13 Ιουλίου, 2016

ΓΙΑ ΤΗ SIEMENS ΣΥΓΚΡΟΥΟΝΤΑΙ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ - ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

 

Λίγο μετά τις 10 το πρωί της 13ης Ιουλίου του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας έβγαινε από τη Σύνοδο Κορυφής έχοντας στα χέρια του ακόμα μια νέα -από τις πιο σκληρές- συμφωνίες με τους δανειστές.

Σαν σήμερα έναν χρόνο πριν, λίγο μετά τις 10 το πρωί της 13ης Ιουλίου και μετά από 17 ώρες διαπραγματεύσεων, ο Έλληνας πρωθυπουργός κύριος Αλέξης Τσίπρας έβγαινε από τη Σύνοδο Κορυφής, έχοντας στα χέρια του όχι ακόμα μια νέα συμφωνία με τους δανειστές, αλλά μια σειρά από σκληρά προαπαιτούμενα που έναν μήνα αργότερα (παραμονή Δεκαπενταύγουστου του 2015) άλλα είχαν ήδη ψηφιστεί και εφαρμοστεί, ενώ άλλα αποτέλεσαν τη βάση για το Τρίτο Μνημόνιο  στο οποίο οδηγήθηκε τελικά η χώρα.
 
Αν και στην πραγματικότητα πρόκειται για ​​δεσμεύσεις​​ Τσίπρα και δηλώσεις προθέσεων των Ευρωπαίων, στη χώρα μας επικράτησε να λέγεται «Συμφωνία της 12ης Ιουλίου», με βάση την ημερομηνία που ξεκίνησε η Σύνοδος και όχι το πότε που τελείωσε...
 
«Για πρώτη φορά» στο κείμενο της ανακοίνωσης το πρωί της 13ης Ιουλίου, περιέχονταν λέξεις όπως: «ρευστοποίηση» (και όχι «αξιοποίηση») της δημόσιας περιουσίας, «ημιαυτόματες περικοπές δαπανών», «αυστηρή επανεξέταση» (και όχι απλώς αναθεώρηση) των εργασιακών σχέσεων στη χώρα μας,
 
Για λίγες μέρες, μέχρι την  ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της Συνόδου Κορυφής, η χώρα είχε βρεθεί -για πρώτη φορά- εκτός Μνημονίου. Αντί να λήξει το Β΄ Μνημόνιο, σαν σήμερα μπήκαν οι βάσεις για το Γ΄ Μνημόνιο. Τι μεσολάβησε;  

Μια διαπραγμάτευση «ροντέο» στο α΄ εξάμηνο, από τις εκλογές μέχρι και το δημοψήφισμα για το «ΟΧΙ» στην πρόταση Γιούνκερ, ενώ ακολούθησαν νέες εκλογές και το νέο Πρόγραμμα, πολλά μέτρα του οποίου εφαρμόστηκαν τελικά σε βαθμό πολλαπλάσιο από όσο συμφωνήθηκε (πχ διπλάσια περικοπή δικαιούχων ΕΚΑΣ, κατάργηση συντάξεων αναπήρων και χηρείας, πώληση όχι μόνον των «κόκκινων» αλλά όλων των δανείων, ακόμα και των «πράσινων», των εγγυημένων από το κράτος, των ΔΕΚΟ κλπ).
 
Το «ξήλωμα» υποσχέσεων και προσδοκιών ξεκίνησε με την ανακοίνωση, σαν σήμερα, των όρων για την οικοδόμηση μιας νέας «σχέσης» της Ελλάδας με τους πιστωτές της. Η καταιγίδα που επακολούθησε περιείχε τα πάντα - και άλλα πολλά όμως. Για αρχή, ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε ενώπιον των ηγετών της Ευρώπης για μέτρα όπως τα εξής:

 Α. Έως τις 15 Ιουλίου 2015:
•αυξήσεις ΦΠΑ και κατάργηση των εξαιρέσεων (για νησιά του Αιγαίου κλπ). Στον συντελεστή ΦΠΑ 23% (πού ένα χρόνο αργότερα πήγε στο 24%) μεταφέρθηκαν μαζικά σωρεία προϊόντων και υπηρεσιών που φορολογούνταν με 6,5% και 13% (ακόμα και φάρμακα για ανθρώπους ή λιπάσματα και αγροτικά εφόδια για την παραγωγή κλπ). 

Μετά από απίστευτες παλιννωδίες  εξαιρέθηκε ο ΦΠΑ στην εκπαίδευση, αλλά μπήκαν δεκάδες ειδικοί και άλλοι έμμεσοι φόροι.

•άμεσα μέτρα για τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, ως μέρος ενός συνολικού προγράμματος μεταρρύθμισης των συντάξεων

•η διασφάλιση της πλήρους νομικής ανεξαρτησίας της ΕΛ.ΣΤΑΤ

•έναρξη λειτουργίας του Δημοσιονομικού Συμβουλίου  και εισαγωγή ημιαυτόματων περικοπών δαπανών σε περίπτωση παρεκκλίσεων από τους στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος

Β. έως τις 22 Ιουλίου 2016
•επιτάχυνσης της εκδίκασης των υποθέσεων

•θέσπιση μέτρων για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (BRRD)

•δημοσιονομικά ισοδύναμα για  να αντισταθμίσει πλήρως τον δημοσιονομικό αντίκτυπο της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε άκυρες τις μειώσεις συντάξεων του 2012

•ρήτρα μηδενικού ελλείμματος στα Ταμεία

•φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων με  υλοποίηση όλων των συστάσεων της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ Ι, μεταξύ άλλων για τη λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων την Κυριακή, τις περιόδους εκπτώσεων, το ιδιοκτησιακό καθεστώς των φαρμακείων, το γάλα και τα αρτοποιεία, εκτός από τις συστάσεις για τα μη υποχρεωτικώς συνταγογραφούμενα φαρμακευτικά προϊόντα,  καθώς και για το άνοιγμα κρίσιμων κλειστών επαγγελμάτων (π.χ. ακτοπλοΐα κλπ).

•υιοθέτηση και της εργαλειοθήκης ΟΟΣΑ ΙΙ, με προαπαιτούμενες δράσεις για την μεταποίηση,  τις αγορές ενέργειας,  (ιδιωτικοποίηση του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας - ΑΔΜΗΕ) και  τις αγορές εργασίας.

Δηλαδή  «αυστηρή επανεξέταση» (όπως τονίστηκε στην ανακοίνωση της Συνόδου Κορυφής) «και εκσυγχρονισμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των εργατικών κινητοποιήσεων και των ομαδικών απολύσεων ώστε οι πολιτικές για την αγορά εργασίας να ευθυγραμμιστούν με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές βέλτιστες πρακτικές»...

•αποφασιστική ανάληψη δράσης για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (σσ: που οδήγησε στην εκχώρηση όλων των δανείων, ακόμη και των εξυπηρετούμενων, στα funds)

•αλλαγές στην διοίκηση του ΤΧΣ και των ελληνικών τραπεζών

•νέο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων

•τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία μεγάλης αξίας θα μεταφερθούν σε ανεξάρτητο ταμείο, το οποίο θα τα ρευστοποιήσει με ιδιωτικοποιήσεις και άλλους τρόπους.

•Η ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων  θα αποφέρει κατά τη διάρκεια του νέου δανείου επιδιωκόμενο συνολικό ποσό 50 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα 25 δισ. ευρώ θα χρησιμοποιηθούν για την επιστροφή της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και άλλων περιουσιακών στοιχείων.

Kαι το 50% κάθε εναπομένοντος ευρώ (τουτέστιν, 50% των 25 δισ. ευρώ) θα χρησιμοποιηθεί για τη μείωση της αναλογίας χρέους/ΑΕΠ, το δε υπόλοιπο 50% θα χρησιμοποιηθεί για επενδύσεις. Το ταμείο αυτό θα συσταθεί στην Ελλάδα υπό τη διαχείριση των ελληνικών αρχών και την εποπτεία των οικείων ευρωπαϊκών θεσμών.

•«κατάλληλος καθορισμός τιμών» για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με τις αρχές και τα πρότυπα του ΟΟΣΑ για τη διαχείριση κρατικών επιχειρήσεων.

•πρόγραμμα, υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για την αποπολιτικοποίηση της ελληνικής διοίκησης.

•Η ελληνική κυβέρνηση δεσμεύεται να μειώσει περαιτέρω το κόστος της ελληνικής διοίκησης, βάσει χρονοδιαγράμματος σε συμφωνία με τους θεσμούς.

•Η κυβέρνηση οφείλει να διαβουλεύεται και να συμφωνεί με τους θεσμούς όσον αφορά όλα τα νομοσχέδια.

•εξαιρουμένου του νόμου για την ανθρωπιστική κρίση, η ελληνική κυβέρνηση θα πάρει πίσω, «τις θεσπισθείσες νομοθετικές πράξεις που δεν συνάδουν με τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου» (δηλαδή ευνοϊκές ρυθμίσεις χρεών κλπ). Όπως τονιζόταν στην ανακοίνωση που εκδόθηκε σαν σήμερα «όλες οι αναφερόμενες ανωτέρω δεσμεύσεις αποτελούν ελάχιστες απαιτήσεις για την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τις ελληνικές αρχές.

Εντούτοις, η σύνοδος κορυφής για το Ευρώ κατέστησε σαφές ότι η έναρξη διαπραγματεύσεων δεν προδικάζει οποιαδήποτε ενδεχόμενη τελική συμφωνία επί νέου προγράμματος του ΕΜΣ». Για πρώτη φορά, στην ανακοίνωση εκείνη η Ευρώπη έβλεπε πλέον και προβλήματα που πριν δεν υπήρχαν.

Όπως έγραφε τότε η ανακοίνωση της Συνόδου: «Υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Αυτό οφείλεται στη χαλάρωση των πολιτικών που ακολουθήθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την πρόσφατη επιδείνωση του εσωτερικού μακροοικονομικού και χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος».

«Με αυτά τα δεδομένα και στο πλαίσιο του πιθανού μελλοντικού προγράμματος του ΕΜΣ, καθώς και σύμφωνα με το πνεύμα της δήλωσης της Ευρωομάδας του Νοεμβρίου του 2012, η Ευρωομάδα παραμένει έτοιμη να εξετάσει, εάν χρειαστεί, πιθανά πρόσθετα μέτρα (πιθανή παράταση των περιόδων χάριτος και αποπληρωμής).

Για να εξασφαλιστεί ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες παραμένουν σε βιώσιμο επίπεδο. Τα μέτρα αυτά θα εξαρτώνται από την πλήρη υλοποίηση των μέτρων τα οποία πρόκειται να συμφωνηθούν σε πιθανό νέο πρόγραμμα και θα εξεταστούν μετά την πρώτη θετική ολοκλήρωση επανεξέτασης».

Siemens: Παραγραφή το 2018. Και ενώ το υπουργείο Εξωτερικών "διαρρηγνύει" τα ιμάτιά του πως "η αποστολή της μετάφρασης που ολοκλήρωνε τη διαδικασία στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών έγινε δύο μήνες πριν, δηλαδή στις 13 Μαΐου 2016, παρά τον αρχικό υπολογισμό ότι θα ολοκληρωνόταν στα τέλη του Ιουνίου 2016", τίποτα δεν αλλάζει το γεγονός ότι η παραγραφή σκέλους του κατηγορητηρίου είναι προ των πυλών για αρκετούς κατηγορούμενους, πάντα βέβαια υπό προϋποθέσεις.

Σε πρώτο πλάνο βρίσκονται οι 13 Γερμανοί υπήκοοι, στελέχη της Siemens, οι οποίοι κατηγορούνται για ενεργητική δωροδοκία και για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Εφόσον δεν αλλάξει τίποτα, σε περίπου ενάμισι χρόνο, το Φεβρουάριο του 2018, επέρχεται η παραγραφή για επιμέρους πράξεις του κυρίου αδικήματος, αυτού της δωροδοκίας. Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, το κακούργημα της ενεργητικής δωροδοκίας παραγράφεται σε χρονικό διάστημα 15 ετών από το χρόνο τέλεσής της. 

Μάλιστα, στην επίμαχη υπόθεση οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν την πράξη της δωροδοκίας σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές διατάξεις του Νόμου 1608/50 περί καταχραστών του Δημοσίου, οι οποίες επισύρουν ποινή ισόβιας κάθειρξης και έτσι ο χρόνος παραγραφής αυξάνεται στα 20 χρόνια.

Αντίθετα, για τους υπόλοιπους κατηγορούμενους, στους οποίους έχει επιδοθεί το παραπεμπτικό βούλευμα, ο χρόνος παραγραφής παρατείνεται κατά ακόμη πέντε έτη πέραν της 20ετίας και μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Επί της ουσίας,με την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, η οποία θα αποτελέσει νομολογία για δεκάδες άλλες υποθέσεις που αφορούν σε αλλοδαπούς κατηγορούμενους.

Οι πράξεις που βαρύνουν τους 13 Γερμανούς, καθώς και τον Γαλλοελβετό Ζαν Κλωντ Όσβαλντ  παραγράφονται στα 20 έτη εφόσον ακόμα δεν τους έχει επιδοθεί το παραπεμπτικό βούλευμα, ενώ για τους υπόλοιπους κατηγορούμενους τα σε βάρος τους αδικήματα παραγράφονται σε 25 χρόνια. 

Σύμφωνα δε, με την κατηγορία, ο χρόνος τέλεσης της ενεργητικής δωροδοκίας για τα στελέχη του γερμανικού κολοσσού είναι το χρονικό διάστημα Φεβρουάριο του 1998 έως Σεπτέμβριο του 2003, πράγμα που σημαίνει ότι εφόσον δεν τους έχει επιδοθεί μέχρι το 2018 το παραπεμπτικό βούλευμα στη μητρική τους γλώσσα, συμπληρώνεται ο χρόνος παραγραφής.

Ενδεικτικό για την εξέλιξη αυτή είναι το γεγονός ότι το παραπεμπτικό βούλευμα εκδόθηκε το Μάρτιο του 2015 και -σύμφωνα με το υπουργείο Εξωτερικών- η μετάφραση των 1.580 σελίδων από τις συνολικά 4.580 στα γερμανικά εστάλη στην Εισαγγελία Εφετών μόλις τον περασμένο Μάιο. 

Αλλά ακόμη και αν ολοκληρωθούν οι διαδικασίες και μπορέσει να τους επιδοθεί το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών μέσα στους επόμενους μήνες και πάλι τα χρονικά περιθώρια είναι ιδιαίτερα στενά.

Κι αυτό γιατί η δίκη θα πρέπει να ολοκληρωθεί σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, πράγμα ιδιαίτερα χρονοβόρο αν υπολογίσει κανείς ότι χρειάστηκαν να περάσουν περίπου 10 χρόνια προκειμένου η υπόθεση για τη σύμβαση 8002/97 μεταξύ ΟΤΕ και Siemens να φτάσει στις δικαστικές αίθουσες. 

Σε περίπτωση, που δεν επιτευχθεί κάτι τέτοιο και η υπόθεση δεν έχει εκδικασθεί σε πρώτο και δεύτερο βαθμό εντός της 25ετίας, τότε παύει οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων. Το μόνο βέβαιο είναι ότι όσο περνάει ο χρόνος, τόσο επιμέρους πράξεις θα παραγράφονται. 

Ήδη στο βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου με το οποίο 64 άτομα παραπέμφθηκαν σε δίκη, αποφασίστηκε η παύση ποινικής δίωξης για το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης (με αρχή τέλεσης του 1998 έως το 2000) και για επιμέρους πράξεις του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα λόγω παραγραφής. 

Κάθε ημέρα που περνάει αυξάνει τις πιθανότητες παραγραφής, αφήνοντας λιγότερα βέλη στη φαρέτρα του κατηγορητηρίου για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της Μεταπολίτευσης.
 


Δεν υπάρχουν σχόλια: