02 Ιουλίου, 2018

ΠΕΡΙ ΧΩΡΙΣΜΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ - ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


Εν πρώτοις καλόν θα είναι κάποιοι  Μητροπολίτες μόλις ακούσουν για διαχωρισμό Κράτους και Εκκλησίας να μην βγαίνουν στα παράθυρα των Καναλιών  και διατυμπανίζουν αυτά που διατυμπανίζουν καθώς και κάποιοι άλλοι να εξαπολύουν πύρινα κείμενα, διότι έτσι δημιουργούν μεγάλο πρόβλημα στην Διοίκηση της Εκκλησίας.

Θα πρέπει  λοιπόν να περιμένουν οι Ιεράρχες την απόφαση της Ιεραρχίας όποτε αυτή συνέλθει και τότε να τοποθετηθούν όπως αποφασίσει το σώμα της Ιεραρχίας, διότι πρέπει να καταλάβουν μια για πάντα ότι είναι Συνοδικό το σύστημα της Εκκλησίας και όχι Επισκοποκεντρικό!!!

Κάποιοι άσχετοι της Εκκλησίας που φωνασκούν και πάλι σήμερα, περί δήθεν εξόδων του κράτους χάριν της Εκκλησίας, και για την "μεγάλη" Εκκλησιαστική περιουσία που δήθεν δεν την εκμεταλλεύεται ο λαός, ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΥΝ την αλήθεια, που είναι πολύ διαφορετική από τις απαιτήσεις τους.

Η φιλολογία περί της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι παλιά, δίχως όμως να δικαιολογείται πολλές φορές από τα γεγονότα και την πραγματικότητα. Θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε λίγο φως στο ταλαιπωρημένο αυτό ζήτημα. 

Παρακάτω, απαντάμε και στο αδαές επιχείρημα περί μισθοδοσίας των Ορθοδόξων κληρικών που έχει άμεση σχέση με την εκκλησιαστική περιουσία. Καταρρίπτεται ο βασικότερος μύθος γύρω από τον οποίο χτίστηκε η επαίσχυντη αντιεκκλησιαστική προπαγάνδα των ημερών μας. 

Μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (1828). Ενώ διατηρείται στη συνείδηση του πληρώματος της εκκλησίας η πίστη στο ιερό και αναπαλλοτρίωτο της εκκλησιαστικής περιουσίας με διάφορα νομοθετήματα επιβάλλεται κατά καιρούς η αναγκαστική απαλλοτρίωση τμημάτων της.

-Η αντιβασιλεία του Όθωνα (αλλοεθνής και προτεσταντική) πιστεύοντας ότι η περιουσία της Εκκλησίας αποτελεί θησαυρό που κληροδοτήθηκε από τους προγόνους στο ελληνικό έθνος

Λησμονώντας όμως την ανεκτίμητη προσφορά των ορθοδόξων μοναστηριών στους παλαιότερους και στους ακόμα νωπούς τότε αγώνες της εθνικής παλιγγενεσίας, με τα Βασιλικά Διατάγματα του 1833 και 1834 απεφάσισε τη διάλυση 416 μοναστηριών και τη διάθεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους με το πρόσχημα να συσταθεί το "Εκκλησιαστικό Ταμείο".

Ήταν όμως τόσο κακή η σύσταση και οργάνωση του ταμείου αυτού, ώστε το μόνο που συνέβη ήταν η διαρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας και η πώληση εκ μέρους επιτηδείων  ιερών σκευών και κειμηλίων στα παζάρια.

Το 1836 η απαλλοτριωτική διάθεση της Αντιβασιλείας επεκτάθηκε και στην περιουσία των Μοναστηριών που διατηρήθηκαν σε λειτουργία "χάριν θεάρεστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων".

Έτσι απαλλοτριώθηκαν υποχρεωτικά και άλλες μοναστηριακές εκτάσεις, ενώ σε όσες απέμειναν επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία.

-Στη διάρκεια της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως δε έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), το ελληνικό κράτος επέτεινε την απαλλοτριωτική του επιβολή σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. 

Με τους νόμους 1072/1917 και 2050/1920 ("αγροτικός νόμος") και άλλους μεταγενέστερους απαλλοτριώθηκαν αναγκαστικά πολλές μοναστηριακές εκτάσεις για την αποκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων και για λόγους "προφανούς ανάγκης και δημόσιας ασφαλείας".

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίοδο 1917 μέχρι 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του ενός δισεκατομυρίου προπολεμικών δραχμών και το Κράτος κατέβαλε στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο μόνο το 4% (40 εκατομύρια δραχμές).

Τα υπόλοιπα 960 εκατομύρια οφείλονται ακόμα! Τα περισσότερα μοναστήρια καταδικάστηκαν με τον τρόπο αυτό σε μαρασμό και λειψανδρία!

Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με υπολογισμούς κατά την πρώτη φάση μόνο, το 50% της γεωργική γης της εκκλησίας δόθηκε σε ακτήμονες, ενώ και η δεύτερη φάση που ολοκληρώθηκε γύρω στο 1930 ήταν εξίσου μεγάλο το κομμάτι γης της εκκλησίας που απαλλοτριώθηκε.

-Με τον κωδ. νόμο 4684/1931 περί "Οργανισμοί Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας" αποφασίσθηκε από την Πολιτεία η ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών παρά τις επιφυλάξεις της Εκκλησίας.

Ό,τι εισπράχθηκε από τη ρευστοποίηση σχεδόν στο σύνολό του εξανεμίστηκε εξαιτίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου και της ξενικής κατοχής (1940-44).

-Με την από 18/9/1952 "Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων", 

Η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργίσιμης αγροτικής περιουσίας της με αντάλλαγμα να λάβει κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως. 

Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακύρηξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον.

Ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική).Ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνουσα περιουσία της. 

Στην  ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η "μισθοδοσία" των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό  του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 ως  υποχρέωσις του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. 

Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο  όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932 - συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ' άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ' αυτού. 

Καταρρίπτεται έτσι ο μύθος που προσπαθεί μάταια να διαιωνίσει ο κ. Πάγκαλος με τις αναφορές του σε "δημόσιους υπαλλήλους". Όταν η άγνοια συναντά τη θρασύτητα, το αποτέλεσμα είναι επικίνδυνο για τους θεσμούς και τη δημοκρατία.

Όταν το 1987 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος 1700/87 (νόμος Τρίτση) που αποτελεί μία ακόμη προσπάθεια για την οριστική αποψίλωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δόθηκε αφορμή να δημοσιευθούν σημαντικά κείμενα. Μεταξύ αυτών και ένα υπό τον τίτλο "ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα" (περιοδικό "Εκκλησία" 1-15/4/1987, σελίδες 254-55).

Με αναμφισβήτητα στοιχεία, στηριγμένο σε μελέτη των Θ. Τσούμα και Δ. Τασιούλα που εκδόθηκε επίσημως από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος λίγο αργότερα, το 1988, αποδεικνύεται ότι στο σύνολο της αγροτικής γης της Ελλάδος ανήκουν.

ΔΗΜΟΣΙΟ-43.598.000 (στρέμματα)

ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ-15.552.200 (στρέμματα)

ΕΚΚΛΗΣΙΑ-1.282.300 (στρέμματα)

ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ-1.098.400 (στρέμματα)

Από αυτά τα 1.282.300 στρέμματα ιδιοκτησίας της Εκκλησίας, 

Τα 367.000 είναι δασικές εκτάσεις 

Τα 745.400 βοσκότοποι και μόνο 

Τα 169.900 γεωργική καλλιεργίσιμη γη.

Δηλαδή οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της αντιστοιχούν μόλις στο 0.48% του συνόλου της γεωργικής γης της χώρας μας! Και να ληφθεί υπόψη ότι κατά τη δεκαετία 1974-1983 "εγκαταλείπονται κάθε χρόνο από τους αγρότες και κτηνοτρόφους κατά μέσο όρο 162.400 αγροτικής γης ακαλλιέργητα και ανεκμετάλλευτα".

Το 1983 υπολογίστηκαν ως 4.380.000 στρέμματα οι εγκαταλελειμμένες εκτάσεις γης (σχεδόν 3.5 φορές μεγαλύτερες από το σύνολο της γης που ανήκει στην εκκλησία, ενώ σήμερα θα είναι ασφαλώς πολύ περισσότερο). Παρά ταύτα, στα μάτια κάποιων και η εναπομείνασα περιουσία φαντάζει μεγάλη. 

Δε λαμβάνεται όμως υπόψη ότι αυτή δεν ανήκει στην Κεντρική Διοίκηση (Ιερά Σύνοδο), αλλά σε περισσότερα από 10.000 εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (Μητροπόλεις, Ναούς, Μονές, Προσκυνήματα, Ιδρύματα, Κληροδοτήματα και άλλα).

Το καθένα από τα οποία αγωνίζεται - μέσα από τον κυκεώνα των νομικών και διοικητικών δεσμέυσεων - να διαφυλάξει την κυριότητα και να αξιοποιήσει τα όσα του ανήκουν περιουσιακά στοιχεία, για το καλό του πληρώματος και της εκκλησίας.

Δηλαδή κάθε Μονή και κάθε Ιερός Ναός που είναι ΝΠΔΔ (Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου), μεριμνούν για τη συνήθως μικρή περιουσία που έχουν, φροντίζοντας για την έντιμη διαχείρισή της και τηρώντας τις αυστηρές διατάξεις που ισχύουν για τα νομικά πρόσωπα.

Η διαχείριση αυτή υπόκειται σε τακτικό έλεγχο τόσο από την Εκκλησία όσο και από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής προσφοράς, όχι και το μοναδικό, αποτελεί η Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη (Αθήνα).

Έχοντας στην κατοχή της σημαντική περιουσία που την απέκτησε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα με αγορές των ηγουμένων της (σώζονται στο αρχείο της τα σχετικά έγγραφα), αναδείχθηκε ο μεγαλύτερος κοινωνικός ευεργέτης των Αθηνών.

Το δε Δημόσιο έχει γίνει πολλές φορές αποδέκτης εκτάσεων μεγάλης αξίας, τις οποίες παραχώρησε η Εκκλησία προκειμένου να λειτουργήσουν:
Κατασκηνώσεις, να ανεγερθούν σχολεία, ιδρύματα, γυμναστήρια, στρατόπεδα ή να δημιουργηθούν κοινόχρηστοι χώροι για την αναψυχή του λαού.

Η Εκκλησια δικαιούται να έχει περιουσία, όπως δέχθηκαν με πληθώρα αποφάσεών τους όχι μόνο ελληνικά δικαστήρια, αλλά και η Ευρωπαική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην οποία προσέφυγαν Ορθόδοξες Μονές κατά του νόμου 1700/87.

Και είναι σε θέση να την αξιοποιήσουν επωφελώς για τον ελληνικό λαό, αρκεί να αφαιρεθούν τα νομικά και διοικητικά δεσμά που της έχουν κατά καιρούς επιβληθεί.

Μετά από όλα αυτά, μπορούμε να αντιληφθούμε το πραγματικό μέγεθος της προσφοράς της Εκκλησίας στην ανάπτυξη της Ελλάδος, όπως επίσης και το πραγματικό μέγεθος της εναπομείνουσας περιουσίας της.

Το οποίο επαναλαμβάνουμε, ανήκει σε περισσότερο από δέκα χιλιάδες διαφορετικά νομικά πρόσωπα.

Όσο για τη μισθοδοσία την κληρικών, αυτή αποτελεί υποχρέωση του κράτους προς την εκκλησία, την οποία αποδέχτηκε και υπέγραψε με δική του πρωτοβουλία το ίδιο το κράτος το 1952.

Επειδή ακριβώς αδυνατούσε να καταβάλλει το αντίτιμο που είχε συμφωνηθεί 20 χρόνια νωρίτερα και που είχε διογκωθεί πολλαπλάσια και είχε ήδη καταστεί δυσβάσταχτο χρέος ακόμη και για το κράτος.

Εάν υποτεθεί ότι θα χωρίσει το Κράτος από την Εκκλησία θα πρέπει το Κράτος αυτομάτως να επιστρέψει στην Εκκλησία τα κάτωθι περιουσιακά στοιχεία που έχει στην κατοχή του.

Οι ως άνω Πίνακες ανασύρθηκαν από το  Πόνημα του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου Β΄ «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ – 2012» 

Εκκλησία και Κράτος
Ο Νίκος Φίλης, εξήγγειλε επί Υπουργείας του αλλαγές στο μάθημα των θρησκευτικών στα σχολεία. Η κρισιμότητα των αλλαγών αυτών εντοπιζόταν στην αλλαγή στόχευσης του μαθήματος. Το οποίο θα μετατρεπόταν σε μάθημα θρησκειολογίας, με τη χρήση -πλέον- και φιλοσοφικών και λογοτεχνικών κειμένων, και θα απεκδυόταν τον ορθοδοξοκεντρικό χαρακτήρα που μέχρι τώρα είχε.

Στις παραπάνω αλλαγές η Εκκλησία αντέδρασε δια του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου, διεκδικώντας λόγο στη θρησκευτική παιδεία.Εν συνεχεία, ο Υπουργός κατηγόρησε την Εκκλησία για το ρόλο της κατά τη γερμανική Κατοχή και την περίοδο της χούντας των Συνταγματαρχών, κατά τρόπο προσβλητικό.

Ο Αρχιεπίσκοπος απάντησε ιστορικά, και οι διαπληκτισμοί συνεχίστηκαν. Η επίλυση επήλθε από μία συνεδρίαση ανάμεσα στους δύο κυβερνητικούς εταίρους, τον Υπουργό και τον Αρχιεπίσκοπο,

Όπου αποφασίστηκε η αναστολή της απόφασης, και η έναρξη δημοσίου διαλόγου. Από τη σύγκρουση αυτή, ανάμεσα στον Υπουργό Παιδείας και τον Αρχιεπίσκοπο, ανακύπτει ξανά το ζήτημα του κατά πόσο η Εκκλησία δύναται να επεμβαίνει σε ζητήματα της Πολιτείας, ποια είναι η θέση της Εκκλησίας σε ένα σύγχρονο κράτος,

Ποιες πρέπει να είναι οι μεταξύ τους σχέσεις και, κατ’ επέκταση, το ζήτημα του διαχωρισμού Εκκλησίας-Κράτους – θέματα που δεν έχουν απασχολήσει μόνον την Ελλάδα.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Ιστορικά στην Ευρώπη, η θρησκεία, η ιεραρχία της Εκκλησίας και οι κανόνες της αποτελούσαν τον κύριο -ή και μοναδικό σε κάποιες περιπτώσεις- θεσμό ρύθμισης και κατεύθυνσης της κοινωνίας και της κοινωνικής συμπεριφοράς. Υπήρχε, δηλαδή, μια ταύτιση των θρησκευτικών κανόνων, που διατυπώνονταν δια της Εκκλησίας, με τους κανόνες της κοινωνίας. 

Επιπροσθέτως υπήρχε, σε σημαντικό βαθμό, ταύτιση της κρατικής εξουσίας με την εκκλησιαστική. Η ταύτιση αυτή εντοπιζόταν στη διοίκηση (π.χ. ο αρχηγός του Κράτους είναι και αρχηγός της Εκκλησίας) και, κατά συνέπεια, στο δίκαιο του Κράτους.

Ανά την ευρωπαϊκή ιστορία, η Εκκλησία καθόριζε την πολιτική και είχε δικαιοδοτικές (δικαστικές) αρμοδιότητες, συμμετέχοντας έτσι στις κρατικές λειτουργίες ως δομικό χαρακτηριστικό του Κράτους.

Όταν, ωστόσο, η μορφή των ευρωπαϊκών πολιτευμάτων άρχισε να αλλάζει προς μια φιλελεύθερη κατεύθυνση, η σχέση αυτή άρχισε να αποδυναμώνεται – και πλέον μιλούμε για την Εκκλησία και την Πολιτεία ως δύο διακριτές οντότητες, όχι όμως ασύνδετες.

Η Εκκλησία, επομένως, λίγο συμμετέχει (ή και καθόλου) πλέον στην πολιτειακή εξουσία, δεν δύναται δηλαδή να επιβάλλει πλέον εξαναγκαστικούς κανόνες για τους πολίτες ενώ, όπου ασκεί τέτοια εξουσία, την ασκεί σε πολύ περιορισμένο βαθμό (π.χ. εκκλησιαστικά δικαστήρια.

Ωστόσο, μόνο σε λίγες περιπτώσεις υπάρχει πλήρης διάκριση. Το πρόβλημα, λοιπόν, που ανακύπτει είναι το εξής: πώς μπορεί η συμμετοχή της -ιστορικά κρατούσας- Εκκλησίας στις κρατικές υποθέσεις.

Ή αντίστροφα, η επέμβαση της Πολιτείας στις εκκλησιαστικές υποθέσεις να συγκεραστεί με τη σύγχρονη φιλελεύθερη δημοκρατία. Η οποία προβλέπει την ανεξιθρησκία (δηλαδή την, κατά κάποιο τρόπο, ανοχή σε μειοψηφικές θρησκείες)

Ή, ακόμη περισσότερο και συνηθέστερα, τη θρησκευτική ελευθερία (δηλαδή την υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίζει σε κάθε πολίτη τη δυνατότητα άσκησης της θρησκευτικής του λατρείας);

Επίσης, όταν μιλάμε για δημιουργία κανόνων δικαίου, μπορούν αυτοί να έχουν και θρησκευτική δικαιολόγηση, ή απαιτείται να έχουν μόνο κοσμική;

Τέλος, μπορεί να υποστηριχθεί ότι, στα πλαίσια της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτειακής δομής, η Εκκλησία δεν μπορεί να έχει καμιά απολύτως συμμετοχή στη ρύθμιση της κοινωνίας των πολιτών.

 Ωστόσο, μπορεί ο καθένας με τη δική του βούληση να επιλέγει να ρυθμίζει την κοινωνική του ζωή, και να υπόκειται στους θρησκευτικούς κανόνες, όπως τους διατυπώνει η Εκκλησία;

ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι το πρώτο κράτος στο οποίο η Εκκλησία σταμάτησε να έχει δεσμούς με την Πολιτεία, ήδη λίγα χρόνια μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας από τους Βρετανούς, όταν στο Αμερικανικό Σύνταγμα προσετέθη το λεγόμενο Bill of Rights (τροπολογίες που αφορούν στα δικαιώματα των πολιτών, 1791).

Συγκεκριμένα, στην 1η τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος θεσμοθετείται η θρησκευτική ελευθερία, και η αρχή ότι δεν δύναται να υπάρχει επικρατούν εκκλησιαστικό καθεστώς.

Χαρακτηριστική είναι και η ρύθμιση του άρθρου 6 στην παράγραφο 3 όπου ορίζεται ότι, για τον όρκο των βουλευτών και των γερουσιαστών δεν λαμβάνεται υπόψη το θρήσκευμα.

Εν συνεχεία, κάθε μία από τις 50 πολιτείες διαχωρίστηκαν πλήρως από τις εκκλησίες με τις οποίες ήταν συνδεδεμένες. Πρακτικά, όλα τα παραπάνω υποδεικνύουν ότι οι εκκλησίες είναι μια αμιγώς ιδιωτική υπόθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό -όπως έχει νομολογήσει το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο- και το κράτος δεν επεμβαίνει στα ζητήματα των εκκλησιών.

Αντιθέτως, οι νόμοι του κράτους επιβάλλονται σε όλους και κατισχύουν των θρησκευτικών κανόνων, όταν αυτοί είναι αντίθετοι στη δημόσια τάξη (π.χ. πολυγαμία Μορμόνων). Το κράτος εμφανίζεται ουδετερόθρησκο σε κάθε έκφανση και δραστηριότητά του.

Ηνωμένο Βασίλειο
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η θεσμική ταύτιση Εκκλησίας και Κράτους είναι εξέχουσα. Από τότε που η Εκκλησία της Αγγλίας ανεξαρτητοποιήθηκε από το Βατικανό το 16ο αιώνα μ.Χ., ο Μονάρχης.Τώρα η Βασίλισσα- που είναι αρχηγός του κράτους, είναι και επικεφαλής της Αγγλικανικής Εκκλησίας και ορκίζεται με όρκο θρησκευτικό.

Η Βασίλισσα διορίζει τους Αρχιεπισκόπους και τους Επισκόπους, 26 από τους οποίους συμμετέχουν στο νομοθετικό - και μέχρι πρότινος και ανώτατο δικαστικό - σώμα της Βουλής των Λόρδων.Ο Μονάρχης ανήκει πάντα υποχρεωτικά στο Αγγλικανικό Δόγμα, ενώ διατηρεί μια ειδική σχέση με την ελεύθερη Εκκλησία της Σκωτίας, η οποία έχει εθνικό χαρακτήρα.

Επίσης, η Εκκλησία διατηρεί σώματα στο βασιλικό στρατό. Πάραυτα, η Αγγλικανική Εκκλησία δε λαμβάνει τακτική χρηματοδότηση από το Κράτος, παρά μόνο πλαγίως και σπάνια (υπό τη μορφή βοήθειας σε φιλανθρωπίες) και αυτοσυντηρείται οικονομικά.

Είναι πρόδηλο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι μια περίπτωση κατά την οποία γίνεται απόλυτα σεβαστή η θρησκευτική ελευθερία όλων των θρησκειών και των δογμάτων, και αυτή η αρχή συνυπάρχει καλώς με την ισχυρή παράδοση της σιαμαίας σχέσης του βρετανικού Κράτους με την Εκκλησία.

Γαλλία
Η Γαλλική Δημοκρατία χωρίστηκε πλήρως πολιτειακά από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το 1905, με τη λεγόμενη «Loi de la Séparation».

Οι εκκλησίες στη Γαλλία είναι μόνον ιδιωτικού δικαίου νομικά πρόσωπα, και η μόνη ουσιαστική σχέση τους με το κράτος είναι η καταγραφή τους (υπό κάποιες προϋποθέσεις) προκειμένου να πάρουν φοροαπαλλαγή,

Και αυτή είναι η μόνη μορφή μιας τύποις αναγνώρισης που μπορεί να λάβει μια εκκλησία από το γαλλικό κράτος. Σε κάθε έκφανσή του το κράτος είναι ουδετερόθρησκο, ωστόσο, από το 1956, επιτρέπεται η ιδιωτική ομολογιακή εκπαίδευση.

Ο νόμος του 1905 καθιερώνει την απαγόρευση αναγνώρισης επικρατούσας θρησκείας, και περιορίζει την κρατική χρηματοδότηση σε ελάχιστες εκφάνσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν κυρίως με τη δημόσια εκπαίδευση, τα σωφρονιστικά καταστήματα και τη συντήρηση κάποιων Ρωμαιοκαθολικών ναών.

Η μόνη σχέση που διατηρείται ακόμα είναι ότι η ανάδειξη Επισκόπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας γίνεται έπειτα από συμβουλή του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας – μια διαδικασία καθόλα τυπική και όχι ουσιαστική.

Ιταλική Δημοκρατία
Η Ιταλία είναι τυπικά ένα κοσμικό κράτος από το 1985. Το άρθρο 8 του Συντάγματος ορίζει την κατάσταση των θρησκευτικών ενώσεων και εκκλησιών κατά τρόπο ισότιμο, χωρίς να προκρίνεται η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Από το 1929 το Βατικανό ανεξαρτητοποιήθηκε και, από τότε, η όποια σχέση του με το Ιταλικό Κράτος καθορίζεται με συμβάσεις που υπογράφουν μεταξύ τους οι εκπρόσωποι των δύο θεσμών.

Πέρα από τη μακραίωνη παράδοση και τη συντριπτική πλειοψηφία των Ιταλών που ακολουθεί την Καθολική Εκκλησία, οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας στην Ιταλία είναι κυρίως οικονομικές, με κλασσικά παραδείγματα όπως:

Την πληρωμή καθηγητών θρησκευτικών στα δημόσια σχολεία, την οποία ορίζει η Εκκλησία, και έναν φόρο αποδιδόμενο στο Βατικανό, τον οποίο επιλέγει το 40% των Ιταλών πολιτών να πληρώνει. Κατά τα άλλα, η θρησκευτική ελευθερία ασκείται για κάθε άλλο δόγμα.

Σαουδική Αραβία
Η Σαουδική Αραβία αποτελεί πρότυπο θεοκρατικού καθεστώτος. Ο Βασικός Νόμος του 1992 καθορίζει το Σουνιτικό Ισλάμ ως την επίσημη θρησκεία της χώρας, και ως Σύνταγμα το Κοράνι και τη Σούνα, τα ιερά βιβλία του προφήτη Μωάμεθ, ερμηνευμένα σύμφωνα με τη Χανμπαλιτική Σχολή.

Η θρησκευτική ελευθερία (που νομικώς δεν κατοχυρώνεται), όταν αναφέρεται σε άλλες θρησκείες ή δόγματα, σπανίως γίνεται επιτρεπτή από την κυβέρνηση και, σε κάθε περίπτωση, απαγορεύεται να ασκείται δημόσια.

Το πιο σημαντικό ζήτημα που πρέπει να έχει κανείς ως πρόκριμα για να αντιληφθεί τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους στη Σαουδική Αραβία (αλλά και τα υπόλοιπα ισλαμικά κράτη θεοκρατικού τύπου) είναι ότι το Ισλάμ δεν είναι απλώς μια θρησκεία.

Πρόκειται για ένα ολόκληρο σύστημα δικαίου, το οποίο διέπει τα θεοκρατικά ισλαμικά κράτη (άρα και τη Σαουδική Αραβία). Το μουσουλμανικό δίκαιο, η Σαρία, θεωρείται ότι:

Έχει θεϊκή προέλευση, και οι εφαρμοστές του (δικαστές) κρίνουν με βάση το Κοράνι και τη Σούνα τις γνώμες και τους κανονισμούς (φετφά) που εκδίδει ένα ανώτατο συμβούλιο κληρικών. Πρόκειται για πλήρη ταύτιση θρησκείας και δικαίου, Εκκλησίας και Κράτους.

ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΚΛΗΣΙΑΣ – ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ιστορικό σχέσης Ελληνισμού – Ορθοδοξίας
Η πρώτη επαφή των Ελλήνων με το Χριστιανισμό ξεκινά, ουσιαστικά, με τα κηρύγματα του Αποστόλου Παύλου. Πρόσωπο σταθμό σε αυτή τη σχέση αποτέλεσε τον 4ο μ.Χ. με  τις δράσεις του ο Αυτοκράτορας Μέγας Κωνσταντίνος, με την υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.):

Τη μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, και τη σύγκληση της 1ης Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας. Από το 733 μ.Χ. η ελληνική Εκκλησία υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν ο μόνος αναγνωρισμένος από το Οθωμανικό Κράτος θεσμός, στον οποίο υπόκειντο -εθνικά κυρίως- οι Έλληνες.

Ο θεσμός αυτός συνέβαλε καθοριστικά στη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των τελευταίων, γι’ αυτό και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την επανάσταση του 1821. Με την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, το 1833, ιδρύεται η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος.

Τις τελευταίες δεκαετίες εξακολουθούν οι στενότατοι δεσμοί των Ελλήνων με την Ορθοδοξία, ωστόσο έχουν υπάρξει μερικές συγκρούσεις με φορείς της Πολιτείας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπήρξε η σύγκρουση της Εκκλησίας το 1987 με τον τότε Υπουργό Παιδείας, Απ. Κακλαμάνη, για ζητήματα που αφορούσαν τη μοναστηριακή περιουσία. Έπειτα από την οποία ακολούθησαν διαπραγματεύσεις τις οποίες ανέλαβε ο νέος Υπουργός Παιδείας, Αντώνης Τρίτσης.

Συνεπήχθη μεγάλη ένταση, με μεγάλα συλλαλητήρια που διοργάνωσε η ιεραρχία και, παράλληλα, ήλθε στην επιφάνεια η σκέψη του διαχωρισμού Εκκλησίας-Κράτους.

Η υπόθεση έληξε με καταδίκη της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.Άλλη μία χαρακτηριστική περίπτωση σύγκρουσης, η οποία έφερε στο προσκήνιο το θέμα του διαχωρισμού, ήταν η υπόθεση των ταυτοτήτων το 2000.

Τότε, η κυβέρνηση αποφάσισε να εφαρμόσει έναν παλαιότερο νόμο προκειμένου να σταματήσει η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες, για λόγους προσωπικών δεδομένων.

Η Εκκλησία αντέδρασε έντονα, με ομιλίες, συλλαλητήρια και συλλογή εκατομμυρίων υπογραφών για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος.Τελικώς, το θρήσκευμα σταμάτησε να αναγράφεται στις ταυτότητες, και το 2004, ουσιαστικά, το ζήτημα έληξε.

Το Θεσμικό πλαίσιο
Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι το μόνο στην Ευρώπη που υπογράφεται «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος».

Στο άρθρο 3 (στο πρώτο μέρος των διατάξεων που τιτλοφορείται ως «βασικές διατάξεις») το ελληνικό Σύνταγμα κατοχυρώνει ως επικρατούσα στην Ελλάδα τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, και ρυθμίζει κάποια ζητήματα σχέσεων του Κράτους με την Εκκλησία.

Ζητήματα εσωτερικής λειτουργίας της Εκκλησίας και σχέσεων της Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Παράλληλα, στο άρθρο 13 κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και λατρείας.

Η απόλαυση των δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις· η λατρεία κάθε γνωστής θρησκείας τελείται απρόσκοπτα κατά τους νόμους, οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην κρατική εποπτεία, και κανείς δεν εξαιρείται από τις υποχρεώσεις του προς το κράτος και τους νόμους λόγω θρησκείας.

Στο άρθρο 16 κατοχυρώνεται για το Κράτος υποχρέωση παροχής θρησκευτικής παιδείας. Τέλος, στα άρθρα 33 και 59 κατοχυρώνεται θρησκευτικός όρκος για τους βουλευτές και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεν θα ήταν ακριβές να μιλήσει κανείς για πλήρως ουδετερόθρησκο Κράτος, εξαιτίας της διακήρυξης στην αρχή του συνταγματικού κειμένου, του άρθρου 3 και των όρκων. Ειδικά αν λάβουμε υπόψη ότι υπάρχουν χριστιανικές εικόνες σε όλα τα σχολεία και τα δικαστήρια, καθώς και θρησκευτικός όρκος στα τελευταία.

Επίσης, το άρθρο 3 ορίζει τον τρόπο διοίκησης της Εκκλησίας, την ψήφιση του Καταστατικού της Χάρτη ως νόμο του Κράτους, και την κρατική εποπτεία των κληρικών (άρα διορίζει τους κληρικούς όλων των θρησκευμάτων, όπως τους Μουφτίδες της Θράκης,

Οι οποίοι έχουν ακόμη και δικαστικές αρμοδιότητες επί μουσουλμάνων Ελλήνων της περιοχής και ασκούν μεγάλη επιρροή), με φυσικό επακόλουθο την υπαγωγή των διαφορών από πράξεις της Εκκλησίας στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Ωστόσο, μπορεί να γίνει λόγος για κάποια ουδετερότητα, καθώς το άρθρο 3 αναγνωρίζει επικρατούσα θρησκεία, αλλά την αντιμετωπίζει κατά τρόπο ισότιμο με τις άλλες θρησκείες στο άρθρο 13. Το οποίο αφορά το δικαίωμα των πολιτών στη θρησκευτική ελευθερία. 

Άλλωστε, σε νομοθετικό επίπεδο έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικά βήματα προς την ουδετεροποίηση: π.χ. το 1982 θεσμοθετήθηκε και ο πολιτικός γάμος.

Ενώ μέχρι τότε μπορούσε κανείς να παντρευτεί μόνο με θρησκευτικό. Φυσικά, οι εκκλησίες είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και αντιμετωπίζονται καθ’ όλα ως τέτοια.

Όμως, το σημαντικότερο προς την ουδετερότητα επιχείρημα που προκύπτει, είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει απλώς ανεξιθρησκία, αλλά θρησκευτική ελευθερία – πράγμα που σημαίνει ότι:

Σε συνδυασμό με την κρατική εποπτεία που ασκεί στις εκκλησίες όλων των θρησκειών, οφείλει να εξασφαλίζει στους πιστούς και την δυνατότητα τέλεσης λατρείας, ανάλογα με τις ανάγκες.

Η σχέση, όμως, Εκκλησίας-Κράτους στην Ελλάδα δεν είναι μόνο συνταγματική, αλλά και οικονομική. Η Ελληνική Πολιτεία πληρώνει τους κληρικούς ως δημοσίους υπαλλήλους.

Αυτό συμβαίνει διότι, ανά τα χρόνια, η Εκκλησία έχει παραχωρήσει στο Ελληνικό Κράτος, κατόπιν συμφωνίας, το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας της.

Προκείμενου έτσι να διαμοιραστεί αυτό σε ακτήμονες ή να αξιοποιηθεί για έργα κοινής ωφέλειας-, με αντάλλαγμα την ανάληψη από το Κράτος της μισθοδοσίας των κληρικών. Εν κατακλείδι οι Εκκλησίες και τα Κράτη συνυπάρχουν ως θεσμοί που ρυθμίζουν τις κοινωνίες εδώ και αιώνες.

Η διαφορετική τους αφετηρία οδηγεί σε συγκρούσεις και στη μεταξύ τους απομάκρυνση, όπως φαίνεται από των διαφόρων ειδών και βαθμών σχέσεις Κρατών και Εκκλησιών που έχουν διαμορφωθεί ανά τον κόσμο.Όπου άλλοτε η εκκλησία δεν έχει καμιά σχέση με το κράτος, και άλλοτε η εκκλησία είναι το κράτος.

Στην Ελλάδα, από τη θεσμική ανάλυση δεν προκύπτει κάποια κρατική εξουσία της Εκκλησίας· δεν μπορεί, δηλαδή, η Εκκλησία να επιβάλει θεσμικά κάποια απόφαση, γι’ αυτό και ένα αίτημα διαχωρισμού με αυτή τη βάση θα ήταν άτοπο.

Θα πρέπει να γίνει μια διάκριση ανάμεσα στις έννοιες της εξουσίας και της δύναμης. Η Εκκλησία στην Ελλάδα δεν διαθέτει εξουσία, αλλά διαθέτει δύναμη, δηλαδή μεγάλη επιρροή στην ελληνική κοινωνία.

Η επιρροή αυτή εδράζεται πάνω στους στενούς ιστορικούς δεσμούς της με το Ελληνικό Έθνος, οι οποίοι προκύπτουν από τη συμβολή της σε δύσκολες περιόδους για τον ελληνισμό, και από το ευρύτατο διαχρονικό φιλανθρωπικό της έργο, το οποίο καλύπτει συχνά την κρατική ανεπάρκεια όπως αυτό πράττει και σήμερα από το 2010 όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση στη χώρα μας.

Σαν αποτέλεσμα, η ορθόδοξη πίστη αποτελεί καίριο στοιχείο της σύγχρονης εθνικής και πολιτιστικής ελληνικής ταυτότητας. Και αν αυτό μπορεί να θεωρηθεί αρνητικό από κάποιους, ο πλήρης διαχωρισμός με το Κράτος σε επίπεδο θεσμών και πάλι δε θα το ανέτρεπε σε επίπεδο κοινωνικής πραγματικότητας.

Συμφέρει, όμως, τελικά το Κράτος ο διαχωρισμός; Οι οικονομικοί δεσμοί με την Εκκλησία, καθώς και η δημόσια εποπτεία όλων των θρησκειών, που εξυπηρετεί και γεωστρατηγικούς σκοπούς, υποδεικνύουν μάλλον το αντίθετο.

Π. ΒΟΙΩΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: