ΓΙΑΤΙ
ΟΙ ΤΙΜΕΣ ΘΑ ΕΠΑΝΕΛΘΟΥΝ
ΣΤΑ
ΕΠΙΠΕΔΑ ΤΟΥ 2021
Η πορεία της τιμής του ελαιολάδου, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, το τελευταίο διάστημα παρουσιάζει εμφανή πτωτική τάση, όπως φαίνεται από τις μεταβολές στις τιμές χονδρικής και λιανικής. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις 2 Δεκεμβρίου η τιμή του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου στην ελληνική αγορά διαμορφώθηκε στα 541,25 ευρώ ανά 100 κιλά.
Αυτή
η τιμή αντικατοπτρίζει μια σημαντική διόρθωση, καθώς πριν από λίγες εβδομάδες
είχε πέσει κάτω από τα 5 ευρώ ανά κιλό, με τη μέση τιμή στις 18 Νοεμβρίου να
κυμαίνεται στα 4,92 ευρώ. Αντίθετα, μόλις ένα μήνα νωρίτερα, στις 21 Οκτωβρίου,
η τιμή ξεπερνούσε τα 6,80 ευρώ ανά κιλό. Αν συγκρίνουμε με τις αρχές του έτους,
όταν το ελληνικό ελαιόλαδο άγγιζε τιμές κοντά στα 9 ευρώ ανά κιλό, η μείωση που
έχει σημειωθεί μέσα σε 12 μήνες κυμαίνεται από 39% έως 45%.
Αν
και αυτή η πτώση στις τιμές μπορεί να φαίνεται ευεργετική για τους καταναλωτές,
στην πραγματικότητα φέρνει το ελαιόλαδο από την κατηγορία του «πολυτελούς»
προϊόντος πιο κοντά στην προσιτότητα. Ωστόσο, οι τιμές λιανικής παραμένουν
υψηλές, κυμαινόμενες από 8 έως 11 ευρώ ανά λίτρο για το βασικό επώνυμο
τυποποιημένο προϊόν, ενώ στα premium είδη ή ειδικές ποικιλίες, οι τιμές μπορεί
να αγγίξουν τα 14-17 ευρώ.
Τι
συμβαίνει στα ράφια των σούπερ μάρκετ
Στα
ράφια των σούπερ μάρκετ, οι αυξήσεις των τιμών του χονδρικού εμπορίου
διαχέονται αργά αλλά σταθερά, επιβεβαιώνοντας τη φήμη του ελαιολάδου ως «υγρού
χρυσού», όπως χαρακτηριστικά το αποκάλεσαν πρόσφατα οι «Times» του Λονδίνου. Το
εμπόριο του ελαιολάδου παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τις διεθνείς
χρηματαγορές, με τις έντονες διακυμάνσεις στις τιμές να οφείλονται σε πολλούς
παράγοντες, όπως οι κλιματικές συνθήκες, οι αποδόσεις των καλλιεργειών και οι
εξελίξεις στην παγκόσμια ζήτηση.
Στα
επίπεδα του 2021 θα
επανέλθουν
οι τιμές του ελαιολάδου
Οι
ειδικοί εκτιμούν ότι σύντομα οι τιμές του ελαιολάδου θα επανέλθουν στα επίπεδα
του 2021, προτού ξεκινήσει η ραγδαία αύξησή τους που οδήγησε σε πρωτοφανή
ποσοστά ανόδου τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Η αύξηση αυτή, που αγγίζει σχεδόν
εξωπραγματικά ποσοστά για ένα προϊόν μαζικής κατανάλωσης, αποτέλεσε σοβαρή
πρόκληση για τα νοικοκυριά και την οικονομία συνολικά.
Η
υποχώρηση της ακρίβειας στο ελαιόλαδο έχει ήδη αρχίσει να επιδρά θετικά και σε
άλλες κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών. Κυρίως επηρεάζει σημαντικά τον τομέα
των τροφίμων, καθώς η τιμή του ελαιολάδου αποτελεί έναν από τους βασικότερους
συντελεστές κόστους στην παραγωγική αλυσίδα.
Σύμφωνα
με τον γενικό γραμματέα Εμπορίου Σωτήρη Αναγνωστόπουλο, ο οποίος είχε
τοποθετηθεί τον περασμένο Απρίλιο στο Delphi Economic Forum, το 50% του
πληθωρισμού τροφίμων στην Ελλάδα αποδίδεται αποκλειστικά στην άνοδο των τιμών
του ελαιολάδου, με ποσοστό 2,5% από το συνολικό 5,3%.
Η
Ισπανία, η οποία καλύπτει περίπου το 50% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου,
αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση για την κατανόηση των διακυμάνσεων στην
αγορά. Τον Αύγουστο του 2020, η τιμή χονδρικής πώλησης του ελαιολάδου ήταν
μόλις 1,85 ευρώ/κιλό. Ωστόσο, έως τον Ιανουάριο του 2024, η τιμή του έξτρα
παρθένου ελαιολάδου είχε εκτοξευθεί στα 8,7 ευρώ/κιλό, σημειώνοντας αύξηση
370,3%.
Η
κερδοσκοπία στην αγορά ελαιολάδου παραμένει ένα κρίσιμο ζήτημα. Η Ευρωπαϊκή
Ένωση, με σκοπό την αυστηρότερη παρακολούθηση της αγοράς, ίδρυσε το
Παρατηρητήριο Ελαιολάδου και Επιτραπέζιων Ελαίων. Το ελαιόλαδο, πέρα από ένα
βασικό προϊόν διατροφής, λειτουργεί και ως δείκτης των παγκόσμιων οικονομικών
και πολιτικών εξελίξεων. Η περιορισμένη παραγωγή, λόγω κλιματικών συνθηκών,
συχνά χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την αύξηση των τιμών και τη δημιουργία
τεχνητών ελλείψεων.
Σε
διεθνές επίπεδο, οι πρακτικές κερδοσκοπίας περιλαμβάνουν συχνά την
επαναπροώθηση ελαιολάδου από χώρες όπως η Ελλάδα, η Τυνησία και η Τουρκία ως
«αυθεντικό ιταλικό προϊόν». Μεγάλες βιομηχανίες αγοράζουν ελαιόλαδο σε χαμηλές
τιμές και το διαθέτουν στην αγορά με αυξημένο κόστος, προκαλώντας στρεβλώσεις
και αθέμιτο ανταγωνισμό.
Προκλήσεις
και η «χαμένη» ευκαιρία
Η
εγχώρια παραγωγή στην Ελλάδα αντιμετωπίζει επίσης προκλήσεις. Παρά την πτώση
των τιμών, πολλοί παραγωγοί επιλέγουν να κρατούν τα αποθέματά τους με την
προσδοκία μιας μελλοντικής ανάκαμψης. Ωστόσο, αυτή η τακτική μπορεί να
αποδειχθεί αναποτελεσματική σε μια φάση πτώσης των τιμών, καθώς η διεθνής αγορά
προωθεί τη διάθεση προϊόντος με στόχο τη σταθεροποίηση των τιμών.
Η
πρόσφατη μείωση της παραγωγής στην Ισπανία, όπου η παραγωγή έπεσε στο μισό την
περίοδο 2022-2023, δημιούργησε ελλείψεις που προκάλεσαν αυξήσεις τιμών. Αντί να
αξιοποιήσει τη συγκυρία, η Ελλάδα έμεινε πίσω, με χώρες όπως η Τουρκία να
διεκδικούν δυναμικά μεγαλύτερο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά. Παρά τη βελτίωση
της παραγωγής την περίοδο 2023-2024, το έλλειμμα παραμένει σημαντικό, ενώ η
στροφή των καταναλωτών σε φθηνότερα σπορέλαια, όπως το ηλιέλαιο και το
αραβοσιτέλαιο, αποτελεί μια τάση που δύσκολα θα αναστραφεί.
Η
μελλοντική σταθεροποίηση της αγοράς ελαιολάδου εξαρτάται από τη συγκομιδή και
τις κλιματικές συνθήκες. Αν η παραγωγή διατηρηθεί σταθερή και οι τιμές
συνεχίσουν να αποκλιμακώνονται, είναι πιθανό οι καταναλωτές να επιστρέψουν
σταδιακά στο ελαιόλαδο. Ωστόσο, όπως σημειώνουν οι ειδικοί, η επιστροφή αυτή
δεν θα είναι άμεση, καθώς πολλοί έχουν ήδη προσαρμοστεί στη χρήση φθηνότερων
εναλλακτικών λύσεων.
Το ελληνικό ελαιόλαδο, ένα προϊόν άρρηκτα συνδεδεμένο με την παράδοση και τη διατροφή, παραμένει αντιμέτωπο με προκλήσεις που σχετίζονται με την εκμετάλλευση των ευκαιριών και την προσαρμογή στις διεθνείς απαιτήσεις. Η σταθεροποίηση της αγοράς απαιτεί συστηματική οργάνωση, παρακολούθηση και συνεργασία, ώστε το ελαιόλαδο να συνεχίσει να κατέχει τη θέση που του αξίζει στην παγκόσμια αγορά και στις διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου