19 Ιουνίου, 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

 

 «Η Εκκλησία», όπως έλεγε ο π. Γεώργιος Φλορόφσκι «είναι μια με την Πεντηκοστή, που ήταν η ημέρα της θαυμαστής θεμελιώσεως και των γενεθλίων της Εκκλησίας, οπότε όλες οι προφητείες γι΄ αυτήν εκπληρώθηκαν.

Σ’ εκείνη την ¨τρομερή και ακατανόητη γιορτή¨, το Πνεύμα, ο Παράκλητος, κατέρχεται και ενοικεί μέσα στον κόσμο, όπου ποτέ πριν δεν ήταν παρών κατά τον τρόπο που αρχίζει τώρα να ενοικεί». Η Πεντηκοστή στην Παλαιά Διαθήκη, ήταν η δεύτερη από τις τρεις μεγάλες ετήσιες γιορτές του λαού Ισραήλ, που γιορταζόταν πενήντα μέρες μετά το Ιουδαϊκό Πάσχα. 


Ονομαζόταν και γιορτή των εβδομάδων, επειδή γιορταζόταν εφτά εβδομάδες μετά την πρώτη μέρα των Αζύμων. Επρόκειτο για μια αγροτική γιορτή που συνδέθηκε αργότερα με τα γεγονότα του Σινά και την ανάμνηση της παράδοσης του Νόμου από το Θεό στους Ισραηλίτες.


Στην Καινή Διαθήκη, στο βιβλίο “Πράξεις των Αποστόλων”, επιλέγεται από τον Θεό η ημέρα της Ιουδαϊκής γιορτής της Πεντηκοστής για την υποσχεθείσα από τον Χριστό κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, του «Άλλου Παράκλητου».

Ο Παράκλητος αποκάλυψε στους μαθητές του Χριστού ολόκληρη την αλήθεια για το πρόσωπό Του. Δυο βασικές λεπτομέρειες στο κείμενο των Πράξεων είναι ότι: «Όταν έφθασε η ημέρα της Πεντηκοστής, ήταν όλοι μαζί (οι μαθητές) συγκεντρωμένοι με ομοψυχία στο ίδιο μέρος» καθώς επίσης ότι εκείνη την ημέρα, «στην Ιερουσαλήμ βρίσκονταν ευσεβείς Ιουδαίοι από όλα τα μέρη του κόσμου».

Ήταν ένα παγκόσμιο και ιστορικό γεγονός, ένα γιορτινό κάλεσμα (μια προσκυνηματική γιορτή θα μπορούσαμε να πούμε) για Ιουδαίους προσήλυτους οποιασδήποτε καταγωγής στην οικουμένη.

Σε αυτήν την γιορτινή ατμόσφαιρα ο Τριαδικός Θεός γέμισε το σπίτι που ήταν συναθροισμένοι οι μαθητές με μια «βίαιη πνοή» και πάνω στους μαθητές διαμοιράσθηκαν «πύρινες γλώσσες», γλώσσες που έμοιαζαν με φωτιά.

Το σημείο που σαγήνευσε το πολυεθνικό παρευρισκόμενο πλήθος ήταν ότι «ο καθένας τους άκουγε τους αποστόλους να μιλάνε στη δική του γλώσσα», οδηγώντας τους με απορία στο συμπέρασμα: «όλοι εμείς, είτε ιουδαϊκής καταγωγής είτε προσήλυτοι, τους ακούμε να μιλούν στις γλώσσες μας για τα θαυμαστά έργα του Θεού».

Φυσικά δεν έλειψαν και αυτοί που χλεύαζαν και έλεγαν: «Ετούτοι πρέπει να’ ναι πολύ μεθυσμένοι». Πιθανόν αγνοούσαν μέχρι εκείνη την στιγμή ότι η συγκεκριμένη γιορτή, ήταν το πανηγύρι του Παρακλήτου και οι καλεσμένοι στο γλέντι θα μεθούσαν με ένα «άλλο» νέο κρασί, ένα κρασί όμως διαφορετικό από αυτό που συνηθίζουν να μεθάνε οι άνθρωποι.

Σε αυτό το πανηγυρικό μεθύσι το γεγονός των «γλωσσών» αποτελεί και σημείο μια άλλης, νέας πραγματικότητας, της επιστροφής στην ενότητα της ανθρωπότητας, που είχε ολοκληρωτικά διασπαστεί με τη σύγχυση των γλωσσών. Η κάθοδος του Πνεύματος την Πεντηκοστή αντιστρέφει το αποτέλεσμα του πύργου της Βαβέλ.

Στην Πεντηκοστή η πολλαπλότητα των γλωσσών δεν καταργήθηκε αλλά έπαψε να είναι η αιτία του χωρισμού όπως προηγουμένως. Ο καθένας μιλούσε στη δική του γλώσσα, αλλά με τη δύναμη του Πνεύματος ο καθένας μπορούσε να καταλάβει τους άλλους.

Η Εκκλησία μας στην εορτή της Πεντηκοστής πανηγυρίζει το “μγα και σεβσμιον” μυστήριο: Τη συμπλρωση της ελπίδος, την προθεσμία της επαγγελίας, την επιδημία του Πνεύματος του Αγίου. Γιατ πργματι το εορταζμενο γεγονς, η επιφοτηση του Αγου Πνεματος στους αποστόλους του Χριστού, αποτελεί το τλος και το επιστγασμα όλου του έργου της σωτηρας.

Όλο το έργο του Χριστού, η έλευση, η διδασκαλα, το πθος, η ανσταση, η ανληψη απβλεπαν σ᾿ αυτό· στην έλευση του Αγου Πνεματος στον κσμο, στη να δημιουργα. Ο λας του Θεού, η Εκκλησα, εορτζει κατ την Πεντηκοστή τη γννησή της εν τω κόσμω.

Την γενθλιον ημρα της, αλλ και αυτό το μυστήριο της ιδας της ζωής της. Γιατ η Εκκλησα του Χριστού δεν έζησε το μυστήριο της Πεντηκοστής μόνο σε μα στιγμ χρνου κατ το μακριο εκείνο έτος και την ιστορικ εκενη ημρα, που “επλσθησαν” οι μαθητές “Πνεματος Αγου”.

Αλλ το ζει καθημερινά, διαρκώς, σε κθε στιγμ χρνου, απ την ημρα εκενη την γενθλιο μχρι της συντελεας του αιώνος. Γιατ το Πνεύμα το Άγιον ήλθε τότε και έκτοτε μνει και θα μνη εις τον αιώνα στον κσμο για να συγκροτεί την Εκκλησα. Πνεύμα και Εκκλησα είναι αδιασπστως ενωμνα.

Το Άγιο Πνεύμα είναι η ψυχ, η ζω, η ύπαρξη της Εκκλησας, της εν Αγίῳ Πνεματι καινής ζωής. Σ᾿ αυτό οφελεται η εντητα, η αγιτητα, η καθολικτητα της Εκκλησας. Απ αυτό πηγζουν τα χαρσματα, οι θεσμο, η πστη και η θεολογα της Εκκλησας.

Τη βιαα Του πνο και την πυρμορφο δρσο Του αισθνεται σε κθε βήμα, σε κθε εκδλωση, σε κθε κνησή της. Απ αυτό πηγζουν οι υπερφυσικς ενργειες των μυστηρων, που ζωογονούν, που τροφοδοτούν και αγιζουν το σώμα της. Στην ιστορικ λοιπν Πεντηκοστή, αλλ και στη διαρκή Πεντηκοστή, στην οποα ζει η Εκκλησα, μας μεταφέρει η μεγάλη αυτή γιορτή.

Τη μέρα αυτή κλνωμε τα γνατά μας και προσκυνούμε την αττητη δναμή Του, δοξολογώντας την Αγα Τριδα, που φωτζει και αγιζει τις ψυχς μας. Και στη στση αυτή της ταπεινσεως, της κλσεως των γοντων και του αυχνος, υποδεχόμαστε την χρη του Παρακλτου. Πεντηκοστή, εορτάζουμε πάντοτε μέσα στην Ορθόδοξη εκκλησία μας.

Ο ιερός υμνογράφος δανείζεται φράσεις, από το λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στη Πεντηκοστή και λέγει: «Πεντηκοστήν εορτάζομεν και πνεύματος επιδημίαν και προθεσμίαν επαγγελίας και ελπίδος συμπλήρωσιν. Και το μυστήριον όσον ως μέγα τε και σεβάσμιον διο βοώμεν Σοι δημιουργέ του παντός Κύριε δόξα Σοι» (Στιχηρό Εσπερινού Πεντηκοστής).

Η Πεντηκοστή είναι φανέρωση του Αγίου Πνεύματος, κατά τον ζωηρότερο τρόπο που θα μπορούσε να εξαχθεί. Και επειδή με την επιφοίτηση του αγίου πνεύματος, συμπληρώνεται και η αποκάλυψη και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, γι’ αυτό η ημέρα του Αγίου Πνεύματος, η επομένη της Πεντηκοστής, θεωρείται ως ημέρα της Αγίας Τριάδος.

Διότι τόσο τον Πατέρα όσο και τον Υιό, τους γνωρίζουμε μόνο με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος. Η ψηλή κορυφή ενός βουνού είναι σκεπασμένη από τα σύννεφα, υπό την έννοια ότι είναι πάρα πολύ ψηλή. Δεν φαίνεται. Ξαφνικά βγαίνει ο ήλιος και αποκαλύπτεται το μεγαλείο και το ύψος αυτής της κορυφής.

Έτσι και εδώ η ψηλότερη κορυφή στον κόσμο είναι η Αγία Τριάδα. Τα σύννεφα του σκοτεινιασμένου μυαλού μας και της καρδιάς μας δεν μας αφήνουν να βλέπουμε και να θαυμάσουμε το ακρόριο, το υψηλότερο της Θεολογίας, που είναι η Αγία Τριάδα .
  
Και έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και φωτίζει το νου και καθαρίζει την καρδιά, και ο πιστός βλέπει με την πίστη την Αγία Τριάδα γι’ αυτό και στους αίνους του όρθρου της Πεντηκοστής ψάλουμε «Διού πατήρ γνωρίζεται και υιός δοξάζεται και παρά πάντων γινώσκεται μια δύναμη, μια σύνταξις μία προσκύνηση της αγίας τριάδος».

Ο Χριστός μας φεύγοντας με την ανάληψή Του στους ουρανούς , υποσχέθηκε ότι θα μας στείλει άλλον Παράκλητον για να μένει μεθ’ ημών, για να μένει μαζί μας, εις τους αιώνας, πάντοτε. Και τον Παράκλητο, το Πνεύμα το Άγιο, μας το έστειλε την ημέρα αυτή της μεγάλης εορτής της Πεντηκοστής. Και παραμένει εις τον αιώνα μέσα στην εκκλησία, μέσα στα μυστήρια.

Γι’ αυτό δεχόμενοι εμείς οι άνθρωποι τα άγια μυστήρια και ιδιαίτερα την Θεία Ευχαριστία, το άγιο σώμα και το αίμα του Χριστού, παίρνουμε όλη την Αγία Τριάδα και δή το πνεύμα το άγιο που αγιάζει το τίμιο αίμα και από άρτο και οίνο τον μεταβάλλει σε σώμα και αίμα Χριστού.

Αν η Εκκλησία είναι το μυστικό σώμα του Χριστού, το Πνεύμα το Άγιον είναι η καρδιά του σώματος. Η ζωντανή δράση της Εκκλησίας στον κόσμο αρχίζει με την Πεντηκοστή, και συνεχίζεται μέσα στη Λειτουργία. Κάθε Θεία Λειτουργία είναι και μία Πεντηκοστή. Βεβαίως, η Θεία Λειτουργία γίνεται εν ονόματι και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος.

Η πύλη που μπαίνουμε στην Θεία Λειτουργία είναι Αγιοτριαδική. Μεγαλοπρεπή η αρχή της. «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου πνεύματος». Έτσι αρχίζει η Θεία Λειτουργία. Και όλες οι ευχές και οι εκφωνήσεις καταλήγουν, σε τριαδική δοξολογία.

«Ότι πρέπει συ πάσα δόξα τιμή και προσκύνησις, τω Πατρί, και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν». Αλλά η δύναμη εκείνη η οποία τελεί τη φρικτή θυσία της Θείας Λειτουργίας, και πυρακτώνει, δηλαδή κάνει φωτιά τον ναό και τον ιερέα, είναι το Άγιο Πνεύμα.

Καταλήγοντας, να πούμε ότι αυτό που ζωογονεί την Εκκλησία, αυτό που μετατρέπει μέχρι και σήμερα απλούς πιστούς σε αγίους, αυτό που ενώνει τον άνθρωπο μυστηριακά με την Αγία Τριάδα, είναι το Άγιο Πνεύμα, έτσι όπως χορηγήθηκε την μέρα της Πεντηκοστής στους μαθητές του Χριστού.

 Γιατί γονατίζουμε τρεις φορές στον Εσπερινό της Πεντηκοστής (Αγίου Πνεύματος); «Θεέ μου…Είμαι πεσμένος…Σήκωσέ με. Ανάστησέ με. Σώσε με!…».Κατά την «έσχατη» και «μεγάλη» και «σωτήρια» ημέρα της Πεντηκοστής, κατά την οποία μας αποκαλύφθηκε και προσκυνούμε και δοξάζουμε το μέγα μυστήριο της Αγίας και Ομοουσίου και Ζωοποιού και Αδιαιρέτου και Ασυγχύτου Τριάδας.

Tου Ενός και Μοναδικού Θεού... του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμέσως μετά την πανηγυρική Θεία Λειτουργία, τελούμε τον «Εσπερινό της Γονυκλισίας», κατά τον οποίο ψάλλουμε ύμνους αφιερωμένους κατ’ εξοχήν στο Πανάγιο Πνεύμα, το τρίτο Πρόσωπο της Τρισηλίου Θεότητας, που είναι «φως και ζωή και ζώσα πηγή νοερά. 

Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα συνέσεως, αγαθόν, ευθές, νοερόν, ηγεμονεύον, καθαίρον τα πταίσματα, Θεός και θεοποιούν, πυρ εκ πυρός προϊόν, λαλούν, ενεργούν, διαιρούν τα χαρίσματα».

Αμέσως μετά την «Είσοδο» του Εσπερινού, κι αφού ψαλεί το «Φως ιλαρόν» και το πανηγυρικό Μέγα Προκείμενο «Τίς Θεός Μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος!» σε ήχο βαρύ, μεγαλόπρεπο, αντάξιο του νοήματος και του μηνύματός του, ο Διάκονος μας καλεί, κλήρο και λαό, να γονατίσουμε και ν’ απευθύνουμε στο Θεό γονυπετείς λόγο ικεσίας: 

«Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεηθώμεν».
Από τη λαμπροχαρμόσυνη αγία ημέρα του Πάσχα μέχρι και σήμερα, η γονυκλισία ήταν απαγορευμένη. Σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, και για να υπογραμμίζεται το χαρούμενο και σωτήριο μήνυμα των αναστάσιμων βιωμάτων της Εκκλησίας, η προσευχή των Ορθοδόξων γίνεται«ορθοστάδην».

Σε όρθια δηλαδή στάση, και όχι με γονυκλισία. Όμως την ώρα τούτη το «ορθοστάδην» παραμερίζεται, όχι μόνο για να χαιρετίσουμε θεοπρεπώς το Πανάγιο Πνεύμα, «δι’ ου Πατήρ γνωρίζεται και Υιός δοξάζεται, και παρά πάντων γινώσκεται μία δύναμις, μία σύνταξις, μία προσκύνησις τής Αγίας Τριάδος».

Μα και για να πούμε κατά πως ταιριάζει σε παραστρατημένους, όπως είμαστε όλοι μας, χωρίς εξαίρεση, το «ημάρτομεν!», και να ζητήσουμε το έλεος του Θεού, την άφεση, την κάθαρση, τη συγγνώμη.

Τη γονυκλισία την ονομάζει ο λαός μας και «μετάνοια». Γιατί η στάση του μετανοούντος είναι το «κλίνειν τα γόνατα». Κάτω τα γόνατα, κάτω και το πρόσωπο. Σημαίνει απλούστατα: «Θεέ μου, βρίσκομαι κάτω. Είμαι πεσμένος. Έχω καταντήσει “γη και σποδός”. Σήκωσέ με. Ανάστησέ με. Σώσε με!…». 

Έτσι, σήμερα που ήρθε στον κόσμο ο Παράκλητος, το Πνεύμα της Αληθείας το «καθαίρον (που καθαρίζει)  τα πταίσματα», καλούμαστε να πάρουμε στάση (όχι μόνο σώματος, μα και ζωής!) μετανοούντος:

«Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεη­θώμεν».
Στην Κρήτη λένε οι παλαιότεροι: «Και στην κορυφή του βουνού να βρεθείς τούτη την ημέρα ολομόναχος, θα πρέπει να γονατίσεις και να κάμεις το σταυρό σου». Και κρύβουν τα λόγια τούτα την αίσθηση της πραγματικής μετοχής στη ζωή του Ενός Σώματος της Εκκλησίας, ανεξάρτητα από εξωτερικές συνθήκες. 

Την αίσθηση της εν Θεώ τω εν Τριάδι οργανικής ενότητας των πιστών, όπου κι αν οι συγκυρίες της ζωής τους θέλουν να βρίσκονται…Και γονατίζει ο πιστός όπου κι αν είναι: Στην εκκλησιά του· στο σπίτι του ή στο νοσοκομείο, αν είναι άρρωστος·· στο πλοίο του, αν θαλασσοπορεί· στο βουνό στον κάμπο· στη στάνη· στο δάσος· στην ξενιτιά· στο κάτεργο· στη φυλακή… Όπου βρίσκεται!

«Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεη­θώμεν».
Η πρώτη Ευχή της Γονυκλισίας απευθύνεται στον «Άχραντο, αμίαντο, άναρχο, αόρατο, ακατάληπτο, ανεξιχνίαστο, αναλλοίωτο, ανυπέρβλητο, αμέτρητο, ανεξίκακο Κύριο», τον «Πατέρα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» και Τον παρακαλεί, με μόνο συνήγορό μας τη δική Του «συμπάθεια», να μας δεχθεί καθώς προσπέφτουμε ενώπιον Του μετανοημένοι και φωνάζοντας το «ημάρτομεν!».

Του θυμίζει πως από τη μήτρα της μητέρας μας ήδη, Αυτόν μονάχα είχαμε για Θεό μας, αλλά, επειδή τη ζωή μας τη χαραμίσαμε στη ματαιότητα, μείναμε γυμνοί από τη βοήθειά Του και δεν έχουμε λόγια για ν’ απολογηθούμε.

Όμως παίρνουμε Θάρρος από τους οικτιρμούς Του και κράζουμε: «Αμαρτίας νεότητος ημών και αγνοίας μη μνησθής, και εκ των κρυφίων ημών καθάρισον ημάς».(Μη θυμηθείς τις αμαρτίες που κάναμε στα νιάτα μας, όταν είχαμε άγνοια των εντολών Σου, και από τα κρυφά και ανομολόγητα κρίματα της καρδιάς μας καθάρισέ μας). 

Του ζητά, πριν βρεθούμε πίσω στο χώμα, σ’ Αυτόν να μας αξιώσει να επιστρέψουμε! Να ζυγομετρήσει τις αμαρτίες μας με τους οικτιρμούς Του και ν’ αντιπαραθέσει την άβυσσο των οικτιρμών και του ελέους Του στο πλήθος των πλημμελημάτων μας!

Να μας ρύσει, να μας γλυτώσει από την αβάσταχτη τυραννία του διαβόλου!

Ν’ ασφαλίσει τη ζωή μας μέσα στους άγιους και ιερούς Του νόμους και να μας συνάξει όλους στη Βασιλεία Του.

Και καταλήγει ικετευτικά: «Δος συγγνώμη σε όσους ελπίζουν σε Σένα… καθάρισέ μας με την ενέργεια του Αγίου Σου Πνεύματος».

Πρόκειται για προσευχή «αντρίκια»! Εξομολογητική, χωρίς προσπάθειες άσκοπης δικαιολογίας ή αποποιήσεως ευθυνών. «Ημάρτομεν!» «Αμαρτίας νεότητος ημών και αγνοίας μη μνησθής!» «Εκ των κρύφιων ημών καθάρισον ημάς!» «Δος συγγνώμην τοις ελπίζουσιν επί Σε!» 

Δεν είναι λόγια αυτά! Είναι βέλη που σαϊτεύουν την πατρική καρδιά του Ανεξίκακου και Πολυέλεου και Φιλάνθρωπου Θεού!…

«Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεηθώμεν».
Η δεύτερη Ευχή απευθύνεται στο Κύριο ημών Ιησού Χριστό, το «απαύγασμα του Πατρός» (που πηγάζει από τον πατέρα), τον «της ουσίας και της φύσεως Αυτού απαράλλακτον και αμετακίνητον χαρακτήρα», την «πηγή της σωτηρίας και της χάριτος».

Και Του ζητά να μας ανοίξει Αυτός, ο «διδούς ευχήν τω εύχομένω» (αυτός που δίνει προσευχή στον προσευχόμενο), τα αμαρτωλά μας χείλη και να μας διδάξει «πώς δει και υπέρ ων χρή προσεύχεσθαι» – ρεαλιστική παραδοχή πως χωρίς Αυτόν, ούτε να Τον ζητήσουμε μπορούμε, ούτε να Του ζητήσουμε τα συμφέροντα ξέρουμε.

Κι αφού Του δηλώσει με ταπείνωση πως περιμένουμε η ευσπλαχνία Του να νικήσει το άμετρο πλήθος των αμαρτιών μας. Του λέει πως με φόβο θείο στεκόμαστε μπροστά Του, έχοντας ρίξει την απελπισία της ψυχής μας μέσα στου ελέους Του το πέλαγος, και Του ζητάει για λογαριασμό μας: «Κυβέρνησε μου την ζωήν… και γνώρισέ μου το δρόμο που θα  πορευτώ».

«Το Πνεύμα της Σοφίας Σου, χάρισε στη σκέψη μου. Πνεύμα συνέσεως δώρισε στην «αφροσύνη» μου. Τα έργα μου ας τα κατευθύνει πνεύμα θεοφοβίας. Πνεύμα ευθές και ηγεμονικό μη μου στερήσεις, για ν’ αξιωθώ, με του Αγίου Πνεύματος την καθοδήγηση, να εργάζομαι τις εντολές Σου και πάντοτε να νιώθω την παρουσία Σου». Και κορυφώνει: «Την Σην ικετεύω αγα­θότητα.

Όσα ηυξάμην απόδος μοι εις σωτηρίαν»(την καλοσύνη Σου ικετεύω: Όσα σχετικά με τη σωτηρία μου Σου ζήτησα προσευχόμενος, χάρισέ μου), για να Του υπογραμμίσει πιο κάτω πως Αυτός είναι η μοναδική μας ελπίδα, παρά τις αμαρτίες μας: «Σε Σένα μόνο αμαρτάνουμε, αλλά και Σένα μόνο λατρεύουμε.

Δεν ξέρουμε να προσκυνούμε άλλο  Θεό, ούτε να υψώνουμε ικετευτικά τα χέρια μας σε κάποιο άλλο Θεό».
Κι αυτός ο τονισμός ότι Αυτός είναι ο μοναδικός μας Θεός, το μοναδικό μας, δηλαδή, και έσχατο καταφύγιο, θέλει  αν μπορούμε να το πούμε έτσι (χωρίς, πάντως, άσεβη διάθεση)

Να κινήσει το φιλότιμο του Θεανθρώπου να μας δώσει χέρι βοηθείας, να μας χαρίσει την άφεση και τα προς σωτηρία αιτήματα, δεχόμενος τη γονυκλισία και την προσευχή μας, «ως θυμίαμα δεκτό, αναλαμβανόμενο ενώπιον της υπεράγαθης Βασιλείας Του».

Είναι και τούτη η ευχή μια προσευχή τολμηρή. «Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και Σοι μόνω λατρεύομεν». Δεν ξέρουμε να προσκυνούμε ξένο θεό, ούτε να υψώνουμε χέρια ικετευτικά σ’ άλλο θεό έξω από Σένα! Ομολογία πτώσεως, φθοράς, εξαχρειώσεως, έσχατου κινδύνου!

Αλλά ταυτόχρονα και ομολογία πίστεως, θεοφοβίας, ζωντανής ελπίδας σ’ Αυτόν που είναι «η ελπίς πάντων των περά­των της γης» (Ψαλμ. 64: 6), και αγάπης λατρευτικής γι’ Αυτόν που «πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α’ Ίωάν. 4: 19). Προσευχή δίχως φαρισαϊσμούς και υποκρισίες. Σωστό ξέσπασμα αληθινά ορθόδοξης καρδιάς!…

«Έτι και έτι κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεηθώμεν».
Ακολουθεί η τρίτη Ευχή, που απευθύνεται κι αύτη στο δεύτερο Πρόσωπο της Υπερουσίου Τριάδος, που είναι «η πηγή που πάντοτε και ασταμάτητα αναβλύζει ζωή και φως, η δημιουργική Δύναμη που είναι αιώνια όπως ο Πατέρας,

Εσύ που εκπλήρωσες κατά τον καλύτερο τρόπο, πανέμορφα, ό,τι χρειαζόταν για τη σωτηρία των ανθρώπων», Ιησούς Χριστός, που έλυσε τους άλυτους δεσμούς του θανάτου και έσπασε του άδη τα κλειδιά.

Και καταπάτησε τα πλήθη των πονηρών πνευμάτων, και πρόσφερε τον Εαυτό Του για χατίρι μας «άμωμον ιερείον» (αψεγάδιαστη θυσία) και θυσία άχραντη, και με θεόσοφο δόλωμα αγκίστρωσε τον «αρχέκακο και βύθιο δράκοντα» και τον δέσμευσε για πάντα, και τον κατέστησε αδύναμο κι ανίσχυρο, να περιμένει το «πυρ το άσβεστο» (Μάρκ. 9: 45) και το «σκότος το εξώτερο» (Ματθ. 25: 30).

Απευθύνεται στον Υιό που είναι «η μεγαλώνυμος Σοφία του Πατρός», «αΐδιον φως εξ αϊδίου φωτός. Ήλιος δικαιοσύνης» και Τον καθικετεύει:. Συ που μας αξίωσες να φτάσουμε σ’ αυτή τη μεγάλη ήμερα της Πεντηκοστής, δέξου ακόμα μια ικεσία μας. Όχι για μας τους ίδιους τούτη τη φορά, μα γι’ αυτούς που έφυγαν πριν από μας.

Για τους κεκοιμημένους συγγενείς μας κατά σάρκα και όλους τους «οικείους της πίστεως». Συ που και κατ’ αυτή τήν «παντέλεια» και «σωτηριώδη» εορτή μας αξίωσες να δέχεσαι «ιλασμούς ικεσίους» γι’ αυτούς που βρίσκονται στον Αδη, δίνοντας μας μεγάλες ελπίδες, άκουσε τη φωνή μας που αξιοσυμπάθητα Σου απευθύνουμε:  

«Ανάπαυσον τας ψυχάς των δούλων Σου των προκεκοιμημένων», εκεί που υπάρχει, το φως κ’ η δροσιά κ’ η αναψυχή, εκεί που δεν υπάρχει πόνος, λύπη ή στεναγμός. Ανάπαυσε τα πνεύματά τους με τους δικαίους, γιατί αυτοί που βρίσκονται στον Άδη δεν μπορούν να Σου ζητήσουν συγγνώμη, αλλά μονάχα εμείς που ζούμε Σε ευλογούμε και Σε ικετεύουμε και τις εξιλαστήριες ευχές και ιερουργίες Σου προσφέρουμε για τις ψυχές τους!

Κι επισυνάπτεται σ’ αυτή και δεύτερη Ευχή υπέρ των τεθνεώτων, των νεκρών, απευθυνόμενη σ’ Αυτόν που είναι «της αναστάσεως ημών Αρχηγός και των βεβιωμένων(όσων πράξαμε) αδέκαστος και φιλάνθρωπος Κριτής και της μισθαποδοσίας Δεσπότης και Κύριος», ικετεύοντας Τον:

«Ανάπαυσον πάντας, τους πατέρας εκάστου και μητέρας και αδελφούς και αδελφάς και τέκνα, και ει τι άλλον ομογενές και ομόφυλον, και πάσας τας προαναπαυσαμένας ψυχάς επ’ ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου, και κατάταξον τα πνεύματα αυτών και τα ονόματα εν βίβλω ζωής», στην αγκαλιά του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, στη Χώρα των Ζώντων, στη Βασιλεία των ουρανών, στον Παράδεισο.

Και ανάστησε και τα σώματα όλων μας κατά την αγία ήμερα της επαγγελίας Σου. Γιατί είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει θάνατος για τους δούλους του Θεού, μα φεύγουν απ’ το σώμα κι έρχονται σε Σένα, τον Κύριο.

Φεύγουν από τα λυπηρά κι έρχονται «στα καλύτερα και τα πιο ευχάριστα», σε Σένα, που είσαι η ανάπαυση και η χαρά! Ζητά γι’ άλλη μια φορά συγχώρηση αμαρτημάτων για όλους, ζώντες και κεκοιμημένους, από τον μόνο Αναμάρτητο:

«Δος μας συγγνώμη, άφεση και συγχώρηση για τα παραπτώματά μας, τα θεληματικά και τα αθέλητα, αυτά που κάναμε ξέροντας πως είναι κρίματα, και αυτά που κάναμε έχοντας άγνοια, τα φανερά, τα κρυφά, όσα διαπράξαμε με έργα, με το λογισμό μας και με λόγια, κάθε συναναστροφή και σε κάθε κίνησή μας… » και καταλήγει:

«Και στους μεν αποβιώσαντες δώρισε  ελευθερία και άνεση δώρισε, και εμάς που είμαστε εδώ ευλόγησε, χαρίζοντας μας  το τέλος της ζωής μας  καλό και ειρηνικό».Λέει κάποιος Άγιος πως τίποτε δεν συγκινεί τόσο το Θεό, όσο η προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων. Επειδή «εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια», οι προαπελθόντες δεν έχουν πια τη δυνατότητα να βοηθήσουν τον εαυτό τους.

Έτσι, μοναδική φωνή γι’ αυτούς είναι η φωνή μας! Μοναδική ικεσία τους η δική μας ικεσία! Μοναδική προσευχή τους η προσευχή μας! Για το λόγο αυτό, αυτή η τρίτη Ευχή της Γονυκλισίας έχει ξεχωριστή βαρύτητα και σημασία! Είναι προσευχή αγάπης και ελεημοσύνης και φιλαδελφίας και ευγνωμοσύνης, για πρόσωπα που βρίσκονται πια στα χέρια του Θεού!
 
 «Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα…»
Τί να προσθέσει κανείς στην τριπλή αυτή γονυκλινή ευχή της Εκκλησίας; Τί επί πλέον να ζητήσει από το Θεό; Μονάχα έναν ύμνο εκκλησιαστικό που είναι ιερή υπόσχεση με την  ευκαιρία της Πεντηκοστής, ύμνο του Εσπερινού της παραμονής, διαλέγω σαν επίλογο καί επιστέγασμα των ταπεινών τούτων γραμμών:

«Εν ταις αυλαίς Σου υμνήσω Σε τον Σωτήρα του κόσμου, και κλίνας γόνυ προσκυνήσω Σου την αήττητον δύναμιν, έν εσπέρα και πρωί και μεσημβρία, και εν παντί καιρώ ευλογήσω Σε, Κύριε»!

Που θέλει να πει: «Στις εκκλησίες Σου μέσα θα Σε υμνήσω, τον Σωτήρα του κόσμου, και θα γονατίσω να προσκυνήσω την αήττητη δύναμή Σου, και βράδυ, και πρωί, και μεσημέρι, και κάθε ώρα και στιγμή θα Σε ευλογήσω, Κύριε».

ΚΑΛΗ ΦΩΤΙΣΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ!
 





Δεν υπάρχουν σχόλια: