31 Μαΐου, 2015

«Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ»

 

(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ): Ή έκκοσμίκευση. Πολιτικοί σχεδιασμοί καί εγκόσμιες σκοπιμότητες υπεισέρχονται στίς διεργασίες τού σύγχρονου Διαλόγου καί αποδυναμώνουν τήν κρυστάλλινη φωνή της ορθόδοξης θεολογίας. Στήν υπό διαμόρφωση Νέα Τάξη Πραγμάτων, οί ισχυροί της γης στηρίζουν καί συχνά επιβάλλουν όλους τούς διαχριστιανικούς καί διαθρησκειακούς διαλόγους. Στόχος τους είναι ή παγκοσμιοποίηση καί στό θρησκευτικό επίπεδο μέ τήν επικράτηση της Πανθρησκείας. 

Παράλληλα, τόσο ή Ρώμη όσο καί τό Οικουμενικό Πατριαρχείο φαίνεται νά προσεγγίζουν τόν Διάλογο μέ εκκοσμικευμένα κριτήρια. Τό Βατικανό γιά νά τονώσει τό κλονισμένο του κύρος στή Δύση καί νά ενισχύσει τόν διεθνή του ρόλο. Καί ή πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως γιά νά θωρακίσει, καθώς πιστεύει, τό Πατριαρχείο, τό όποίο πλήττεται από τήν εξοντωτική τουρκική πολιτική. 

Εκτός από τούς τρείς αυτούς παράγοντες, πού προδιαγράφουν τήν ατυχή κατάληξη τού Διαλόγου, δύο νέες παράμετροι κυριαρχούν στίς διμερείς επαφές καί καθιστούν όρατό τόν κίνδυνο νά υπογραφεί μιά ακόμη ψευδένωση μεταξύ Ορθοδοξίας καί Παπισμού. Πρόκειται:

α)γιά τό βατικάνειο ένωτικό σχέδιο καί

β)γιά τήν αλλοίωση τού ορθοδόξου φρονήματος. Συγκεκριμένα:

α)Τό βατικάνειο ενωτικό σχέδιο.

Γνωρίζοντας τό Βατικανό ότι οί ορθόδοξοι λαοί δέν πρόκειται νά θυσιάσουν στόν βωμό μιάς ψευδεπίγραφης ένώσεως τίς ίερές παραδόσεις τους, έθεσε σέ εφαρμογή, αμέσως μετά τή Β' Βατικανή Σύνοδο, ένα ένωτικό σχέδιο ουνιτικού τύπου. Σύμφωνα μ' αυτό, οί Ορθόδοξοι θά ενταχθούν στήν ήγεμονία της Ρώμης χωρίς νά εγκαταλείψουν τήν Εκκλησία τους ή τήν αποστολοπαράδοτη πίστη τους, παρά μόνο αναγνωρίζοντας έναν νέο τύπο παπικού πρωτείου. Τό νέο αυτό πρωτείο δέν θά διαφέρει ουσιαστικά από τό κλασικό παπικό πρωτείο εξουσίας, θά διατυπωθεί όμως, μέσω τού Διαλόγου, μέ τέτοιο τρόπο, πού θά γίνει αποδεκτό από τούς 'Ορθοδόξους (π.χ. ως πρωτείο διακονίας). 

Πρόκειται γιά μιά καλοσχεδιασμένη σύγχρονη μορφή Ουνίας. «Τό πρωτείο θά τό διατυπώσουμε μέ τέτοιο τρόπο, ώστε θά τό δεχθείτε», δήλωνε μέ νόημα στέλεχος τού Βατικανού σέ ορθόδοξους θεολόγους, πρίν από πολλά χρόνια[29]. Καί ό πρόεδρος τού Ποντιφικικού Συμβουλίου γιά τήν ένότητα τών Χριστιανών καρδινάλιος Κάσπερ σημείωνε τό 2001: «Είμαστε έτοιμοι νά αποδεχθούμε τήν Ορθόδοξη Εκκλησία όπως είναι. 

Ή πλήρης κοινωνία μέ τό δυτικό μέρος της 'Εκκλησίας δέν σημαίνει όποιαδήποτε αλλαγή γιά τόν απλό Ορθόδοξο, ούτε έχει τήν παραμικρή πρόθεση ό πάπας νά αναμειχθεί στά έσωτερικά της 'Ορθόδοξης 'Εκκλησίας»[30]. Τό Βατικανό, παράλληλα, γιά νά διαθέσει ευμενώς τούς 'Ορθοδόξους, δείχνει νά έγκαταλείπει τή σκληρή στάση τού παρελθόντος καί έπιδίδεται σέ μιά έπίθεση αγάπης καί φιλίας:

•Καλλιεργεί συστηματικά τίς καλές σχέσεις μέ ανταλλαγές έπισήμων έπισκέψεων, διοργανώσεις κοινών θεολογικών συνεδρίων, χορηγήσεις υποτροφιών, αποδόσεις ιερών λειψάνων, οικονομικές ένισχύσεις κ.ά.

•Τό 1965 προχωρεί, από κοινού μέ τό Οικουμενικό Πατριαρχείο, στήν άρση τών αναθεμάτων τού 1054***.

•Αναγνωρίζει τούς Ορθοδόξους ως «αδελφούς έν Κυρίω», τούς όποίους «ή Καθολική Εκκλησία περιβάλλει μετ' αδελφικού σεβασμού καί στοργης»[31].

•Στίς διμερείς έπαφές καθιερώνει γιά τίς Ορθόδοξες Εκκλησίες τήν ονομασία αδελφές 'Εκκλησίες****.

•Αναγνωρίζει τά Μυστήρια τών 'Ορθοδόξων καί παρακινεί τούς πιστούς του σέ συμπροσευχές καί μυστηριακή κοινωνία μέ αυτούς.

•Διακηρύσσει ότι δέν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μέ τήν Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι παπικές κακοδοξίες παρουσιάζονται ως θεολογούμενα ζητήματα ή ως διαφορετικές αλλά νόμιμες έκφράσεις της ίδιας πίστεως, πού έμπλουτίζουν τή χριστιανική παράδοση. Γι' αυτό καί στά κοινά θεολογικά κείμενα τού έπίσημου Διαλόγου οι παπικοί έκπρόσωποι αρνούνται έπίμονα νά αναφερθεί τό γεγονός τών δογματικών διαφορών[32].

Μέ όλη αυτή τή στρατηγική του, τό Βατικανό ελπίζει ότι θά κάμψει τίς ορθόδοξες αντιστάσεις καί θά δημιουργήσει τό κατάλληλο κλίμα, ώστε οί Ορθόδοξοι νά κοινωνούν χωρίς ενδοιασμούς σέ παπικούς ναούς καί οί Παπικοί σέ ορθόδοξους αντίστοιχα. Έτσι, σύμφωνα μέ τό βατικάνειο σχέδιο, ή ένωση θά επέλθει εκ τών πραγμάτων (de facto) μέ παράκαμψη τών θεολογικών διαφορών. 

Οί σύγχρονες εξελίξεις, όμως, αποκάλυψαν μέ τρόπο οδυνηρό ότι οί διακηρύξεις αγάπης καί τά μειδιάματα της Ρώμης δέν εκφράζουν τίς αγαθές προθέσεις της, αλλά αποτελούν διπλωματικό έλιγμό γιά τήν εξαπάτηση τών Ορθοδόξων. "Η φανατισμένη αναβίωση της Ουνίας στήν 'Ανατολική Ευρώπη καί ή απροκάλυπτη ανάμειξη τού Βατικανού στήν εξόντωση τών ορθοδόξων Σέρβων αφαίρεσαν τό ειρηνόφιλο προσωπείο της «"Αγίας Έδρας» καί φανέρωσαν τό πραγματικό της πρόσωπο: 

Τήν αθεράπευτη πονηρία της καί τήν έμμονη τάση της γιά εκκλησιαστική κυριαρχία καί κοινωνικοπολιτικό επεκτατισμό. "Η καταλλαγή, ή αμοιβαία εμπιστοσύνη καί ό αδελφικός σεβασμός  πολυδιαφημιζόμενοι καρποί τού Διαλόγου της 'Αγάπης αποδείχθηκαν, δυστυχώς, ένα μεγάλο ψέμα. "Ο Διάλογος όχι μόνο δέν άλλαξε τό Βατικανό, αλλά λειτουργεί υπέρ τών συμφερόντων του.

β) Η αλλοίωση του ορθοδόξου φρονήματος. 'Από τίς αρχές τού 20ού αι. στόν χώρο της Ορθοδοξίας παρατηρείται μιά σταδιακή απομάκρυνση από τή δογματική ακρίβεια τών αγίων Πατέρων καί τή μακραίωνη παραδοσιακή στάση έναντι τών αίρετικών. 

Κάποιοι ορθόδοξοι εκκλησιαστικοί ήγέτες καί θεολόγοι, σπουδαγμένοι συνήθως σέ έτερόδοξες Θεολογικές Σχολές καί επηρεασμένοι από τό συγκρητιστικό πνεύμα της Οικουμενικής Κινήσεως, παρακάμπτουν τίς παπικές κακοδοξίες καί αντιμετωπίζουν τόν Παπισμό ώς κανονική 'Εκκλησία, ή όποία τάχα συναποτελεί μέ τήν Ορθόδοξη τή Μία Εκκλησία, πού ίδρυσε ό Χριστός. Πρόκειται γιά μιά πρωτόγνωρη διάβρωση της ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας, πού εμφανίστηκε μέ τήν έναρξη τού σύγχρονου Διαλόγου καί εξαπλώθηκε στή συνέχεια μέ ταχύ ρυθμό. 'Αναφέρουμε ενδεικτικά:

•Ό οικουμενικός πατριάρχης 'Αθηναγόρας (t1972), ό όποίος έθεσε τίς βάσεις τού σύγχρονου Διαλόγου, υποστήριζε ότι «δέν θεωρείται αναγκαία ή έκ τών προτέρων δογματική ένότης τών έπί μέρους Εκκλησιών. Είναι δυνατόν νά ενωθούν αι 'Εκκλησίαι κρατούσαι ό,τι έχει έκάστη ως πίστιν καί δόγμα, καί ούτως ήνωμέναι νά αναθέσουν εις τήν θεολογίαν νά έπιλύση καί νά έναρμονίση έν καιρώ τάς δογματικάς αυτών διαφοράς»[33]. Υποβαθμίζοντας, λοιπόν, ό πατριάρχης τά δόγματα καί έχοντας μιά συναισθηματική αντίληψη «αγάπης», προχώρησε σέ αντικανονικές ένέργειες· 

Συμπροσευχόταν μέ τόν πάπα, μνημόνευε τό όνομά του στή Λειτουργία, μετέδιδε τή θεία Κοινωνία σέ Παπικούς. Τελικά ή ένωτική του πολιτική, έπειδή είχε προυποθέσεις καθαρά ανθρωποκεντρικές καί όχι θεολογικές ή σωτηριολογικές, δέν προώθησε τήν ένότητα, αλλά υπονόμευσε τήν αλήθεια της 'Εκκλησίας. Άλλωστε, ή πατερική μας παράδοση θεμελιώνει τήν ενότητα μόνο στήν κοινή πίστη: «Όταν όλοι έχουμε τήν ίδια πίστη, τότε υπάρχει ενότητα» (άγιος 'Ιωάννης ό Χρυσόστομος). 

Καί απαιτεί νά θυσιάζεται ή ανθρώπινη φιλία, όταν έξαιτίας της υπάρχει κίνδυνος νά χάσουμε τήν ορθή πίστη: «Είναι προτιμότερη ή διαμάχη πού γίνεται γιά κάτι έπαινετό (όπως είναι ή πίστη), παρά ή ειρήνη πού μάς χωρίζει από τόν Θεό» (άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος). Όσο γιά τή θεία Ευχαριστία, αυτή ποτέ δέν θεωρήθηκε μέσο γιά τήν έπίτευξη ένότητας, αλλά πάντοτε ακολουθεί τήν ένότητα της πίστεως ως έπιστέγασμά της. Η συνέχεια αύριο....

Δεν υπάρχουν σχόλια: