Πυκνές, αλλεπάλληλες, τεταμένες… οι συνομιλίες Δύσης-Ρωσίας που πραγματοποιήθηκαν αυτήν την εβδομάδα ήταν από πολλές απόψεις διαφωτιστικές. Επιβεβαίωσαν την (πολύ δύσκολα γεφυρώσιμη) απόσταση από την οποία ξεκίνησαν οι συνομιλούσες πλευρές, και επαναβεβαίωσαν το (αγεφύρωτο;) χάσμα που συνεχίζει να τις χωρίζει, πλην όμως – εάν κοιτάξει κανείς προσεκτικότερα ανάμεσα στις γραμμές – υπάρχουν και άλλα συμπεράσματα που θα μπορούσε να συναγάγει.
Απούσα η Ευρώπη
Η σχεδόν παντελής απουσία της Ευρώπης από την ουσία των συζητήσεων και το σχετικό παράδοξο – των συνομιλιών που έλαβαν μεν χώρα στην Ευρώπη (σε Γενεύη, Βρυξέλλες, Βιέννη) και είχαν ως θέμα τις εξελίξεις στην Ευρώπη (την παρουσία Αμερικανικών δυνάμεων στη Γηραιά Ήπειρο κ.ά.) αλλά απουσία των ιδίων Ευρωπαίων – ήρθαν να επιβεβαιώσουν αυτό που στην πραγματικότητα όλοι γνωρίζουν:
ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση προς ώρας, παρά την επί μέρους ισχύ των
κρατών-μελών της και τα νέα προωθούμενα σχέδια γεωπολιτικής της αναβάθμισης (Στρατηγική
Πυξίδα, ευρωπαϊκή στρατιωτική δύναμης ταχείας επέμβασης/αντίδρασης,
Ευρωπαϊκό Ταμείο Άμυνας, Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία–PESCO), εξακολουθεί να
είναι ένας γεωπολιτικός παρατηρητής των διεθνών εξελίξεων που βασίζεται στις
ΗΠΑ.
Ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ
Μπορέλ δεν σταματούσε να επαναλαμβάνει, από το βήμα των συνεντεύξεων
Τύπου που παραχώρησε στη Βρέστη την Πέμπτη 13 Ιανουαρίου, ότι οι Ευρωπαίοι
βρίσκονταν αυτήν την εβδομάδα σε συνεχή επικοινωνία με τους Αμερικανούς,
αφήνοντας έτσι να εννοηθεί ότι και οι Ευρωπαίοι συμμετείχαν στη διαπραγμάτευση
για το… μέλλον των αμερικανικών κινήσεων στην Ευρώπη και τις προωθούμενες
αναπροσαρμογές στις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία του Βλάντιμιρ Πούτιν.
Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα η ενεργή συμμετοχή στην όποια
διαπραγμάτευση και άλλο η «απλή» ενημέρωση για όσα διειμήφθησαν, ενώ και οι
Ευρωπαίοι προφανώς δεν θέλουν να χειραφετηθούν από τις Ηνωμένες Πολιτείες τις
οποίες στο τελευταίο προσχέδιο του οδικού χάρτη της Στρατηγικής Πυξίδας
χαρακτηρίζουν «EU’s staunchest international partner» αλλά και «EU’s most
important strategic partner».
Αναπροσαρμογές
Όπως στο παρελθόν έτσι και τώρα, τρεις δεκαετίες έπειτα από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας αλλά και 75 χρόνια έπειτα από την ιστορική ομιλία που είχε εκφωνήσει ο Τζορτζ Μάρσαλ (του «Σχεδίου Μάρσαλ») για την μεταπολεμική ανάκαμψη της Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ τον Ιούνιο του 1947, Αμερικανοί και Ρώσοι καλούνται να συμφωνήσουν σε ένα νέο πλαίσιο συνύπαρξης και μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας,
με το βλέμμα όμως πλέον στραμμένο και στην Κίνα η οποία γιγαντώνεται, όχι μόνο
οικονομικά-εμπορικά απλώνοντας επενδύσεις επενδυτικά πρότζεκτ ανά την υφήλιο (ο
επερχόμενος νέος πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα Τζορτζ Τσούνης ήταν
ιδιαίτερα επικριτικός απέναντι στην Κίνα κατά την ακρόασή του ενώπιον της
Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας) αλλά και στρατιωτικά
στον δρόμο προς το 2049.
«…το μοντέλο που κυριάρχησε μεταψυχροπολεμικά στις σχέσεις
της Δύσης με τη Ρωσία μοιάζει – και ως προς αυτό συμφωνούν σχεδόν όλοι – να
έχει πια εξαντλήσει τα όποια όρια ίσως είχε», γράφαμε προ ημερών στο
Α&Δ.
Ουσιαστικές συγκλίσεις τελικώς δεν επετεύχθησαν τις
προηγούμενες ημέρες. Αντιθέτως μάλιστα, τα όποια θετικά σημάδια των
συνομιλιών Σέρμαν-Ριαμπκόφ στη Γενεύη είχαν ως την Πέμπτη φαινομενικώς
εξαφανιστεί δίνοντας τη θέση τους σε νέες δυσοίωνες προειδοποιήσεις.
Από τη θεωρία στην πράξη
Στο πλαίσιο των αμερικανορωσικών συνομιλιών της εβδομάδας
που τελειώνει διεφάνησαν ωστόσο και κάποια περιθώρια συγκλίσεων τα οποία
μάλιστα είδαν και το φως της δημοσιότητας υπό μορφή συγκεκριμένων – θεωρητικώς
υλοποιήσιμων εάν το αποφασίσουν τα αμέσως εμπλεκόμενα μέρη – προτάσεων.
Ο Ρώσος υφυπουργός Εξωτερικών Ριαμπκόφ «καθησύχασε» τη
διεθνή κοινότητα, διαβεβαιώνοντας πως η Μόσχα δεν προτίθεται να εισβάλει
στρατιωτικά στην Ουκρανία. Και οι Αμερικανοί από την πλευρά τους, «καθησύχασαν»
τους Ανατολικοευρωπαίους διαβεβαιώνοντας πως η πολιτική ανοιχτών θυρών του ΝΑΤΟ
παραμένει… ανοιχτή.
Επί της πρακτέου ωστόσο και ανεξάρτητα από όσα (πρέπει να)
λέγονται, είναι μάλλον απίθανο χώρες όπως η Ουκρανία και η Γεωργία να ενταχθούν
στο ΝΑΤΟ. Ενώ και μια ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία (πέραν της
περιοχής του Ντονμπάς όπου ήδη δρουν υποστηριζόμενοι από τη Ρωσία αυτονομιστές)
θα έπρεπε κι εκείνη να θεωρείται όχι και τόσο πιθανή.
Η Μόσχα έχει καταθέσει ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο, τελεσιγραφικώ τω τρόπω, έναν κατάλογο με «εγγυήσεις ασφαλείας» τον οποίο θέλει οι Δυτικοί να αποδεχθούν συνολικά ως «πακέτο» και μάλιστα χωρίς χρονοτριβές, άμεσα δηλαδή και όχι έπειτα από αέναες διαπραγματεύσεις.
Κάτι τέτοιο προφανώς
και δεν θα μπορούσε πρακτικά να γίνει (οι Ρώσοι ζητούν να αποχωρήσουν όλα τα
νατοϊκά στρατεύματα από τις χώρες που εντάχθηκαν στη Βορειοατλαντική Συμμαχία
μετά το 1997, πράγμα μάλλον αδύνατο), χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι Ρώσοι και
Αμερικανοί δεν θα μπορούσαν εάν το θελήσουν να συμφωνήσουν και σε κάποιες
επιμέρους «εγγυήσεις ασφαλείας».
Από εδώ και πέρα
Η ίδια η αμερικανική πλευρά διέρρευσε αυτήν την εβδομάδα (βλ. σχετικό δημοσίευμα του δικτύου NBC) πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες οι ΗΠΑ θα μπορούσαν: να περιορίσουν την παρουσία των δυνάμεων που διατηρούν σε rotation σε Ανατολική Ευρώπη και Βαλτική και να αποσύρουν ή να μην εγκαταστήσουν ορισμένους τύπους πυραυλικών συστημάτων (μικρού-μεσαίου βεληνεκούς).
Σε συγκεκριμένες τοποθεσίες ή να περιορίσουν την κλίμακα των
νατοϊκών στρατιωτικών γυμνασίων κοντά στα σύνορα ΝΑΤΟ-Ρωσίας και να
διαπραγματευθούν πρωτόκολλα (τύπου 1990) έγκαιρης ενημέρωσης αναφορικά με τις
μετακινήσεις στρατευμάτων και ανταλλαγής πληροφοριών για τις στρατιωτικές
ασκήσεις σε «ευαίσθητες» περιοχές.
Όλα αυτά, βέβαια, εάν όμως και η Ρωσία από την πλευρά της
προχωρήσει σε κάποιες κινήσεις «συμφιλίωσης» αλλάζοντας «τροπάρι» κοντά στα
σύνορα με την Ουκρανία αλλά και στο Καλίνιγκραντ (ενώ παραμένει ζητούμενο το τι
ακριβώς θα μπορούσε να γίνει στην Κριμαία και στο Ντονμπάς που αποτελούν μεν
ρωσικές κόκκινες γραμμές αλλά που κι εκεί θα μπορούσε θεωρητικώς να συμφωνηθεί
ένα συμβιβαστικό πλαίσιο εγγυήσεων).
Η μπάλα στο γήπεδο της Ρωσίας
Όσα προαναφέρονται μπορεί να μην συμφωνήθηκαν αυτήν την εβδομάδα
(το σχετικό δημοσίευμα του NBC επισήμως διαψεύστηκε, αν και η Αμερικανίδα
υφυπουργός Εξωτερικών Γουέντι Σέρμαν το επιβεβαίωσε τελικώς εν μέρει με κάποιες
από τις δηλώσεις της), όμως έχει σημασία το γεγονός ότι ακούστηκαν δημοσίως ως
προτάσεις.
Τι γίνεται από εδώ και πέρα; Η μπάλα βρίσκεται κατά βάση στο γήπεδο της ρωσικής πλευράς από τις κινήσεις της οποίας αναμένεται να κριθούν πολλά. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Πούτιν είναι διατεθειμένος να τα παίξει όλα για όλα ενόψει των ρωσικών προεδρικών εκλογών του 2024.
Λέγεται
ωστόσο και κάτι άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρον: ότι ο Ρώσος ηγέτης δεν έχει πια στη
διάθεσή του κανέναν άλλον μοχλό πίεσης όταν καλείται να διαπραγματευτεί με τη
Δύση πέραν της ενέργειας (βλ. ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου)
και της επαπειλούμενης στρατιωτικής κλιμάκωσης.
Ως εκ τούτου, πιέζει εκεί που μπορεί, ενώ και η τρέχουσα
περίοδος πολιτικά ίσως να προσφέρεται για την άσκηση τέτοιων πιέσεων από την
πλευρά της Μόσχας (μετεκλογικό τοπίο στη Γερμανία με τους «φιλορώσους» του SPD
στην ηγεσία, γαλλική προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ και προεκλογική περίοδος
στη Γαλλία).
Διαθέσεις και πιθανές αντιδράσεις
Ωστόσο, μια ρωσική κλιμάκωση στην Ουκρανία θα προκαλούσε αντανακλαστικές αντιδράσεις, εάν όχι τόσο στην Ουάσιγκτον (που το πιο πιθανό είναι πως θα απαντούσε με νέες κυρώσεις αλλά και με αποστολές πυραυλικών-οπλικών συστημάτων και ραντάρ στην Ουκρανία όπως ήδη συζητείται: βλ. Stinger, Javelin) τότε ακόμη περισσότερο σε Πολωνία, Ρουμανία, Εσθονία (περισσότερα νατοϊκά στρατεύματα στη χώρα του ζήτησε προ ημερών ο Εσθονός πρόεδρος Αλάρ Κάρις), Λετονία, Λιθουανία, Φινλανδία (διόλου τυχαία η πρόσφατη αγορά των F-35), Νορβηγία (διόλου τυχαίες οι προετοιμασίες για την Cold Response 2022, μια από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ασκήσεις των τελευταίων δεκαετιών) και Σουηδία (βλ. δόγμα Total Defense)…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου