«Δεν πρέπει να μείνωμε αργοί εις την προετοιμασίαν του προσωπικού και των μελετών που θα χρειασθούν διά να προχωρήσωμεν εν καιρώ εις την χρησιμοποίησιν ατομικών εργοστασίων», έγραφε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο εντεταλμένος σύμβουλος της ΔΕΗ ναύαρχος Καραβίδας, εκτιμώντας ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ξεκινήσει την κατασκευή τους εντός μιας δεκαετίας.
Ηταν
η εποχή που η πυρηνική ενέργεια έκανε παγκοσμίως το ντεμπούτο της και το
σκεπτικό αυτό που κυριάρχησε, αν και ατελέσφορα, στη μεγάλη και διχαστική
συζήτηση που άνοιξε και στην Ελλάδα για τη συμβολή της στον εξηλεκτρισμό της
χώρας, καθίσταται σήμερα εξαιρετικά επίκαιρο και φαίνεται να υιοθετείται
κεντρικά από την κυβέρνηση.
Είναι
μια νέα τεχνολογία που εξελίσσεται και πρέπει να την παρακολουθούμε από τώρα
για να είμαστε έτοιμοι όταν ωριμάσει να σχεδιάσουμε ενδεχόμενη αξιοποίησή της,
δηλώνει στην «Κ» ο ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας Νίκος
Τσάφος, ο οποίος βλέπει δύο τρόπους αξιοποίησης: είτε με τη συμμετοχή της χώρας
σε κάποιο πρότζεκτ διασυνδεδεμένης ευρωπαϊκής αγοράς, ώστε η ενέργεια να μπορεί
να μπει στο σύστημα και να εξισορροπεί τη μεταβλητότητα των ΑΠΕ είτε με την
εγκατάσταση μικρών αρθρωτών πυρηνικών αντιδραστήρων (Small modular reactors –
SMRs), γνωστών και ως αντιδραστήρων «τσέπης», εντός της χώρας.
Οι δηλώσεις του κ. Τσάφου έρχονται σε συνέχεια της τοποθέτησης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη προ δύο εβδομάδων στο συνέδριο του Economist, για να αποκαλύψουν ότι το δυναμικό come back διεθνώς της πυρηνικής ενέργειας δεν περνάει απαρατήρητο από την κυβέρνηση, αλλά και μεγάλους ενεργειακούς ομίλους, που σχεδιάζουν την επόμενη ημέρα της στρατηγικής τους. «Η Ευρώπη ήταν και παραμένει ηγέτιδα δύναμη στην πυρηνική τεχνολογία.
Η Ελλάδα δεν διαθέτει
πυρηνική ενέργεια. Δεν υπάρχει τρόπος να φτάσουμε στο ουδέτερο ισοζύγιο
εκπομπών χωρίς την πυρηνική ενέργεια. Επενδύουμε, λοιπόν, ως Ευρωπαίοι, στην
επόμενη γενιά μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων; Εχουμε πραγματικά κάνει τις
σωστές επιλογές για την πράσινη μετάβαση, τουλάχιστον προσδιορίζοντας τρεις ή
τέσσερις κρίσιμες βιομηχανίες;», ανέφερε ο πρωθυπουργός ανοίγοντας άτυπα τη
συζήτηση περί της αποδαιμονοποιημένης πλέον πανευρωπαϊκά πυρηνικής ενέργειας.
Η
επιστροφή στην πυρηνική ενέργεια «επικυρώθηκε» σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια
της διάσκεψης για την κλιματική αλλαγή COP28, η οποία πραγματοποιήθηκε τον
περασμένο Δεκέμβριο στο Ντουμπάι. Περισσότερες από 20 χώρες υπέγραψαν κοινή
δέσμευση για τριπλασιασμό της ικανότητας παραγωγής ατομικής ενέργειας έως το
2050. Στην Ευρώπη μια άτυπη συμμαχία 14 χωρών υπό την αιγίδα της Γαλλίας
στοχεύει στην αύξηση της πυρηνικής παραγωγής κατά 50% έως το 2050.
Η
Morgan Stanley σε νέα της έκθεση σημειώνει πως αυτό που συμβαίνει είναι μια
«πυρηνική αναγέννηση», που η αξία της θα αγγίξει το 1,5 τρισ. δολάρια μέχρι το
2050. Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια γειτονιά που κατακλύζεται από πυρηνικούς
αντιδραστήρες. Στον βορρά, η Βουλγαρία και οσονούπω και η Σερβία, η οποία
δρομολογεί την κατάργηση του νόμου που απαγορεύει τη χρήση πυρηνικής ενέργειας
και σχεδιάζει την εγκατάσταση τεσσάρων μικρών αντιδραστήρων με δυνατότητα
παραγωγής 1.200 MW.
Δυτικά η Ιταλία, η οποία μετά το κλείσιμο και του τελευταίου πυρηνικού της εργοστασίου το 1990 επανασχεδιάζει την εγκατάσταση πυρηνικών αντιδραστήρων, στον Νότο η Αίγυπτος και ανατολικά η Τουρκία, που σχεδιάζει ένα δεύτερο πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακούγιο. «Δεν μπορείς να θέτεις θέμα ασφαλείας όταν είμαστε περικυκλωμένοι από πυρηνικούς αντιδραστήρες», δηλώνει στην «Κ» ο ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού για θέματα ενέργειας Νίκος Τσάφος. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να ζυγίσει δύο πράγματα.
Από τη μια, αν μπορούμε να συμμετέχουμε σε ένα
σχήμα που θα χτιστεί σε εύλογο χρονικό διάστημα και σχεδόν κοντά στο κόστος που
έχει προϋπολογίσει το έργο –δύο προαπαιτούμενα δύσκολα, γιατί τα πυρηνικά
εργοστάσια στη Δύση καθυστερούν πολύ να κατασκευαστούν και κοστίζουν πολύ
περισσότερο από αυτό που νόμιζαν οι επενδυτές στην αρχή– και δεύτερον, αν με
την πρόσβαση σε πυρηνική ενέργεια σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, θα είναι πιο
φθηνή η εξισορρόπηση του συστήματός μας σε σχέση με ένα εναλλακτικό σενάριο.
«Αν βρούμε αυτόν τον συνδυασμό, αξίζει να εξετάσουμε το ενδεχόμενο», τονίζει
σχετικά με την πιθανότητα συμμετοχής της χώρας σε κάποιο πρότζεκτ σε άλλη
ευρωπαϊκή χώρα.
Η
πυρηνική ενέργεια, σύμφωνα με τον κ. Τσάφο, δεν είναι ανταγωνιστική αλλά
συμπληρωματική των ΑΠΕ. Εξηγεί ότι οι ΑΠΕ θα φτάσουν το 2030 στο πικ τους, αλλά
από μόνες τους λόγω στοχαστικότητας δεν μπορούν να στηρίξουν την ασφαλή
λειτουργία του συστήματος. Για να φύγουν οριστικά από το σύστημα τα ορυκτά
καύσιμα, δηλαδή ο λιγνίτης και το φυσικό αέριο, θα πρέπει να υποκατασταθούν και
από πυρηνική ενέργεια. Kάποια πυρηνικά μεγαβάτ, σύμφωνα με τον ίδιο, μπορεί να
συνδράμουν στην εξισορρόπηση του συστήματος και η άσκηση σε σχέση με το κόστος
θα πρέπει να γίνει σε αυτή τη βάση και όχι συγκριτικά με το κόστος παραγωγής
των ΑΠΕ.
Μια μακροπρόθεσμη συμφωνία με κάποια διασυνδεδεμένη αγορά, όπως είναι η Βουλγαρία ή η Ρουμανία, ώστε η ενέργεια να μπορεί να μεταφέρεται ως ενέργεια εξισορρόπησης είναι το ένα σενάριο το οποίο θα μπορούσε να βάλει την πυρηνική ενέργεια στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας. Το άλλο είναι η εγκατάσταση μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων εντός της χώρας, κάτι που σύμφωνα με τον κ. Τσάφο το κράτος θα μπορούσε να σχεδιάσει και να δρομολογήσει είτε μέσω της ΔΕΗ ως μέτοχος είτε μέσω διαγωνισμών.
Να επιλέξει δηλαδή πόσους πυρηνικούς αντιδραστήρες και πού θα
τοποθετήσει και μέσω διαγωνισμού να βρει τους επενδυτές που θα τους
εγκαταστήσουν. «Είναι μια τεχνολογία που εξελίσσεται και την παρακολουθούμε.
Είναι όμως πολύ ακριβή ακόμη και δεν χρειάζεται να είμαστε από τους πρώτους που
θα πάμε σε αυτή. Πρέπει όμως να σχεδιάσουμε από τώρα για να είμαστε έτοιμοι
όταν έρθει η ώρα για να προχωρήσουμε», τονίζει ο κ. Τσάφος.
Σημαντικό
ρόλο στο ηλεκτρικό σύστημα του μέλλοντος είχε προβλέψει πως θα διαδραματίσουν
οι μικροί πυρηνικοί αντιδραστήρες (SMR) και ο πρόεδρος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης.
Τους είχε χαρακτηρίσει στο περιθώριο ενεργειακού συνεδρίου «ενδιαφέρουσα και
σημαντική τεχνολογία για το μέλλον». Την εξέλιξη της τεχνολογίας παρακολουθεί
και η Metlen, που δραστηριοποιείται σε όλη την γκάμα των νέων τεχνολογιών για
ηλεκτροπαραγωγή.
Το
κόστος είναι η μεγαλύτερη πρόκληση σήμερα των αντιδραστήρων SMR, οι οποίοι όμως
είναι ασφαλέστεροι, φθηνότεροι, ταχύτεροι και ευκολότεροι στην κατασκευή από
ό,τι οι εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας. Επειδή είναι μικροί, μπορούν να
μεταφερθούν και να εγκατασταθούν σε απομακρυσμένα περιβάλλοντα όπου συνήθως
βρίσκονται ενεργοβόρες βιομηχανίες. Επιπλέον, λόγω μικρού μεγέθους δεν απαιτούν
πρόσβαση σε μεγάλες πηγές νερού για να διατηρηθούν δροσεροί.
Οι
εξελίξεις θα δείξουν εάν η Ελλάδα –που τις πρώτες δεκαετίες εξηλεκτρισμού της
χώρας, αν και δεν γύρισε την πλάτη στη νέα τότε ενέργεια, δεν κατάφερε τελικά
να την εντάξει στο ενεργειακό της ισοζύγιο μέσω ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού–
θα καταφέρει να το πράξει σε αυτή τη φάση της «πυρηνικής αναγέννησης». Είναι
διδακτικά για την αποφυγή λαθών του παρελθόντος τα όσα περιγράφει για εκείνη
την πρώτη προσπάθεια ο συνάδελφος δημοσιογράφος Αχιλλέας Χεκίμογλου στο βιβλίο
του «Ατομική εποχή – Πυρηνική ενέργεια, αντιδραστήρες και ουράνιο στην Ελλάδα
του 20ού αιώνα»…
Το «σχέδιο του αιώνα» στην Ανατολική
Ευρώπη διχασμένοι οι
Δυτικοευρωπαίοι
«Το
μεγαλύτερο σχέδιο του αιώνα», έτσι αποκαλούν πολλοί τις φιλοδοξίες των
χωρών-μελών της Ε.Ε. από την Ανατολική Ευρώπη να αναπτύξουν νέο στόλο πυρηνικών
αντιδραστήρων και να παράγουν πυρηνική ενέργεια ικανή να καλύψει μέρος των
ενεργειακών αναγκών τους. Από την Τσεχία μέχρι τη Ρουμανία, οι χώρες του πρώην
σοβιετικού μπλοκ έχουν σχέδια για την ανέγερση τουλάχιστον 12 πυρηνικών μονάδων
αξίας 130 δισ. ευρώ. Και η πρώτη από αυτές θα μπορεί να λειτουργήσει σε μία
δεκαετία. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι δεν έχει διασφαλιστεί η χρηματοδότησή
τους, καθώς θα χρειαστούν επιδοτήσεις από τα κράτη.
Από
το 1986 και την έκρηξη στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνόμπιλ, τα πυρηνικά σχέδια
των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης «πάγωσαν» ή επιβραδύνθηκαν δραματικά. Στη
συνέχεια ακολούθησε η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης και των καθεστώτων τους
και όλα ξεχάστηκαν. Τώρα που πολλές χώρες της Δύσης σχεδιάζουν να αναβαθμίσουν
ή και να αντικαταστήσουν τους πυρηνικούς αντιδραστήρες τους, οι χώρες της
Ανατολικής Ευρώπης συντάσσονται μαζί τους στη μεγαλύτερη προσπάθεια των
τελευταίων δεκαετιών για αύξηση της δυνατότητας παραγωγής ενέργειας.
Οι
χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ έχουν κληρονομήσει τις πυρηνικές εγκαταστάσεις
τους από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, όταν ο κλάδος αναπτυσσόταν
ραγδαία. Στην πραγματικότητα όμως ο χρόνος τελειώνει για αυτές τις πυρηνικές
μονάδες. Οι κυβερνήσεις επιχειρούν να αξιοποιήσουν την πολιτική στήριξη που
έχουν για την ανέγερση νέων μονάδων, καθώς οι χώρες τους προσχωρούν στις
προσπάθειες της Ε.Ε. να στραφεί στην καθαρή ενέργεια και ιδιαιτέρως επειδή
αποφάσισαν να απεξαρτηθούν από το φθηνό ρωσικό αέριο. Το πρόβλημα είναι, όμως,
πως οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δεν διαθέτουν ούτε τη μηχανολογική
τεχνογνωσία που απαιτείται για την κλίμακα των πυρηνικών φιλοδοξιών τους ούτε
τα χρήματα, καθώς αγωνίζονται να βρουν χρηματοδότηση. Και επειδή κανένας
επενδυτής από τον ιδιωτικό τομέα δεν θα αναλάβει το ρίσκο να οικοδομήσει μόνος
του μια πυρηνική μονάδα, το βάρος πέφτει στις κυβερνήσεις.
Και
το «κλειδί» στην όλη υπόθεση θα είναι οι επιδοτήσεις της Ε.Ε., αλλά και για τα
κονδύλια αυτά υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός. «Η χρηματοδότηση είναι σαφώς το
μεγαλύτερο πρόβλημα», σχολιάζει ο Ιαν Χορστ Κέπλερ, οικονομολόγος της Υπηρεσίας
Πυρηνικής Ενέργειας, που μιλώντας σε συνέδριο για το θέμα στην Πράγα τόνισε πως
«το πρόβλημα αυτό βρίσκεται στην καρδιά της απόφασης».
Στη
δυτική Ε.Ε. οι χώρες είναι διχασμένες όσον αφορά την πυρηνική ενέργεια. Το
Βέλγιο και η Ισπανία σχεδιάζουν να την καταργήσουν εντελώς, αν και έχουν
παρατείνει το χρονοδιάγραμμα αυτής της κατάργησης εξαιτίας της ενεργειακής
ανασφάλειας που επικράτησε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Αλλες έχουν
προ πολλού λάβει αρνητικές αποφάσεις.
Η
Αυστρία απέρριψε την πυρηνική ενέργεια με δημοψήφισμα που διεξήγαγε το 1978. Η
Γερμανία την έχει απαγορεύσει με σχετική απόφαση που έλαβε η κυβέρνησή της μετά
την καταστροφή στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας το 2011. Στο μεταξύ, πάντως, Βέλγιο,
Γαλλία, Φινλανδία και Σουηδία εξακολουθούν να παράγουν πυρηνική ενέργεια αρκετή
για να καλύπτουν τουλάχιστον το ένα τρίτο των ενεργειακών αναγκών τους,
προσφέροντας ενέργεια σε περίπου 100 εκατ. πολίτες.
Και οι νεότερες εγκαταστάσεις της Γαλλίας θα αρχίσουν να παράγουν ηλεκτρική ενέργεια στον αντιδραστήρα της Flamanville-3 EPR.Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης δεν αναμένεται να λάβουν σύντομα αποφάσεις για τις επενδύσεις τους. Περιμένουν να εγκρίνει η Ε.Ε. τη βοήθεια που προβλέπει γι’ αυτές για τη δημοσιονομική περίοδο 2028-2034.
Η Πολωνία θα εξετάσει ενδεχομένως ένα είδος κρατικής ενίσχυσης που χρησιμοποιούν η Electricité de France και η Βρετανία για τα δικά τους σχέδια. Η Ρουμανία δημιουργεί όχημα ειδικού σκοπού και αναζητάει ένα συνδυασμό πράσινων ομολόγων, κρατικών δανείων και ειδικών συμβολαίων. Και η Τσεχία θα αποφασίσει τον Αύγουστο ποια εταιρεία θα αναλάβει τουλάχιστον τον έναν αντιδραστήρα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου