Προεδρία
της Δημοκρατίας μπορεί να συμβάλλει σε αυτήν την κατεύθυνση. Αυτή η ανάγκη να
ενισχυθεί η αίσθηση της πολιτικής σταθερότητας και να εκπέμπεται αυτό το μήνυμα
τόσο εντός, όσο και εκτός συνόρων.
Ήταν ένα κομβικό κριτήριο για τις πρωθυπουργικές αποφάσεις, καθώς η χώρα καλείται να λειτουργήσει εν μέσω πολεμικών συγκρούσεων, νέων συνθηκών στη γεωστρατηγική σκακιέρα, αλλά και μιας επίφοβης οικονομικής και πολιτικής συγκυρίας σε χώρες πυλώνες της Ευρώπης, όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Βρετανία.
Η επιλογή ενός
πολιτικού προσώπου, με θητεία σε θεσμικές θέσεις και διαχείριση της πολιτικής
πραγματικότητας, όπως ο Κωνσταντίνος Τασούλας κρίθηκε ότι διασφαλίζει τον ρόλο
του θεσμού, που ίσως η πιο κρίσιμη εμπλοκή του στις πολιτικές εξελίξεις είναι η
διασφάλιση της ομαλότητας σε περιόδους κρίσης.
Η
ανακοίνωση της υποψηφιότητας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, σηματοδοτεί και την
απαρχή των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, με την πρώτη ψηφοφορία να ορίζεται για
τις 25 Ιανουαρίου. Το Σύνταγμα προβλέπει τη διενέργεια έως και πέντε
ψηφοφοριών, με απόσταση έως πέντε ημερών μεταξύ τους, έχοντας πλέον αποσυνδέσει
την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας από τη θητεία της κυβέρνησης.
Ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε στο τηλεοπτικό του μήνυμα να θέσει επί τάπητος μια ριζική αλλαγή, που η κυβέρνησή του θα θέσει στη διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης, προτείνοντας μία εξαετή θητεία, χωρίς δυνατότητα συνέχειας, για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Μια έμμεση απάντηση και σε όσους τον καλούσαν να αιτιολογήσει την απόφασή του να μην προτείνει εκ νέου την κ. Σακελλαροπούλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου