Η ορκομωσία του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ, στις 20 Ιανουαρίου του 2021, είχε γίνει δεκτή μάλλον με ανακούφιση: ως ένα δημοκρατικά νομιμοποιημένο σημαντικό πρώτο βήμα επιστροφής στην πολιτική ορθότητα, έπειτα από την τετραετία Τραμπ και τα πραξικοπηματικού χαρακτήρα βίαια επεισόδια στο Καπιτώλιο.
Πολλοί θα θυμούνται την εν λόγω ορκωμοσία για όσα έλαβαν χώρα στο περιθώριο των εξελίξεων εκείνη την ημέρα στην Ουάσιγκτον: για την εικόνα, επί παραδείγματι, του Μπέρνι Σάντερς που – με τα χειμωνιάτικα γάντια του και τη μάσκα – έγινε meme, ή για την απουσία του ιδίου του Ντόναλντ Τραμπ που αρνήθηκε να δώσει το «παρών».Άλλοι θα την θυμούνται για την – αντιΤραμπ σε ύφος και περιεχόμενο
– ομιλία του ιδίου του Τζο Μπάιντεν. Και άλλοι, για τη μεγαλύτερη εικόνα: της
αποκατάστασης ενός συστήματος η αξιοπιστία του οποίου είχε πληγεί από τον
προκάτοχο του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία, Ντόναλντ Τραμπ.
Ακριβώς έναν χρόνο μετά, η πανδημία του κορωνοϊού παραμένει, με τη
μετάλλαξη Όμικρον να περιπλέκει τα πράγματα, καθιστώντας πιο δύσκολη τη
διαχείριση της κρίσης, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην άλλη άκρη του
Ατλαντικού.
Προ εβδομάδων σημειώθηκε μάλιστα στις ΗΠΑ και ρεκόρ κρουσμάτων, με
τη χώρα να μετράει συγκεκριμένα πάνω από 265.000 κρούσματα ημερησίως, περίπου
1.500 θανάτους και 75.000 νοσηλευομένους. Σημειωτέων πως συνολικά στις ΗΠΑ οι
νεκροί από τον κορωνοϊό προσεγγίζουν πλέον (19 Ιανουαρίου 2022) τις
880.000.
Η πανδημία το πιο πιθανό είναι, βέβαια, πως κάποια στιγμή, αργά ή
γρήγορα, θα αρχίσει να εκτονώνεται, όπως εκτιμάται, ωστόσο δεν ισχύει το ίδιο
και την πόλωση εντός των ΗΠΑ που παραμένει έναν χρόνο έπειτα από τα γεγονότα
στο Καπιτώλιο.
Περίπου το 40% των Αμερικανών εξακολουθεί να πιστεύει, όπως
φαίνεται στις δημοσκοπήσεις (Axios-Momentive poll), πως ο Δημοκρατικός Μπάιντεν
δεν επικράτησε νόμιμα στις εκλογές του 2020, παρά τις πάνω από 81,2 εκατομμύρια
ψήφους που εκείνος έλαβε. Ενώ ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό, το 64% (NPR/IPSOS
poll), θεωρεί πως η αμερικανική δημοκρατία διανύει περίοδο κρίσης και πως
κινδυνεύει.
Κι όλα αυτά σε μια χρονιά εκλογών, καθώς οι ΗΠΑ επιστρέφουν τον
ερχόμενο Νοέμβριο στις κάλπες (ενδιάμεσες
εκλογές) για να εκλέξουν νέα Βουλή (435 βουλευτές) και να ανανεώσουν τις
34 από τις συνολικά 100 έδρες στη Γερουσία, με τα προγνωστικά να διαφαίνονται
εξαιρετικά δυσοίωνα για τον Μπάιντεν και την παράταξη των Δημοκρατικών που
κινδυνεύει να απωλέσει τις πλειοψηφίες στα σώματα του Κογκρέσου (28 από τους
221 Δημοκρατικούς βουλευτές δεν πρόκειται καν να διεκδικήσουν την επανεκλογή
τους).
Σημαντική σημείωση: η δημοφιλία του
ιδίου του Τζο Μπάιντεν έχει μέσα στους τελευταίους 12 μήνες υποχωρήσει κατά
περίπου δέκα ποσοστιαίες μονάδες, από το 53% στο 42%, σύμφωνα με τα στοιχεία
στον ιστοχώρο FiveThirtyEight.
Αλλά και πέρα από το πολιτικό-κομματικό πεδίο, υπάρχουν προβλήματα
εντός των αμερικανικών συνόρων που σωρεύονται, με κορυφαίο κατά πολλούς εκείνο
του πληθωρισμού που
έχει εκτιναχθεί (αυξήθηκε κατά 7% τον Δεκέμβριο σε ετήσια βάση) και πλέον
«κινείται» στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 40 ετών. Η άνοδος σε τιμές
και δαπάνες διαβίωσης προφανώς και σχετίζεται με τις επιπτώσεις που είχε η
πανδημία του κορωνοϊού σε αγορές, βιομηχανίες και εφοδιαστικές αλυσίδες.
Οι αντίπαλοι του Μπάιντεν ωστόσο τον κατηγορούν πως επί σειρά μηνών
έσπρωχνε το συγκεκριμένο πρόβλημα κάτω από το χαλί, υποβαθμίζοντάς το ως κάτι
το παροδικό, ενώ πολλοί έχουν βάλει στο στόχαστρο ως «ένοχη» και την
αξιοσημείωτη «επιδοματική» πολιτική του Δημοκρατικού προέδρου (για παράδειγμα
τα child tax credits των εκατοντάδων δολαρίων που λαμβάνουν μηνιαίως πολλές
οικογένειες για κάθε ανήλικο παιδί), μια πολιτική η οποία μάλιστα συναντά
αντιστάσεις ακόμη και εντός του Δημοκρατικού κόμματος.
Το – πλούσιο σε κοινωνικές παροχές – ύψους 1,75 τρισεκατομμυρίων
δολαρίων νομοσχέδιο «Build Back Better»,
που αποτελεί υπό μια έννοια και το μεγάλο στοίχημα της προεδρίας Μπαίντεν, έχει
κολλήσσει στο Κογκρέσο. Αιτία: η άρνηση κάποιων Δημοκρατικών (όπως του
γερουσιαστή Τζο Μάντσιν για
παράδειγμα) να το υπερψηφίσουν.
Ο λόγος για ένα νομοσχέδιο που ξεκίνησε βάζοντας τον πήχη πολύ
ψηλά, κοντά στα 4 τρισεκατομμύρια δολάρια, «υποσχόμενο» μεταξύ άλλων: επιδόματα
τέκνων, πληρωμένες γονικές άδειες, ρυθμίσεις που θα επιτρέπουν την καθολική
πρόσβαση σε παιδικούς σταθμούς, μέτρα για τη δραστική μείωση στις τιμές
ορισμένων φαρμάκων, πολλά δισεκατομμύρια δολάρια σε περιβαλλοντικά προγράμματα
κ.ά. Όλα αυτά όμως προτού αρχίσει στην πορεία να «αποσυντίθεται» και να
αναθεωρείται επί τα χείρω μετρώντας απώλειες… προκειμένου να μπορέσει να
υπερψηφιστεί.
Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής από την άλλη πλευρά, η χρονιά που πέρασε σημαδεύτηκε φυσικά από την αμερικανική έξοδο από το Αφγανιστάν την οποία θα διαδέχετο και η επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία.
Ο λόγος για μια
αποχώρηση που συγκλόνισε μεν την υφήλιο (ενδεικτικές οι σκηνές από το
αεροδρόμιο της Καμπούλ) και έκανε πολλούς να μιλούν για αμερικανική «ήττα»,
χωρίς όμως να συγκλονίσει στον ίδιο βαθμό και τους Αμερικανούς ψηφοφόρους που,
εάν κρίνουμε από τις δημοσκοπήσεις (Pew Research Center), καλωσόρισαν κατά
πλειοψηφία την αποχώρηση των δυνάμεών τους από το Αφγανιστάν.
Κατά τα λοιπά, τους περασμένους δώδεκα μήνες, ο 79χρονος Τζο Μπάιντεν έκανε και άλλα πολλά, αναιρώντας κάποιες από τις προηγούμενες αποφάσεις του Ντόναλντ Τραμπ: Επανέφερε, για παράδειγμα, τις ΗΠΑ στη Συμφωνία των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή. Αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Διοργάνωσε Σύνοδο Κορυφής για τη Δημοκρατία (στην οποία δεν προσκάλεσε την Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν).
Επιχείρησε να αποκαταστήσει τους διαύλους με το Ιράν (έπειτα από
την κίνηση του Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία JCPOA για το
πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης).
Πήρε μέρος στη Σύνοδος Κορυφής ΕΕ-ΗΠΑ τον Ιούνιο του 2021 – την
πρώτη τέτοια Σύνοδο που πραγματοποιείται έπειτα από το 2014 – σηματοδώντας έτσι
την έναρξη μιας ανανεωμένης διατλαντικής εταιρικής σχέσης, όπως
σημειώνεται.
Και προχώρησε στο σχηματισμό της τριμερούς συμμαχίας AUKUS μαζί με
το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία (στην οποία Αυστραλία οι Αμερικανοί
πούλησαν και πυρηνικά-πυρηνοκίνητα υποβρύχια, προς απογοήτευση των Γάλλων που
είδαν έτσι τη δική τους προηγούμενη συμφωνία για την πώληση υποβρυχίων να
ακυρώνεται).
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, και αναφορικά με όσα θα ήθελε να
επιτύχει, η διοίκηση Μπάιντεν έχει ωστόσο ακόμη δρόμο μπροστά της να
διανύσει. Το χάσμα στις σχέσεις με το Ιράν παραμένει, με φόντο και όλα τα
λοιπά χάσματα που είτε παραμένουν (με τη Βόρεια Κορέα για παράδειγμα), είτε
έχουν οξυνθεί (με τη Ρωσία και την Κίνα).
Από την άλλη πλευρά, οι εξαγωγές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού
αερίου (LNG) αυξήθηκαν σημαντικά μέσα στο περασμένο 12μηνο, με τις Ηνωμένες
Πολιτείες πλέον να ξεχωρίζουν και η χώρα με τις μεγαλύτερες εξαγωγές LNG
παγκοσμίως.
Για τον ίδιο τον Μπάιντεν πάντως, ο χρόνος πλέον δείχνει να μετράει αντίστροφα προς τις ενδιάμεσες εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου που πρόκειται να κρίνουν και το υπόλοιπο της θητείας του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου