ΒΕΣΠΑ
Η ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΛΑΙΛΑΠΑ
Στή διάρκεια τών ετών 1914-18 καί 1920-24 οι Νεότουρκοι προέβησαν σέ πρωτοφανείς διώξεις τών χριστιανικών πληθυσμών πού ζούσαν στήν οθωμανική αυτοκρατορία (Ελλήνων, Αρμενίων, Σύρων κ.ά.). Οι πρώτες επιτυχίες του ελληνικού στρατού στό έδαφος τής Μικράς Ασίας δέν είχαν συνέχεια. Οι σύμμαχοι, βλέποντας καί τόν εθνικό διχασμό μας, άλλαξαν πολιτική.
Γάλλοι καί Ρώσοι έκαναν μυστικές συμφωνίες μέ τόν Κεμάλ καί δέν επέτρεψαν τήν κατάληψη τής Κωνσταντινούπολης άπό τόν ελληνικό στρατό, ό όποιος, μετά τήν ήττα του στόν Σαγγάριο ποταμό, κουρασμένος καί απογοητευμένος, οπισθοχώρησε καί σχεδόν διαλύθηκε.
Αποτέλεσμα τούτου, οί Μικρασιάτες Έλληνες νά βρεθούν στό έλεος τών Τούρκων. Ακολούθησαν αρπαγές, λεηλασίες σπιτιών καί περιουσιών, καταστροφές επιχειρήσεων καί βιοτεχνιών, πυρπόληση εκκλησιών καί σχολείων, βιασμοί γυναικών, εξευτελισμοί καί φόνοι ανδρών καί γερόντων καί προσβολή κάθε αξιοπρέπειας του ελληνορθόδοξου πληθυσμού.Όσοι πρόλαβαν άπό τήν ύπαιθρο, κατέφευγαν στή Σμύρνη, ελπίζοντας νά σωθούν.
Τά πρώτα τουρκικά στρατεύματα μπήκαν στήν πόλη στις 27 Αυγούστου 1922 (μέ τό τότε Ισχύον παλαιό ημερολόγιο). Ήταν μαυροντυμένοι καβαλάρηδες καί κρατούσαν μακριά γιαταγάνια. Άν καί φώναζαν στους κατοίκους νά μή φοβούνται, οί Χριστιανοί έτρεμαν. Αφού οί καβαλάρηδες γύριζαν στους δρόμους της Πόλης αλαλάζοντας από τις 3 το απόγευμα άρχισαν να λεηλατούν, να σκοτώνουν, να βιάζουν. Πένα, ή γλώσσα ανθρώπου αδυνατεί να περιγράψει τις σκηνές φρίκης που έζησαν οι Έλληνες Χριστιανοί.
Κι ενώ ο ύπατος αρμοστής της Ελληνικής Διοίκησης, οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες είχαν επιβιβαστεί γιά την ασφάλειά τους σε Βρετανικό θωρηκτό και δύο ατμόπλοια πού βρίσκονταν στό λιμάνι, ό μόνος πού παρέμενε στις επάλξεις ήταν ό Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, αποφασισμένος, να προστατέψει, ώς καλός ποιμένας, τό ποίμνιό του, όσο καί όπως μπορούσε, άπό τά αιμοδιψή ένστικτα του Νουρεδίν Πασά, πού είχε επανέλθει ώς Στρατιωτικός Διοικητής της πόλης, ορκισμένος γιά εκδίκηση.
ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΥΑΙΝΕΣ
Αποφεύγοντας νά επεκταθούμε σέ όλες τις πτυχές της καταστροφής, επικεντρώνοντας με την εξιστόρηση μας στό μαρτυρικό τέλος του Αγίου Ιερομάρτυρος Χρυσοστόμου, με βάση μαρτυρίες αξιόπιστων προσώπων για τήν τραγική δολοφονία του Εθνάρχη Ιεράρχη. Ό Ιερωμένος καί Βουλευτής του Παρισιού, Αβάς Εδουάρδος Σουλιέ έγραψε: «Τό απόγευμα της 27ης Αύγουστου 1922 τό Γαλλικό Προξενείο ειδοποιήθηκε, ότι ό Ελληνορθόδοξος Μητροπολίτης Χρυσόστομος, διέτρεχε έσχατο κίνδυνο καί ότι θά έπρεπε νά σταλεί άγημα από Γάλλους ναύτες γιά νά προστατέψουν την απειλούμενη ζωή του.
Ό επικεφαλής τού αγήματος πρότεινε στον Ιεράρχη νά τόν οδηγήσει στήν Εκκλησία τής Sacre Coeur ή στό Γαλλικό Προξενείο.Ό Χρυσόστομος, συνεχίζει, δέν ανήκει στήν Εκκλησία τής Γαλλίας, άλλ' αυτό δέν μέ εμποδίζει νά εκφράσω τόν βαθύτατο σεβασμό πρός τή μνήμη του. Μέ ωραιότητα ψυχής αρνήθηκε νά δεχθεί τό προσφερόμενο καταφύγιο, λέγοντας ότι τό καθήκον του είναι νά μείνει γιά νά συγκακοπαθήσει μέ τό ποίμνιό του.
Όταν τό Γαλλικό άγημα αποχώρησε, κατέφθασε μέ στρατιωτική άμαξα Τούρκος αξιωματικός, συνοδευόμενος άπό δύο στρατιώτες καί ζήτησε άπό τόν Χρυσόστομο νά τόν ακολουθήσει. Όδήγησαν τότε τόν Ιεράρχη στά άκρα τών Ευρωπαϊκών συνοικιών εμπρός σ ενα κουρείο. Έκεί του φόρεσαν άσπρη μπλούζα, ίσως γιά νά διακρίνεται καλύτερα και εκεί διαδραματίστηκε τό φρικτό έγκλημα.
Τού ξερίζωσαν τά γένια, τόν χτύπησαν μέ μαχαίρι πισώπλατα και στή συνέχεια λυσσασμένες ανθρώπινες ύαινες τού έκοψαν μύτη καί αυτιά. Στό πλευρό τών ανδρών συναγωνίζονταν μαινόμενες Τουρκάλες πού ενθάρρυναν μέ άρές καί κατάρες τούς λυσσασμένους άνδρες τους. Αφού έριξαν χάμω τόν Ιεράρχη καί τόν καταπάτησαν, ό επικεφαλής αξιωματικός διέταξε χαμάληδες νά σύρουν τό νεκρό σώμα καί τό πρόσδεσαν σέ μία σακαράκα.
Τό έβαλαν μπροστά κι άρχισε νά τρέχει σβαρνίζοντας τό Άγιο λείψανο τού μάρτυρα Ιεράρχη, πού σήκωσε στους ώμους του τίς αμαρτίες τού ελληνικού διχασμού καί την ύπεροφία τών λεγόμενων χριστιανικών δυνάμεων πού αποδείχτηκαν χειρότεροι καί άπό τόν Πόντιο Πιλάτο»!
-Ό Ακαδημαϊκός Γ. Μυλωνάς σέ ομιλία του κατά την έκτακτη συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών, τό 1982, γιά τή συμπλήρωση 60 χρόνων άπό τή Μικρασιατική Καταστροφή, είπε μεταξύ άλλων: «Καταθέτω μία προσωπική μαρτυρία, πού γιά πρώτη φορά εξομολογούμαι:
Κατά τις τελευταίες ήμερες τοϋ Σεπτεμβρίου 1922 μία ομάδα φοιτητών τού International College τής Σμύρνης καί εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σέ απαίσιο υπόγειο, σ' ένα από τά μπουντρούμια τού Διοικητηρίου τής Σμύρνης. Σ' αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι οι Έλληνες χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι γιά θάνατο.
Τις βραδινές ώρες φύλακες μέ επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβαναν θύματα πού έτυφεκίζοντο. Στίς 5 τό απόγευμα τής τελευταίας ημέρας τού θλιβερού Σεπτεμβρίου, ό Τουρκο-κρητικός εκείνος μέ διέταξε νά τόν ακολουθήσω στήν αυλή.
- Είσαι δάσκαλος; μέ ρωτά.
- Αυτήν τήν τιμή είχα, τού απάντησα
-Καί οί άλλοι πού ήσαν μαζί σου, είναι φοιτητές;
- Ναί, τού λέγω.
- Γρήγορα μάζεψέ τους καί φέρε τους έδώ...
Ποιά ήταν ή έκπληξη μας όταν ακούσαμε τόν Τουρκοκρητικό νά λέει: -Δέν θά σας σκοτώσω, θά σας σώσω. Απόψε θά θανατωθούν όλοι όσοι είναι στό μπουντρούμι, γιατί έφεραν καί άλλους πού δέν έχουμε χώρο νά τούς στοιβάξουμε.Θά σάς σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό νά μέ βοηθήσει νά λησμονήσω μία τρομερή σκηνή πού αντίκρισαν τά μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος: Παρακολούθησα τό χάλασμα τού Δεσπότη σας.
Ήμουν μ' εκείνους πού τόν τύφλωσαν, πού του βγαζαν τά μάτια καί αιμόφυρτο τόν έσερναν από τά γένια καί τά μαλλιά στά σοκάκια τού τουρκομαχαλά, τόν ξυλοκοπούσαν, τόν έβριζαν καί τόν πετσόκοβαν. Βαθιά εντύπωση μού έκανε καί αξέχαστη παραμένει ή στάση του.
Στά μαρτύρια πού τόν υπέβαλαν δέν απαντούσε μέ φωνές, μέ παρακλήσεις, μέ κατάρες. Καί συνέχισε λέγοντας: Τό πρόσωπο του τό κατάχλωμο, τό σκεπασμένο μέ τό αίμα τών ματιών του, τό είχε στραμμένο πρός τόν ουρανό καί διαρκώς κάτι ψιθύριζε πού δέν ήκούετο πέρα άπό την περιοχή του. Ξέρεις έσύ, δάσκαλε, τί έλεγε;
-Ναί, ξέρω, τού άπήντησα.
-Έλεγε «Πάτερ Άγιε, άφες αύτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι».
-Δέν σέ καταλαβαίνω, δάσκαλε, μά δέν πειράζει. Άπό καιρού σέ καιρό όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως τό δεξί του χέρι καί ευλογούσε τούς διώκτες του. Κάποιος συμπατριώτης μου αναγνωρίζει τή χειρονομία ευλογίας, μανιάζει καί μέ τό τρομερό μαχαίρι του κόβει καί τό δύο χέρια τού Δεσπότη.
Εκείνος σωριάστηκε στή ματωμένη γη μέ στεναγμό πού φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός άνακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τόν λυπήθηκα τότε, πού μέ δύο σφαίρες στό κεφάλι, τόν αποτελείωσα. Αύτη είναι ή ιστορία μου. Καί τώρα πού σας τήν είπα, ελπίζω πώς θά ησυχάσω. Γι' αυτό σάς χαρίζω τή ζωή.
-Καί πού τόν έθαψαν; ρώτησα μέ αγωνία.
-Κανείς δέν ξέρει πού έριξαν τό κομματιασμένο του κορμί».
ΚΑΙ ΟΙ
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΙ
Εκτός άπό τόν Ιερομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο (Καλαφάτη), μαρτυρικό τέλος είχαν καί τέσσερις επίσκοποι της Μικράς Ασίας, άλλά καί πολλοί λαϊκοί: άντρες, γυναίκες, νέοι, νέες καί ήλικιωμένοι. Όλους αυτούς ή Εκκλησία της Ελλάδος μέ απόφαση της συναρίθμησε στό Όρθόδοξο Αγιολόγιο καί όρισε νά τιμάται ή μνήμη τους στους Ιερούς Ναούς τήν Κυριακή πρό της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Οι τέσσερις μάρτυρες Επίσκοποι
ήταν:Ό Κυδωνιών Γρηγόριος (Ωρολογάς),
γεννημένος τό 1882 στή
Μαγνησία της Μικράς Ασίας, αποφοίτησε άπό τή θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Υπηρέτησε ώς καθηγητής, ιεροκήρυκας καί πρωτοσύγκελος στή Θεσσαλονίκη, τις
Σέρρες καί τή Δράμα.
"Επειτα, ώς Μητροπολίτης Στρωμνίτσης καί Κυδωνιών (Άϊβαλί), όπου διακρίθηκε για την προστασία φυλακισμένων και μελλοθανάτων, ένώ φυγάδευσε καί έσωσε πολλούς Χριστιανούς άπό τούς Τούρκους. Εξορίστηκε καί ένώ έσκαβαν λάκκο γιά νά τόν θάψουν ζωντανό, παρέδωσε τήν ψυχή του στον Κύριο, εξαιτίας εγκεφαλικής συμφόρησης (3 Οκτωβρίου 1922).
Ό Μοσχονησίων Αμβρόσιος (Πλειανθίδης), γεννήθηκε στή Σμύρνη (τό 1872) καί σπούδασε στή Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού Ιεροσολύμων, τήν Ευαγγελική Σχολή τής Σμύρνης καί τή Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου. Υπηρέτησε την 'Εκκλησία άπό διάφορες υπεύθυνες θέσεις στή Σμύρνη, τήν Κριμαία, τά Μοσχονήσια.
Τόν Σεπτέμβριο του 1922 μαρτύρησε «βασανισθείς
διά πεταλώσεως τών ποδών του καί κατατεμαχίσεως
τού σώματός του», μαζί μέ κάποιους ιερείς καί άλλους
Χριστιανούς τής επαρχίας του.
Ό Ικονίου Προκόπιος παρέδωσε τό πνεύμα του εξαιτίας τών δεινών πού έπεσώρευσαν οί Νεότουρκοι σ' αυτόν καί τό ποίμνιό του, προσπαθώντας νά οργανώσουν Τουρκορθόδοξη Εκκλησία, ανεξάρτητη άπό τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, μέ τή χρησιμοποίηση αποκλειστικά της τουρκικής γλώσσας.
Ό Ζήλων Ευθύμιος (Άγριτέλης), Επίσκοπος, άπό
τά Παράκοιλα τής Λέσβου, γεννημένος τό 1872,
μετά τή Σχολή τής Μονής Λειμώνος, σπούδασε στή
Θεολογική Σχολή τής Χάλκης.
Εργάστηκε ώς σχολάρχης στή Μονή Λειμώνος, Πρωτοσύγκελος Μηθύμνης, Αρχιερατικός Επίτροπος στήν Άμάσεια υπό τόν Εθνομάρτυρα Γερμανό Καραβαγγέλη καί ώς επίσκοπος Ζήλων. Ανέπτυξε σπουδαία Εθνική καί Εκκλησιαστική δράση. Φυλακίστηκε γι' αυτό τό Πάσχα του 1921 καί μετά άπό φρικτά μαρτύρια, υπέκυψε στις 29 Μαΐου 1921.
(Αύριο η συνέχεια)
Διαβάστε το Α΄ Μέρος εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου