Πρώτο
θέμα ήταν χθες, σε πολλά δυτικά (κυρίως αμερικανικά και βρετανικά) ΜΜΕ, οι
εξελίξεις στο Χονγκ Κονγκ, όπου συνεχίζονται οι μαζικές διαδηλώσεις κατά του
ασφυκτικού ελέγχου τον οποίο επιχειρεί να επιβάλει η Κίνα στην περιοχή που
έγινε διοικητική επαρχία της το 1997, όταν της παραδόθηκε (βάσει παλαιότερης
συμφωνίας) από τους Βρετανούς.
Η
εξήγηση είναι προφανής: 25 χρόνια μετά τη σφαγή των αντικαθεστωτικών στην
Πλατεία Τιενανμέν, το 1989, η οποία εδραίωσε την κυριαρχία του Κομμουνιστικού
Κόμματος, αλλά ταυτόχρονα άνοιξε τον δρόμο για τη στροφή της Κίνας προς την
καπιταλιστική οικονομία, αυτή μοιάζει να είναι η σοβαρότερη πολιτική κρίση που
θα κληθεί να αντιμετωπίσει η ηγεσία του Πεκίνου. Από την έκβασή της, μάλιστα,
δεν αποκλείεται να κριθούν πολλά για την πορεία της ανερχόμενης υπερδύναμης στη
διάρκεια των επόμενων δεκαετιών.
«Ο
αγώνας του Χονγκ Κονγκ για αυτοκυβέρνηση είναι πολύ σημαντικός και ξεπερνά κατά
πολύ την περιοχή όπου ζουν 7,2 εκατ. άνθρωποι και επί δεκαετίες αποτελούσε
προμαχώνα της ελευθερίας», έγραφε στο χθεσινό κεντρικό της άρθρο η εφημερίδα Wall
Street Journal, για να καλέσει στη συνέχεια, χωρίς περιστροφές, την Ουάσιγκτον
να αναλάβει δράση: «Οι αγωνιστές της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ δικαιούνται τη
στήριξη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης των ΗΠΑ, η οποία δείχνει
να μην τους δίνει σημασία».
Βεβαίως,
σε αυτή την πλευρά και ακριβώς επειδή μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική για
πολλούς λόγους, ρίχνει μεγάλο βάρος και το Πεκίνο. Γι' αυτό και η απάντηση που
δόθηκε στην «έκκληση για αυτοσυγκράτηση» που απηύθυνε το γενικό προξενείο των
ΗΠΑ προς όλες τις πλευρές ήταν εξαιρετικά σκληρή και ξεκάθαρη: «Είμαστε
αποφασιστικά αντίθετοι στην προσπάθεια οποιασδήποτε ξένης χώρας να αναμειχθεί,
με οποιοδήποτε τρόπο, στα εσωτερικά θέματα της Κίνας. Θα σταθούμε, επίσης,
αποφασιστικά απέναντι σε κάθε χώρα η οποία θα προσπαθήσει, με οποιοδήποτε
τρόπο, να ενισχύσει παράνομες δραστηριότητες», δήλωσε χαρακτηριστικά η
εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών.
Η
τελευταία φράση αποτελεί μια σαφή αναφορά στο Κίνημα «Occupy Central»
(«Καταλάβετε το Κέντρο»), που τείνει να μετατραπεί σε «ομπρέλα» των
αντικαθεστωτικών διαδηλώσεων που γίνονται με αφορμή μια απόφαση που έλαβε, στα
τέλη Αυγούστου, η Λαϊκή Εθνοσυνέλευση της Κίνας. Σύμφωνα με αυτήν, αρχής
γενομένης από τις επόμενες εκλογές για την τοπική κυβέρνηση που έχουν
προγραμματιστεί για το 2017, δικαίωμα συμμετοχής θα έχουν μόνο όσοι υποψήφιοι
έχουν προηγουμένως περάσει από «έλεγχο νομιμοφροσύνης». Κι αυτό, όπως δικαίως
εκτιμούν οι διαμαρτυρόμενοι, σημαίνει ουσιαστικά ότι το Πεκίνο θα επιβάλει
ασφυκτικό πολιτικό έλεγχο στο Χονγκ Κονγκ.
Το
ερώτημα που τίθεται τώρα είναι η απάντηση που θα επιλέξει ο πρόεδρος της χώρας
Σι Τζινπίνγκ και η ηγετική ομάδα στην περίπτωση που οι καταλήψεις δρόμων
αντέξουν και κλιμακωθούν: Θα περιοριστούν στα δακρυγόνα και τη λογοκρισία στο
Διαδίκτυο, τηρώντας στάση αναμονής, με την ελπίδα ότι η αντιπολίτευση και οι
υποστηρικτές της θα κουραστούν και θα υποχωρήσουν; Ή, αντιθέτως, θα επιλέξουν
να κάνουν επίδειξη δύναμης, καταστέλλοντας από νωρίς το «θηρίο» που πάει να
γεννηθεί, διακινδυνεύοντας μια νέα Τιενανμέν;
Και
στις δύο περιπτώσεις, το ρίσκο είναι τεράστιο. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το
Πεκίνο γνωρίζει ότι δεν έχει την πολυτέλεια να ηττηθεί στο Χονγκ Κονγκ, καθώς
κάτι τέτοιο θα σήμαινε πολλά για την εικόνα της χώρας ως υπερδύναμης, για τους
γείτονές της και τους Αμερικανούς, για τις διεκδικήσεις της έναντι της Ταϊβάν
και για πολλά άλλα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου