01 Αυγούστου, 2013

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ Α.Ε.”


Αγαπητοί Επισκέπται του Ιστολογίου,

Επειδή από χθες κάποιοι μη γνωρίζοντας τα Εκκλησιαστικά θέματα, άρχισαν πάλι  να ψιθυρίζουν διάφορα πράγματα, γύρω από την περιουσία της Εκκλησίας με αφορμή την νεοϊδρυθείσα Εταιρία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας Α.Ε.

Θεωρούμε λοιπόν  σκόπιμο να παραθέσουμε σήμερα εμπεριστατωμένο κείμενο του Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών του Πρωτοπρεσβυτέρου π.  Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, μήπως και καταλάβουν κάτι περισσότερο από αυτό που θεωρούν αυτοί σωστό.   
Π. ΒΟΙΩΤΟΣ
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ

Όλοι αυτοί οι εχθροί της Εκκλησίας που φωνασκούν, περί δήθεν εξόδων του κράτους χάριν της Εκκλησίας, και για την "μεγάλη" Εκκλησιαστική περιουσία που δήθεν δεν την εκμεταλλεύεται ο λαός, αποκρύπτουν την αλήθεια, που είναι πολύ διαφορετική από τις απαιτήσεις τους. Η φιλολογία περί της εκκλησιαστικής περιουσίας είναι παλιά, δίχως όμως να δικαιολογείται πολλές φορές από τα γεγονότα και την πραγματικότητα. Θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε λίγο φως στο ταλαιπωρημένο αυτό ζήτημα. Παρακάτω, απαντάμε και στο αδαές επιχείρημα περί μισθοδοσίας των Ορθοδόξων κληρικών που έχει άμεση σχέση με την εκκλησιαστική περιουσία. Καταρρίπτεται ο βασικότερος μύθος γύρω από τον οποίο χτίστηκε η επαίσχυντη αντιεκκλησιαστική προπαγάνδα των ημερών μας. Μετά την απελευθέρωση και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους (1828), ενώ διατηρείται στη συνείδηση του πληρώματος της εκκλησίας η πίστη στο ιερό και αναπαλλοτρίωτο της εκκλησιαστικής περιουσίας με διάφορα νομοθετήματα επιβάλλεται κατά καιρούς η αναγκαστική απαλλοτρίωση τμημάτων της.

Η αντιβασιλεία του Όθωνα (αλλοεθνής και προτεσταντική) πιστεύοντας ότι η περιουσία της Εκκλησίας αποτελεί θησαυρό που κληροδοτήθηκε από τους προγόνους στο ελληνικό έθνος και λησμονώντας την ανεκτίμητη προσφορά των ορθοδόξων μοναστηριών στους παλαιότερους και στους ακόμα νωπούς τότε αγώνες της εθνικής παλιγγενεσίας, με τα βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 απεφάσισε τη διάλυση 416 μοναστηριών και τη διάθεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους με το πρόσχημα να συσταθεί το "Εκκλησιαστικό Ταμείο". Ήταν όμως τόσο κακή η σύσταση και οργάνωση του ταμείου αυτού, ώστε το μόνο που συνέβη ήταν η διαρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας και η πώληση - εκ μέρους επιτηδείων - ιερών σκευών και κειμηλίων στα παζάρια. Το 1836 η απαλλοτριωτική διάθεση της Αντιβασιλείας επεκτάθηκε και στην περιουσία των Μοναστηριών που διατηρήθηκαν σε λειτουργία "χάριν θεάρεστων έργων και προς οικοδομήν ιερών και αγαθοεργών καταστημάτων".

Έτσι απαλλοτριώθηκαν υποχρεωτικά και άλλες μοναστηριακές εκτάσεις, ενώ σε όσες απέμειναν επιβλήθηκε βαρύτατη έμμεση φορολογία. Στη διάρκεια της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς και τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως δε έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922), το ελληνικό κράτος επέτεινε την απαλλοτριωτική του επιβολή σε βάρος της εκκλησιαστικής περιουσίας. Με τους νόμους 1072/1917 και 2050/1920 ("αγροτικός νόμος") και άλλους μεταγενέστερους απαλοτριώθηκαν αναγκαστικά πολλές μοναστηριακές εκτάσεις για την αποκατάσταση προσφύγων και ακτημόνων και για λόγους "προφανούς ανάγκης και δημόσιας ασφαλείας". Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίοδο 1917 μέχρι 1930 απαλλοτριώθηκαν εκκλησιαστικές εκτάσεις αξίας άνω του ενός δισεκατομμυρίου προπολεμικών δραχμών και το Κράτος κατέβαλε στο Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο μόνο το 4% (40 εκατομμύρια δραχμές). Τα υπόλοιπα 960 εκατομμύρια οφείλονται ακόμα! Τα περισσότερα μοναστήρια καταδικάστηκαν με τον τρόπο αυτό σε μαρασμό και λειψανδρία! 

Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με υπολογισμούς κατά την πρώτη φάση μόνο, το 50% της γεωργική γης της εκκλησίας δόθηκε σε ακτήμονες, ενώ και η δεύτερη φάση που ολοκληρώθηκε γύρω στο 1930 ήταν εξίσου μεγάλο το κομμάτι γης της εκκλησίας που απαλλοτριώθηκε. Με τον κωδικό νόμο 4684/1931 περί "Οργανισμοί Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας" αποφασίσθηκε από την Πολιτεία η ρευστοποίηση της ακίνητης περιουσίας των Μονών παρά τις επιφυλάξεις της Εκκλησίας. Ό,τι εισπράχθηκε από τη ρευστοποίηση σχεδόν στο σύνολό του εξανεμίστηκε εξαιτίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου και της ξενικής κατοχής (1940-44).Με την από 18/9/1952 "Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων", η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργίσιμης αγροτικής περιουσίας της με αντάλλαγμα να λάβει κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως. 

Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακύρηξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνουσα περιουσία της. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η "μισθοδοσία" των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό - του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 - ως υποχρέωσις του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32.  Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο -  όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932 συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ' άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ' αυτού. 

Καταρρίπτεται έτσι ο μύθος που προσπαθεί μάταια να διαιωνίσει ο κ. Πάγκαλος με τις αναφορές του σε "δημόσιους υπαλλήλους". Όταν η άγνοια συναντά τη θρασύτητα, το αποτέλεσμα είναι επικίνδυνο για τους θεσμούς και τη δημοκρατία. Όταν το 1987 ψηφίστηκε από τη Βουλή ο νόμος 1700/87 (νόμος Τρίτση) που αποτελεί μία ακόμη προσπάθεια για την οριστική αποψίλωση της εκκλησιαστικής περιουσίας, δόθηκε αφορμή να δημοσιευθούν σημαντικά κείμενα. Μεταξύ αυτών και ένα υπό τον τίτλο "ιδιοκτησιακό καθεστώς και αξιοποίηση της αγροτικής γης στην Ελλάδα" (περιοδικό "Εκκλησία" 1-15/4/1987, σελίδες 254-55). Με αναμφισβήτητα στοιχεία, στηριγμένο σε μελέτη των Θ. Τσούμα και Δ. Τασιούλα που εκδόθηκε επίσημως από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος λίγο αργότερα, το 1988, αποδεικνύεται ότι στο σύνολο της αγροτικής γης της Ελλάδος ανήκουν.

ΔΗΜΟΣΙΟ -------------------------------------------- 43.598.000 στρέμματα
ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ --------------------- 15.553.200 στρέμματα
ΕΚΚΛΗΣΙΑ----------------------------------------- 1.282.300 στρέμματα
ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ -------------------------------- 1.098.400 στρέμματα

Από αυτά τα 1.282.300 στρέμματα ιδιοκτησίας της Εκκλησίας, τα 367.000 είναι δασικές εκτάσεις, τα 745.400 βοσκότοποι και μόνο τα 169.900 γεωργική καλλιεργίσιμη γη. Δηλαδή οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις της αντιστοιχούν μόλις στο 0.48% του συνόλου της γεωργικής γης της χώρας μας! Και να ληφθεί υπόψη ότι κατά τη δεκαετία 1974-1983 "εγκαταλείπονται κάθε χρόνο από τους αγρότες και κτηνοτρόφους κατά μέσο όρο 162.400 αγροτικής γης ακαλλιέργητα και ανεκμετάλλευτα". Το 1983 υπολογίστηκαν ως 4.380.000 στρέμματα οι εγκαταλελειμμένες εκτάσεις γης (σχεδόν 3.5 φορές μεγαλύτερες από το σύνολο της γης που ανήκει στην εκκλησία, ενώ σήμερα θα είναι ασφαλώς πολύ περισσότερο).

Παρά ταύτα, στα μάτια κάποιων και η εναπομείνασα περιουσία φαντάζει μεγάλη. Δε λαμβάνεται όμως υπόψη ότι αυτή δεν ανήκει στην Κεντρική Διοίκηση (Ιερά Σύνοδο), αλλά σε περισσότερα από 10.000 εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα (Μητροπόλεις, Ναούς, Μονές, Προσκυνήματα, Ιδρύματα, Κληροδοτήματα και άλλα) το καθένα από τα οποία αγωνίζεται - μέσα από τον κυκεώνα των νομικών και διοικητικών δεσμέυσεων - να διαφυλάξει την κυριότητα και να αξιοποιήσει τα όσα του ανήκουν περιουσιακά στοιχεία, για το καλό του πληρώματος και της εκκλησίας. Δηλαδή κάθε Μονή και κάθε Ιερός Ναός που είναι ΝΠΔΔ (Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου), μεριμνούν για τη συνήθως μικρή περιουσία που έχουν, φροντίζοντας για την έντιμη διαχείρισή της και τηρώντας τις αυστηρές διατάξεις που ισχύουν για τα νομικά πρόσωπα.

 Η διαχείριση αυτή υπόκειται σε τακτικό έλεγχο τόσο από την Εκκλησία όσο και από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής προσφοράς, όχι και το μοναδικό, αποτελεί η Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη (Αθήνα).Έχοντας στην κατοχή της σημαντική περιουσία που την απέκτησε κατά τον 17ο και 18ο αιώνα με αγορές των ηγουμένων της (σώζονται στο αρχείο της τα σχετικά έγγραφα), αναδείχθηκε ο μεγαλύτερος κοινωνικός ευεργέτης των Αθηνών. Σε δωρηθέντα ακίνητά της έχουν ανεγερθεί:
        
η Ριζάρειος Σχολή,
η Ακαδημία Αθνών,
το Αιγινήτειο Νοσοκομείο,
το Μετσόβειο Πολυτεχνείο,
το Σκοπευτήριο,
το Πτωχοκομείο,
η Μαράσλειος Ακαδημία,
το Θεραπευτήριο "Ευαγγελισμός",
το Αρεταίειο νοσοκομείο,
η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή,
οι Αστυνομικές Σχολές στην οδό Μεσογείων,
το Νοσοκομείο Παίδων,
το Νοσοκομείο Συγγρού,
το Λαικό Νοσοκομείο "Σωτηρία",
το Ασκληπείο Βούλας,
η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη,
το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης,
το ΠΙΚΠΑ Βούλας
Ιπποκράτειο Νοσοκομείο,
Γηροκομείο,
Εθνική Βιβλιοθήκη,
Πανεπιστήμιο Αθηνών
142 Δημοτικά, Γυμνάσια και Λύκεια της Αττικής και πολλά άλλα...

Βεβαίως, κανείς δε φρόντισε να μνημονεύονται αυτά, έστω σε μία επιγραφή επί των ανεγερθέντων κτηρίων.Το δε Δημόσιο έχει γίνει πολλές φορές αποδέκτης εκτάσεων μεγάλης αξίας, τις οποίες παραχώρησε η Εκκλησία προκειμένου να λειτουργήσουν κατασκηνώσεις, να ανεγερθούν σχολεία, ιδρύματα, γυμναστήρια, στρατόπεδα ή να δημιουργηθούν κοινόχρηστοι χώροι για την αναψυχή του λαού. Αυτή, εν συντομία, είναι η αλήθεια. Η Εκκλησία δικαιούται να έχει περιουσία, όπως δέχθηκαν με πληθώρα αποφάσεών τους όχι μόνο ελληνικά δικαστήρια, αλλά και η Ευρωπαική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην οποία προσέφυγαν Ορθόδοξες Μονές κατά του νόμου 1700/87.

Και είναι σε θέση να την αξιοποιήσουν επωφελώς για τον ελληνικό λαό, αρκεί να αφαιρεθούν τα νομικά και διοικητικά δεσμά που της έχουν κατά καιρούς επιβληθεί. Μετά από όλα αυτά, μπορούμε να αντιληφθούμε το πραγματικό μέγεθος της προσφοράς της Εκκλησίας στην ανάπτυξη της Ελλάδος, όπως επίσης και το πραγματικό μέγεθος της εναπομείνουσας περιουσίας της, το οποίο επαναλαμβάνουμε, ανήκει σε περισσότερο από δέκα χιλιάδες διαφορετικά νομικά πρόσωπα. Όσο για τη μισθοδοσία την κληρικών, αυτή αποτελεί υποχρέωση του κράτους προς την εκκλησία, την οποία αποδέχτηκε και υπέγραψε με δική του πρωτοβουλία το ίδιο το κράτος το 1952, επειδή ακριβώς αδυνατούσε να καταβάλλει το αντίτιμο που είχε συμφωνηθεί 20 χρόνια νωρίτερα και που είχε διογκωθεί πολλαπλάσια και είχε ήδη καταστεί δυσβάσταχτο χρέος ακόμη και για το κράτος.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ 
ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΧΩΡΙΣΜΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΊΑΣ.

Υπεβλήθη ένα νομοσχέδιο από φιλελεύθερες παρατάξεις για το θέμα χωρισμού Εκκλησίας - Πολιτείας. Δεν μιλούν για διοικητικό χωρισμό, τον οποίο πρέπει κι εμείς να στηρίζουμε. «Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» και να βρεί η Εκκλησία την ελευθερία που οι πολιτικοί, τα κόμματα, δεν της δίνουν. Τα κόμματα θέλουν να’ χουν υποτεταγμένο το κλήρο για να’ ναι «κομματάρες». Οπότε, λοιπόν, να αφήσουν ελεύθερο τον εκκλησιαστικό χώρο να αξιοποιήσει την εναπομείνασα περιουσία. Υπάρχει βιβλίο  και πολλά άλλα νεότερα  του 1951 του Μητροπολίτου Λαρίσσης Δωροθέου, που έγινε Αρχιεπίσκοπος μετά, επιστημονικό «Το αναπαλλοτρίωτον της εκκλησιαστικής περιουσίας». 320 απαλλοτριώσεις έγιναν από το κράτος, από το 1833 μέχρι το 1950. 

Ξεκοκκάλισαν ό,τι εκκλησιαστικό υπήρχε. Σήμερα, αυτό που λέμε «χωρισμός» δεν μπορεί να γίνει! Πρέπει να γίνει κτηματολόγιο, όπως έγινε στην Κύπρο. Και ξέρετε, η εκκλησία στη Κύπρο – όλο το σύνολο των πιστών – είναι δύναμις! Διότι ξέρει τι της ανήκει. Πώς θα τα χρησιμοποιήσει; Σε φτωχούς, κοινωνικά έργα. Όλα τα κάνει η Εκκλησία της Κύπρου, αφού έχει ένα τεράστιο κοινωνικό έργο. Και όλη η Εκκλησία της Ελλάδος. Αλλά αν αξιοποιηθεί η εναπομείνασα περιουσία, ό,τι μπορεί να αξιοποιηθεί – τα λειβάδια, ας πούμε, δεν αξιοποιούνται, είναι μόνο νούμερα αναξιοποίητα –, θα έχει εσωτερική δύναμη. Αυτό είναι που δεν θέλουν τα κόμματα. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι, γενικά, άρπαζαν την εκκλησιαστική περιουσία για να είναι «ζήτουλας» η Εκκλησία. Μέχρι το 1950 ο ιερεύς «ζητούσε». Π.χ. στη πατρίδα μου: ο κόσμος πλήρωνε, πήγαινε και έδινε μια εισφορά. Θυμάμαι ότι εμείς δίναμε 20.000 δρχ, τότε που ήταν ακόμη τα μηδενικά (το ’53 τα κατήργησε ο Μαρκεζίνης).

Σαν να δίναμε 20 δρχ, σήμερα, στην Εκκλησία, για να μπορέσει να συντηρηθεί ο κλήρος, η Εκκλησία, κ.τ.λ.. Ήρθε ο καημένος ο Πλαστήρας, που είπε: «Έναντι όσων ήρπασε το κράτος από την Εκκλησία, θα πληρώνει τα 2/3 του μισθού των ιερέων». Το 1/3 το πληρώνει ο κλήρος και τα 2/3 τα πληρώνει το κράτος, «έναντι των όσων ήρπασε». Ξέρετε, αν ζητήσει η Εκκλησία τα όσα εκλάπησαν –γι’ αυτό τα κατέγραψε όλα ο μητρ. Δωρόθεος Λαρίσσης– πρέπει για 200 χρόνια να πληρώνει το κράτος την Εκκλησία! Επί Μητσοτάκη προσέφυγαν 9 μοναστήρια διότι οι τοπικές δυνάμεις,  καταλεηλάτησαν τα χωράφια που είχαν. {Πώς θα ζήσει και πώς θα κάμει έργο αγάπης αν δεν έχει χωράφια; Τώρα, αν πας να δώσεις μια δωρεά στην Εκκλησία, φορολογείται. 
Τελευταία το ΠΑΣΟΚ την είχε καταργήσει αυτή την φορολογία – δεν ξέρω σήμερα τι ισχύει· πιστεύω ότι έχει καταργηθεί.) Εν πάσει περιπτώσει, προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Ευρώπης και επεδίκασε περίπου ΤΡΙΑ ΤΡΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ δρχ,  τότε, να τα δώσει η κυβέρνηση στα μοναστήρια. Αν πήρατε εσείς δεκάρα, πήραν και τα μοναστήρια... Αλλά γι’ αυτό δεν μπορούν να πούν τίποτε. Είναι ΧΡΕΩΣΤΗΣ το κράτος!

Και μάλιστα θυμάμαι τότε – μπορώ να το πώ – ότι είχε πέσει εντολή στην Εκκλησία, στον αρχιεπ. Σεραφείμ, «να μη πεί τίποτα». Πήγαινα στην Ιερά Σύνοδο, στην Μονή Πετράκη – τρομερό αυτό!– και πίσω από τον ναό βλέπω να βγαίνει ο τότε ηγούμενος της μονής Πετράκη, π. Χριστοφόρος. Και μόλις με βλέπει μου λέει: «Παπα-Γιώργη μου!», άρχισε να κλαίει με αναφιλητά και έπεσε στον τράχηλό μου! Με τραβούσε κάτω (ήταν και πιο κοντός) και μου λέει «Έγκλημα στην Εκκλησία!». «Τί;» «Έπεσε εντολή στον Αρχιεπίσκοπο από ψηλά (ο νοών νοείτο, δεν είναι ανάγκη να κατηγορώ πρόσωπα!) που έλεγε “μην ανακοινώσετε την απόφαση της Ευρώπης”». Και ανακοινώθηκε μερικά χρόνια μετά, το μάθαμε από ακριτομύθεια. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τί παιχνίδι παίζεται; 

Είχαμε επαφές για το νομοσχέδιο, από τις εννιά το πρωί ως τις εννιά το βράδυ, με το ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Συνασπισμό, ΚΚΕ κι άλλα πρόσωπα. Από το ΠΑΣΟΚ ήταν καμμιά δεκαριά πρόσωπα. Ήρθε ο κ Παπανδρέου, έμεινε λίγο και μιλήσαμε. Μετά συζητούσαμε με το «governo», με τη Δαμανάκη και με 2-3 άλλα πρόσωπα, βουλευτές του ΠΑΣΟΚ. Και όταν προέκυψε το θέμα της περιουσίας μου λέει η κα Δαμανάκη: «Είστε υπέρ του χωρισμού;» «Ναί. Πρώτα να ξεκαθαρίσουμε τί σημαίνει χωρισμός. Αν είναι διοικητικός χωρισμός, υπάρχει, δεν είναι ανάγκη να γίνει τίποτα». Εγώ δεν μπορώ να γίνω βουλευτής, ούτε θα πάω ποτέ για βουλευτής. Ο Αρχιεπίσκοπος δεν μπορεί να γίνει πρωθυπουργός, ούτε πρόκειται. Εκτός κι αν φτάσουμε στην εσχάτη εξαθλίωση και βρεθεί ένας Τσώρτσιλ που θα πεί,«Αφού μαλώνει ο Παπανδρέου, ο γέρος, με τον Κανελλόπουλο θα αναλάβεις Δαμασκηνέ να γίνεις για 15 μέρες πρωθυπουργός και μετά ένα διάστημα αντιβασιλέας».Αλλά τότε, η Ελλάς, θα είναι στο τέρμα του θανάτου. Ό μη γένοιτο! 

«Ο διοικητικός χωρισμός υπάρχει», είπα. Πήγε να πεί κάτι και της λέω «Συγγνώμη, για σκεφτείτε: τί θέλουν αυτοί που υποστηρίζουν τον χωρισμό; Αποσύνδεση της Ορθοδοξίας από την ζωή του έθνους». «Καμία σχέση το έθνος με την Ορθοδοξία!» «Αυτό είναι αδύνατο να γίνει σε δύο περιοχές: στο Ισραήλ και σε μας», λέω. Τα πολιτικά κόμματα στο Ισραήλ έχουν θρησκευτικούς τίτλους και θρησκευτικά σύμβολα. Τα κόμματα είναι ενωμένα με την πίστη τους, με τον Σιωνισμό δηλαδή. Να δείτε τον πρόεδρο της Βουλής με το καπελάκι του πιστού, που αυτό το καπελάκι σημαίνει ότι είναι ορκισμένος εβραίος. Μού έλεγε η παπαδιά το 2000, όταν είμασταν κάτω για ένα συνέδριο για το Ιωβηλαίον: «Βρε παπα - Γιώργη, για σκέψου ο Κακλαμάνης να κυκλοφορεί έτσι στη Βουλή». Εδώ ούτε εικόνα δεν έχουμε στη Βουλή για να μη προσβάλουμε τους άλλους. Αλλά αν πάτε στις μουσουλμανικές Βουλές, είναι γεμάτες από τα σύμβολά τους! Το ίδιο είναι και στο Ισραήλ. 

Ο χωρισμός, λοιπόν, είναι αδύνατον, σε μας. Σ’ αυτούς υπάρχει ο χωρισμός! Αυτή η μεγάλη μερίδα διανοουμένων και πολιτικών έχουνε πουλήσει και την Παναγία πλην τον Χριστό – συγγνώμη για την φράση. Αλλά σε μας δεν μπορεί να σπάσει αυτό. Δέκα άνθρωποι να μείνουν θα συνεχίζει εις τον αιώνα των αιώνων! Δεν φιμώνεται αυτό το πράγμα. Κι έτσι, ούτε στο Ισραήλ ούτε εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για αποσύνδεση. Για χωρισμό διοικητικό, βεβαίως. Και τους είπα να ολοκληρώσουν το κτηματολόγιο για να ξέρει το κράτος τι έχει ο εκκλησιαστικός χώρος. Την περιουσία του Πατέρα μας, δεν είναι των παπάδων.  Και είναι όλου του σώματος! Και να έρχεται το κράτος και να επεμβαίνει και να σου λέει πως θα τα αξιοποιήσεις... 

Κι αν χαθεί μια δραχμούλα να στέλνει από Αρχιεπίσκοπο μέχρι εμένα στη φυλακή! Αυτό δεν είναι το τίμιο και το σωστό. Αυτό προσπάθησε να κάνει ο Καποδίστριας, γι’ αυτό «τον φάγανε». Ο Καποδίστριας, ο μεγάλος αυτός άνθρωπος, ήθελε να αξιοποιήσει την εκκλησιαστική περιουσία για την παιδεία και την μισθοδοσία του κλήρου. Σχολεία, νοσοκομεία, αυτά να κτίζονται συνεχώς. Για να μην έρχεται ο Δεσπότης να σου λέει «για τα γεράματά μου έχω τόσα»......... Εδώ είναι που χρειάζεται ο έλεγχος του κράτους. Αλλά όχι το κλέψιμο! Μετά τον Καποδίστρια το κράτος κλέβει, αρπάζει συνεχώς. Εις οποιαδήποτε μορφή και με οποιονδήποτε τρόπο.

Η Δήλωση του Μακαριωτάτου
για την σύσταση της Εταιρίας Αξιοποίησης
Εκκλησιαστικής Περιουσίας Α.Ε.  έχει ως εξής

Σε μία εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο για την πατρίδα και την κοινωνία μας, που απαιτεί λύσεις και απαντήσεις στις βαρύτατες επιπτώσεις της σοβαρότερης κοινωνικής και οικονομικής κρίσης των τελευταίων εξήντα και πλέον ετών, Εκκλησία και Πολιτεία συνεργάζονται για την εξυπηρέτηση του κοινού καλού.

Με την Εκκλησία να θέτει ουσιαστικά για μία ακόμη φορά την περιουσία της στη διάθεση της Πολιτείας και του λαού μας. Πρόκειται για μία κοινωνική σύμπραξη στο ανώτατο θεσμικό επίπεδο με μοναδικό σκοπό την ανακούφιση των σκληρά δοκιμαζόμενων συνανθρώπων μας και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.

Γι' αυτό άλλωστε και τα έσοδα που θα προκύπτουν, θα κατευθύνονται από την μεν Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών, στην περαιτέρω στήριξη και επέκταση του κοινωνικού και φιλανθρωπικού της έργου, από το δε Ελληνικό Δημόσιο, στη διεύρυνση των κοινωνικών υποδομών του και στην αρωγή των πλέον ευπαθών και αδύναμων συμπολιτών μας». 

«Σήμερα πέρα από την περιουσία εκείνη της Εκκλησίας, τα έσοδα από την αξιοποίηση της οποίας καλύπτουν τα τεράστια έξοδα της λειτουργίας της, υπάρχει και άλλη σημαντική περιουσία που αδρανεί ή βρίσκεται σε αιχμαλωσία.

Μία σοβαρή συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας στο θέμα αυτό με ειλικρίνεια, τιμιότητα, διαφάνεια, συνέπεια και δεσμευτικές εγγυήσεις της Πολιτείας για την αξιοποίηση αυτής θα ήταν επωφελής και η ενδεδειγμένη μπροστά στην σημερινή κοινωνική πραγματικότητα».







Δεν υπάρχουν σχόλια: