03 Αυγούστου, 2013

ΤΡΙΑΝΤΑ ΕΞΙ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ΄


Σαν σήμερα πριν τριάντα έξι χρόνια εκοιμήθη ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος ο Γ΄. Εμείς από το βήμα αυτό δεν θα κρίνουμε την πορεία του, για εκείνα τα μαύρα χρόνια ως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το αφιέρωμα αυτό σήμερα έχει σκοπό να θυμίσει τον άνθρωπο Μακάριο, στη συνέχεια θα διαβάσετε το πρώτο του Διάγγελμα που εξεφώνησε ως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας την 27ην Νοεμβρίου 1959.

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ο Γ΄ γεννήθηκε στο χωριό Θρονί Παναγιάς της επαρχίας Πάφου στην Κύπρο, στις 13 Αυγούστου 1913. Το κοσμικό του όνομα ήταν Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος. Εκοιμήθη στις 3 Αυγούστου 1977 στην Λευκωσία. Ο Μακάριος ήταν αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου από το 1950 μέχρι το θάνατο του και ο πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κύπρου από το 1960 μέχρι το θάνατό του, το 1977. Νεανικά χρόνια, σπουδές και πρώτα εκκλησιαστικά χρόνια 1913 - 1950. Το 1926 και σε ηλικία 13 ετών, εισήχθη στο Μοναστήρι του Κύκκου ως ιερομόναχος, όπου και έλαβε την πρώτη κατήχηση και εκπαίδευση. Φοίτησε επίσης στη Λευκωσία. Το 1942 αποφοίτησε με πτυχίο στην Θεολογία από την Αθήνα.

Στην συνέχεια διορίστηκε ιερέας από την εκκλησία της Κύπρου αλλά συνέχισε να έχει ενδιαφέρον για περισσότερες σπουδές στη θεολογία. Το 1948 του προσφέρθηκε υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και ξεκίνησε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, στη Μασσαχουσέτη των ΗΠΑ. Το 1948, κατά τη διάρκεια των σπουδών του, εξελέγη Επίσκοπος Κιτίου και επέστρεψε στην Κύπρο. Ο Μακάριος από την αρχή έδειξε τις χαρισματικές του ικανότητες στην ηγεσία της Εκκλησίας. Οι σχέσεις του όμως με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου που διοικούσαν την Κύπρο δεν ήταν καθόλου καλές. Όπως και άλλοι Έλληνοκύπριοι ηγέτες της εποχής στο τέλος της δεκαετίας του 1940 και αρχές του 1950, ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Ένωσης με την Ελλάδα.

Στις 9 Μαρτίου 1956, ο Μακάριος, μαζί με τους Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό, Παπα - Σταύρο Παπαγαθαγγέλου και Πολύκαρπο Ιωαννίδη, εξορίζονται από το αποικιακό καθεστώς στις Σεϋχέλλες, μέχρι τις 17 Απριλίου 1957, οπότε επιστρέφουν στην Αθήνα. Από τον Ιούλιο του 1957, ο Μακάριος με δηλώσεις του άρχισε να εγκαταλείπει τον ενωτικό αγώνα και να επιδιώκει την ανεξαρτησία της Κύπρου,η οποία ανακηρύχθηκε το 1960.  Από της ανάληψης των καθηκόντων του στη Προεδρία της Κύπρου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄, λόγω ακριβώς της προϊστορίας του αλλά και του ρόλου του, ειδικά στον κυπριακό αγώνα, αποτελούσε για τον ίδιο τον κυπριακό λαό (Έλληνες και Τούρκους) ανεγνωρισμένη προσωπικότητα του τότε Ελληνισμού.

Το κύρος και η ηθική του επιβολή του είχαν προσδώσει διεθνή ακτινοβολία ακόμα και στον αλλόθρησκο αραβικό κόσμο. Συμμετέχοντας δε στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, η διεθνής του αναγνώριση ήταν ακόμη περισσότερο δεδομένη ενώ ο οφειλόμενος σεβασμός στο σχήμα του αρχιεπισκόπου δεν αμφισβητούνταν. Παρά ταύτα, πολλές φορές ο Μακάριος είχε προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των ελληνικών κυβερνήσεων, ειδικά από το 1953 και ύστερα, και του βασιλιά Παύλου, ακολουθώντας άλλοτε αιφνιδιαστικές τακτικές, άλλοτε υπαναχωρήσεις της τελευταίας στιγμής επί συμφωνημένων.

Οι σχέσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου με την Αθήνα επί του Κυπριακού ζητήματος ξεκίνησαν ουσιαστικά το 1953 όταν εκείνο τον χρόνο επίσημα ανακινήθηκε το θέμα. Από το έτος αυτό πράγματι ο Εθνάρχης Μακάριος, όπως αποκαλούνταν επίσημα τότε, ζήτησε την αμέριστη συμπαράσταση της Ελλάδας στο αίτημα της αυτοδιάθεσης, που ουσιαστικά σήμαινε την κατόπιν δημοψηφίσματος Ένωση, όπως αυτή είχε προσδιοριστεί από τους μέχρι τότε αγώνες των Ελληνοκυπρίων αλλά και ως ιερή παρακαταθήκη του προκατόχου του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Β΄.

Ανταποκρινόμενη η Ελλάδα επ΄ αυτού, με τη σύμφωνη πάντα γνώμη του Μακαρίου, προσέφυγε στη συνέχεια πέντε φορές στον ΟΗΕ με μοναδικό αίτημα την αυτοδιάθεση της Κύπρου.

1. Πρώτη φορά στις 18 Αυγούστου του 1954, επί κυβέρνησης Α. Παπάγου

2. Δεύτερη φορά τον επόμενο χρόνο στις 22 Ιουλίου του 1955, επίσης επί κυβέρνησης Α. Παπάγου

3. Τρίτη φορά τον αμέσως επόμενο χρόνο στις 13 Μαρτίου του 1956, επί πρωθυπουργίας Κ. Καραμανλή όπου και ακολούθησε τον ίδιο έτος η επόμενη

4. Τέταρτη φορά στις 15 Ιουλίου,1956, επί κυβέρνησης Κ. Καραμανλή και τέλος

5. Πέμπτη φορά στις 15 Αυγούστου του 1959, επί πρωθυπουργίας επίσης Κ. Καραμανλή, ανήμερα της εορτής της Παναγίας.

Σημειώνεται ότι εκ των παραπάνω οι συζητήσεις που έγιναν το 1956 όπου ο Μακάριος ζήτησε την Ένωση, ο Χάρτινγκ την απέρριψε με συνέπεια αυτές να ναυαγήσουν. Τη δε συζήτηση που ακολούθησε επί του προτεινόμενου τότε «συντάγματος Ράντκλιφ», ο Μακάριος τη διέκοψε με συνέπεια και πάλι να ναυαγήσουν οι διαπραγματεύσεις. Στη στάση αυτή του Μακαρίου συμφώνησε όμως και η τότε ελληνική κυβέρνηση διότι πράγματι το προτεινόμενο εκείνο αποικιακό σύνταγμα τίποτε δεν προέβλεπε περί αυτοδιάθεσης που να οδηγούσε στην Ένωση.

Αλλά και στη συνέχεια το προτεινόμενο μετά διετία νέο «σύνταγμα Μακ - Μίλλαν» ούτε και αυτό οδηγούσε σε σαφή αυτοδιάθεση. Την εποχή εκείνη το κυρίαρχο σύνθημα του Μακαρίου ήταν η λέξη «Ένωσις» με την οποία συμπαρατασσόταν τόσο ο κυπριακός όσο και ο ελληνικός λαός με μεγάλες πορείες και διαδηλώσεις, τόσο στη Λευκωσία όσο και στην Αθήνα, καθώς και σε άλλες πόλεις. Σ΄ αυτή τη θέση, η ελληνική κυβέρνηση δεν έπαψε να του συμπαρίσταται παρότι ερχόταν σε σύγκρουση με σύμμαχες χώρες, την Αγγλία και την Τουρκία, δίνοντας διπλωματικές μάχες κάθε φορά στην έδρα του ΟΗΕ, με συνέπεια να υποχρεούται να προσαρμόζει την εξωτερική της πολιτική με επίκεντρο πάντα, ακριβώς την Ένωση της Κύπρου, χαράσσοντας κοινή γραμμή με τον Μακάριο.

Και ενώ είχε διαμορφωθεί αυτό το κλίμα, αίφνιδιαστικά ο Μακάριος παραιτήθηκε από την Ένωση. Συγκεκριμένα στις 22 Σεπτεμβρίου του 1958 έδωσε συνέντευξη στην Αγγλίδα βουλευτή του Εργατικού Κόμματος, Μπάρμπαρα Κάσλ, προβαίνοντας στην ακόλουθη δήλωση:«Εισηγούμαι όπως μετά από μίαν καθωρισμένην περίοδον αυτοδιακυβερνήσεως η Κύπρος καταστή μία ανεξάρτητος χώρα, μη συνδεομένη με την Ελλάδα ή την Τουρκίαν». Η δήλωση, αυτή έπεσε στην Αθήνα ως "κεραυνός εν αιθρία" - σαφώς αποτελούσε στροφή 180 μοιρών - και όλοι έμειναν κατάπληκτοι, από τον Βασιλιά μέχρι και όλη την αντιπολίτευση. Μάλιστα σημειώνεται ότι ακόμα και ο Γ. Παπανδρέου που ήταν τότε στην αντιπολίτευση, ενώ θα είχε κάθε λόγο να εκμεταλλευτεί το γεγονός και να το χρησιμοποιήσει ως μοχλό ελέγχου και βαρύτατης κριτικής κατά της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή, προέβη στην ακόλουθη δήλωση:

"Πρόκειται περί εθνικής συμφοράς"! Όταν έμαθε ο Μακάριος τη δήλωση αυτή ανταπάντησε: "Ποίο θα είναι το μέλλον μιας ανεξάρτητης Κύπρου αφορά τον Κυπριακόν λαόν". Τούτο επέφερε μια ιδιαίτερη κρίση όπου ο Βασιλεύς Παύλος προσκάλεσε επειγόντως τον Μακάριο να ενημερώσει απ΄ ευθείας τους Έλληνες πολιτικούς επί των νέων θέσεών του και των αιτιών που τον ανάγκασαν να προβεί στις δηλώσεις αυτές. Το περίεργο ήταν ότι η τότε κυβέρνηση δεν αντέδρασε. Ο δε τότε τύπος της Αθήνας καυτηρίασε τις δηλώσεις και τη συμπεριφορά του Μακαρίου σχεδόν ως ανάρμοστες τόσο ως Εθνάρχης προς την Ελλάδα, όσο και κατά το σχήμα του, ως ιεράρχης, κάνοντας σχετική μνεία των ηρώων της Κύπρου, αλλά και των όσων είχαν υποστεί οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη μόλις τρία χρόνια πριν, ακριβώς εξ αιτίας του Κυπριακού, στα λεγόμενα Σεπτεμβριανά.

Τελικά ο Εθνάρχης Μακάριος Γ΄ανταποκρίθηκε θετικά στην πρόσκληση και αποκάλυψε, σε ανώτατους κύκλους, ότι αυτή η δήλωσή του ευθυγραμμιζόταν από τη νέα απόρρητη γραμμή της τότε ελληνικής κυβέρνησης, όπου θα έπρεπε σ΄ εκείνη να αναζητηθεί η αιτία αυτής της πολιτικής στροφής. Στην πραγματικότητα, η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη διαγράψει, από το 1957, την αυτοδιάθεση των Κυπρίων και την Ένωση από τους αντικειμενικούς της στόχους. Λίγους μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 1959, συνάφθηκε η επίμαχη συμφωνία της Ζυρίχης, επί των πρωθυπουργών Κωνσταντίνου Καραμανλή και Αντνάν Μεντερές Συνέχεια της συμφωνίας της Ζυρίχης ήταν οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία του Λονδίνου με τη συμμετοχή και του Μακαρίου. Ενώ όμως ο Μακάριος είχε συμφωνήσει αρχικά στη συμφωνία Ζυρίχης, στη συνέχεια εκδήλωσε διαφωνία (13 Φεβρουαρίου), αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν θα προσέρχονταν στο Λονδίνο για προσυπογραφή.

Την επομένη μετέβαλλε γνώμη και δήλωσε προς την ελληνική κυβέρνηση ότι υιοθετεί τους όρους της συμφωνίας και θα μεταβεί στο Λονδίνο. Όταν μετέβη εκεί (15 Φεβρουαρίου), την επομένη υπαναχώρησε και πάλι, δηλώνοντας ότι δεν θα προσέλθει στη διάσκεψη να προσυπογράψει, ζητώντας να γίνουν αλλαγές στο προβλεπόμενο σύνταγμα του νέου κράτους το οποίο, καθώς καλλιεργούσε τη δικοινοτική μορφή, δεν συνέβαλλε στη σύγκλιση των της ελληνοκυρπιακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Τελικά, οι αλλαγές αυτές δεν έγιναν αποδεκτές και ο Μακάριος υπέγραψε το σχέδιο της συμφωνίας ως είχε (18 Φεβρουαρίου) και επέστρεψε θριαμβευτικά στην Κύπρο στις 1 Μαρτίου 1959.Όταν έφτασε στη Λευκωσία, βγαίνοντας από το αεροπλάνο, αναφώνησε :«Νενικήκαμεν».

Σημειώνεται ότι αντίστοιχα και ο Κ. Καραμανλής επιστρέφοντας στην Αθήνα δήλωσε:«Ήταν η ευτυχέστερη ημέρα της ζωής μου» Η συμφωνία Ζυρίχης - Λονδίνου δεν σήμανε την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος ενώ ή θέση του Μακαρίου ήταν περίεργη: από τη μια ήταν νομικά και διπλωματικά υποχρεωμένος να εργαστεί στα πλαίσια της συμφωνίας σύστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας, από την άλλη όμως οι Ελληνοκύπριοι τον έβλεπαν ως εθνάρχη τους και προορισμένο να τους οδηγήσει στην Ένωση. Αν και δεν είναι γνωστό σε ποιό βαθμό οι τελευταίοι υποστήριζαν πραγματικά την Ένωση, το βέβαιο είναι ότι αυτή εύρισκε ακόμη σημαντική απήχηση. Πάντως, για τις προθέσεις του ίδιου του Μακαρίου και κατά πόσο εργαζόταν ή όχι προς την κατεύθυνση της Ένωσης, μετά την ανεξαρτητοποίηση της Κύπρου, δεν μπορεί να υπάρξει βεβαιότητα.

Από την άλλη μεριά, οι Τουρκοκύπριοι, ενώ ήταν ικανοποιημένοι με τη διακήρυξη ανεξαρτησίας, δεν πείθονταν για την καλή πίστη του Μακαρίου και των Ελληνοκύπριων υπουργών του. Μία από τις πιθανές αιτίες αυτού του σκεπτικισμού ήταν ότι ο Μακάριος δεν εμπιστεύτηκε ποτέ στον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρό του, Κιουτσούκ. το δίλημμά του ως προς τους οπαδούς της Ένωσης. Αυτή η δυσπιστία οδήγησε σε αδυναμία συνεργασίας των δύο κοινοτήτων και σε στρατιωτικές εντάσεις το 1963. Τον Αύγουστο του 1964, επαναλήφθηκαν οι εχθροπραξίες μεταξύ στρατιωτικών δυνάμεων των δύο κοινοτήτων και δύο τουρκικά αεριωθούμενα βομβάρδισαν ελληνοκυπριακές θέσεις, προκαλώντας και απώλειες αμάχων. Αντίστοιχα, και οι σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας εκτραχύνθηκαν, με αποκορύφωμα τους διωγμούς κατά της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης το 1964.

Στις 15 Ιουλίου του 1974,όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα, ο Μακάριος πρόλαβε και σώθηκε καταφεύγοντας σε μονή του βουνού Τρόοδος και από εκεί το απόγευμα της ίδιας ημέρας έφθασε στην Πάφο απ΄ όπου και έκανε την ανακοίνωση: «Είμαι εγώ ο Μακάριος. Είμαι ζωντανός. Αναγνωρίζετε την φωνήν μου. Δέν εφονεύθην. Είμαι ζωντανός και θα αγωνισθώ μέχρις εσχάτων!», διαψεύδοντας έτσι κατά τον αποκαλυπτικότερο τρόπο τον ραδιοσταθμό Κύπρου που τον παρουσίαζε ως νεκρό. Στη συνέχεια, από την εκεί αγγλική βάση και μέσω Μάλτας, έφτασε στο Λονδίνο όπου την επομένη συναντήθηκε μυστικά με τον Μπουλέντ Ετζεβίτ και στη συνέχεια μετέβη στις ΗΠΑ προκειμένου να παραστεί στην έδρα του ΟΗΕ και να εκθέσει τα γεγονότα της χώρας του. Στις 19 Ιουλίου, από το βήμα του Οργανισμού, ο Μακάριος εξαπέλυσε τον ιστορικό του λόγο όπου κατηγόρησε την Ελλάδα τουλάχιστον 6 φορές.

Μεταξύ άλλων, κατηγόρησε ευθέως την Ελλάδα για το πραξικόπημα και ότι τούτο εκτελέστηκε από Έλληνες αξιωματικούς. Αποκάλυψε, όπως είχε δηλώσει στον Έλληνα πρέσβη, ότι θεωρούσε τον κίνδυνο από την Τουρκία μικρότερο από εκείνο από την Ελλάδα και ότι ο φόβος του αυτός τώρα δικαιώθηκε. Κατηγόρησε επίσης την Ελλάδα για εισβολή και ότι, με την ανατροπή του, παραβίασε την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Κύπρου. Ακόμη διακήρυξε ότι η κατάσταση που διαμορφώθηκε στη Κύπρο δεν ήταν εσωτερική υπόθεση και δεν επηρέαζε μόνο τους Ελληνοκυπρίους αλλά και τους Τουρκοκυπρίους. Κάνοντας τέλος μνεία των διακοινοτικών συνομιλιών, ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα στους κύκλους του ΟΗΕ, κατηγόρησε την Ελλάδα ότι τηρούσε διπρόσωπη στάση και ότι τις υπονόμευε.

Περί τις 20:00, (ώρα Ελλάδος), επιστρέφοντας ο Μακάριος στο ξενοδοχείο του, κατάκοπος από την προετοιμασία και την παρουσίασή του στο Συμβούλιο Ασφαλείας, καθισμένος σε μια πολυθρόνα ανοίγει την τηλεόραση όπου και βλέπει έντρομος το θλιβερό θέαμα. Μια ολόκληρη αρμάδα τουρκικών πολεμικών πλοίων κατάφορτη να αποπλέει από Μερσίνα. Κατ΄ άλλες πηγές ειδησεογραφικών πρακτορείων την ώρα της πρώτης μετάδοσης ο Μακάριος κοιμόταν και οι φρουροί του δεν επέτρεψαν να του αναγγείλουν την είδηση για να μην τον ανησυχήσουν Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1974, περίπου 4,5 μήνες μετά την διάσωση και φυγή του και 3,5 μήνες μετά την τραγωδία της Κύπρου.

Εκεί του επιφυλάχθηκε παλλαϊκή υποδοχή, αφού προηγουμένως είχε διέλθει από την Αθήνα όπου παρέμεινε για λίγες ημέρες. Στις 12 Φεβρουαρίου του 1977 συνομολογήθηκε η Συμφωνία Μακαρίου - Ντενκτάς η οποία και θεωρήθηκε ως το τρίτο μεγαλύτερο σφάλμα του, επί του Κυπριακού προβλήματος, χαρακτηριζόμενο ως το "Βατερλό του Μακαρίου", λόγω του ότι αποδέχθηκε τη διζωνική δικοινοτικής ομοσπονδία, χωρίς αντάλλαγμα. Συνέπεια της συμφωνίας ήταν η παραίτηση του Γλαύκου Κληρίδη όχι μόνο από τη θέση του διαπραγματευτή αλλά και από εκείνης του προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων. Το λάθος φέρεται να συνειδητοποίησε και ο ίδιος ο Μακάριος στον τελευταίο του πολυσυζητημένο λόγο, στις 20 Ιουλίου του 1977, λίγες ημέρες πριν τον αιφνίδιο θάνατό του.Ο Μακάριος εκοιμήθη στις 3 Αυγούστου του 1977, μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου, σε ηλικία 63 ετών.

                                                      ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ
 ΤΟΥ ΕΘΝΑΡΧΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ΄
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΠΡΙΑΚΟΝ ΛΑΟΝ 27.11.1959
 
Όταν η ευδοκία του Θεού και η αγάπη του Κυπριακού λαού με ανέδειξαν εις τον ιστορικόν Θρόνον του Αποστόλου Βαρνάβα, έδωσα την υπόσχεσιν ότι θα αναλώσω εμαυτόν εις την υπηρεσία της Εκκλησίας και της υπό ξένον ζυγόν δουλευούσης Πατρίδος. Εν πλήρει συνειδήσει των βαρυτάτων ευθυνών, τας οποίας ανελάμβανον, ουδ’ επί στιγμήν έπαυσα έκτοτε σκληρώς αγωνιζόμενος επί κεφαλής του Κυπριακού λαού μη φειδόμενος εμαυτού και αναλίσκων όλας τας δυνάμεις μου δια να ανατείλουν εις την Κύπρον ευτυχέστεραι ημέραι. Εις την κοπιώδη πορείαν του υψηλού καθήκοντος ουδέποτε αμφεταλαντεύθην. 

Εις στιγμάς δοκιμασίας και αγωνίας ήντλουν πάντοτε δύναμιν από την αστείρευτον πηγήν του μεγαλείου της Κυπριακής ψυχής, την οποίαν και κατά την εξορίαν μου ησθανόμην να προεκτείνεται και να φθάνη μέχρι των απόκοσμων Σεϋχελλών. Η ίδια αυτή ψυχή της Κύπρου υπήρξεν η δύναμις ήτις μετέβαλε την νήσο μας εις κοιτίδα εθνικού μεγαλείου και έκαμε να αναβιώσουν αι δόξαι της φυλής και να απαστράψουν ακόμη μίαν φοράν αι αρεταί του Γένους. Επί τέσσαρα έτη ο Ελληνικός Κυπριακός Λαός πληττόμενος ανηλεώς, από τον αποικιακόν δυνάστην εκράτησε την δυναμίν της ψυχής του αλύγιστον. Επί τέσσαρα έτη ηγωνίσθη και εθυσιάσθη, χωρίς ουδ’ επί στιγμήν να λυποψυχίση. 

Οι πόθοι και τα όνειρα ατελεύτητων αιώνων της ιστορίας μας είχον ενσαρκωθή εις την θρυλικήν ΕΟΚΑ με σκοπόν την κατάκτησιν της Ελευθερίας, το ιδεώδες της οποίας επροσωποίησεν ο Διγενής και έψαλαν οι ωραίοι έφηβοί μας εις το ικρίωμα της αγχόνης. Χάρις εις τους αγώνας και τας θυσίας του Κυπριακού Λαού, ο ήλιος της ελευθερίας ρίπτει σήμερον λαμπράς τας ακτίνας του επί της Κυπριακής γης και υπό το ζωογόνον φώς του κτίζομεν το οικοδόμημα της Ανεξαρτήτου Κυπριακής Δημοκρατίας.

Το οικοδόμημα όμως δεν ετελείωσε, το πνεύμα της επαναστάσεως δεν ολοκληρώθη. Το συμβόλαιον, το οποίον μετά του Κυπριακού Λαού συνωμολόγησα κατά την διάρκειαν του αγώνος και ενωρίτερον, δεν εξέπνευσε και δεν ετερματίσθη. Άλλ’ ούτε και θα τερματίσω τούτο άνευ της συγκαταθέσεως του Κυπριακού Λαού πολύ περισσότερον όταν αντιλαμβάνομαι ότι επαπειλούνται και κινδυνεύουν όσα δια του αγώνος, των θυσιών και του αίματος εκτίθησαν. Διά των Συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου ο ένοπλος αγών ετερματίσθη.

Φρονώ εν πεποιθήσει, ότι δια των Συμφωνιών τούτων ηδυνήθημεν να αξιοποιήσωμεν εν τω μέτρω του δυνατού, τους αγώνας και τας θυσίας μας. Μετά την υπογραφήν των οφείλομεν να ακολουθήσωμεν πολιτικήν αποφασιστικότητος και ουχί πολιτικήν αμφιταλαντεύσεως. Η πορεία, ήτις οδηγεί εις τα υψηλά επιτεύγματα τα οποία ο Κυπριακός Λαός θερμαίνει εις την ψυχήν του, πρέπει να συνεχιστεί άνευ αμφιταλαντεύσεων. Λυπούμαι βαθύτατα, διότι εκπρόσωποι τινες πολιτικών μερίδων της νήσου μας, οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να συλλάβουν τό νόημα της Κυπριακής Επαναστάσεως, δημιουργούν σήμερον ατμόσφαιραν συγχύσεως, αμφιβολιών και ηττοπαθείας. 

Είμαι όμως βέβαιος, ότι ο Κυπριακός Λαός δεν θα ανακόψη την προς τα πρόσω πορείαν του αμφιταλαντευόμενος, αλλά θα προχωρήση με βήμα σταθερόν προς αξιοποίησίν των δια του τερματισμού της αποικιοκρατίας κτηθέντων και προς επίτευξιν νέων κατακτήσεων. Ο απελευθερωτικός μας αγών δεν θέτει απλώς τέρμα εις την αποικιοκρατίαν, αλλά δημιουργεί νέας συνθήκας και νέας δυνατότητας ευημερίας και προόδου του Κυπριακού Λαού. Ο Κύπριος αστός, ο Κύπριος αγρότης και εργάτης, συνέλαβον μέσα εις τον αγώνα καθαρότερον το νόημα της ζωής των και είδον εναργέστερον τα δικαιώματα και τας υποχρεώσεις των. 

Μια νέα δύναμις, η οποία κατεπιέζετο επί αιώνας, ανήλθε διαρκούντος του αγώνος εις την επιφάνειαν. Δύναμις ηθική, δύναμις δημιουργική, απορρέουσα από τα ευρύτερα στρώματα του λαού και στηριζομένη επί των ιδιαιτέρων αρετών και ικανοτήτων του. Την δύναμιν ταύτην ουδείς  δικαιούται να παραγνωρίση και παραγκωνίση και πολύ περισσότερον να διασπάση. Απεναντίας οί  λαϊκοί ηγέται έχουν καθήκον ιερόν, διατηρούντες αυτήν άδιάσπαστον καί ενιαίαν, να την χειραγωγήσουν εις τομείς δημιουργικούς και να την αξιοποιήσουν προς το συμφέρον και το μεγαλείον της πατρίδος.

Σήμερον, περισσότερον από κάθε άλλην φοράν, πρέπει να παραμείνωμεν ηνωμένοι, και ανεξαρτήτως πολιτικής ή κοινωνικής τοποθετήσεως, να εργασθώμεν δια την πλήρη αξιοποίησιν των αγώνων και των θυσιών των τέκνων μας δια την πραγμάτωσιν όλων εκείνων των ευγενών ιδεωδών, τα οποία ετάξαμεν ως σκοπόν της ζωής μας και με το όραμα των οποίων απέθανον οι μάρτυρες της Κυπριακής Ελευθερίας. Δια τούτο εκάλεσα τον λαόν εις ενότητα, διότι υπό τας παρούσας περιστάσεις η διαίρεσις και  διάσπασις θα απέβαινον ολέθριαι και καταστρεπτικαί δια τα συμφέροντα και το μέλλον της νήσου μας. 

Την στιγμήν αυτήν, περισσότερον από κάθε άλλην φοράν έχομεν υποχρέωσιν να οικοδομούμεν και όχι να κρημνίζομεν να δημιουργούμεν και όχι να καταστρέφωμεν. Το έργον το οποίον ευρίσκεται πρό ημών είναι τεράστιον.  Ο Λαός μας πρέπει εις το μέλλον να ζήση απηλλαγμένος από την δουλείαν, τον φόβον και την στέρησιν. Πρέπει να καταβληθή κάθε προσπάθεια ώστε να ισορροπήση το κοινωνικόν σύνολον και η ευτυχία να διασκελίση τα κατώφλια όλων. Ο φυσικός πλούτος της νήσου μας και η δυναμικότης του Λαού μας, μας παρέχουν ήδη τας δυνατότητας δια μιαν καλυτέραν αύριον. 

Αυτήν την καλυτέραν αύριον - καλυτέραν δια τα ευρέα στρώματα του λαού και όχι μόνο για τους ολίγους - οφείλει η νέα Δημοκρατία να επιδιώξη δι’ ενός αρτίου και ικανού, κατά πάντα, κρατικού μηχανισμού, όστις να αποτελέση πρότυπον από απόψεως οικονομίας, αποδόσεως και ευρύθμου λειτουργίας. Αί κρατικαί υπηρεσίαι πρέπει να έχουν ως κύριον μέλημα την άμεσον ανταπόκρισιν εις τας ανάγκας του κράτους, την δίκαιαν μεταχείρισιν και ευσυνείδητον εξυπηρέτησιν των πολιτών, διότι ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι σκοπός είναι μέσον.

Σκοπός είναι η ευημερία του συνόλου και των ατόμων και η παροχή εις όλους ίσων ευκαιριών και η όσο το δυνατόν δικαιοτέρα κατανομή των αγαθών. Προς τούτο δέον να αποτελέση πρωταρχικήν της πολιτείας μέριμναν η παιδεία. Η παιδεία θα δώση τα πρώτα μέσα εις τον λαόν μας ίνα κατ’ άτομον και συνολικώς βελτιώση την θέσιν του. Ο εργαζόμενος εν τω μέσω της κοινωνίας επιτελεί κατ’ ανάγκην κοινωνικόν λειτούργημα και χρέος έχει να εργασθή κατά τον ωφελιμότερον δια το σύνολον τρόπον. Η μόρφωσις θα τον οδηγήση εις τούτο. Και αυτή πρέπει να καταστή προσιτή και εις τας πτωχοτέρας τάξεις.  

Η πολιτεία οφείλει επίσης να προστατεύση τον αγρότην και να τον εξυψώση δια της έξασφαλίσεως καλυτέρων μέσων καλλιέργειας και της επιλύσεως του αρδευτικού προβλήματος και ιδίως δια της ιδρύσεως  Αγροτικής Τραπέζης προς παροχήν μακροπροθέσμων δανείων ως και Ταμείου Προνοίας.  Ιδιαιτέρας προσοχής πρέπει να τύχη η εργατική τάξις. Προστατευτική νομοθεσία δια τον εργάτην, κατασφάλισις των κεκτημένων δικαιωμάτων του, πληρέστερον σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων πρέπει να αποτελέσουν θεμελιώδεις σκοπούς της κοινωνικής πολιτικής μας.

Η κατασκευή μεγάλων παραγωγικών έργων, τα οποία θα δώσουν εργασία εις το λαόν, όχι μόνον καθ’ ον χρόνον κατασκευάζονται αλλά πρό παντός μετά την αποπεράτωσίν των, η ανάπτυξις και ο εκσυγχρονισμός των μεταφορικών μέσων, η δημιουργία βιωσίμων βιομηχανιών, θα διανοίξουν την οδόν προς την ευημερίαν και την πρόοδον. Ταύτα θα επιτευχθούν δια τής δημιουργικής εργασίας και της οικονομικής περισυλλογής, δια της κινητοποιήσεως όλων των ηθικών, πνευματικών και υλικών μας δυνάμεων, δια της αξιοποιήσεως όλων των πλουσίων μέσων, τα οποία παρέχει η νήσος μας και ο λαός μας. 

Αί δυσχέριαι βεβαίως θα είναι πολλαί και τα εμπόδια ουχί ευκαταφρόνητα.  Η ιστορική όμως πορεία της νήσου μας δεν πρόκειται να ανακοπή από τας οιασδήποτε δυσχερείας η τα εμπόδια. Εις την πορείαν ταύτην καλώ άπαντας σήμερον και διερμηνεύω εις τον Κυπριακόν λαόν την έκφρασιν της ακλονήτου πίστεώς μου δι’ ένα καλύτερον μέλλον. Δεν είναι σήμερον καιρός για μεμψιμοιρίαν, ηττοπάθειαν και απαισιοδοξίαν. Ας αφήσωμεν ταύτα εις εκείνους, οι οποίοι εξ’ ιδιοσυγκρασίας ήσαν και εξακολουθούν να είναι επιρρεπείς εις αυτά. 

Ημείς - η καταπληκτική πλειονότης του λαού, απεδείξαμεν ότι γνωρίζομεν να εργαζώμεθα, να αγωνιζώμεθα, νά θυσιαζώμεθα και να πιστεύομεν. Με τους αγώνας και την πίστιν εκερδίσαμεν την ελευθερίαν. Με τους αγώνας και την πίστιν μας θα κερδίσωμεν τώρα την ευημερίαν και την πρόοδον και θα ολοκληρώσωμεν τας προσδοκίας μας.

Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
ΚΥΡΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ΄

O Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1913 στο χωριό Άνω Παναγιά της Πάφου. Γονείς του ήταν ο Χριστόδουλος Μούσκος και η Ελένη Αθανασίου. Σε νεαρή ηλικία πήγε στη Μονή Κύκκου όπου και προσελήφθη ως δόκιμος. Στις 7 Αυγούστου 1938 χειροτονήθηκε Διάκονος και μετονομάστηκε από Μιχάλης σε Μακάριο. 

Τον ίδιο χρόνο στάληκε ως υπότροφος της Μονής Κύκκου στην Αθήνα για θεολογικές σπουδές στο Εθνικό Πανεπιστήμιο. Αφού απεφοίτησε το 1942 από τη Θεολογική Σχολή, ενεγράφη στη Νομική Σχολή όπου παρακολουθούσε μαθήματα μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη Γερμανική κατοχή οπότε και επέστρεψε στην Κύπρο για μικρό χρονικό διάστημα. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, χειροτονήθηκε σε Πρεσβύτερο και σε Αρχιμανδρίτη στις 13 Ιανουαρίου 1946 στο ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου υπηρέτησε για πέντε χρόνια ως Διάκονος με το Μητροπολίτη Αργυροκάστου Παντελεήμονα και προϊστάμενος του ναού Αγίας Παρασκευής στον Πειραιά.

Την ίδια χρονιά, του δόθηκε υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για περαιτέρω θεολογικές σπουδές. Παρακολούθησε για δυο χρόνια μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης με ειδίκευση στην Κοινωνιολογία της θρησκείας. Στις 8 Απριλίου 1948 εκλέγηκε Μητροπολίτης Κιτίου και στις 13 Ιουνίου χειροτονήθηκε σε Επίσκοπο.

Η δράση του ως Μητροπολίτη Κιτίου ήταν καθ’ όλα γόνιμη, αφού ανακαίνισε τη Μητρόπολη στη Λάρνακα, βελτίωσε την οικονομική κατάσταση του κλήρου, ίδρυσε Φιλόπτωχες Αδελφότητες και αναπτέρωσε το ηθικό του εξουθενημένου λαού. Ως Πρόεδρος του Γραφείου Εθναρχίας, πήγε το 1949 στην Ελλάδα όπου είχε συνομιλίες με τον Βασιλιά, τον Πρωθυπουργό και άλλους επισήμους, για το Κυπριακό πρόβλημα. Μετά από εισήγησή του, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου οργάνωσε στις 15 Ιανουαρίου 1950 Παγκύπριο Δημοψήφισμα κατά το οποίο 97% του Ελληνικού Κυπριακού πληθυσμού ψήφισαν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.

Στις 20 Οκτωβρίου 1950 εκλέγηκε Αρχιεπίσκοπος και Εθνάρχης, σε διαδοχή του Μακαρίου Β΄. Αμέσως μετά την εκλογή του ως Αρχιεπισκόπου, ίδρυσε την Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νεολαίας. Αργότερα επισκέφτηκε και πάλι την Αθήνα, όπου προσπάθησε να πείσει την Ελληνική Κυβέρνηση να προσφύγει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό ζήτημα. Επιστρέφοντας στην Κύπρο υπέβαλε διαμαρτυρία στην Επιτροπή μη αυτοκυβερνωμένων εδαφών των Ηνωμένων Εθνών για την παράλειψη της Μ. Βρετανίας να υποβάλει έκθεση για την πολιτική κατάσταση στην Κύπρο.

Τον Οκτώβριο του 1952 πήγε στη Νέα Υόρκη, όπου συγκροτείτο η Ζ΄ Σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, για να προωθήσει το Κυπριακό ζήτημα στο διεθνές πεδίο. Ερχόμενος πίσω στην Κύπρο απηύθυνε επιστολή στον Κυβερνήτη ζητώντας του την προώθηση της εφαρμογής του δικαιώματος αυτοδιάθεσης. Η απάντηση του Κυβερνήτη ήταν αρνητική και ο Αρχιεπίσκοπος επέκρινε την πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας στην Κύπρο. Τον Αύγουστο του 1953 απηύθυνε αίτηση προς το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ για να περιληφθεί στην ημερήσια διάταξη της Η΄ Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού θέμα εφαρμογής του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του Κυπριακού λαού.

Στις 9 Μαρτίου 1956 εξορίστηκε στις Σεϋχέλλες, αφού οι συνομιλίες που είχε με τον Κυβερνήτη για το μέλλον της Κύπρου δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Αφού αφέθηκε ελεύθερος, μετά από ένα περίπου χρόνο, η Βρετανική Κυβέρνηση τον κάλεσε στο Λονδίνο, όπου και υπογράφηκε η Συμφωνία του Λονδίνου, που ήταν η συνέχεια της Συμφωνίας της Ζυρίχης. Με τις Συμφωνίες αυτές η Κύπρος θα ανακηρυσσόταν ανεξάρτητη Δημοκρατία.

Στις 16 Αυγούστου του 1960 η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη Δημοκρατία και ο Μακάριος ανέλαβε καθήκοντα προέδρου, αφού κέρδισε τις εκλογές στις 13 Δεκεμβρίου 1959, με ποσοστό 66.29%. Το Φεβρουάριο του 1968 ο Μακάριος επανεκλέγηκε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Στις 8 Μαρτίου 1970 έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του Μακαρίου, ο οποίος επέβαινε ελικοπτέρου, που θα τον μετέφερε στην ιερά Μονή Μαχαιρά για το μνημόσυνο του Υπαρχηγού της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου. Ο Μακάριος δεν έπαθε τίποτε, αλλά τραυματίσθηκε ο χειριστής του ελικοπτέρου, ο οποίος κατόρθωσε να το προσγειώσει σε οικόπεδο κοντά στην Αρχιεπισκοπή.

Μεγάλη σημασία έδιδε επίσης ο Μακάριος και στα θρησκευτικά του καθήκοντα ως προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου, αλλά και ως ηγετική φυσιογνωμία στο χώρο της Ορθοδοξίας. Έτσι, το Μάρτιο του 1971 μετέβη στην Κένυα, όπου κατέθεσε το θεμέλιο λίθο της Ιερατικής Σχολής, η οποία περατώθηκε το 1974 με δαπάνες της Αρχιεπισκοπής. Κατά την επίσκεψη του στην Κένυα προέβη σε ομαδικές βαπτίσεις πέντε χιλιάδων ιθαγενών περίπου.

Το Φεβρουάριο του 1973 ο Μακάριος επανεξελέγη για τρίτη φορά Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την 7ην Μαρτίου του ιδίου έτους οι τρεις Μητροπολίτες της Κύπρου αποφάσισαν «την καθαίρεσιν του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ από του Επισκοπικού και κληρικού καθόλου αξιώματος και την επαναφοράν τούτου εις την τάξιν των λαϊκών», διότι δεν ανταποκρίθη εις την απαίτησίν των να παραιτηθεί του Προεδρικού αξιώματος.

Η πράξη αυτή των τριών Μητροπολιτών καταδικάσθηκε από το λαό και δεν αναγνωρίσθηκε από τους Αρχηγούς των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Από της 5ης μέχρι της 14ης Ιουλίου 1973 συνήλθε στη Λευκωσία Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος, η οποία, αφού εκήρυξε αντικανονικήν και, κατ’ ακολουθίαν, άκυρον, ανυπόστατον και ανενέργητον την απόφαση των τριών Μητροπολιτών, εκάλεσεν αυτούς εις επάνοδον εις την μετά του Αρχιεπισκόπου προτέραν κανονικήν σχέσιν και κοινωνίαν και εν συνεχεία καθήρεσεν αυτούς, επειδή παρήκουσαν στις υποδείξεις και προτροπάς αυτής. 

Την 15ην Ιουλίου του 1974 το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών διενήργησε πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακαρίου. Ο Μακαριώτατος, διασωθείς ως εκ θαύματος, αναχώρησε την επομένη, μέσω Μάλτας, στη Βρετανία και από εκεί στις Ηνωμένες Πολιτείας Αμερικής, όπου και μίλησε ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας. 

Την 20ην Ιουλίου του ιδίου έτους, η Τουρκία χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το πραξικόπημα, εισέβαλε στην Κύπρο και κατέλαβε το 36% περίπου του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκδίωξε το 28% περίπου των Ελληνοκυπρίων από τις πατρογονικές τους εστίες, σκότωσε αμάχους και προκάλεσε τεράστιες καταστροφές. Ο Μακάριος ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ των Θεολογικών Σχολών των Πανεπιστημίων της Βοστώνης και της Αθήνας, των Νομικών Σχολών των Πανεπιστημίων Κεράλα των Ινδιών, Θεσσαλονίκης, Μπογκοτά της Κολομβίας και Μάλτας και της Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών. 

Επίσης τιμήθηκε με τα ανώτερα παράσημα των πλείστων Εκκλησιών και Κρατών και με τα χρυσά μετάλλια Ελληνικών και ξένων Δήμων.

 
 ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ 
ΚΥΠΡΟΥ ΚΥΡΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ΄ ΣΤΟ ΘΡΟΝΙ 
ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ


















Δεν υπάρχουν σχόλια: