Σκέψεις με αφορμή τις
εγχώριες εξελίξεις και τη
διεθνή συζήτηση για μια
νέα κοινωνική ατζέντα
Ο Εντ Κοχ ήταν δήμαρχος της Νέας Υόρκης από το 1978 έως το 1989. Ήταν χαρισματικός στις ατάκες και μου έχει μείνει η φράση του: «Δεν ξέρω πού πηγαίνει αυτός ο κόσμος, αλλά η Νέα Υόρκη θα φτάσει πρώτη εκεί». Τον ξαναθυμήθηκα με αφορμή την απονομή του Βραβείου Νόμπελ Οικονομίας στους Ντάρον Ατζέμογλου, Σάιμον Τζόνσον και Τζέιμς Ρόμπινσον τη Δευτέρα 14/10 και ακούγοντας την ομιλία του Τζόζεφ Στίγκλιτς στο ΕΚΠΑ την επόμενη μέρα.
Θεωρώ ότι, αν ο Κοχ ζούσε στην Ελλάδα σήμερα, η ατάκα του θα
ήταν: «Δεν ξέρω πού πηγαίνει η Ελλάδα, αλλά μοιάζει να έχει ξεκοπεί από τον
υπόλοιπο κόσμο». Ο λόγος για αυτή την πεσιμιστική σκέψη είναι η συζήτηση τόσο
στην ελληνική Κεντροδεξιά όσο και στην Κεντροαριστερά και η απόσταση που τη
χωρίζει από τη συζήτηση στον υπόλοιπο καπιταλιστικό κόσμο.
Στο τελευταίο του βιβλίο με τον Σάιμον Τζόνσον, το «Power and
Progress» (2023), ο Ντάρον Ατζέμογλου παραδέχθηκε ότι η τεχνολογική πρόοδος από
την απαρχή της ανθρώπινης Ιστορίας δεν ήταν προς το συμφέρον των πολλών. Αυτό
αποτελεί στροφή 180 μοιρών από τις θέσεις που είχε λάβει για το ζήτημα κατά το
παρελθόν.
Το βιβλίο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή της
τεχνητής νοημοσύνης δεν μπορεί να αφεθεί στις δυνάμεις της αγοράς. Προτείνει,
μάλιστα, και πολιτικές ρύθμισης, ώστε να μην οδηγηθούμε με την εφαρμογή της
τεχνητής νοημοσύνης σε ακόμη μεγαλύτερη ανισότητα.
Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η ομιλία του Τζόζεφ Στίγκλιτς. Είπε ευθαρσώς ότι οι θεωρίες περί αποτελεσματικότητας των αγορών έχουν αποδειχθεί λανθασμένες από την επιστημονική έρευνα και την εμπειρία. Ότι το κράτος πρέπει να έχει πόρους για να μπορεί να ασκεί κοινωνική πολιτική, όπως έκανε την περίοδο της πανδημίας, και ότι αυτοί οι πόροι θα προέρχονται από τη φορολογία.
Για να καταλήξει λέγοντας ότι η φορολόγηση του πλούτου θα αυξήσει τη συνολική
ευημερία και η καθολική πρόσβαση στη μόρφωση θα περιορίσει την ανισότητα. Η όλη
τοποθέτησή του ανέδειξε την ανάγκη μετατόπισης της κυβερνητικής ατζέντας των
συστημικών κομμάτων, τόσο των κεντροδεξιών όσο και των κεντροαριστερών, από τον
νεοφιλελευθερισμό σε πολιτικές ελέγχου και ρύθμισης των αγορών. Μάλιστα, στο
δίπολο Κεντροδεξιά – Κεντροαριστερά δεν έκρυψε τις προσωπικές του προτιμήσεις,
ζητώντας «την αναβίωση της Σοσιαλδημοκρατίας».
Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι διανοούμενοι όπως ο Τζόζεφ
Στίγκλιτς ή ο Ντάρον Ατζέμογλου ανήκουν στο «βαθύ σύστημα» και τέτοιου είδους
τοποθετήσεις από την πλευρά τους γίνονται κατόπιν ώριμης σκέψης. Άλλωστε, ο
πλούτος που θέλουν να φορολογήσουν ή να ελέγξουν βρίσκεται εν πολλοίς στα χέρια
των «δωρητών» των πανεπιστημίων όπου εργάζονται, των χορηγών των ερευνητικών
κέντρων που υποστηρίζουν την έρευνά τους και εντέλει του πολιτικού status quo
στο οποίο αποβλέπουν για δημόσιες θέσεις.
Νομίζω ότι ο βασικός λόγος που παίρνουν αυτές τις θέσεις
είναι ο κίνδυνος να αποκοπούν μεγάλα τμήματα του πληθυσμού από το επίσημο
κομματικό σύστημα και να στραφούν στην Άκρα Δεξιά. Μάλιστα, το ότι ένα
σημαντικό τμήμα του κεφαλαίου στηρίζει ανοιχτά ακροδεξιούς υποψηφίους, όπως ο
Έλον Μασκ που στηρίζει τον Ντόναλντ Τραμπ στην Αμερική, ενώ πολεμικές
βιομηχανίες, εταιρείες τεχνολογίας, ορυκτών καυσίμων και εναλλακτικής
χρηματοδότησης υποστηρίζουν τη Λεπέν στη Γαλλία, τους κάνει να ανησυχούν ακόμη
περισσότερο.
Θεωρούν ότι ο κίνδυνος ακροδεξιών κυβερνήσεων ή
συγκυβερνήσεων σε σημαντικές οικονομίες πέραν της ιταλικής μπορεί να αποτραπεί
μόνο από μια ατζέντα αναδιανομής και κοινωνικής πολιτικής. Στην Ελλάδα, βέβαια,
όλα αυτά ελάχιστη θέση έχουν στον δημόσιο διάλογο. Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει
φέρει την Ελλάδα προτελευταία (σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΚΕΠΕ, τελευταία)
στο κατά κεφαλήν εισόδημα στην ΕΕ, όμως διόλου την απασχολεί.
Αντίστοιχα, την ώρα που σε ολόκληρο τον κόσμο μιλούν για
καθολική πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, η κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί να
την περιορίσει και να υπονομεύσει τη Δημόσια Δωρεάν Παιδεία. Αλλά και η
λεγόμενη Κεντροαριστερά δεν βρίσκεται σε μικρότερη αφασία. Από τις εκλογές στο
ΠΑΣΟΚ και τη λυσσαλέα εσωκομματική πάλη στον ΣΥΡΙΖΑ οι πολίτες δεν έγιναν
σοφότεροι για την πολιτική που θα εφαρμόσουν τα κόμματα αυτά στα θέματα που
τους καίνε.
Αντιθέτως, η εντύπωση που έχουν αποκομίσει είναι ότι το μόνο που νοιάζει τις ηγεσίες τους είναι ο έλεγχος του κόμματος. Είναι σαφές ότι, για την Ελλάδα τουλάχιστον, το βάρος της αντιμετώπισης της Ακροδεξιάς πέφτει στις πλάτες της πραγματικής Αριστεράς, που πρέπει να σταθεί στο ύψος της ιστορικής της ευθύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου