Γιατί θέλει ο Τσίπρας την ψήφο εμπιστοσύνης - Τι
απαιτεί η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών.Η νέα
κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα είναι
αυτή που θα προχωρήσει τη διαδικασία της Συμφωνίας των Πρεσπών έπειτα από το
«διαζύγιο» μεταξύ του Πρωθυπουργού και του μέχρι σήμερα κυβερνητικού του
εταίρου κ. Πάνου Καμμένου.
«Το
στοίχημα της Συμφωνίας των Πρεσπών» φαίνεται να το κερδίζει ο κ. Τσίπρας παρά
τις φαινομενικά έντονες πολιτικές αναταράξεις και την κρίση που έχει προκύψει.
Καθώς όλα δείχνουν ότι ο πρωθυπουργός θα βγει αλώβητος από την διαδικασία της
ψήφου εμπιστοσύνης που ζήτησε και θα διεξαχθεί στη Βουλή τις προσεχείς ημέρες.
Ωστόσο από εκεί και πέρα ξεκινά μια διαδικασία που αφορά την κύρωση και
επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, η οποία με τη σειρά της θα ανοίξει το
δρόμο για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και αναπόφευκτα θα δημιουργήσει
νέα δεδομένα στην περιοχή μας.
Η
διαδικασία αυτή έχει διάφορα στάδια και δεν φαίνεται να καταρρέει εξαιτίας
κάποιας εμπλοκής, αν και στη ζωή όπως και στην πολιτική δεν μπορεί κανείς να
αποκλείσει τον αστάθμητο παράγοντα, κάποια εμπλοκή.
«Όταν
ένας Πρωθυπουργός δηλώνει ότι προχωρά στη διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης
σημαίνει ότι πατάει επί στέρεου εδάφους» δηλώνει
o κ. Πέτρος Λιάκουρας, καθηγητής Διεθνούς Δικαίου
στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
«Ο Πρωθυπουργός δήλωσε πολύ καθαρά ότι θα μπορούσε κάλλιστα να προχωρήσει με ψήφο
ανοχής για τα επόμενα βήματα των συμφωνιών, δηλαδή της Συμφωνίας των Πρεσπών
και της ένταξης της γείτονος χώρας στο ΝΑΤΟ.
Παρ΄όλα αυτά θέλει πραγματικά να
έχει και την πολιτική νομιμοποίηση προκειμένου να περάσει και τα νομικά
ζητήματα που είναι σε εκκρεμότητα, όπως η Συμφωνία, καθώς και άλλα νομοθετήματα
τα οποία έχει δρομολογήσει.
Είναι σκόπιμο να βασίζεται σε πλειοψηφία.» τονίζει
ο ίδιος και εξηγεί πως παρότι η όλη διαδικασία εμπίπτει στο Συνταγματικό
Δίκαιο, άπτεται και του Διεθνούς Δικαίου, ενώ μας εξηγεί τα βήματα που πρέπει
να γίνουν και ολοκληρωθούν απ΄όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Αυτό που θα
περιμένουμε από την πλευρά της γείτονος χώρας είναι να ολοκληρώσουν τις
εσωτερικές νομικές διαδικασίες τους. Δηλαδή, να υπάρξει η κύρωση της Συμφωνίας.
Η οποία έγινε λίγες μέρες μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, από τη
Βουλή τους, το δημοψήφισμα και εν τέλει οι συνταγματικές αλλαγές. Αφού
ολοκληρωθούν οι συνταγματικές αλλαγές, υπάρχουν κάποιες νομικές διαδικασίες.
Όπως για παράδειγμα η υπογραφή από τον πρόεδρο της χώρας και εάν δεν υπογράψει
ο πρόεδρος, θα το κάνει ο πρόεδρος της Βουλής εξ ονόματος του
κοινοβουλίου όπως προβλέπει το άρθρο 131 του Συντάγματός τους.
Στη
συνέχεια, εξηγεί ο κ. Λιάκουρας, ο εκτελεστικός νόμος των συνταγματικών αλλαγών
θα πρέπει να δημοσιευθεί στην εφημερίδα της κυβέρνησης.
Πρόκειται για
διαδικασίες με διάρκεια μικρότερης των επτά ημερών. Έπειτα από αυτό, θα πρέπει
να αποστείλουν μια νότα προς την πλευρά της Ελλάδος όπου θα ανακοινώνουν και θα
ενημερώνουν ότι οι διαδικασίες τους ολοκληρώθηκαν.
Οπότε, ό,τι είχε να κάνει η
γείτων χώρα όσον αφορά τις δικές της διαδικασίες επικύρωσης, το έκανε και άρα
τη σκυτάλη πλέον παίρνει, όπως ορίζει και η Συμφωνία των Πρεσπών, η χώρα μας
για να προβεί και αυτή με τη σειρά της στις ανάλογες διαδικασίες, όπως αυτές προβλέπονται
στο χρονοδιάγραμμα της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Η μπάλα στο γήπεδο της Ελλάδας
Έτσι το
πρώτο πράγμα που θα πρέπει να κάνει η χώρα μας είναι να υποβληθεί η Συμφωνία
των Πρεσπών προς κύρωση στη Βουλή, εξηγεί ο κ. Λιάκουρας και σχολιάζεί πως
πρόκειται για μια πιο ειδική διαδικασία.
Αρχικά
προβλέπεται ένας νομικός έλεγχος από την επιτροπή της νομοθετικής επεξεργασίας
της Βουλής και όπως μας λέει δεν πρόκειται για κάτι πολύπλοκο.
Καθώς υπάρχει
μόνο ένας νόμος, στον οποίο θα αναφέρεται ότι «με τον παρόντα νόμο κυρώνεται η
παρακάτω Συμφωνία των Πρεσπών...». Στη συνέχεια η Συμφωνία θα περάσει από το
Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν ζητήματα που
βαρύνουν τον προϋπολογισμό.
Ο κ. Λιάκουρας θεωρεί πως αυτό το στάδιο θα
μπορούσε να παρακαμφθεί αλλά για λόγους τυπικότητας θα τηρηθεί. Όπως και να
έχει αμέσως μετά η Συμφωνία των Πρεσπών θα ακολουθήσει τη συνήθη διαδικασία της
συζήτησης, πρώτον από την Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας. Αυτή η συζήτηση θα
διαρκέσει περίπου δύο ή τρεις ημέρες, ανάλογα πόσο θα ορίσει ο πρόεδρος της
επιτροπής.
Έπειτα και από την ολοκλήρωση αυτών των διαδικασιών και αφού
καθαρογραφούν τα πρακτικά, θα προχωρήσει στο επόμενο στάδιο, δηλαδή θα
δρομολογηθεί στη διαδικασίας των κοινοτικών νόμων όπως προβλέπεται σε αυτές τις
περιπτώσεις ώστε να προωθηθεί και να ολοκληρωθεί η διαδικασία στην Ολομέλεια.
«Η
Ολομέλεια πρέπει να κυρώσει τη Συμφωνία» επισημαίνει
ο κ. Πέτρος Λιάκουρας και υπογραμμίζει ότι: «η συζήτηση ως προς τη
Συμφωνία γίνεται πάντα στο σύνολο και επί της αρχής, μπορεί βεβαίως να υπάρξει
συζήτηση επί συγκεκριμένων άρθρων,
Αλλά δεν γίνεται ψήφιση επί άρθρων, γίνεται
ψήφιση στο σύνολο. Είναι μια διαδικασία κατά τη συνταγματική πρακτική. Ανάλογη
διαδικασία προβλέπεται και νόμους που περιέχουν κώδικες.
Η ψήφιση λοιπόν
θα γίνει επί της αρχής και στο σύνολο, ποτέ επί κάθε μιας ή συγκεκριμένης
διάταξης».Έπειτα και
από την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας και αφού καθαρογραφεί, πλέον είναι
έτοιμη και κυρωμένη από την Βουλή.
Ένα ακόμη βήμα. Από τη Βουλή στον ΟΗΕ
«Στη
συνέχεια η Συμφωνία υποβάλλεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να προβεί σε
αυτό που λέγεται στο Συνταγματικό Δίκαιο, Επικύρωση, αλλά κάτω από το Διεθνές
Δίκαιο, Επικύρωση είναι η κύρωση και η επικύρωση.
Δηλαδή η κύρωση από την Βουλή
και η επικύρωση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αφού γίνουν αυτά τα δύο, θα
θεωρείται ότι έχει ολοκληρωθεί αυτό που λέγεται ratification, η
Επικύρωση από ελληνικής πλευράς.
Τώρα η ελληνική πλευρά θα πρέπει να κάνει
ακόμη ένα βήμα, δηλαδή να το δημοσιεύσει στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στη
συνέχεια από κοινού να προωθηεί προς τη Γενική Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών
και να ενημερώσει το Συμβούλιο Ασφαλείας» αναλύει
ο κ. Λιάκουρας και επισημαίνει ότι
Δεν υπάρχει θέμα βέτο από κανένα μέλος του
Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όμως το Συμβούλιο Ασφαλείας θα πρέπει να
ενημερωθεί για να θεωρηθεί ότι τα ψηφίσματα του 1992 και 1993 έχουν πλέον
υιοθετηθεί.
Δηλαδή αυτά τα οποία προβλέπονταν στα ψηφίσματα περί
διαπραγματεύσεων για την οριστική επίλυση της διαφοράς περί του ονόματος έχουν
ολοκληρωθεί.
Πριν όμως γίνει αυτό, θα πρέπει, βάσει της Συμφωνίας των Πρεσπών,
να ανακοινώσουν, τουλάχιστον η ελληνική πλευρά, στην γείτονα χώρα ότι έχει
ολοκληρωθεί η επικύρωση της Συμφωνίας.
Από τη στιγμή που εμείς θα έχουμε
ενημερώσει την άλλη πλευρά περί της επικύρωσης από μέρους μας, τότε θεωρείται
πως τίθεται σε ισχύ η έναρξη ισχύος της Συμφωνίας.
Πάσα στο ΝΑΤΟ
«Αυτή
η έναρξη ισχύος της Συμφωνίας της 17ης Ιουνίου του 2018, είναι προϋπόθεση για
να προχωρήσει η ελληνική πλευρά και προς μια άλλη υποχρέωση η οποία είναι η
επικύρωση του πρωτοκόλλου ένταξης της γείτονος χώρας στο ΝΑΤΟ.
Από τη στιγμή
που η Ελλάδα κυρώσει και επικυρώσει και καταθέσει τα κυρωτικά έγγραφα στο ΝΑΤΟ,
τότε πλέον από την πλευρά της Ελλάδος έχει τελειώσει όλο αυτό που λέγεται
“υποχρεώσεις που προκύπτουν από το χρονοδιάγραμμα”. Δηλαδή το άρθρο 1
παράγραφος 4 και το άρθρο 2 παράγραφος 4 της Συμφωνίας, οι συγκεκριμένοι όροι
έχουν ολοκληρωθεί.
Η Ελλάδα τελείωσε με τα ζητήματα αυτά. Όμως αυτό δεν
σημαίνει ότι η γείτων χώρα θα γίνει αμέσως μέλος του ΝΑΤΟ γιατί πρέπει το
πρωτόκολλο ένταξης να το κυρώσουν και να το επικυρώσουν όλα τα υπόλοιπα κράτη
μέλη του ΝΑΤΟ» καταλήγει ο κ. Πέτρος
Λιάκουρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου