Το 2001, το 2009, το 2019 ήταν οι χρονιές που επηρέασαν την αίσθηση της πραγματικότητας όλων μας. Και μάλιστα όχι μόνο τη δική μας αλλά και όλης της ανθρωπότητας. Είναι οι χρονιές που, αργά αλλά σταθερά, η αίσθηση της πραγματικότητας του καθενός μας άρχισε να θολώνει.
Σεπτέμβριος του 2001: Η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους ανατρέπει την αίσθηση της πραγματικότητας για τη στρατηγική υπερεξουσία των υπερδυνάμεων. 2009 και παγκόσμια οικονομική κρίση: Πριν ακόμη αντιληφθούμε την ανισορροπία που δημιούργησε στη ζωή μας η επίθεση στους Πύργους, ζούμε την ανασφάλεια της σταθεράς για την οικονομική μας προοπτική, για το μέλλον των παιδιών μας. Και πάλι η αίσθηση της πραγματικότητας θολώνει. 2019 και πανδημία: Η επιτομή της ανασφάλειας. Τώρα η ανασφάλεια είναι προφανής. Η υγεία μας, στο άμεσο και όχι στο μακρινό μέλλον, καθίσταται τερατωδώς αβέβαιη.
Σήμερα, εξαιτίας της τεχνολογικής ανάπτυξης και της ανάπτυξης των κοινωνικών δικτύων, ζούμε την κατάρρευση μιας έστω και σχετικά δεδομένης ιεραρχίας του τύπου, π.χ., οι υπερδυνάμεις ελέγχουν την κατάσταση, η οικονομική ισορροπία λειτουργεί έστω και με κάποια αντιπαλότητα και πολλά προβλήματα στην υγεία μας μπορούν να αποτραπούν σχετικά ικανοποιητικά από την εξέλιξη της επιστήμης.
Είναι άξιο προβληματισμού να εξετάσουμε πόσοι από εμάς μπορούν με μία σχετική βεβαιότητα να στηρίξουν την άποψη ότι η φράση «το είπε η τηλεόραση» είναι σχετικά αξιόπιστη. Σε μία πρόσφατη σειρά του Netflix με τίτλο «Τι είναι αυτό που έρχεται» («What is next») ο Bill Gates συζητάει με τον διάσημο σκηνοθέτη ταινιών επιστημονικής φαντασίας James Cameron. Τον ρωτάει «Τι είναι για σένα η Τεχνητή Νοημοσύνη»; Και εκείνος απαντά: «Πιθανά να μην μπορώ να ξαναγυρίσω ταινίες επιστημονικής φαντασίας γιατί ό,τι κι αν παρουσιάσω θα είναι πιθανοφανές».
Και επανερχόμενος αναλύει τη σκέψη του λέγοντας ότι «η
τεχνολογία σήμερα μας επιτρέπει να αμφισβητούμε, είτε προς το καλό είτε προς το
κακό, την αίσθηση της ατομικής ή συλλογικής μας πραγματικότητας». Έπειτα από
αυτήν τη μεγάλη εισαγωγή ας προσγειωθούμε στα ταπεινά –αλλά τόσο σημαντικά για
την καθημερινότητά μας– εθνικά γεγονότα, με κύριο άξονα την πολιτική
σταθερότητα της χώρας.
Αν θελήσουμε να αξιολογήσουμε την περίοδο της Μεταπολίτευσης
σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στον κόσμο, μπορούμε να δεχτούμε ότι τουλάχιστον
μέχρι την παγκόσμια κρίση ο μέσος έλληνας πολίτης είχε μια ικανοποιητική
αίσθηση της πραγματικότητας. Κυρίαρχο στοιχείο ο δικομματισμός και η πολιτική
επιλογή με βάση τη νομή της εξουσίας.
Ένα πολιτικοοικονομικό σύστημα που, αν το προσέξουμε καλά,
είχε θεσμούς, κανόνες και νόμους λειτουργίας, ωστόσο, αυτά ίσχυαν μόνο για
όσους διέθεταν τις κατάλληλες διασυνδέσεις. Με μία σεξιστική διάθεση, θα
μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την περίοδο της Μεταπολίτευσης ως «πολιτεία
ανδρών». Αβέβαιη, ναι, θολή, όμως, όχι.
Χαρακτηρίζοντάς την ως «πολιτεία ανδρών» ουσιαστικά
υποβαθμίζουμε τη σχέση κοινωνίας και «οικίας-εστίας», όπου το δίπολο «μητέρα –
πατέρας» ισορροπεί δυναμικά. Το πολιτικό δίπολο ΝΔ – ΠΑΣΟΚ λειτουργεί ως
κοινωνία ανδρών. Οι τρεις χρονιές (2001, 2009, 2019) συμβάλλουν καθοριστικά στη
δημιουργία μιας σταδιακά αυξανόμενης θολούρας. Την περίοδο 2001 – 2019,
εξωγενείς αλλά και ενδογενείς παράγοντες δημιουργούν μια θόλωση στις κρίσεις
μας.
Η πρώτη εθνική αλλαγή στην αίσθηση της πραγματικότητας
γίνεται με τη μεταμόρφωση του ιστορικού πολιτικού διπόλου της χώρας. Η εκλογή
του κ. Μητσοτάκη, που πραγματοποιείται στη ΝΔ το 2016, αναδεικνύει μια πιθανόν
διαφορετική επιλογή ως προς τη νομή της εξουσίας.
Χαρακτηρίζεται ως μεταμόρφωση, καθώς η πολιτική που ασκείται υπό την ηγεσία του, ως αντιπολίτευση αλλά κυρίως ως κυβέρνηση, φαίνεται να προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ πολιτικής νομής της εξουσίας και πολιτικής θεσμών, μέσα στην ευρύτερη σχέση που συνδέει τη χώρα με το ευρωπαϊκό και το δυτικό κατεστημένο. Έχουμε να κάνουμε με μία μεταρρύθμιση.
Ας αντικατοπτρίσουμε
τώρα τη λογική της εκλογής του 2016 στη ΝΔ με τις εξελίξεις στον άλλο πόλο του
δικομματισμού, το ΠΑΣΟΚ. Η επανεκλογή του κ. Ανδρουλάκη, συνδυαζόμενη με την
εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και τη μετέπειτα αποτυχία του στην πολιτική της νομής
της εξουσίας ή, διαφορετικά, στην προσπάθεια διατήρησης της κοινωνίας των
ανδρών, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι είναι πιθανό να επαναλαμβάνεται το ίδιο
σενάριο που πρωτοείδαμε το 2016. Γιατί;
Διότι, κατά τη γνώμη μου, το μήνυμα των μελών και των φίλων του κόμματος δεν αφορούσε τη σεξιστική αντιπαράθεση του «ποιος θα κερδίσει τον κ. Μητσοτάκη;» αλλά το πώς θα επαναλειτουργήσει, υπό την αναβαθμισθείσα ηγεσία του, το δίπολο ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Πώς η αναβαθμισθείσα ηγεσία θα ενσωματώσει ένα κομμάτι των πολιτικών που εκφράστηκε από όλους τους ενδοκομματικούς του αντιπάλους. Πώς θα ισορροπήσει το 60% με το 40%, με αντικείμενο τη νέα δυναμική που επέβαλε στην κοινωνία μας το τέλος της Μεταπολίτευσης.
Μάλιστα, κατά περίεργη ιστορική συγκυρία, τα χρονικά
περιθώρια που διαθέτει ο κ. Ανδρουλάκης σχεδόν ταυτίζονται με εκείνα που
αντιμετώπισε ο κ. Μητσοτάκης από την εκλογή του ως αρχηγού της ΝΔ έως την
εκλογή του ως πρωθυπουργού, με την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2019.
Συμπερασματικά, το τέλος της Μεταπολίτευσης μας βρίσκει με
αυξημένη αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας. Η διάχυτη ανασφάλεια, η θολή
αίσθηση και οι αιτίες που τη διαμόρφωσαν τις χρονιές που αναφερθήκαμε αλλά και
τα τεχνολογικά επιτεύγματα, που θα συνεχίσουν να μας επηρεάζουν, απαιτούν
πολιτικές σταθεροποίησης.
Όχι γενικόλογες αρχές, αλλά στοχευμένες και κατανοητές σε
όλους επιλογές. Οι εξελίξεις θα μας ξεπεράσουν, αν τροφοδοτήσουμε την
ανασφάλεια με μεγαλύτερη ανασφάλεια και διάχυση ευθυνών. Όταν αίρονται οι
σταθερές μιας κοινωνίας, το «τις πταίει» αποτελεί επιστροφή στο παρελθόν και
όχι άρση της αβεβαιότητας.
Ώριμη εναλλακτική επιλογή είναι αυτή του «τι μέλλει
γενέσθαι». Επιλογή συγκεκριμένης σταθεράς, ικανής να αξιολογηθεί και να
διαβαθμιστεί συγκριτικά με τα ισχύοντα. Συνοψίζοντας, στη σύγχρονη πολιτική
διαχείριση, η σεξιστική πρόταση «εγώ θα το κάνω καλύτερα» εντείνει αντί να
μειώνει την ανασφάλεια ως προς την αίσθηση της πραγματικότητας.
Η πρόσφατη απονομή των Βραβείων Νόμπελ Οικονομίας σε τούτο
συνέτεινε. Οι επιστήμονες που το κατέκτησαν μας εξήγησαν πώς οι θεσμοί και οι
μεταρρυθμίσεις επηρεάζουν τους θεσμούς και πώς επηρεάζονται από την κοινωνία
που υπηρετούν. Θολή εφαρμογή των θεσμών, θολή αποδοχή και εφαρμογή τους, όπως,
για παράδειγμα, για άλλους να ισχύουν και για άλλους να μην ισχύουν, με
επιστέγασμα το να διακηρύττουμε μεταρρυθμίσεις και να μην τις εφαρμόζουμε,
οδηγεί σε κοινωνική καθυστέρηση και στασιμότητα.
Με αφορμή, λοιπόν, την πρόσφατη εκλογική διαδικασία στο ΠΑΣΟΚ, ας προβληματιστούμε για το κατά πόσο η ύπαρξη ισχυρού δικομματισμού, με κοινό άξονα τις μεταρρυθμίσεις εντός της ευρωπαϊκής θεσμικής προστασίας, θα συμβάλει ή όχι στην πρόοδο και στην ανάπτυξη της χώρας. Η πορεία των εξελίξεων είναι μπροστά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου