14 Ιανουαρίου, 2020

Η ΜΟΣΧΑ «ΣΑΡΩΝΕΙ» ΗΠΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ


Φαινομενικά, ζούμε εντός ενός νέου «Ψυχρού Πολέμου». Ολοένα και περισσότερο η Ρωσία κατοχυρώνει τη θέση της ως η δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί την επίλυση διαφορών, εκμεταλλευόμενη τις ταλαντεύσεις της αμερικανικής πολιτικής και την αδυναμία της ΕΕ να έχει μια στιβαρή παρουσία στη διεθνή σκηνή.

Είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εξελίξεις των τελευταίων ετών και μια από τις πιο χαρακτηριστικές ενδείξεις ότι έχουμε μπει σε μια ιστορική φάση εξαιρετικά πλούσια σε αντιφάσεις. Φαινομενικά, ζούμε εντός ενός νέου «Ψυχρού Πολέμου». Έχουμε μάλιστα και όλα τα απαραίτητα συστατικά: Ένα είδος κούρσας εξοπλισμών είναι σε εξέλιξη.

Ενώ οι ΗΠΑ αποχωρούν από τις συμφωνίες που είχαν βάλει τέλος στην προηγούμενη κούρσα εξοπλισμών. Κυρώσεις επιβάλλονται στη Ρωσία και οι ΗΠΑ βάζουν στο στόχαστρο κρίσιμες οικονομικές δραστηριότητές της όπως είναι οι εξαγωγές φυσικού αερίου.  Κατηγορίες εξαπολύονται για παρεμβάσεις στις αμερικανικές εκλογές αλλά και σε άλλες εκλογικές διαδικασίες. 

Μια «υγειονομική» ζώνη φιλοαμερικανικών κρατών διαμορφώνεται στα δυτικά της Ρωσίας. ΗΠΑ και Ρωσία στήριξαν για σημαντικό διάστημα αντιμαχόμενες πλευρές σε κρίσιμες γεωπολιτικές συγκρούσεις, ενώ και τώρα έχουν πολύ διαφορετική τοποθέτηση π.χ. για την αντιμετώπιση του Ιράν.

Θα έλεγε κανείς ότι όλα αυτά καταδεικνύουν την αμερικανική προσπάθεια να περιοριστεί η δυνητική επιρροή της Ρωσίας (που παραμένει ακόμη ως προς το πυρηνικό οπλοστάσιο αλλά και συνολικά τις ένοπλες δυνάμεις της η μόνη άλλη υπερδύναμη) και να προληφθεί η διαμόρφωση ενός δυνάμει «ευρασιατικού άξονα» με την Κίνα, την άλλη δύναμη που σήμερα είναι στο στόχαστρο των ΗΠΑ ως οικονομικός και πολιτικός ανταγωνιστής.

Και όμως, την ίδια στιγμή η Ρωσία, εν μέσω αυτής της συνθήκης αναβαθμίζει διαρκώς τη διεθνή παρουσία της, παίζοντας ενεργό ρόλο σε κρίσιμες συγκρούσεις αλλά και διεκδικώντας να είναι η δύναμη εκείνη που μπορεί να εγγυηθεί ειρηνευτικές διαδικασίες και πολιτικές λύσεις που να μπορούν να οδηγήσουν σε ειρήνευση.

Η ρωσική παρέμβαση σε κρίσιμες ανοιχτές συγκρούσεις
Αυτό φάνηκε καταρχάς στη Συρία. Εκεί η Ρωσία, που αρχικά βρέθηκε αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να χάσει έναν κρίσιμο σύμμαχο στην περιοχή, την κυβέρνηση Άσαντ και μαζί τη δυνατότητα άμεσης διατήρησης βάσης στη Μεσόγειο, επέλεξε να στηρίξει τη συριακή κυβέρνηση και να εμπλακεί στη μάχη κατά των ένοπλων τζιχαντιστικών οργανώσεων. 

Ωστόσο, αυτή η επιλογή, που αρχικά φάνηκε να την κάνει μέρος του προβλήματος, τελικά την έφερε σε θέση ρυθμιστή. Αυτό είχε να κάνει με την τακτική που ακολούθησε να προσφέρει εγγυήσεις σε όλες τις πλευρές. Παρότι οι σχέσεις με την Τουρκία έφτασαν σε οριακό σημείο μετά την κατάρριψη ρωσικού μαχητικού, εντούτοις κατάφερε να οικοδομήσει ένα επίπεδο συνεννόησης.

Ακριβώς επειδή προσέφερε εχέγγυα ενάντια στον «υπαρξιακό» φόβο της Τουρκίας ότι θα διαμορφωνόταν μια οιονεί κουρδική οντότητα. Συνεργάστηκε  με την συριακή κυβέρνηση, αλλά και το Ιράν, που εξαρχής είχε παρουσία στη σύγκρουση, θέτοντας όμως και την ανάγκη η όλη εξέλιξη να έχει και πολιτική προοπτική, εξ ου και η διαμόρφωση της διαδικασίας της Αστάνα. 

Παράλληλα, μπορούσε να δίνει και άλλες εγγυήσεις, για παράδειγμα προς το Ισραήλ που ανησυχούσε για ενδεχόμενη αξιοποίηση του εδάφους της Συρίας για επιθέσεις εναντίον του. Αποκορύφωμα, ο τρόπος που χειρίστηκε η Ρωσία τη διαμόρφωση της τουρκικής ζώνης ασφαλείας στη βορειοανατολική Συρία.

Όπου και ουσιαστικά έθεσε τα όρια της τουρκικής κίνησης μετά και την απόφαση των ΗΠΑ για αποχώρηση από την περιοχή.Προφανώς και υπάρχει αρκετός δρόμος για την ειρήνευση στην περιοχή, ιδίως από τη στιγμή που παραμένει ενεργή η σύγκρουση γύρω από την περιοχή της Ιντλίμπ.

Όπου η Τουρκία προσπαθεί να εξασφαλίσει ότι δεν θα κλιμακωθεί η κυβερνητική επίθεση ενάντια στο θύλακα όπου βρίσκεται και σημαντικό μέρος των ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων που στηρίζει και η ίδια. Όμως, είναι σαφές ότι οι εξελίξεις στην περιοχή θα έχουν τη σφραγίδα της ρωσικής κίνησης.

Η Ρωσία και η κρίση στη Λιβύη
Αντίστοιχα μπορεί κανείς να δει την παρέμβαση της Ρωσίας στη λιβυκή κρίση. Η Ρωσία φάνηκε ότι κυρίως στήριζε την πλευρά Χαφτάρ, εξ ου και η παρουσία ρωσικής μισθοφορικής εταιρείας στο πλευρό του. Όμως, την ίδια στιγμή δεν διέρρηξε ποτέ πλήρως τις σχέσεις και με την άλλη πλευρά. 

Η ιδιαίτερη θέση της στην αντιπαράθεση, όπως και το γεγονός ότι μπορούσε να ασκήσει πίεση σε μια χώρα, την Τουρκία, που προσπαθούσε να διεκδικήσει ρόλο στη σύγκρουση αυτή, της επέτρεψε να διαμορφώσει το πεδίο για μια συμφωνία εκεχειρίας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια επανεκκίνηση της ειρηνευτικής προσπάθειας. 

Εξ ου και ο συμβολισμός, όποιο και εάν είναι το τελικό αποτέλεσμα, της παρουσίας εκπροσώπων και των δύο αντιμαχόμενων πλευρών στην Μόσχα, κάτι που για παράδειγμα δεν είχε γίνει εφικτό το τελευταίο διάστημα. Όμως, ακόμη και στο Αφγανιστάν η Ρωσία ετοιμάζεται να αναλάβει πιο ενεργητικό ρόλο. 

Όχι μόνο συναντήθηκε αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν το Σεπτέμβριο με εκπροσώπους της ρωσικής κυβέρνησης, σε συνέχεια της εμπλοκής στις διαπραγματεύσεις με την αμερικανική κυβέρνηση, αλλά και σε κοινή δήλωση με την Κίνα και το Πακιστάν κάλεσαν τις ΗΠΑ να συνεχίσουν τις ειρηνευτικές συνομιλίες.

Οι ταλαντεύσεις των  ΗΠΑ και η ευρωπαϊκή αδυναμία
Σε μεγάλο βαθμό αυτό προκύπτει μέσα από τις αντιφάσεις άλλων κρίσιμων παραγόντων στο διεθνές πεδίο. Από τη μια έχουμε, τη «δομική» αντίφαση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι ΗΠΑ κυρίως ορίζουν αντιπάλους που δεν θέλουν να δουν να ενισχύονται, χωρίς να μπορούν να προτείνουν ένα συνολικό σχέδιο για τη διεθνή σκηνή. 

Ξέρουμε ότι θέλουν να ανασχέσουν τη ρωσική ισχύ και να προλάβουν το ενδεχόμενο η Κίνα να γίνει μια κανονική υπερδύναμη. Δεν επιθυμούν περιφερειακές δυνάμεις που έχουν διαφορετική αντίληψη από τη δική τους να αποκτούν υπέρμετρη ισχύ. Αντιμετωπίζουν ως απειλή όσες κυβερνήσεις στη Λατινική Αμερική δεν συμφωνούν με την αντίληψη ότι η ήπειρός τους είναι η «πίσω αυλή» των ΗΠΑ. 

Όμως, την ίδια στιγμή δεν μπορούν να προωθήσουν κάποια λύση σε εντάσεις ή συγκρούσεις. Αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι οι μεγάλες ένοπλες επεμβάσεις της δεκαετίας του 2000, με τη σχεδόν «αυτοκρατορική» αλαζονεία τους, κατέληξαν σε ουσιαστική αποτυχία και παρατεταμένη εμπλοκή. 

Αντίστοιχα, εκεί όπου δοκίμασαν να έχουν μια διαφορετική παρέμβαση, όπως ήταν η Συρία, όπου δεν επέλεξαν να κάνουν πλήρη επέμβαση όπως στο Ιράκ, το αποτέλεσμα ήταν στο τέλος να μην μπορούν πραγματικά να επηρεάσουν πραγματικά το συσχετισμό. 

Αντίστοιχα, αρκετοί από τους στενούς συμμάχους τους ευθύνονται για τη συντήρηση τοπικών συγκρούσεων, όπως για παράδειγμα η Σαουδική Αραβία, την ίδια ώρα που η πολιτική του Ισραήλ δεν διευκολύνει την επίλυση του Παλαιστινιακού.

Ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ φαντάζουν ως μια πολύ ισχυρή δύναμη, ικανή να καταφέρει πλήγματα που καμιά άλλη δεν μπορεί και ταυτόχρονα ως δύναμη που δεν μπορεί να εγγυηθεί λύσεις. Η εσωτερική ταλάντευση στο εσωτερικό του πολιτικού και στρατιωτικού κατεστημένου των ΗΠΑ ανάμεσα στη «διαχείριση της αποσταθεροποίησης» και το διαρκές άνοιγμα μετώπων και από την άλλη στην προσπάθεια αποδέσμευσης από συγκρούσεις που δεν μπορούν να κερδίσουν, επιτείνει αυτή την αίσθηση.

Την ίδια ώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επίσης δείξει αδυναμία να έχει καθοριστικό ρόλο σε μεγάλες διεθνείς συγκρούσεις. Αυτό προφανώς αφορά και το ότι δεν έχει την αντίστοιχη «ευρωπαϊκή αμυντική ισχύ», με την εξαίρεση της Γαλλίας που όμως διεκδικεί αυτοτελή παρέμβαση σε διάφορα μέτωπα. Αφορά, όμως και την αδυναμία να μπορεί επίσης να εγγυηθεί λύσεις.

Η περίπτωση της Λιβύης είναι πολύ χαρακτηριστική. Ενώ οι ευρωπαϊκές χώρες είχαν ενεργό συμμετοχή στην αρχική φάση της συριακής κρίσης, στηρίζοντας ενεργά τους νατοϊκούς βομβαρδισμούς και την ανατροπή του Καντάφι, στη συνέχεια δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τον εμφύλιο πόλεμο στις διάφορες φάσεις τους. 

Ακόμη και τώρα, ενώ υποτίθεται ότι το επίκεντρο και η κορύφωση της ειρηνευτικής διαδικασίας θα ήταν η διάσκεψη του Βερολίνου, για την επιτυχία της οποίας εργαζόταν ιδίως η γερμανική κυβέρνηση, εντούτοις οι εξελίξεις έφεραν τα πράγματα να είναι ο Πούτιν με τον Ερντογάν να ανακοινώνουν την εκεχειρία και οι κρίσιμες διαπραγματεύσεις των αντιμαχόμενων πλευρών να γίνουν στη Μόσχα.

Η Ρωσία και η διπλωματία
Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στο ότι η Ρωσία διατηρεί ακόμη μια πιο συνεκτική αντίληψη για το τι συνιστά διπλωματία. Η ρωσική αντίληψη παραπέμπει σε έναν πολυπολικό κόσμο με κλασικές ισορροπίες ισχύος ανάμεσα σε κυρίαρχα κράτη και προσπάθεια σε αυτό το έδαφος να εμπεδώνονται και πολιτικές και οικονομικές συνεργασίες. 

Αυτό συνδυάζεται με μια αντίληψη ισορροπιών αλλά και την ετοιμότητα ανάληψης στρατιωτικού κόστους με όρους που να μπορούν να έχουν αποτέλεσμα. Από την άλλη η αμερικανική διπλωματία είναι σε μια μεταβατική φάση. 

Όπου έχει υποχωρήσει από καιρό η εμπιστοσύνη στην αυτοτελή δυναμική της «παγκοσμιοποίησης», είναι έντονη η αμφισβήτηση των θεσμών διεθνούς συνεργασίας και δέσμευσης και κυριαρχεί μια έντονη διάθεση προβολής ισχύος και κατοχύρωσης πρωτοκαθεδρίας με κάθε τρόπο, επιτείνοντας μια τάση προς την ένοπλη επέμβαση που υπήρχε και προηγουμένως.

Την ίδια στιγμή, αδυνατούν οι ΗΠΑ να λειτουργούν ως η δύναμη που εγγυάται ένα οικονομικό πρότυπο και μια εκδοχή παγκοσμιοποίησης, ιδίως μετά τον τρόπο που επέλεξαν να κλιμακώσουν τον εμπορικό πόλεμο, ενώ η αποχώρησή τους από κοινές διεθνείς συμφωνίες σημαίνει ότι δεν λειτουργούν και ως η βασική εγγυήτρια δύναμη της διεθνούς συνεργασίας.

Από τη μεριά της, η ΕΕ, που είναι ούτως ή άλλως αντιμέτωπη με τις αντιφάσεις της δικής της ενοποίησης (την οποία θα ήθελε να προβάλει ως πρότυπο), αδυνατεί να αρθρώσει με συνεκτικό τρόπο μια κοινή αντίληψη για την παγκόσμια κατάσταση, την ώρα που διαπερνάται από την ταλάντευση ανάμεσα στον ατλαντισμό και μια αυτοτελή «ευρωπαϊκή πολιτική».

Ουσιαστικά η Ρωσία καλύπτει αυτή τη στιγμή το κενό που αφήνουν οι αντιφάσεις των «άλλων παικτών» σε κρίσιμες γεωπολιτικές συγκρούσεις. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και το «παράδοξο» να αναδεικνύεται αυτή στη δύναμη που να παίξει τον κρίσιμο ρόλο στην δυνητική επίλυση συγκρούσεων. 

Τα προβλήματα που με τη σειρά της μπορεί να συναντά σε αυτή την προσπάθεια, κυρίως ως προς την ίδια τη δυσκολία των συγκεκριμένων διαδικασιών, δεν ακυρώνει ότι στην πράξη κατορθώνει να σπάει την απομόνωση που υποτίθεται ότι ήταν ο βασικός στόχος ιδίως των αμερικανικών σχεδιασμών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: