Όπως ξέρουμε, οι διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι και πολύ ταχείες, πράγμα λίγο πολύ αναμενόμενο τη στιγμή που στην Ένωση συμμετέχουν 27 χώρες με πολύ μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Στην περίπτωση του European Green Deal, του σχεδίου που γεννήθηκε μέσα στην πρώτη φάση της πανδημίας, η χρονική απόσταση από τη σύλληψη του σχεδίου μέχρι την οριστικοποίησή του αναμένεται να φτάσει τουλάχιστον τα τρία χρόνια.
Αυτές
τις μέρες βλέπουμε σταδιακά τις προτάσεις που φέρνουν στο Ευρωκοινοβούλιο οι
διάφοροι συντονιστές των διαδικασιών, ή αλλιώς rapporteurs, που είναι μέλη του
Ε.Κ. και κάνουν τις τελικές εισηγήσεις στις αρμόδιες επιτροπές του
Κοινοβουλίου. Τα υπόλοιπα μέλη των επιτροπών θα κάνουν τις δικές τους
τροποιητικές προτάσεις και στο τέλος θα ψηφίσουν για την έγκριση του τελικού
σχεδίου, το οποίο θα οδηγηθεί στην ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου.
Τα
περισσότερα ζητήματα για τα οποία έχει ξεκινήσει η διαδικασία διαβούλευσης θα
περάσουν από την Επιτροπή για το Περιβάλλον, τη Δημόσια Υγεία και τη Διατροφική
Ασφάλεια, η οποία είναι η πλέον πολυάριθμη του Ε.Κ., με ογδόντα ένα μέλη, δηλαδή
πάνω από το 10% του συνόλου των ευρωβουλευτών (είναι 705).
Ξεφυλλίζοντας
τις σχετικές ειδήσεις από τον διεθνή τύπο, έχουμε εντοπίσει ορισμένες
ενδιαφέρουσες εισηγήσεις των διαφόρων συντονιστών, με κάποιες διαφοροποιήσεις
από τις αρχικές προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πρέπει βέβαια να τονίσουμε
πως πρόκειται για δημοσιογραφικές πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενο των
εισηγήσεων, οι οποίες τελικά μπορεί να αλλάξουν, ή να τροποποιηθούν αργότερα
από τα μέλη των επιτροπών του Κοινοβουλίου.
Ο
Ολλανδός Ευρωβουλευτής Mohammed Chahim έχει αναλάβει την προετοιμασία των
τελικών προτάσεων για την επιβολή, από την Ε.Ε., ενός νέου δασμού στα
εισαγόμενα προϊόντα τα οποία προέρχονται από χώρες με πιο ελαστική νομοθεσία
προστασίας του περιβάλλοντος από την ευρωπαϊκή. Η αρχική πρόταση της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής προβλέπει την επιβολή του δασμού πάνω σε εισαγωγές αλουμινίου,
χάλυβα, τσιμέντου, λιπασμάτων και ηλεκτρισμού, όμως ο Chahim θέλει να βάλει και
άλλα προϊόντα.
Συγκεκριμένα,
προτείνει την επιβολή δασμών στα οργανικά χημικά, τα πολυμερή χημικά και το
υδρογόνο, αφού οι διαδικασίες παραγωγής τους έχουν πολύ έντονο ανθρακικό
αποτύπωμα. Επίσης, προτείνει την επίσπευση κατά δύο χρόνια της ημερομηνίας
έναρξης της εφαρμογής αυτού του καθεστώτος, από το 2026 στο 2024, και την
δημιουργία κεντρικού φορέα μέσα στην Ένωση, ο οποίος θα επιβλέπει την
διαδικασία.
Πέρα
από αυτά, προτείνει και την επίσπευση, κατά 7 χρόνια, της οριστικής κατάργησης
της χορήγησης αδειών εκπομπής ρύπων από τις αρχές της Ένωσης προς τις ρυπογόνες
επιχειρήσεις μέσα στην επικράτειά της. Βέβαια, η τελευταία πρόταση δεν
περιλαμβάνεται στις «αρμοδιότητές» του, και είναι και σίγουρο πως δεν θα αρέσει
καθόλου στις μεγάλες βιομηχανίες μέσα στην Ε.Ε.
Η Σουηδή ευρωβουλευτής Jessica Polfjard είναι η συντονίστρια των εισηγήσεων στον τομέα της κλιματικής νομοθεσίας. Και αυτή, όπως ο Ολλανδός συνάδελφός της, θέλει να κάνει τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ακόμα πιο αυστηρές. Προτείνει την θεσμοθέτηση της υποχρέωσης της Commission να ετοιμάσει το 2026 ένα συγκεκριμένο και λεπτομερές σχέδιο για την επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας χωριστά για κάθε χώρα της Ένωσης. Η Polfjard προτείνει στη συνέχεια την ψήφιση ειδικής νομοθεσίας που θα εξειδικεύει τον τρόπο με τον οποίον κάθε χώρα θα οφείλει να κινηθεί για την εφαρμογή αυτού του σχεδίου.
Τέλος,
εισηγείται την παροχή εξουσιοδότησης προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την
επιβολή οικονομικών κυρώσεων στις χώρες της Ένωσης που θα υπερβαίνουν τα όρια
εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που προβλέπει το σχέδιο της. Κατά την Polfjard,
οι ποινές θα πρέπει να είναι συνδεδεμένες με την τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής
ρύπων στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Διαπραγμάτευσής τους.
Μιλώντας
για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Διαπραγμάτευσης των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων
φθάνουμε στον Peter Liese, τον Γερμανό Ευρωβουλευτή που είναι ο αρμόδιος
rapporteur. Ο Liese προτείνει αρκετές τροποποιήσεις σε σχέση με το αρχικό
σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Επηρεασμένος
από τη μεγάλη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας,
θέλει να δώσει τη δυνατότητα σε όποια χώρα θέλει να καθυστερήσει την έναρξη
εφαρμογής του καθεστώτος πληρωμής δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων, στα καύσιμα για
τα μεταφορικά μέσα και τη θέρμανση των κτιρίων, μέχρι το 2027.
Στον
τομέα της εμπορικής ναυτιλίας, προτείνει την επίσπευση της ένταξής της στον
μηχανισμό διαπραγμάτευσης των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων κατά ένα έτος. Σε
«αντάλλαγμα» της ένταξης της ναυτιλίας το 2025, προτείνει τη δημιουργία του
«Ocean Fund», το οποίο θα χρηματοδοτείται από τις δημοπρασίες δικαιωμάτων ρύπων
και θα βοηθά την ναυτιλία να προχωρήσει στην απ-ανθρακοποίησή της.
Σχετικά
με τις αεροπορικές εταιρείες, προτείνει την παύση χορήγησης δωρεάν δικαιωμάτων
εκπομπής ρύπων έναν χρόνο νωρίτερα, δηλαδή το 2026. Μία άλλη πρότασή του είναι
η δημιουργία ενός συστήματος ανταμοιβής των «καλών παιδιών», μέσω του οποίου θα
αμείβονται με παροχή δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων οι επιχειρήσεις που
απαλλάσσονται με ταχείς ρυθμούς από τον άνθρακα, ενώ όσες βραδυπορούν θα
τιμωρούνται λαμβάνοντας λιγότερα δωρεάν δικαιώματα.
Πολύ
ενδιαφέρον είχαν οι δηλώσεις που έκανε ο Liese την Παρασκευή 14 Ιανουαρίου,
επιβεβαιώνοντας, εμμέσως πλην σαφώς, την καταγγελλόμενη από αρκετές χώρες
χειραγώγηση της αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων από «χρηματιστηριακούς
κερδοσκόπους». Υπενθυμίζουμε πως οι τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων έχουν
υπερτετραπλασιαστεί από την άνοιξη του 2020 μέχρι τώρα. Αυτές τις μέρες η τιμή
τους είναι σταθερά πάνω από τα 80 Ευρώ/τόνο, ενώ τον Δεκέμβριο είχαν περάσει
και τα 90 Ευρώ/τόνο, με αποτέλεσμα την πολύ σημαντική επιβάρυνση μεγάλου
αριθμού ευρωπαϊκών βιομηχανιών.
Ο
Liese δεν ανακοίνωσε συγκεκριμένες προτάσεις, δήλωσε πως μελετά το θέμα και
υποσχέθηκε πως δεν θα αργήσει να επανέλθει με κάποια καλή ιδέα, αφού
συμβουλευθεί τους ειδικούς της αγοράς και τα στελέχη του τραπεζικού τομέα. Δεν
ξέρουμε αν θα καταφέρει να προτείνει κάτι που θα ανακουφίσει κάπως τις μεγάλες
βιομηχανίες και θα καθησυχάσει λίγο τους εργαζόμενους σε αυτές, αφού θα
συναντήσει σίγουρα την σθεναρή αντίσταση των Πρασίνων, οι οποίοι απαιτούν την
«απαγόρευση» πτώσης της τιμής των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων κάτω από τα 60
Ευρώ/τόνο.
Σίγουρα όμως έχει αντιληφθεί πως αν η κατάσταση δεν αλλάξει λίγο, μπορεί σύντομα να βρεθούμε μπροστά σε μία έντονη αντίδραση από κατοίκους πολλών ευρωπαϊκών χωρών, απέναντι στην μεγάλη επιβάρυνση που προκαλεί η εκτίναξη των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων. Σε μία τέτοια περίπτωση, το σύστημα διαπραγμάτευσης δικαιωμάτων ρύπων θα μπορούσε τελικά να πέσει θύμα της μεγάλης του επιτυχίας και να κάνει όσους πανηγύριζαν για την μεγάλη άνοδο των τιμών να σκεφθούν πως, τουλάχιστον σε αυτή την περίπτωση, το καλύτερο ήταν πραγματικά εχθρός του καλού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου