Μιλοῦμε γιά τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη Ἑρμηνευτική προσέγγιση στόν ΨΑΛΜΟ ΚΑ΄ καί ἀναφορά στόν «ΠΑΣΧΟΝΤΑ ΜΕΣΣΙΑ» ἀπό τόν προφήτη Ἠσαΐα.Στήν πορεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς βρισκόμαστε λίγο πρίν τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, τήν ὁποία χαρακτήρισαν οἱ Πατέρες μας «Μεγάλη», ἐπειδή μεγάλα εἶναι τά γεγονότα πού λαμβάνουν χώρα σέ αὐτήν.
Καί τά γεγονότα αὐτά κορυφώνονται μέ τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση
τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτά τά γεγονότα δέν ἔχουμε κάθε χρόνο
μία ἁπλή ἀνάμνηση. Αλλά ἕνα
ἐπαναλαμβανόμενο «ζωντανό» γεγονός, γι’ αὐτό καί ὁ
ψαλμωδός λέει: «Σήμερον κρεμᾶται…», ἤ «Σήμερον γεννᾶται…»
κ.τ.λ.
Εἰσαγωγικά,
πρίν προχωρήσω στό θέμα μου, πού εἶναι «Τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη», θά ἤθελα νά σᾶς ἀναφέρω κάτι πού
εἶναι πιό γενικό, ἀλλά πολύ σημαντικό. Ἡ Πίστη μας ἔχει
δύο ἀγκωνάρια, τό ἕνα εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή καί τό ἄλλο ἡ Ἱερά
Παράδοση.
Πιό
συγκεκριμένα, πιό σωστά, ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι ἕνα μέρος
τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Παράδοσης.Ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι τό πιό ἱερό βιβλίο
τῆς Πίστης μας, σέ αὐτό εἶναιἀποθησαυρισμένα τά λόγια τοῦ Χριστοῦ,
τῶν Ἀποστόλων καί βεβαίως τῶν Προφητῶν καί τῶν Δικαίων τῆς Παλαιᾶς
Διαθήκης.
Στήν πορεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής βρισκόμαστε λίγο πρίν τήν Μεγάλη Εβδομάδα, τήν οποία χαρακτήρισαν οί Πατέρες μας «Μεγάλη», επειδή μεγάλα είναι τά γεγονότα πού λαμβάνουν χώρα σέ αυτήν. Καί τά γεγονότα αυτά κορυφώνονται μέ τό Πάθος καί τήν Ανάσταση του Χριστού. Γι’ αύτά τά γεγονότα δέν έχουμε κάθε χρόνο μία απλή ανάμνηση, αλλά ένα επαναλαμβανόμενο «ζωντανό» γεγονός, γι' αύτό καί ο ψαλμωδός λέει:«Σήμερον κρεμάται...», ή «Σήμερον γεννάται...» κ.τ.λ.
Εισαγωγικά, πρίν
προχωρήσω στό θέμα μου, πού είναι «Τό Πάθος τού Χριστού στήν Παλαιά Διαθήκη»,
θά ήθελα νά σάς αναφέρω κάτι πού είναι πιό γενικό, αλλά πολύ σημαντικό. Ή Πίστη
μας έχει δύο αγκωνάρια, τό ένα είναι ή Αγία Γραφή καί τό αλλο ή Ιερά Παράδοση.
Πιό συγκεκριμένα, πιό
σωστά, ή Αγία Γραφή είναι ένα μέρος τής Ιεράς αύτής Παράδοσης. Ή Αγία Γραφή
είναι τό πιό ίερό βιβλίο τής Πίστης μας, σέ αύτό είναι αποθησαυρισμένα τά λόγια
τού Χριστού, των Αποστόλων καί βεβαίως των Προφητών καί των Δικαίων τής Παλαιάς
Διαθήκης.
Όλη ή Αγία Γραφή,
Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, στρέφεται γύρω από Ένα Πρόσωπο καί αύτό είναι ο
Χριστός. Πρίν νά σαρκωθεΐ τόν έβλεπαν καί μιλούσαν γι'αύτόν οί Προφήτες καί
λοιποί άγιοι τής Παλαιάς Διαθήκης, ένώ γιά τήν διδασκαλία Του καί τό έργο Του
έπί τής γής αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη οί Ευαγγελιστές, οί Απόστολοι καί οί
συνεργοί τους, αυτοί δηλαδή πού ήταν δίπλα του ώς «αυτόπτες» καί «αυτήκοοι»
μάρτυρες.
Σήμερα θά αναφερθούμε σέ περικοπές καί χωρία περί τού Χριστού στήν Παλαιά Διαθήκη, τού πρώτου μέρους δηλαδή τής Θείας Αποκαλύψεως, καί ειδικά στό πώς περιγράφεται τό Πάθος Του πρίν τήν Ένανθρώπησή Του. Θά εστιάσουμε κατά βάση, σέ έναν χριστολογικό ψαλμό, τόν 21ο, πού θά τόν προσεγγίσουμε μέ μιά ορθόδοξη ερμηνευτική ματιά. Θά γίνει έτσι σαφές, ότι ό ψαλμός, άφορα στό Πρόσωπο τού Χριστού, τού Μεσσία, πού επρόκειτο νά σαρκωθεΐ.
Είναι λοιπόν, ό ψαλμός αυτός, όπως θά δούμε, μία προφητεία περί τού Πάθους, άλλά καί τής Ανάστασης τού Μεσσία. Νά σημειώσουμε άρχικά, ότι οί Ψαλμοί είναι 150, είναι όπως όλα τά κείμενα τής Βίβλου, θεόπνευστο κείμενο, άφού έχει γραφθεί μέ τόν φωτισμό τού αγίου Πνεύματος. Κατά τούς ειδικούς, δέν είναι όλοι έργα τού βασιλιά Δαυίδ, άλλά αποδίδονται σέ αυτόν, γι' αυτό καί επιγράφονται «τώ Δαυίδ».
Χωρίζονται ώς πρός τό περιεχόμενό τους σέ ψαλμούς μετανοίας, δοξολογίας, ίεραποδημίας, χριστολογικοί κ.τ.λ. Όλοι όμως έχουν τό ϊδιο κύρος, τήν θεοπνευστία καί τό ύψιστο θεολογικό βάρος. Πρίν άναφερθούμε στόν ψαλμό 21, νά πούμε ότι γενικά στήν Αγία Γραφή εφαρμόζουμε διάφορες ερμηνευτικές μεθόδους, όπως ή ιστορική, ή κριτική, ή αλληγορική καί άλλες παλαιότερες ή πιό σύγχρονες.
Τόν ψαλμό 21 δέν
μπορούμε νά τόν ερμηνεύσουμε ιστορικά γενικά, ότι δηλαδή, αναφέρεται σέ αλλο
πρόσωπο καί όχι στόν Χριστό, γιατί ό
ψαλμός είναι χριστολογικός, μέ βάση τούς Πατέρες τής Εκκλησίας, άφού σαφώς
όμιλεΐ γιά τρυπήματα χεριών καί ποδιών, γιά διασκορπισμούς οστών, γιά
διαμελισμό ίματίων καί γιά αλλα παθήματα.
Όλα αυτά «φωτογραφίζουν» καί παραπέμπουν στά Θεία Πάθη. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι πολλές φορές στά κείμενα τής Παλαιάς Διαθήκης δέν υπάρχουν ιστορικά πρόσωπα πού λειτουργούν ώς «προάγγελοι» αλλων προσώπων τής Καινής Διαθήκης. Στόν Ψαλμό πού εξετάζουμε πάντως, γίνεται άναφορά στήν δικαίωση κάποιου πού πάσχει, πού μόνο στήν ζωή τού Ιησού Χριστού μπορεί νά εφαρμοστεί τόσο εύστοχα.
Ακόμα, δέν μπορούμε νά πούμε ότι τά όσα λέγονται γιά τόν πάσχοντα στόν ψαλμό, λέγονται γενικά καί άόριστα γιά τόν ενάρετο άνθρωπο. Οί τόσες λεπτομέρειες τού ψαλμού «απαιτούν» ορισμένο πρόσωπο στό όποΐο αναφέρονται. Ό ψαλμός, όπως τόν ερμήνευσε ή Εκκλησία μας, αναφέρεται ακριβώς στό πρόσωπο τού Μεσσία, στόν Ιησού Χριστό, γιατί μόνο σ' Αυτόν εκπληρώθηκαν τά όσα προφητεύονται, όπως μας πληροφορούν τά Άγια Ευαγγέλια.
Καί ή άρχική επιγραφή
τού ψαλμού «υπέρ τής άντιλήψεως τής έωθινής», άναφέρεται στόν Ιησού Χριστό
καί συγκεκριμένα στήν επιφάνειά Του, στόν ερχομό Του, πού όντως έγινε καί
φώτισε αυτούς πού βρίσκονταν στό σκότος.
Στό σημεΐο αυτό
πρέπει νά σημειωθεΐ ότι όρισμένες φορές άπό κάποιους έρμηνευτές τών βιβλικών
κειμένων γίνεται μιά προσπάθεια να άποδοθούν μεσσιανικά όλα σχεδόν τά χωρία,
κάτι όμως πού είναι υπερβολικό καί άντιεπιστημονικό.
Ώς πρός τό περιεχόμενο, ό ψαλμός μπορεί νά χωριστεί σε δύο μέρη: α).στίχ. 2-22 στό όποΐο μπορούμε να δώσουμε τό όνομα «Πάσχων» και β).στιχ.23-32 τό όνομα «σεσωσμένος» Θά προσπαθήσουμε μετά τά εισαγωγικά αύτά, μιά σύντομη ερμηνευτική προσέγγιση τού ψαλμού 21. Ό ψαλμωδός παρουσιάζει κάποιον πού πάσχει νά απευθύνεται στόν Θεό ζητώντας βοήθεια, παραπονούμενος μάλιστα ότι τόν εγκατέλειψε: «Ό Θεός, ο Θεός μου (= Θεέ μου, Θεέ μου) πρόσχες μοι· Ινα τί έγκατέλιπές με;» (στίχ. 2).
Είναι γνωστοί οί λόγοι αύτοί. Είναι οί λόγοι πού είπε ο Ιησούς Χριστός στήν αραμαϊκή γλώσσα ώδινόμενος στόν Σταυρό: «Ήλί, ήλί, λαμά σαβαχθανί;». «Μιλάει» κατά τόν Θεοδώρητο ή ανθρώπινη φύση. Αλλά ο επόμενος λόγος τού πάσχοντος είναι μεγαλύτερος σέ δυσκολία στήν ερμηνεία του. Λέει: «Μακράν άπό τής σωτηρίας μου οί λόγοι των παραπτωμάτων μου» (στίχ.2).
Ό Πάσχων απευθύνει «λόγους» στόν Θεό, τόν Όποιον καλεί «σωτηρία» του (βλ. Ψαλμ. 34,3)· τού απευθύνει κραυγές καί επικλήσεις, γιατί όδυνάται, αλλά φαίνεται ότι ο Θεός δέν τόν ακούει, δέν σπεύδει πρός βοήθεια, αλλά είναι μακρυά Του, γι'αύτό καί λέει, «μακράν άπό τής σωτηρίας μου οί λόγοι (μου)».
Αλλά, ποιά είναι τά «παραπτώματα»
γιά τά όποια λέει στήν συνέχεια, «οί λόγοι τών παραπτωμάτων μου»; (στίχ.2).
Είπαν, ότι «παραπτώματα», είναι τά δικά μας αμαρτήματα, τά οποία επιφορτίστηκε
ο Ιησούς Χριστός καί πάσχει αντί ήμών. Αύτό βέβαια είναι αλήθεια, αλλά τά
«παραπτώματα» τού στίχου μας έδώ δέν πρέπει νά έχουν αύτή τήν ερμηνεία.
Γιατί ο Πάσχων ομιλεί
γιά δικά του παραπτώματα. Λέει τά «παραπτώματά ΜΟΥ». Αλλά ο Ιησούς
Χριστός είναι αναμάρτητος. «Άμαρτίαν
ουκ έποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος έν τω στόματι αντον» (Βλ. Ίω. 8,46).
Γι' αύτό πρέπει νά
προτιμήσουμε τό πρωτότυπο Εβραϊκό κείμενο (Μ.Κ.) πού λέει: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μέ
έγκατέλειψες; Γιατί είσαι μακρυά άπό τήν σωτηρία μου καί από τά λόγια τών
βρυχημάτων μου;». Ή «τά λόγια τών όδυρμών μου», όπως μετέφρασε ό
Σύμμαχος.
Ό Σύμμαχος άναφέρει «οδυρμών
μου», ό Θεοδοτίωνας «βοήσεώς μου». Κατά τούς Ο',
μπορούμε νά νοήσουμε τά «παραπτώματα» ώς «λάκκο», (άπό τό «πτώση»), στόν
όποΐο έπεσε ό Πάσχων καί κράζει πρός τόν Θεό γιά βοήθεια, άλλά δέν βλέπει τήν
βοήθειά Του.
Τόν «λάκκο»
όμως θά πρέπει νά τόν νοήσουμε μέ τήν μεταφορική έννοια, ώς μία θλιβερή
κατάσταση στήν όποία περιέπεσε ό Πάσχων. Στήν συνέχεια, τό
βασανιζόμενο πρόσωπο τού ψαλμού εξακολουθεΐ νά εκφράζει παράπονα πρός τόν Θεό,
κράζοντας μέρα καί νύκτα πρός Αυτόν, χωρίς αυτό νά θεωρεΐται «ανοια» (στίχ. 3),
δηλαδή, άνόητο πράγμα.
Γιατί, αν δέν
καταφύγει κανείς πρός τόν Θεό στόν πόνο του, πού καί πότε θά καταφύγει; Καλό
είναι τόν Θεό νά τόν έχεις κέντρο τής ζωής σου. Νά είναι Θεός σου σέ χαρές καί
λύπες. Έστω όμως καί στήν ύστατη ώρα νά άναζητούμε τόν Θεό.
Παρά όμως, τό ότι ό
Πάσχων, είπε προηγουμένως, ότι ό Θεός είναι μακράν Του (στίχ. 2), νοιώθει τώρα
ότι δέν είναι τόσο μακράν Του, γιατί είναι στόν Ναό, στόν όποΐο καταφεύγουν οί
Ισραηλίτες καί Τόν υμνούν: «Σύ δέ εν
άγίω κατοικείς ό έπαινος τον Ισραήλ» (στίχ.
4). Τήν λέξη «έπαινος» ερμήνευσαν ώς «ύμνο».
Έχει, λοιπόν, τόν
σώζοντα ό Πάσχων. Αλλά υπάρχουν καί άπό τήν ίστορία παραδείγματα, πού όμιλούν
γιά τήν προστασία τών δικαίων άπό τόν Θεό (στίχ.5-6). Είναι τότε πού ό Θεός
βλέπει τήν άθλιότητα τών άνθρώπων καί κινεΐται ευσπλαγχνικά πρός αυτούς.
Αλλά τί πιό
άξιολύπητο άπό τό νά βλέπεις τόν Θεό νά πάσχει επί τού Σταυρού; Δίνεται στόν
ψαλμό μία δυνατή εικόνα στήν συνέχεια. Ό Ιδιος παριστάνει τόν εαυτό Του ώς «σκώληκα»
λέγοντας: «Έγώ δέ ειμί σκώληξ καί ούκ άνθρωπος· όνειδος ανθρώπων καί έξουθένημα
λαού» (στίχ. 7).
Ό σκώληκας είναι
δείγμα τής εύτελείας καί τής αδυναμίας (βλ. Ίώβ 25,6). Έρπει κατά γής γυμνός
καταπατούμενος από τόν τυχόντα καί μή δυνάμενος νά αμυνθεί. Έτσι παριστάνει καί
ο Ήσαΐας τόν Μεσσία έπί τού Σταυρού: «Καί
εϊδομεν αυτόν καί ουκ είχεν είδος ουδέ κάλλος· άλλά τό είδος αυτού άτιμον καί
έκλείπον παρά τούς υίούς των ανθρώπων» (53,2-3).
Αλλά κατά τήν ερμηνεία τού Μαξίμου τού Όμολογητού ο Ίησούς Χριστός παρομοιάζεται μέ σκώληκα γιά τόν λόγο ότι γεννήθηκε παρθενικά, ανευ σπέρματος, όπως καί οί σκώληκες δέν γεννούνται από σπέρμα, αλλά από τήν γή. Παρομοίως προσεγγίζει καί ο Θεοδώρητος. Περιγράφοντας τά μαρτύριά Του ο Μεσσίας λέει γιά τήν περιφρόνηση τών ανθρώπων έναντίον Του, ή οποία έκφραζόταν μέ λόγους, μέ έκμυκτηρισμούς καί κινήματα τής κεφαλής (στίχ. 8).
Σ' αύτό προστίθεται
καί τό μεγαλύτερο μαρτύριο, ή ύβρις, ότι δήθεν τόν έγκατέλειψε ο Θεός καί άν
τόν υπεράσπιζε πραγματικά, θά τόν έσωζε. Αναφέρει ο ψαλμός: «Ήλπισεν
έπί Κύριον, ρυσάσθω αυτόν, σωσάτω αυτόν, ότι θέλει αυτόν» (στίχ. 9). Αύτά όμως, τά ϊδια
ακριβώς, έφαρμόζονται στόν Μεσσία έπί τού Σταυρού, όπως αναφέρει ο Εύαγγελιστής
Ματθαίος:
«Οί
δέ παραπορευόμενοι έβλασφήμουν αυτόν κινονντες τάς κεφαλάς αυτών» (Μτθ.
27,39). Παρομοίως, αναφέρει καί ο Λουκάς: «Καί είστήκει ο λαός θεωρών.
Έξεμυκτήριζον δέ καί οί άρχοντες σύν αυτοίς λέγοντες· άλλους έσωσε, σωσάτω
εαυτόν, εί ούτός έστιν ο Χριστός, ο του Θεού έκλεκτός» (Λουκ. 23,35).
Στήν συνέχεια αύτοί οί μυκτηρισμοί τών έχθρών κάνουν τόν πάσχοντα, έπί τού Σταυρού ευρισκόμενο, νά σταματήσει το παράπονό Του καί νά στραφεΐ σέ συγκινητικές δεήσεις πρός τόν Θεό. Όσο οί εχθροί Του τόν ενέπαιζαν, επειδή ελπίζει στόν Θεό καί κράζει σ' Αυτόν, τόσο καί ό Πάσχων στρέφεται περισσότερο πρός τόν Θεό καί τού άπευθύνει δέηση (στιχ. 10 έξ.).
Τό πρώτο πού λέει ό
πάσχων γιά νά έλκύσει τήν συμπάθεια τού Θεού είναι ή προέλευσή Του άπό τον Ιδιο
(τόν Θεό): «Σύ εΐ ό εκσπάσας με εκ
γαστρός· ή ελπίς μου άπό μαστών τής μητρός μου. Έπί σέ επερρίχθην εκ μήτρας·
άπό γαστρός μητρός μου Θεός μου εΐ σύ» (στίχ.
10-11). Θέλει νά πεΐ ό πάσχων: Σύ, Θεέ μου, μού έδωσες τήν γέννηση· Σύ
θά μέ διασώσεις καί άπό τόν θάνατο.
Ή, όπως ερμηνεύει ό
Ευσέβιος τήν περικοπή τών στίχων μας: «Ώσπερ
ονν ή σον τον Υψίστου τότε δύναμις συλλαμβανόμενον μέν επεσκίασε, τικτόμενον δέ
εξέσπασεν άπό γαστρός μητρός (δηλαδή, τής Παναγίας), οϋτω πολλή μοι τυγχάνει
παραμυθία, ότι καί τον θανάτου με πολύ μάλλον ανασπάσεις».
Στό παραπάνω
επιχείρημα γιά νά έλκυσθεΐ ή «συμπάθεια» τού Θεού, προσθέτει ό πάσχων στήν
συνέχεια καί δεύτερο επιχείρημα: Τούς εχθρούς Του παρομοιάζει μέ τήν άγριότητα
τών μόσχων καί τών ταύρων: «Περιεκύκλωσάν
με μόσχοι πολλοί, τανροι πίονες περιέσχον με» (στίχ. 13).
Ή ασχημη συμπεριφορά τών εχθρών του τούς κάνει όμοιους μέ ταύρους. Ή δύναμη τους όμοιους μέ λέοντες καί λέει γι' αυτούς: «Ήνοιξαν επ εμέ τό στόμα αντών ώς λέων ό άρπάζ,ων καί ώρυόμενος» (στίχ. 14). Ό Θεοδώρητος υποστηρίζει ότι οί ταύροι είναι «οί γραμματείς καί οί φαρισαΐοι». Καί άποτέλεσμα τής θηριωδίας τους είναι νά κατασπαράξουν τό θύμα τους, νά τό φέρουν σέ μαραμένη καί διαλυμένη κατάσταση.
Ό Πάσχων περιγράφει
τήν κατάστασή αυτή
λέγοντας: «Ώσεί ύδωρ έξεχύθην καί
διεσκορπίσθη πάντα τά οστά μου, έγεννήθη ή καρδία μου ώσεί κηρός τηκόμενος έν
μέσω τής κοιλίας μου. Έξηράνθη ώς δστρακον ή ισχύς μου, καί ή γλώσσα μου
κεκόλληται τω λάρυγγί μου καί είς χονν θανάτου κατήγαγές με» (στίχ.15-16). Πιό
απλά:
Οί δυνατοί έχθροί μου μέ παρέλυσαν καί μέ διέλυσαν,
έγινα στεγνό κεραμίδι. Δέχεται όμως ο Μεσσίας ότι αύτά έγιναν μέ τήν ανοχή τού
Θεού· γι' αύτό απευθυνόμενος σ' Αύτόν λέει: «Εις χονν θανάτου κατήγαγές με» (στίχ.
16). Έσύ ο Θεός τά έπιτρέπεις καί χωρίς τό θέλημά Σου δέν γίνεται τίποτε.
Είναι
παρόμοιο αύτό μέ όσα ο απόστολος Πέτρος ανέφερε γιά τόν θάνατο τού Ίησού, τόν
οποίον «έπιασαν καί έσταύρωσαν καί θανάτωσαν οί Ιουδαίοι», αλλά αύτό έγινε «σύμφωνα
μέ τήν δρισμένη άπόφαση καί πρόγνωση τον Θεον» (Πράξ. 2,23).
Τούς
έχθρούς στήν συνέχεια ο πάσχων τούς παρομοιάζει μέ τούς ακάθαρτους κύνες (στίχ.
17), απ' αύτούς πού ήταν γεμάτοι οί απόμεροι δρόμοι τής Ανατολής καί
έπιτίθενται έναντίον τών διαβατών.
Συνεχίζουμε τήν ερμηνευτική προσέγγιση τού Ψαλμού, ο οποίος σαφώς αποδεικνύεται χριστολογικός. Οί έχθροί πού προανέφερε «ώρυξαν χείρας καί πόδας» (τον Μεσσία) (στίχ. 17). Ή έκφραση αύτή υπαινίσσεται σταυρικό θάνατο, γιατί «ώρυξαν» σημαίνει «διετρύπησαν». Τόν τρόπο αύτό θανάτωσης χρησιμοποιούσαν όχι μόνο οί Ρωμαίοι, αλλά καί οί Πέρσες, οί Καρχηδόνιοι καί οί Αιγύπτιοι.
Άλλο σημείο πού παραπέμπει στόν θάνατο τού Χριστού είναι οί μαστιγώσεις
καί οί βασανισμοί καί αύτή ή Σταύρωση τού Ίησού Χριστού στήν οποία ακόμα καί τά
πλευρά φαίνονται καί είναι μετρήσιμα. Αναφέρει τό κείμενο: «Έξηρίθμησαν πάντα τά οστά μου» (στίχ. 18).
Ή προφητεία αύτή έκπληρώθηκε κατά γράμμα, γιατί μέ τούς δαρμούς τό
δέρμα τού Ίησού Χριστού αλλοιώθηκε καί φάνηκαν τά όστά Του. Στήν θέα όλων τών
βασανιστηρίων του Μεσσία οί εχθροί του ευχαριστιούνταν καί χαίρονταν, όπως
άναφέρεται στήν συνέχεια τού ψαλμού: «αντοί δέ κατενόησαν καί επείδον με» (στίχ.
18). Όστά κατά τόν Θεοδώρητο είναι κάτι άλλο.
Είναι οί Απόστολοι, οί όποιοι διασκορπίσθηκαν «δίκην ύδατος». Γιά νά συνεχίσουμε όμως τήν προηγούμενη
έρμηνευτική προσέγγιση, όπως κάνουν οί ληστές, όταν άπογυμνώνουν τά θύματά τους
καί έπειτα τά άποτελειώνουν, έτσι καί οί εχθροί τού Μεσσίου διεμέρισαν τά
ίμάτιά Του καί γιά τήν διανομή αυτή έβαλαν κλήρο (στίχ. 19).
«Ίματισμόν»
τού Χριστού θά νοήσουμε τόν άρραφο χιτώνα Του.
(Ζιγαβηνός) Βλέπουμε ότι όχι τυχαία ή Εκκλησία στήν λατρεία της έδωσε στόν
στίχο σαφή χριστολογικό προσδιορισμό καί τόν τοποθέτησε νά ψάλλεται στήν
άκολουθία τών Παθών τής Μεγάλης Εβδομάδας. Στό τέλος τής ίκεσίας του πρός τόν
Θεό ό Πάσχων λέει:
«Σύ δέ, Κύριε, μή μακρύνης τήν βοήθειάν μου, εις τήν άντίληψίν μου πρόσχες» (στίχ.20). Καί άκόμη είδικώτερα εύχεται νά τόν σώσει άπό τήν «ρομφαία» (τού εχθρού) καί άπό τόν «κύνα» (στίχ. 21). Ύπό τήν «ρομφαία» θά νοήσουμε εδώ τούς στρατιώτες τού Πιλάτου καί υπό τόν «κύνα» τόν Ιουδαϊκό λαό. Κύνες μπορούν νά χαρακτηριστούν καί οί «εξ εθνών». Καί στήν συνέχεια τού Ψαλμού φαίνεται μία εσωτερική δύναμη νά ενισχύει τόν Πάσχοντα:
Από τήν άβυσσο τής εγκαταλείψεως καί τής οδύνης Του άναθάλλει καί βλέπει τούς καρπούς τής θυσίας του. Βλέπει τόν Εαυτό Του μεταξύ τών όμοφύλων του νά διηγεΐται τά μεγαλεΐα τού Θεού. Γιατί όντως οί Ισραηλίτες πρώτοι θά άκούσουν τό Ευαγγέλιο τής σωτηρίας. Λέει ό Μεσσίας: «Διηγήσομαι τό όνομά σου τοις άδελφοίς μου, εν μέσω εκκλησίας υμνήσω σε» (στίχ. 23).Όχι «εν κρυπτώ» άλλά «έν μέσω έκκλησίας», σέ όλες τίς φυλές, θά κηρυχθούν οί εύλογίες από τήν Σταυρική θυσία.
Μέ δύναμη καί σιγουριά θά αναφωνεί : «Οί φοβούμενοι τόν Κύριον αίνέσατε αυτόν, άπαν τό σπέρμα Ιακώβ δοξάσατε αυτόν...Ότι ουκ έξουδένωσε ουδέ προσώχθισε τή δεήσει τον πτωχον» (στίχ. 24-25). Καί στρέφοντας τό πρόσωπό Του ο Μεσσίας από τήν συναγωγή τών αδελφών πρός τόν Θεό λέει: «Παρά σου ο έπαινός μου έν έκκλησία μεγάλη. Τάς ευχάς μου αποδώσω ένώπιον τών φοβουμένων αυτόν» (στίχ. 26).
Υπήρχε συνήθεια στούς Ίουδαίους, σέ καιρό κινδύνου νά κάνουν ένα τάμα
πρός τόν Θεό, νά τού προσφέρουν «θυσία
σωτηρίου» (Λευϊτ. 7,11-17). Από τά κρέατα δέ τής θυσίας
αύτής έτρωγε εύχαριστιακά καί ο προσφέρων τήν θυσία μαζί μέ τούς παρόντες σ'
αύτήν.
Αύτή λοιπόν τήν θυσία ο Έσταυρωμένος, λυτρωθείς από τούς έχθρούς Του,
προσφέρει στόν Θεό συνεσθίοντας μέ τούς πένητες, τούς δυστυχείς καί τούς
ταπεινούς. Τό δείπνο αύτό τού πάσχοντος, γιά τό οποίο ομιλεί ο ψαλμός,
προτυπώνει τό Μέγα Δείπνο, τό μέγα μυστήριο τής Έκκλησίας μας, τήν Θεία
Εύχαριστία, όπως φαίνεται καθαρά από τήν αιώνια σωτηρία τήν οποία παρέχει.
Γιατί παρακάτω λέει ο ψαλμός: «Ζήσονται
αί καρδίαι αυτών (τών μετεχόντων στό δείπνο) εις αιώνα αιώνος» (στίχ. 27).
Είναι φανερό ότι ή βρώση καί ή πόση κάνει συγκεκριμένο τόν τρόπο μετοχής τού
κάθε ανθρώπου στό Μυστήριο. Έδώ, φαίνεται, ότι ή πίστη δέν είναι μιά ιδεολογία,
αλλά μετοχή.
Οί θυσίες τής Παλαιάς Διαθήκης δέν παρείχαν «αιωνιότητα καρδίας», τήν
αφεση τών αμαρτιών, πού όλοι οί ανθρωποι αναζητούσαν καί αναζητούν, προσφέρει
μόνο τό Αίμα τού Χριστού καί αύτό ακούμε κάθε φορά πού κοινωνούμε: «Εις αφεσιν αμαρτιών καί εις ζωήν αιώνιον
καί αθάνατον».
Αλλά μόνο οί
Ίσραηλίτες θά λάβουν αύτήν τήν χάρη τής αφέσεως τών αμαρτιών καί τής
αιωνιότητας; Όχι, φυσικά. Καί οί ειδωλολάτρες καί όλοι οί ανθρωποι τής γής πού
θά θελήσουν νά πιστέψουν στόν Χριστό είναι δεκτοί στό τραπέζι τού Θεού, στήν
οικογένειά Του.
Λέει ο ψαλμός: «Μνησθήσονται καί έπιστραφήσονται πρός
Κύριον πάντα τά πέρατα τής γής καί προσκυνήσουσιν ένώπιον αυτον πάσαι αί
πατριαΐ τών έθνών» (στίχ. 28).
Έντύπωση όμως κάνει τό ρήμα «μνησθήσονται», τό οποίο μεταφράζεται, «θά
θυμηθούν».
Άρα δηλώνεται ότι οί ανθρωποι γνώριζαν τήν πίστη στόν αληθινό Θεό, τήν λησμόνησαν όμως μέ τήν ειδωλολατρία τους καί τώρα, μέ τό κήρυγμα τού Εύαγγελίου, πάλι θά τήν θυμηθούν. Αύτό δηλώνει ϊσως καί τήν σωστή έννοια περί τού Ενός καί αληθινού Θεού, τόν Όποίο έχουμε όλοι μέσα μας. Πραγματικά, από τήν αρχή ή ανθρωπότητα είχε τήν αληθινή πίστη στόν ένα Θεό. Ή Γραφή λέγει περί τών ειδώλων:
«Ουκ ήν άπ' άρχής ταντα, ουδέ εις τόν αιώνα έσται». Μέ τό κήρυγμα τών Αποστόλων όμως, σέ όλα τά έθνη, όλοι θά γνωρίσουν ότι «τού Κυρίου ή βασιλεία καί αύτός δεσπόζει τών έθνών» (στίχ. 29). Καί όλοι καί οί «πίονες τής γής», δηλαδή, οί αρχοντες καί οί μεγιστάνες καί οί «καταβαίνοντες τήν γήν», δηλαδή, οί πένητες καί ταπεινωμένοι (στίχ. 30), όλοι θά προσκυνήσουν τόν Ύψιστο Θεό καί θά παρακαθήσουν όλοι στό Δείπνο τής Έκκλησίας Του σύμφωνα μέ τό «έφαγον καί προσεκύνησαν πάντες οί πίονες τής γής...» (στίχ. 30).
Συγκλονιστική είναι ή φράση πού ακολουθεί στόν στίχο αύτό (30): «καί ή ψυχή μου αυτω ζή». Δηλαδή «θά ζήσει ή ψυχή μου, χάρη σέ αύτόν». Άς το δούμε αύτό παράλληλα μέ τόν Παύλειο λόγο «ζώ δε ουκέτι έγώ, ζεΐ δε έν έμοί Χριστός» (Γαλ. 2,16-20). Οί δύο επόμενοι καί τελευταίοι στίχοι τού ψαλμού περιλαμβάνουν τά αναφερόμενα στήν Αγία Γραφή, περί τού Χριστού καί τής Εκκλησίας Του. (Βλ. Καλλινίκου Κωνσταντίνου, Υπόμνημα εις τόν Ιερόν Ψαλτήρα, Αλεξάνδρεια, 1929, σ.133)
Ό Θεοδώρητος άναφέρει ότι Ό Χριστός μέ τήν παρουσία Του «πασαν γάρ γήν καί θάλασσαν ταής θεογνωσίας επλήρωσε». Εκτός όμως άπό τούς Ψαλμούς, οί όποιοι άνήκουν στά λεγόμενα διδακτικά βιβλία, καί τά προφητικά βιβλία άναφέρονται στόν Μεσσία-Χριστό καί είδικά στό Πάθος Του. Από τούς Προφήτες θά άναφερθούμε μόνο σέ έναν, στόν προφήτη Ησαΐα.
Μέ βάση τήν ερμηνεία τών Πατέρων τής Εκκλησίας καί πάλι, παρατηρούμε ότι σέ διάφορες περικοπές τού προφητικού αυτού κειμένου γίνεται άναφορά στόν Πάσχοντα παΐδα τού Κυρίου, στόν Ίησού Χριστό. Όμως στα κεφ. 52 καί 53 τού Ησαΐα φαίνεται ότι ό προφήτης στέκεται πραγματικά κάτω άπό τόν Σταυρό τού Χριστού, 700 περίπου χρόνια π.Χ., καί περιγράφει τό Πάθος Του. Άλλωστε γι'αυτό έλαβε τό όνομα «5ος Ευαγγελιστής».
Πραγματικά, φαίνεται
ότι βυθίζει τό προφητικό του όμμα στό μέλλον καί καταγράφει όσα βλέπει. Βλέπει,
έναν τραυματισμένο άνθρωπο, τού όποίου δέν άντέχεις νά βλέπεις ούτε τήν μορφή
άφού είναι γεμάτος πληγές, άλλά πού μέσα στίς πληγές του αυτές θά βρούν πολλοί
τήν γιατρειά.
Είναι πληγωμένος χωρίς όμως νά ευθύνεται ό ϊδιος, δέν υποφέρει δηλαδή γιά τά δικά του λάθη. Θά μού επιτρέψετε νά διαβάσω τό σχετικό κείμενο άπό τήν μετάφραση χωρίς νά προσθέσω τίποτα, γιατί πραγματικά δέν χρειάζεται καμμία προσθήκη.Τό μόνο πού θά ήθελα νά σκεφθούμε είναι ότι ό συγγραφέας είναι ένας προφήτης, πού έζησε καί κατέγραψε όσα τόν φώτισε ό Θεός, περίπου 700 χρόνια πρίν τήν έλευση τού Χριστού.
«Ποιός θά πίστευε
αυτό πού τώρα άκούσαμε; Καί τού Κυρίου ή δύναμη σέ ποιόν μ'αυτόν τόν τρόπο έχει
φανερωθεΐ; Μέ τού Κυρίου τό θέλημα ό δούλος του άναπτύχθηκε σάν τρυφερό φυτό
καί σάν τήν ρίζα πού σέ ξεραμένη γή φυτρώνει. Ελκυστικός δέν ήταν ούτε ώραΐος,
ώστε νά τόν προσέξουμε· ούτε ή παρουσία του ήταν τέτοια, πού νά τόν άγαπήσουμε.
Ήτανε περιφρονημένος
άπ'τούς άνθρώπους καί εγκαταλελειμμένος· άνθρωπος φορτωμένος θλίψεις, τού πόνου
σύντροφος, έτσι πού νά γυρίζουν άπ' άλλού οί άνθρωποι τό πρόσωπό τους. Τόν
άγνοήσαμε σάν να'ταν ένα τίποτα, τού δώσαμε τήν καταφρόνια μας καί εκτίμηση
ούτε μιά στάλα.
Αυτός, όμως,
φορτώθηκε τίς θλίψεις μας καί υπέφερε τούς πόνους τούς δικούς μας. Έμεΐς
νομίζαμε πώς όλα όσα τόν βρήκαν ήταν, πληγές καί ταπεινώσεις άπό τόν Θεό. Μά
ήταν αίτία οί αμαρτίες μας πού αυτός πληγώθηκε, οί άνομίες μας πού αυτός
εξουθενώθηκε.
Γιά χάρη τής δικής
μας σωτηρίας εκεΐνος τιμωρήθηκε καί στίς πληγές του βρήκαμε εμεΐς τήν γιατρειά.
Όλοι εμεΐς πλανιόμασταν σάν πρόβατα· είχε πάρει καθένας μας τόν δικό του δρόμο.
Μά ό Κύριος έκανε νά
πέσει πάνω του όλων μας ή άνομία. Βασανιζόταν καί όμως ταπεινά υπέμεινε, χωρίς
παράπονο κανένα. Σάν πρόβατο πού τ' όδηγούνε στήν σφαγή, καθώς τό άρνί πού
στέκεται άφωνο μπροστά σ'αυτόν πού τό κουρεύει, ποτέ του δέν παραπονέθηκε.
Κακόπαθε,
καταδικάστηκε καί όδηγήθηκε μακριά· ποιός στή γενιά του άνάμεσα σκέφτεται τί ν'
άπόγινε; Τόν εξαφάνισαν άπό τών ζωντανών τόν κόσμο, γιά τίς αμαρτίες μας
χτυπήθηκε άπό τόν θάνατο. Φτιάξαν τόν τάφο του άνάμεσα στούς άσεβεΐς, τό μνήμα
του κοντά στούς παραπεταμένους· καί όμως, δέν είχε πράξει άνομία καμία καί
δόλος δέν είχε βρεθεΐ στό στόμα του.
Ό Κύριος όμως θέλησε
νά τόν συντρίψει μέ τόν πόνο· έκανε τήν ζωή του θυσία εξιλέωσης. Γι' αυτό θά
δεΐ άπογόνους· τά χρόνια του θά είναι πολλά καί θά εκπληρωθεΐ μ'αυτόν τού
Κυρίου τό θέλημα. Ύστερα άπό τήν ταλαιπωρία τής ψυχής του, ή άμοιβή του θά
είναι νά χορτάσει φώς. Λέει ό Κύριος:
«Ό δίκαιος δούλος
μου, μέ τήν γνώση τού θελήματός μου, θά ελευθερώσει πολλούς άπό τήν ενοχή,
γιατί θά πάρει επάνω του τίς άνομίες τους. Γι'αυτό καί θά τού δώσω θέση στούς
μεγάλους άνάμεσα καί θά μοιράσει αυτός τά λάφυρα στούς ίσχυρούς.
Επειδή ό ϊδιος τήν
ζωή στόν θάνατο τήν έδωσε καί δέχτηκε νά συγκαταλεχθεΐ μέ τούς αμαρτωλούς.
Αυτός πολλών τίς αμαρτίες βάσταξε καί μεσιτεύει υπέρ τών αμαρτωλών». Σέ αυτήν τήν προφητική περικοπή, αλλά καί σέ
τόσες άλλες διαζωγραφίζεται τό Πρόσωπο τού Χριστού στήν Παλαιά Διαθήκη.
Άς
έχουμε στόν νού μας ότι όλη ή Παλαιά Διαθήκη προετοιμάζει τούς ανθρώπους γιά
τήν έλευση τού Χριστού μέ τήν λέξη «έρχεται», ή Καινή Διαθήκη συνεχίζει καί
«άπαντα» μέ τό «ήρθε» καί ή «Αποκάλυψη τού Ιωάννη» μας γνωστοποιεί καί
προειδοποιεί ότι «θά ξανάρθει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου