20 Ιουνίου, 2020

ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΑΝΘΙΜΟΣ ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ (1913 - 1996)

 

«Ο Γέροντας Άνθιμος Αγιαννανίτης ήταν από τους τελευταίους παλαιούς Αγιορείτες, που στο πρόσωπό του συγκέντρωσε την αυστηρότητα της ασκήσεως, την εμμονή στη μοναχική παράδοση και την απαρέγκλιτη τήρηση της εκκλησιαστικής τάξεως. Ήταν ο εκφραστής του γνησίου Αγιορείτικού μοναχικού πνεύματος…».


Κατά κόσμον ονομαζόταν Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος του Χαραλάμπους και της Βασιλικής. Γεννήθηκε στο χωριό Καλλιάνοι της Κορινθίας το 1913. Μόλις πέντε ετών έμεινε ορφανός και από τους δύο γονείς. Φλεγόμενος από τον πόθο της μοναχικής αφιερώσεως αναχώρησε για το Άγιον ’Όρος το 1929 και υποτάχθηκε στον Γέροντα Γαβριήλ (†1959)

Όπου μόναζε με τον αυτάδελφό του Μιχαήλ (†1952), τους οποίους διακόνησε αφοσιωμένα και δεν έπαυε να λέει ότι ήταν γι’ αυτόν οι δύο φύλακες αρχάγγελοι.  Στην πανήγυρη της Καλύβης τους, των Εισοδίων της Θεοτόκου, το 1930, εκάρη μοναχός. Από τότε επιδόθηκε με περισσότερο ζήλο στην άσκηση των αρετών και στη νέκρωση των αντιθέων παθών. 

Το 1933 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1936 πρεσβύτερος. Ιδιαίτερη άγάπη είχε στη μελέτη. Τα βιβλία ήταν καθημερινή του εντρύφιση, ο μόνος του θησαυρός. Τον βοηθούσε η ισχυρή του μνήμη ν’ αποστηθίζει κεφάλαια ολόκληρα της Αγίας Γραφής και των Αγίων Πατέρων. Οι γνώσεις του δεν ήταν μόνο θεολογικές. 

Γνώριζε καλά ιστορία, φιλοσοφία, ιατρική. Οι γνώσεις του εντυπωσίαζαν. Είχε μία χάρη στον λόγο, μία ευγένεια και λεπτότητα, που δεν σε άφηνε να κουρασθείς. ’Έτσι τον γνωρίσαμε κι εμείς: ομιλούντα χαριτωμένα, διηγούμενο Ιστορίες πολύαθλων Γερόντων, βιαστών, ασκητών, αξιομακάριστων προ- κατόχων του. 

Εξομολογούσε στην Αθήνα τη μακαρίτισσα μητέρα μου, και εμένα με αγαπούσε πολύ ο καλοκάγαθος. Ο μακαριστός Γέροντας Παΐσιος (†1994) έλεγε: «Όταν ομιλεί ο παπα-Άνθιμος, να κρατάς σημειώσεις. Τα λόγια του είναι σοφά, αγνά, μεστά θείας χάριτος». Αφιέρωνε ώρες στην καθημερινή θεία λατρεία, την προσευχή και τη μελέτη. Επίσης στην αγιογραφία, την κηπουρική, τη μαγειρική, την επιστολογραφία. 

Δόξαζε ακατάπαυστα τον Παντοδύναμο και Πανάγαθο Θεό για τα μεγαλεία της φύσεως. ‘Υμνούσε συνέχεια τη λατρευτή του Υπεραγία Θεοτόκο, που κατοικούσε στο σπίτι της και φιλοξενούνταν στο θαυμάσιο Περιβόλι της. Ως λειτουργός έλαμπε ως άγγελος. Τον ναό είχε επίγειο Παράδεισο. 

Δεν τον κούραζε, πάντα τον χαιρόταν. Συνομιλούσε με τους αγίους. Για την ορθόδοξη πίστη μπορούσε να χύσει άνετα και το αίμα του.Όπως συνηθίζουν να ζουν οι Αγιορείτες, κάθε πρωί ξυπνούσε σαν να είναι η πρώτη ημέρα της ζωής του και κάθε βράδυ πλάγιαζε σαν να ήταν η τελευταία του. Ζούσε πάντα με την προοπτική της αιωνιότητος. 

Τον συγκλόνιζε η σκέψη της εξόδου του από τη ζωή αυτή, για την οποία πάντα προετοιμαζόταν.Έλεγε: «Ο νους μας πρέπει να στρέφεται σε αναζήτηση του Θεού και να μνημονεύει ακατάπαυστα την τελική κρίση του Δικαιοκρίτου Κυρίου μας. Έτσι μόνο τα πάθη μας καταπραΰνονται και αφανίζονται. Η μνήμη του θανάτου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον φόβο του Θεού…».

Προείδε το τέλος του. Μετά από σοβαρό τραυματισμό που είχε, από πέσιμο στον κήπο της αυλής του, περιποιούμενος την κληματαριά, μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, όπου παρέδωσε το πνεύμα του στον Πλάστη του, που από παιδί πρόσχαρα υπηρέτησε στις 28.6.1996. 

Ενταφιάσθη στο Κυριακό της σκήτης, που επί μισό αιώνα και πλέον διακόνησε φιλότιμα με τη συνοδεία του και ετάφη στο κοιμητήρι της.Μας έλεγε ο μακάριος σε μία επίσκεψή μας: «Η Σκήτη της Αγίας Άννης είναι αγιοτρόφος. Έχει πιανθεί με τους οχετούς των δακρύων και των ιδρώτων πλήθους ασκητών, που ανά τους αιώνες επιποθούν την εν Χριστώ τελείωση και θέωση. Κάθε γωνιά είναι αγιασμένη από παλαιούς και συγχρόνους αγίους… 

Στον τόπο τούτο κάθε βήμα είναι κι ένας άγιος, ένας ασκητής που έφθασε μέχρι την απάθεια και τη θέωση… Υπήρχαν πραγματικοί εργάτες της μυστικής θεολογίας, της αενάου προσευχής…». Αυτών την οδό πιστά ο μακαριστός Γέροντας ακολούθησε.

Ο Γέρων Άνθιμος Αγιαννανίτης 
όπως τον είδαν οι σύγχρονοί του

Σ’ ένα απέριττο μοναχικό τάφο, στο φτωχικό κοιμητήρι που βρίσκεται πίσω από το Κυριακό της αγιορείτικης Σκήτης της Αγίας Άννης, κυριολεκτικά μεταξύ ουρανού και γης, αναπαύεται από τις 28.6.96 το χοϊκό σκήνος του Γέροντος Ανθίμου του Πνευματικού, μιας από τις σπάνιες φυσιογνωμίες που ανέδειξε στον αιώνα μας το «Περιβόλι της Παναγιάς», το Άγιον Όρος. 

Οι προσκυνητές της Αγίας Άννης είχαν για πολλά χρόνια το ακριβό προνόμιο να επισκέπτονται το κελλί του, που μοιάζει με αητοφωλιά σ’ ένα από τα υψηλότερα σημεία της Σκήτης, τον Γέροντα Άνθιμο, που και μόνο με την βιβλική του φυσιογνωμία εντυπωσίαζε.

Επί 63 χρόνια οικιστής του Άθω, ο μακαριστός Γέρων έμοιαζε με κάποιον παληό Προφήτη, καθώς η εκ πρώτης όψεως αυστηρή μορφή του και η κατάλευκη γενειάδα του σε συνήρπαζαν. Κάπως έτσι, σκεφτόσουν, θα έπρεπε να ήσαν οι Προφήτες του Ισραήλ, στους οποίους ο Θεός εμπιστευόταν κάθε φορά τοθέλημά Του. Κι όμως αυτός ο Γέρων κατά βάθος ήταν, όπως όλοι οι γνήσιοι άνθρωποι του Θεού: όλος αγάπη, όλος στοργή, όλος θέρμη για καθέναν πού έφθανε μέχρι το απόμερο ενδιαίτημά του. 

Κι όταν έβγαινε από το Άγιον Όρος κι ερχόταν στον «κόσμο», δεν έχανε ποτέ την παρθενική του αθωότητα, εκείνο το μειλίχιο ύφος, που λες και σνομπάρει κάθε φορά τις πολυπραγμοσύνες και τις μικρότητες των «κοσμικών». Μικρός το δέμας και καλωσυνάτος Γέρων, ο παπα-Άνθιμος ο Πνευματικός είχε επάνω του κάτι το θεϊκό. Τον είπαν «χαρισματικό» και «ουράνιο άνθρωπο». Άλλοι «θεοφόρο Πνευματικό και σοφό διδάσκαλο». Και άλλοι «σπουδαστή της ερήμου».

Η αλήθεια είναι ότι η πολυετής άσκηση του χάρισε διορατικότητα, σοφία και διάκριση, καρποί των οποίων ήταν η ταπείνωσή του, η αγάπη του και η ανεπιτήδευτη εξωτερική συμπεριφορά του, όλα εκφραστικά της βιωματικής εμπειρίας που του είχε χαρίσει η κατά Χριστόν ζωή, που με θαυμαστή συνέπεια ακολούθησε όλα τα χρόνια της επίγειας ζωής του.

Πήγε στο Άγιον Όρος σε ηλικία 17 ετών, πριν καν γνωρίσει καλά-καλά τον κόσμο και τα προς χαμαιζηλίαν κακά του. Παιδί ακόμη αμούστακο, νεαρός έφηβος, παρακινούμενος από ένθεο ζήλο για την πνευματική τελείωση, ο Κωνσταντίνος Ζαφειρόπουλος ξεκίνησε από το χωριό του, τους Καλλιάνους της Κορινθίας, έχοντας τελειώσει το τότε σχολαρχείο, και πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στον αγιασμένο τόπο του Άθωνος, 

Επιλέξας εις κατοίκησιν την ιεράν Σκήτην της Αγίας Άννης, το θεοφρούρητο αυτό κάστρο της ασκητικής Ορθοδοξίας, με τους ευάριθμους μέν, αλλά πολύαθλους οικιστές του.Ποθών τον βίον της ασκήσεως, έφθασε στα ιερά αυτά σκηνώματα, παρακινούμενος από τη μυστική εκείνη φωνή, που εκ των ένδον προερχομένη, παρωθεί τον άνθρωπο σε μεγάλα βήματα προς την κορυφή της θεώσεως. 

Ανεξιχνίαστες είναι οι βουλές του Κυρίου και ανεξερεύνητα τα κρίματά Του.  Ποιος μπορεί να εξηγήσει τους μυστικούς αυτούς μηχανισμούς που λειτουργούν μέσα στην ανθρώπινη καρδιά, και υπαγορεύουν στα «μωρά του κόσμου και τα εξουθενωμένα» ένα τρόπο ζωής που διαφέρει τόσο πολύ από εκείνον των πολλών; 

Ποιος έχει την δύναμη να προσπελάσει σ’ αυτό το μυστήριο και να δώσει μια πειστική απάντηση στο ερώτημα που πλανάται, κάθε φορά που το φαινόμενο της αναχώρησης προκαλεί και δέος και σκάνδαλο στους ανθρώπους του κόσμου;  Κανείς άλλος, παρά μόνον ο ίδιος ο άνθρωπος που επιλέγεται κάθε φορά να βιώσει μέσα του τη δύναμη του πόθου της αφιέρωσης, που θεωρεί τα πάντα σκύβαλα μπροστά στη θέα του Θεού, στην αιχμαλώτευση του Ηγαπημένου. 

Το 1930 κάνει το μεγάλο βήμα. Να γίνει Αγιαννανίτης. Η φήμη της Σκήτης εκείνη την εποχή τον συνεπαίρνει. Εντάσσεται στη συνοδεία του περιώνυμου Γέροντος Γαβριήλ του εκ Μαδύτου, που τον κείρει μοναχό και αναλαμβάνει και την πνευματική του καθοδήγηση.

Κοντά στον Γέροντα αυτόν και τον αόμματο αυτάδελφό του Γέροντα Μιχαήλ, παρέμεινε ο Άνθιμος υποτασσόμενος με θέληση και δύναμη αγγέλου, υπηρετώντας τους με παραδειγματική αφοσοίωση, ταπείνωση και υπακοή.  Εκεί εγνώρισε τα μυστικά του αοράτου πνευματικού πολέμου, την εκ του συστάδην μάχη του πνεύματος, τα όπλα της πνευματικής στρατείας, τις πτώσεις και τις νίκες,

Η πνευματική του πρόοδος φαίνεται και από το γεγονός ότι μετά τριετίαν, δηλαδή το 1933, εχειροτονείτο διάκονος στο Κυριάκο της Αγίας Άννης από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο, μόνιμο και αυτόν οικήτορα του Όρους, για να επακολουθήσει έπειτα και πάλι από τρία χρόνια, το 1936, η εις πρεσβύτερον χειροτονία του από τον ίδιο Μητροπολίτη. Στο Όρος δεν γίνεσαι εύκολα «Παπάς». 

Γιατί το να είσαι ιερομόναχος σημαίνει να είσαι λειτουργός καθημερινός, ευλογών και αγιάζων τους αδελφούς. Και το έργο αυτό δεν το εμπιστεύονται στον καθένα.  Ο «Παπάς», όπως λέγεται θωπευτικά στο Άγιον Όρος ο ιερομόναχος, είναι πρόσωπο αξιοσέβαστο, αξιόπιστο και αξιοζήλευτο. Τέτοιο πρόσωπο κατάφερε να γίνει μέσα σε έξη χρόνια ο παπα-Άνθιμος, ξεπερνώντας με ταχύτητα τα εμπόδια στην ανοδική του πορεία και ξεφεύγοντας από τις παγίδες του πονηρού. 

Με τη χάρη της ιερωσύνης ο Γέρων εξελίσσεται βαθμηδόν σε έμπειρο οδηγόψυχών, σε θεραπευτή των τραυμάτων που ανοίγει στην ψυχή η αμαρτία, σε αναιρέτη του πονηρού.Πολύ αργότερα ανυψώνεται σε Πνευματικό. Τη χειροθεσία του προσφέρει ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων ο Παπαγεωργίου, και ο ίδιος αγιορείτης και λάτρης του μοναχισμού. 

Ο Πνευματικός στο Άγιον Όρος είναι ο αυθεντικός διερμηνέας της θείας βουλής. Γνώστης το κατά δύναμιν των ιερών Κανόνων, των αγιορείτικων αποφάνσεων, της πρακτικής απόκρουσης των πειρασμών του αλάστορος, αλλά και των αδυναμιών της ανθρώπινης ψυχής, καλείται κάθε φορά όχι μόνο να ανακουφίσει τις ψυχές από το βάρος των ανομιών των, αλλά και να θεραπεύσει πληγές και τραύματα με το έλαιον της θείας ευσπλαχνίας και τον οίνον της πνευματικότητος. 

Και ο παπα-Άνθιμος δεν άργησε να αποκτήσει όνομα φημισμένου Γέροντος – Πνευματικού, γεμάτου αγάπη προς το πλάσμα του Θεού, «το μέγα τραύμα, τον άνθρωπον». Όσοι τον εγνώρισαν, ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια, απεκόμιζαν την εντύπωση ενός χαριτωμένου Γέροντα, με ανθρωπιά και γλυκύτητα, αλλά ταυτόχρονα με προσήλωση στην Παράδοση. 

Συνεδύαζε κατά αριστοτεχνικό τρόπο την πατρικότητα με την στοργή, τη φιλικότητα με την απόσταση, την παραδοσιακότητα με τον ρεαλισμό, την ασκητικότητα με την διάκριση. Ήταν ένας σοφός Γέρων με όλη τη σημασία της λέξεως. Εγνώριζε και σεβόταν το μέτρο, τα όριά του, τη χρήση του.

Γι’ αυτό και όσοι τον συμβουλεύονταν έμεναν στο έπακρον ικανοποιημένοι. Νουνεχής, πρακτικός και απλός, όπως ήταν στη ζωή του, έτσι ήταν και στα λόγια του. Γελούσε αυθόρμητα και συνοφρυωνόταν με νόημα. Δεν είχε στη συμπεριφορά του τίποτε το επιτηδευμένο και ψεύτικο. Ήταν αυθεντικός.

Επειδή ήταν αυστηρός στον εαυτόν του, φερόταν με επιείκια στους άλλους. Στο βλέμμα του ξεχώριζες τον ασκητή της ερήμου, που πολίζει την έρημο, Η Καλύβη του έγινε πολλές φορές καταφύγιο ψυχών ιερών. Πολλοί «κοπιώντες και πεφορτισμένοι» βρήκαν κοντά του ανακούφιση και παρηγοριά. Μιλούσε από την θεωτική εμπειρία του, γι’ αυτό και οι λόγοι του είχαν μια αξιοθαύμαστη πειθώ. 

Όταν μετείχε στις ιερές Ακολουθίες, λες και πετούσε στα ουράνια. Εξαϋλωμένος έμοιαζε μετά από κάθε θεία Λειτουργία. Μεταρσιωνόταν νους και καρδιά στον ουρανό. Τους αγίους θεωρούσε φίλους του Χριστού και δικούς του. Τους μιλούσε με απλότητα. Την Κυρία Θεοτόκο σεβόταν υπερβαλλόντως. Έφθασε στα όρια της θέωσης. 

Γι’ αυτό και ο Θεός του χάρισε το προορατικό χάρισμα. Το εχρησιμοποίησε μόνον εις δόξαν Θεού και ποτέ προς ιδική του προβολή και δόξα.Στην Αθήνα κατέβαινε ενίοτε, για να εξομολογήσει. Ο λαός τον ανέμενε και στο επιτραχήλι του απέθετε τα βάρη των ανομιών του. Τα εσήκωνε αγόγγυστα. 

Αυτή ήταν η αποστολή του. Σεβόταν τους ανωτέρους του, τους Επισκόπους της Εκκλησίας, τον Πατριάρχη του. Σώζονται φωτογραφίες του με τον αείμνηστο Δημήτριο, με τον Παναγιώτατο Βαρθολομαίο. Τα μάτια του πετούν σπίθες από εσωτερική ικανοποίηση. Υπήρξε άνδρας εκκλησιαστικός.Σε μια μου προσκυνηματική επίσκεψη στην Αγία Άννα προ ετών, με απεδέχθη στο Κυριακό, με τους άλλους Πατέρες, με περισσή αγάπη και σεβασμό. Μου επρότεινε να ευλογήσω με την επίσκεψη μου το Κελλίον του. 

Το έπραξα με προθυμία. Πετούσε από τη χαρά του σαν ενα απλό γεροντάκι. Μου διηγήθη τα της Καλύβης του, μου παρουσίασε τον υποτακτικό του, τον π. Χερουβίμ, με ξενάγησε με καύχηση εν Κυρίω στα διάφορα διαμερίσματα της Καλύβης, στο ναό, στην αυλή, στο μπαλκόνι. 

Έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, καθώς με έβλεπε να αποθαυμάζω τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής.  Εκεί μέσα με τα χεράκια του πάνω από πενήντα χρόνια είχε δουλέψει κτίζοντας, σκάβοντας, φυτεύοντας, μεταφέροντας χώμα και πέτρες. Η φωλιά του ήταν κτισμένη με δομικό υλικό αίμα και ιδρώτα. 

Ποιος να το ‘ξερε ότι τον Ιούνιο του 1996 έμελλε να πέσει από μια πεζούλα, στην προσπάθειά του, τώρα στα 83 του, να φθάσει με τα χέρια του κάποια άκρη, να τη διορθώσει, να μη μείνει αγιάτρευτη η πληγή της αταξίας…Η πτώση του υπήρξε μοιραία. Στις 28.6.96 εκοιμήθη στο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, όπου διεκομίσθη μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του. Επέστρεψε στο Κελλί του νεκρός. 

Το λείψανό του είχε μιάν ανείπωτη ομορφιά. Ο Γέρων μέσα στο φέρετρο κοιμόταν ήσυχα, αναμένων την σάλπιγγα του αγγέλου. Είχε ήδη τελειώσει τον δρόμο του, είχε τηρήσει την πίστη του, τώρα του απέμενε το βραβείο της άνω κλήσεως. Τον εκήδευσε η Κοινότης της Σκήτης με όλες τις τιμές. Τον έθαψαν στο κοιμητήρι. Πάνω από τον τάφο του ένας μαύρος ξύλινος σταυρός και δίπλα του ένας φοίνικας, σύμβολο της αθανασίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: