07 Φεβρουαρίου, 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ

 
 
(Ματθ. κε, 14-30)
Επεν Κριος τν παραβολν τατην· νθρωπς τις ποδημν ­­­­κλεσε τος δους δολους κα παρδωκεν ατος τ πρχοντα α­­­­το, κα μν δωκε πντε τλαντα, δ δο, δ ν, κστ κα­­­τ τν δαν δναμιν, κα πεδμησεν εθως.
 
Πορευθες δ τ πντε τ­­­λαντα λαβν εργσατο ν ατος κα ποησεν λλα πντε τλαντα. σατως κα τ δο κρδησε κα ατς λλα δο. Ο δ τ ν λαβν πελθν ρυξεν ν τ γ κα πκρυψε τ ργριον το κυρου ατο. μετ δ χρνον πολν ρχεται κριος τν δο­λων κενων κα συναρει μετ᾿ ατν λγον. κα προσελθν τ πντε τλαντα λαβν προσνεγκεν λλα πντε τλαντα λγων· κριε, πντε τλαντ μοι παρδωκας· δε λλα πντε τλαντα κρδησα π᾿ ατος.  

Έφη ατ κριος ατο· ε, δολε γαθ κα πιστ! π λγα ς πιστς, π πολλν σε καταστσω· εσελθε ες τν χαρν το κυρου σου. προσελθν δ κα τ δο τλαντα λαβν επε· κριε, δο τλαντ μοι παρδωκας· δε λλα δο τλαντα κρδησα π᾿ ατος.φη ατ κριος ατο· ε, δολε γαθ κα πιστ! π λγα ς πιστς, π πολλν σε καταστσω· εσελθε ες τν χαρν το κυρου σου. προσελθν δ κα τ ν τλαντον εληφς επε· κριε, γνων σε τι σκληρς ε νθρωπος, θερζων που οκ σπειρας κα συνγων θεν ο διεσκρπισας· κα φοβηθες πελθν κρυψα τ τλαντν σου ν τ γ· δε χεις τ σν.

Αποκριθες δ κριος ατο επεν ατ· πονηρ δολε κα κνηρ! δεις τι θερζω που οκ σπειρα κα συνγω θεν ο διεσκρπισα! δει ον σε βαλεν τ ργριν μου τος τραπεζταις, κα λθν γ κομισμην ν τ μν σν τκ. ρατε ον π᾿ ατο τ τλαντον κα δτε τ χοντι τ δκα ­τλαντα.

Τ γρ χοντι παντ δοθσεται κα περισσευθσεται, π δ το μ χον­τος κα χει ρθσεται π᾿ ατο· κα τν χρεον δολον κβλετε ες τ σκτος τ ξτερον· κε σται κλαυθμς κα βρυγμς τν δντων. τατα λέγων φώνει· χων τα κούειν κουέτω.

 Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ

Μετρ καί καλή διάθεση: Τό σημερινό Εαγγέλιο μς λέγει τί τεράστια σημασία χει γιά τόν νθρωπο ποια καλή του διάθεση καί προσπάθεια του - μικρή - στω καί γιά τήν τήρηση το θελήματος το Θεο. ς ξεκινήσομε μέ να παράδειγμα, στό ποο εναι καλό νά νατρέχουμε συνεχς. ταν νας νθρωπος, πού μιά ζωή μάρτανε. 

Σέ τί βαθμό μάρτανε, δέν μπορομε νά τό περιγράψουμε. Πάντως μάρτανε μέ μεγάλη θεοφοβία. Γιατί ταν ληστής. κλεβε, σκότωνε -καί φυσικά εναι ατονόητο- κανε καί λες τίς λλες μαρτίες, πού ο νθρωποι μέ μιά λάχιστη πνευματικότητα τίς θεωρον «πολύ μικρότερες».

Ατός τραγικός νθρωπος, ληστής πού σταυρώθηκε δίπλα στόν Κύριο ταν, γιά μιά στιγμή πέκτησε να λάχιστο φωτισμό, μία λάχιση καλή διάθεση. Καί ν πρόκειτο νά ξεψυχήσει πάνω στό σταυρό, που δίκαια εχε τιμωρηθ, επε τό: «μνήσθητί μου Κύριε ν τ βασιλεί Σου».

μετάνοιά του ταν ναιμική. Γιατί;

Γιατί ταν μόνο μιά καλή σωτερική διάθεση.

Καί γιατί λλο ταν ναιμική;

ς θυμηθομε τήν γία Μαρία τήν Αγυπτία, πού γιά πολλά χρόνια ζησε βουτηγμένη στήν μαρτία καί τελικά μετανόησε. ᾿Αλλά τή μετάνοιά της δέν τήν δειξε μόνο μέ τήν καλή διάθεση μις στιγμς – σάν τόν ληστή λλά τήν δειχνε γιά πολλά χρόνια καί μάλιστα μέ να τρομερό δυναμισμό. Φεύγοντας πό τόν  μαρτωλό κόσμο καί πηγαίνοντας στήν ρημο, που τήν σπρωχνε προθυμία καί διάθεσή της γιά οσιαστική μετάνοια, εχε πάρει μόνο να καρβέλι ψωμί.

Καί πειδή κατάλαβε τι ξ ατίας το τι εχε ποδουλωθε στήν φιληδονία τά προηγούμενα χρόνια, δέν πρέπει πιά νά εναι ποχωρητική στίς ξιώσεις τν πιθυμιν καί τς σαρκός, πό ατό τό καρβέλι δέν κοψε οτε μία μπουκιά νά βάλει στό στόμα της, γιά νά μήν εχαριστήσει τόν αυτό της. Ποιός μπορε νά κρατήσει μέ τέτοια ποφασιστικότητα τή μετάνοια; Μέ τέτοια σταθερότητα τήν πόφασή του νά μήν ξαναϋποχωρήσει πιά στίς πιθυμίες τς σάρκας;

Γι’ ατό λέμε τι μετάνοιά της καί καλή διάθεσή της δέν κράτησαν μιά στιγμή, οτε ταν ναιμικές. Καί δικαίως λεήθηκε καί συγχωρέθηκε. ληστής πάνω στό σταυρό τί κανε γιά νά δείξει τι μετάνοιά του ταν ληθινή; ᾿Απολύτως τίποτε.

 Δέν μποροσε· οτε εχε καιρό.
Τί κανε μόνο; Το ρθε νας καλός λογισμός μετανοίας καί τόν επε μέ τό στόμα του. Μιά στιγμή πρίν καί ο δύο ληστές βριζαν τό Χριστό. Γι᾿ ατή τή μετάνοια τήν τόσο ναιμική, Χριστός το πάντησε: «᾿Αμήν, λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ μο ση ν τ παραδείσ». Βέβαια ληστής μέ τό «μνήσθητί μου» δειξε καλή διάθεση, μετάνοια καί ναγνώρισε τι τό θέλημα το Θεο εναι σωτήριο. Καί συγχώρηση πού το δωσε Χριστός τί εναι; λοκληρωτική!

Χριστός ταν συγχωρε δέν συγχωρε μέ κρατούμενα. Συγχωρε λοκληρωτικά. Συνεπς τόν καθάρισε πό τίς μαρτίες· καί τί το μεινε; Η ρετή. Τί θά λέγαμε γιά τόν ληστή ν τόν ψιλοκοσκινίζαμε μέ τά δικά μας κριτήρια; Ατός, δέν ξίζει νά το δώσεις καμιά σημασία. Καί θά κρίναμε τήν κδήλωση τς λίγης καλς διαθέσεώς του, γιά μιά στιγμή, σάν ξευτελισμό τν ρετν καί τς ποθέσεως το χριστιανισμο.

λλά νοοτροπία το φιλανθρωποτάτου Χριστο, εναι διαφορετική. Γιατί δέν θέλει ποτέ τόν θάναντο το μαρτωλο, λλά θέλει πωσδήποτε νά κάνει νθρωπος κάποια ρετή, γιά νά τόν λεήσει καί νά σωθε. Γι' ατό Κύριος ξιώνει τό ληστή τς πουρανίου βασιλείας του.

Λέγει γιος Συμεών νέος θεολόγος, τι καί ατή καλή διάθεση καί μετάνοια, πειδή εναι στροφή πρός τόν Θεό συνειδητή, θελημένη καί δείχνει τήν νίκη κατά τς μαρτίας καί τό θρίαμβο το καλο μέσα στήν ψυχή το νθρώπου χει μεγάλη σημασία. Εναι μεγάλη ρετή.
  
Αν ατά τά μικρά χουν τόση ξία, ο μεγαλύτερες ρετές πόση ξία πρέπει νά χουν; «Μακάριοι καί καλότυχοι» λέγει γιος Συμεών, «κενοι πού ζον καί γωνίζονται γιά τό θέλημα το Θεο, γιά νά ποκτήσουν πνευματικές ρετές, γιά νά εαρεστήσουν νώπιον το Θεο».

Τί θά λεγαν ο οκονομολόγοι; Ο Κύριος θέλοντας νά μς διδάξει τή μεγάλη σημασία το πνευματικο γώνα πάνω στή γ, μς επε τήν παραβολή τν ταλάντων, τήν ποία κούσαμε σήμερα. νας νθρωπος, λέει, καί ννοε τόν αυτό του, νεχώρησε γιά χώρα μακρινή. Καί μπιστεύτηκε τήν περιουσία του στούς δούλους του. Στόν να δωσε πέντε τάλαντα, στόν λλο δύο καί στόν λλο να. 

«Δουλέψετε» τούς επε «μπορευθετε, κάνετε ποια πιχείρηση θέλετε καί ταν θά γυρίσω πάλι λογαριαζόμαστε».    μέρα πού νεχώρησε Κύριος πό τήν γ εναι νάληψή του, πού νέβηκε στούς ορανούς. Τά τάλαντα πού μπιστεύθηκε στόν κάθε νθρωπο εναι πολλν εδν. Εναι λες ο δωρεές το Θεο τίς ποες μπορε νά φαντασθε κανείς:

•ο σωματικές· γεία, ερωστία, ξυπνάδα...
•ο πνευματικές· ρεμία, πραότητα, καλωσύνη, καλή διάθεση, 
τά διάφορα πνευματικά χαρίσματα πού χουν ρισμένοι νθρωποι...
•καί ο πουράνιες: Τό γιο Εαγγέλιο, πού τό χομε στά χέρια μας νά τό διαβάζομε.

Εναι δωρεά το Θεο τεράστια. γγελος φύλακας, πού δέ μς φήνει οτε μία στιγμή χωρίς νά μς προστατεύει καί νά μς πενθυμίζει σάν φωνή συνειδήσεως τί πρέπει νά κάνομε καί τί πρέπει νά ποφεύγομε. Τά μυστήρια τς ᾿Εκκλησίας, ξομολόγηση, θεία Κοινωνία καί λα σα τελονται στήν ᾿Εκκλησία. Πέρασε πολύς χρόνος καί Κύριος ξαναγύρισε καί ζήτησε λογαριασμό.

Πότε θά ξαναγυρίσει Κύριος;
Τήν μέρα τς Δευτέρας Παρουσίας.
Καί τί θά γίνει τότε;

Λέγει τό γιο Εαγγέλιο: Παρουσιάστηκε πρτος δολος καί επε: «Κύριε, πέντε τάλαντα μο δωσες· δούλεψα τά κανα δέκα». Τά διπλασίασε. Μόνο τά διπλασίασε. πάντησε Χριστός: «Ε δολε γαθέ καί πιστέ, πί λίγα ς πιστός, πί πολλν σέ καταστήσω, εσελθε ες τήν χαρά το Κυρίου σου».

Τί σημαίνουν τά λόγια το Χριστο; Σο δωσα πέντε τάλαντα, τά κανες δέκα. Τά πέντε πού σο δωσα τά διαχειρίστηκες μέ καλό τρόπο. Ησουν  ξιος νά σο δείξω τέτοια μπιστοσύνη! ᾿Από πιά πλευρά ξιος; ᾿Από τήν καλή διάθεση. ᾿Από τήν προθυμία νά πηρετήσει τό θέλημα το Κυρίου του. Βλέπετε Κύριος δέ το εχε πε: «δούλεψε καί σα κερδίσεις λα δικά σου, στήν τσέπη σου». πλά, επε σέ λους: «δουλέψτε, πάρτε τα νά ζήσετε, νά μπορευθετε. ταν λθω θά λογαριαστομε».

Δηλαδή, τό τί θά κάνει καί πς θά τούς μείψει, τό εχε κρατήσει γιά τόν αυτό του, δέν τούς εχε πε τίποτα. Καί συνεπς, νθρωπος πού ργάζεται χωρίς νά ξέρει σέ ποιό βαθμό θά μειφθε γιά τήν ργασία του πς ργάζεται;

ργάζεται πό καλή καί ελικρινή του διάθεση.
Μς λέγει λοιπόν Χριστός, τι κενοι πού ργάζονται μέ καλή καί ελικρινή διάθεση γιά μένα· καί πειδή τούς μπιστεύτηκα δείχνουν προθυμία, μέ μπιστεύονται καί ργάζονται, θά κούσουν: «Ε δολε γαθέ καί πιστέ, πί λίγα ς πιστός πί πολλν σέ καταστήσω». Η μοιβή πού θά σο δώσω εναι γιά πολλά, πολύ περισσότερα πό ατά πού σο εχα μπιστευθε. «Εσελθε ες τήν χαρά το Κυρίου σου». π᾿ δ καί πέρα εσαι κλεκτός μου. χαρά μου θά εναι καί δική σου.

Παρουσιάζεται δεύτερος δολος καί το λέγει:
-μένα μο δωσες δύο τάλαντα· τά κανα τέσσερα. ρώτηση: Τί διαφέρει δεύτερος δολος πό τόν πρτο;  πολύτως τίποτα. Γιατί πρτος πρε πέντε τάλαντα καί μέ τόν κόπο καί μέ τήν προθυμία του τά κανε δέκα, τά διπλασίασε. Ο δεύτερος πρε δύο, δούλεψε καί ατός μέ καλή διάθεση, μέ προθυμία, μέ ελικρίνεια καί τά κανε τέσσερα. Τί κανε καί ατός; Τά διπλασίασε.

Τί κόπο καί τί φροντίδα θέλει γιά νά διπλασιάσεις τά λίγα καί τά πολλά; Τόν διο. Τήν δια καλή διάθεση.

Γι᾿ ατό κουσε τά δια παινετικά λόγια: «Ε δολε γαθέ καί πιστέ πί λίγα ς πιστός πί πολλν σέ καταστήσω, εσελθε ες τήν χαρά το Κυρίου σου».

Ατό μς δείχνει, τι ταν νθρωπος ργαστε μέ καλή διάθεση, μέ ελικρίνεια, μέ ζλο καί τό «να» τό κάνει «δύο» χει μία τεράστια μοιβή. Πόση εναι ατή τεράστια μοιβή;

Χριστός, πολλές φορές, λεγε λίγα τή μιά μέρα, λίγα τήν λλη καί λλα λίγα τήν τρίτη. μία του παραβολή καί μία του διδασκαλία συμπλήρωνε καί θά συμπληρώνει μέχρι τή συντέλεια τν αώνων τήν λλη.  Γιατί τό κανε τσι; ᾿Εκενος ξέρει. μες χομε ποχρέωση νά διαβάζομε τό γιο Εαγγέλιο μέ πολλή προσοχή καί νά τό κατανοομε σο πιό βαθειά μπορομε.

Τί λέγει λοιπόν λλο Κύριος;
Λέγει τι ο δολοι ργάστηκαν καί νας τά πέντε τάλαντα τά κανε δέκα. Καί Κύριος το επε: «γίνου πάνω δέκα πόλεων». Σο δίνω μοιβή νά εσαι κυρίαρχος δέκα πόλεων. Πο; Στήν βασιλεία το Θεο· χι στή γ Στόν λλο πού κανε τά δύο τάλαντα τέσσερα το επε: «καί σύ γίνου πάνω τεσσάρων πόλεων».

κόμα σκέπτεσαι τίς ψευτοχαρές;
ς ναλύσομε ατά τά λόγια.κείνη τήν ποχή να τάλαντο σοδυναμοσε μέ τήν ξία νός σπιτιο. Μία πόλη πόσα σπίτια χει; Μερικές κατοντάδες χιλιάδες σπίτια... Καί φυσικά ξίζει χιλιάδες τάλαντα. Συμπέρασμα: δολος πού κανε τά δύο τάλαντα τέσσερα, πρε μοιβή τέσσερεις πόλεις. Δηλαδή χιλιάδες τάλαντα.

Πρόκειται γιά μοιβή, πού μέ κανένα τρόπο δέν μπορε νά τήν ξιχνιάσει νος νθρώπου. Γι᾿ ατό καί γιος πόστολος Παλος περιγράφοντας τήν Βασιλεία τν ορανν λέγει: «φθαλμός οκ εδε καί ος οκ κουσε καί πί καρδίαν νθρώπου οκ νέβη, τοίμασεν Θεός τος γαπσιν ατόν».

Οτε μάτι νθρώπου τά εδε ποτέ, οτε νος του τά κατάλαβε, οτε καρδιά του πιθύμησε τόσο ραα, μεγάλα καί ψηλά πράγματα. ς πομε να στεο. Ενας νθρωπος τί νά τά κάνει τά χιλιάδες σπίτια. Δέν το χρειάζονται. Ενα το φτάνει. Γιατί τότε λέει Χριστός τι θά πάρει δέκα πόλεις, τέσσερεις πόλεις, τόσα σπίτια; Γιά νά δείξει τι μοιβή τήν ποία θά πάρει ποιοτικά καί ποσοτικά θά εναι σύγκριτα μεγαλύτερη πό τίς ψευτοχαρές τς γς.

κενο πού μς εφραίνει δ στή γ, εναι νά χομε να καλό σπιτάκι, γιά νά περνμε τή μισή μας μέρα, λίγο καλό φαγητό, πού τέρπει τό λαρύγγι, τή δυνατότητα νά κάνουμε καμιά κδρομή τέλος πάντων - μα εμαστε καί λιγάκι μαρτωλοί - νά χομε καί καμμιά λλου εδους μαρτωλή διασκέδαση. Γιά φαντασθετε λοιπόν τί πρέπει νά εναι ν συγκρίσει μέ ατά τά πίγεια, κενα πού πόσχεται Χριστός.  

λόγος το ποστόλου Παύλου εναι πολύ νδεικτικός καί πρέπει νά τόν προσέχομε: « φθαλμός οκ εδε, ος οκ κουσε καί πί καρδίαν νθρώπου οκ νέβη». Δέν κατόρθωσε καρδιά νθρώπου νά πιθυμήσει « τοίμασεν Θεός τος γαπσιν ατόν». ταν λέει «τος γαπσιν ατόν» ννοε γιά λους τούς νθρώπους πού τόν γαπνε.

Γιά λους· λλά ς προσέξωμε κάτι.
Ο νθρωποι πού γαπον τό Χριστό δέν εναι λοι σα. Αλλις τόν γαπάει νας, λλις λλος. Αλλη προθυμία δείχνει νας, λλη λλος. λλη καλή διάθεση το ληστή, λλη τς γία Μαρίας τς Αγυπτίας. λλά βρέθηκαν νθρωποι πού δειξαν πολύ καλύτερη διάθεση πό ατήν. Ποοι ταν;

κενοι, πού δέν φησαν τόν αυτό τους νά πέσει στήν μαρτία. Ατή, χρόνια λόκληρα μάρτανε θεόφοβα. Πειρασμούς εχαν καί ο γιοι. πως νας νθρωπος πού κάποτε ποχωροσε στήν μαρτία, παροτρύνεται πό τήν σωτερική του διάθεση καί πό τό σαταν νά παρασυρθε πάλι σέ μαρτίες μικρές μεγάλες, τσι καί νας πού ποτέ του δέν μάρτησε μπρακτα, παροτρύνεται πό τό σαταν καί πό πό τήν πιθυμία πού εναι μέσα του μφυτη, τουλάχιστον κάτι νά δοκιμάσει.  

τσι προσπαθε νά τόν πατήσει διάβολος. Γι’ ατό λέμε τι νθρωπος πού ποτέ δέν φήνει τόν αυτό του νά δοκιμάσει τό κακό χει μεγαλύτερη ξία νώπιον το Θεο. Καί συνεπς μοιβή του στόν Παράδεισο θά εναι μεγαλύτερη.

Πο μς τό λέει ατό Χριστός;
Θυμηθετε τήν παραβολή το Σπορέως. σπόρος πού πεσε στή γ τήν καλή καί τήν γαθή κανε καρπό. Αλλος μέχρι 30, λλος μέχρι 60, λλος 100. Δέν σημαίνει πώς καναν κριβς 30, 60, καί 100. πρξαν σπόροι πού πέδωσαν ποικιλία παραγωγς. λους τούς ριθμούς πό  1, 2, 3... μέχρι 99 καί 100.

Τί επαμε προηγουμένως; ᾿Εκενος πού μόνο διπλασίασε τά τάλαντα τί μοιβή πρε; νυπολόγιστη! Τότε κενος πού χι πλά διπλασίασε, λλά κενο τό «να» πού λαβε τό κανε 30, 60 100 φορές περισσότερο, τί μοιβή πρέπει νά πάρει;

π᾿ δ, καταλαβαίνει κανείς, πόση εναι δόξα τν μετανούντων στόν ορανό, λλά καί πόση εναι δόξα τν γίων, πού μέ λη τή ζωή τους δόξασαν τόν Κύριο. Δέν μιλμε γι’ ατούς πού δέν εχαν τήν εκαιρία νά μαρτήσουν σάν τά νήπια, λλά γι’ ατούς πού γωνίστηκαν σέ λη τους τή ζωή.  

ς προσπαθήσομε νά κάνομε τή ζωή μας ζωή γώνα καί καλς διαθέσεως γιά νά πικρατε πάντοτε μέσα μας τό θέλημα το Κυρίου μας ᾿Ιησο Χριστο. Καί ς θεωρομε τό τελευταο λεπτό πού πάρχει στή διάθεσή μας σάν τάλαντο πού μς τό μπιστεύεται Κύριος γιά νά τό ξιοποιήσομε.
 



Δεν υπάρχουν σχόλια: