03 Νοεμβρίου, 2013

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (3/11/2013)

 
 
Κατά Λουκάν (ιστ΄ 19–31)

Είπεν ο Κύριος. Άνθρωπος τις ήν πλούσιος, και ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον, ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς. Πτωχός δε τις ην ονόματι Λάζαρος, ός εβέβλητο προς τον πυλώνα αυτού ηλκωμένος, και επιθυμών χορτασθήναι απο των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης του πλουσίου, αλλά και οι κύνες ερχόμενοι απέλειχον τα έλκη αυτού. Εγένετο δε αποθανείν τον πτωχόν, και απενεχθήναι αυτόν υπό των αγγέλων εις τον κόλπον Αβραάμ. Απέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. Και εν τω άδη, επάρας τους οφθαλμούς αυτού, υπάρχων εν βασάνοις, ορά τον Αβραάμ από μακρόθεν και Λάζαρον εν τοις κόλποις αυτού.

Και αυτός φωνήσας είπε, πάτερ Αβραάμ, ελέησόν με, και πέμψον Λάζαρον ίνα βάψη το άκρον του δακτύλου αυτού ύδατος, και καταψύξη την γλώσσαν μου, ότι οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη. Είπε δε Αβραάμ. Τέκνον, μνήσθητι ότι απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά. Νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι. Και επί πάσι τούτοις, μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι ένθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν. Είπε δε. Ερωτώ ουν σε, πάτερ, ίνα πέμψης αυτόν εις τον οίκον του πατρός μου, έχω γάρ πέντε αδελφούς, όπως διαμαρτύρηται αυτοίς, ίνα μη και αυτοί έλθωσιν εις τον τόπον τούτον της βασάνου.

Λέγει αυτώ Αβραάμ. Έχουσι Μωϋσέα και τους προφήτας, ακουσάτωσαν αυτών. Ο δε είπεν. Ουχί, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν τις από νεκρών πορευθή προς αυτούς, μετανοήσουσιν. Είπε δε αυτώ. Ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις εκ νεκρών αναστή πεισθήσονται.


Μετάφραση Περικοπής

Είπε ο Κύριος: Ένας άνθρωπος που ήταν πλούσιος, ντυνόταν με ακριβά και πολυτελή ρούχα και κάθε μέρα ευφραινόταν (στο γεμάτο και λαμπρό τραπέζι του). Κάποιος φτωχός όμως, που τον έλεγαν Λάζαρο, ήταν πεσμένος κοντά στην πόρτα του σπιτιού του πλουσίου, γεμάτος πληγές, και προσπαθούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Έρχονταν και τα σκυλιά και του έγλειφαν τις πληγές. Κάποτε πέθανε ο φτωχός και οι άγγελοι τον έφεραν στους κόλπους του Αβραάμ.

Πέθανε κι ο πλούσιος και τον έθαψαν. Στον Άδη που ήταν ο πλούσιος και βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον Αβραάμ και κοντά του το Λάζαρο. Τότε φώναξε ο πλούσιος και είπε: «Πατέρα Αβραάμ, λυπήσου με και στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δαχτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω μέσα σ’ αυτή τη φωτιά». Ο Αβραάμ τότε του απάντησε:

«Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες όλα τα αγαθά στη ζωή σου στη γη, όπως κι ο Λάζαρος τη δυστυχία. Τώρα αυτός χαίρεται κι εσύ υποφέρεις. Κι εκτός απ’ όλα αυτά, υπάρχει ανάμεσά μας μεγάλο, αγεφύρωτο χάσμα, ώστε αυτοί που θέλουν να έλθουν από εδώ εκεί να μην μπορούν, ούτε από εκεί μπορούν να περάσουν εδώ». Είπε πάλι ο πλούσιος: «Τότε σε παρακαλώ, πατέρα, στείλε τον στο πατρικό μου σπίτι, να προειδοποιήσει τους πέντε αδερφούς μου, ώστε να μην έρθουν κι εκείνοι σ’ αυτόν εδώ τον τόπο των βασάνων».

Ο Αβραάμ του απάντησε: «Έχουν τις Γραφές του Μωυσή και των προφητών, ας υπακούσουν σ’ αυτά». «Όχι, πατέρα, Αβραάμ», είπε ο πλούσιος. «Δεν αρκεί αυτό, αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν». Του λέει τότε ο Αβραάμ: «Αν δεν υπακούνε στα λόγια του Μωυσή και των προφητών, ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν».
 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: