01 Αυγούστου, 2013

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


Η ζω­ή της Πα­να­γί­ας μας σκι­α­γρα­φεί­ται α­πό τους Ευ­αγ­γε­λι­στές, τα λει­τουρ­γι­κά βι­βλί­α της Εκ­κλη­σί­ας μας (συ­να­ξά­ρια και τρο­πά­ρια των Θε­ο­μη­το­ρι­κών ε­ορ­τών) και τους λό­γους των Α­γί­ων Πα­τέ­ρων. Αυ­τές εί­ναι οι πη­γές για το κεί­με­νο που α­κο­λου­θεί.

Οι γο­νείς της

Η Θε­ο­τό­κος ή­ταν κό­ρη του πλού­σιου κτη­νο­τρό­φου Ι­ω­α­κείμ και της Άν­νας, που κα­τα­γό­ταν α­πό το βα­σι­λι­κό γέ­νος του Δαυ­ίδ. Ε­πει­δή ο Ι­ω­α­κείμ και η Άν­να ή­ταν ά­τε­κνοι (η Άν­να ή­ταν στεί­ρα), πα­ρα­κα­λού­σαν για πολ­λά χρό­νια το Θε­ό να τους χα­ρί­σει έ­να παι­δί, με την υ­πό­σχε­ση ό­τι το παι­δί που θα γεν­νη­θεί, θα το α­φι­ε­ρώ­σουν σ' Αυ­τόν. Πρέ­πει να ση­μει­ω­θεί ό­τι η α­τε­κνί­α την ε­πο­χή ε­κεί­νη ή­ταν ντρο­πή - κα­τά­ρα για έ­να αν­δρό­γυ­νο και ό­λοι τους πε­ρι­φρο­νού­σαν μέ­σα στην κοι­νω­νί­α. Α­κό­μα και οι ι­ε­ρείς δεν δέ­χον­ταν τα δώ­ρα που πρό­σφε­ραν στο να­ό του Θε­ού, λό­γω της α­τε­κνί­ας τους. 

Έξ αι­τί­ας αυ­τού η μεν Άν­να πή­γε μέ­σα στον κή­πο τους, ο δε Ι­ω­α­κείμ α­νέ­βη­κε στο βου­νό και ε­κεί με δά­κρυ­α πα­ρα­κα­λού­σαν το Θε­ό να τους χα­ρί­σει έ­να παι­δί και να λύ­σει την α­τε­κνί­α τους. Και ο Θε­ός τους προ­μή­νυ­σε με τον αρ­χάγ­γε­λό Του Γα­βρι­ήλ ό­τι θα συλ­λά­βει η πρώ­ην ά­γο­νος και στεί­ρα Άν­να και θα γεν­νή­σει παι­δί ά­γιο. Πράγ­μα­τι η Άν­να συ­νέ­λα­βε, και γέν­νη­σε τη Βα­σί­λισ­σα του κό­σμου. Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει το γε­γο­νός αυ­τό της συλ­λή­ψε­ως στις 9 Δε­κεμ­βρί­ου: «η σύλ­λη­ψις της Α­γί­ας Άν­νης, μη­τρός της Υ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου».

Η Γέν­νη­ση της Θε­ο­τό­κου

Έ­τσι λοι­πόν συ­νε­λή­φθη και γεν­νή­θη­κε η α­γί­α Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α· ό­χι βέ­βαι­α χω­ρίς σαρ­κι­κή συ­νά­φεια των γο­νέ­ων της. Γεν­νή­θη­κε σε εν­νέ­α μή­νες και, ναι μεν ή­ταν καρ­πός της υ­πο­σχέ­σε­ως του Θε­ού, αλ­λά έ­γι­νε με σπέρ­μα αν­δρός με τη συ­νεύ­ρε­ση των γο­νέ­ων της. Μό­νο ο Κύ­ριός μας Ι­η­σούς Χρι­στός γεν­νή­θη­κε α­πό την α­γί­α Παρ­θέ­νο Μα­ρί­α με τρό­πο α­νέκ­φρα­στο και α­νερ­μή­νευ­το, ό­πως Ε­κεί­νος Μό­νος γνω­ρί­ζει, χω­ρίς να υ­πάρ­χει το σαρ­κι­κό θέ­λη­μα. Σύμ­φω­να με την πα­ρά­δο­ση, η Πα­να­γί­α γεν­νή­θη­κε στην Ι­ε­ρου­σα­λήμ. Μά­λι­στα οι πα­τέ­ρες της α­γι­ο­τα­φι­κής α­δελ­φό­τη­τας δεί­χνουν στους προ­σκυ­νη­τές τον τό­πο γέν­νη­σης της Θε­ο­τό­κου, που βρί­σκε­ται κον­τά στην προ­βα­τι­κή κο­λυμ­βή­θρα. Ο­νο­μά­στη­κε Μα­ριάμ (Μα­ρί­α ε­ξελ­λη­νι­σμέ­νο) που ση­μαί­νει Κυ­ρί­α, Ελ­πί­δα. Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει τη γέν­νη­ση της Θε­ο­τό­κου στις 8 Σε­πτεμ­βρί­ου: «το Γε­νέ­θλιον της Υ­πε­ρα­γί­ας Δε­σποί­νης η­μών Θε­ο­τό­κου και α­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας».  

Η εί­σο­δος της Θε­ο­τό­κου στον Να­ό

Ό­ταν η Μα­ρί­α έ­φθα­σε τον τρί­το χρό­νο της η­λι­κί­ας της, την έ­φε­ραν οι γο­νείς της - σύμ­φω­να με την υ­πό­σχε­σή τους-στο Να­ό, και την πα­ρέ­δω­σαν στους ι­ε­ρείς. Σύμ­φω­να με το έ­θι­μο, τη συ­νό­δευ­σαν λαμ­πα­δο­φο­ρού­σες «παρ­θέ­ναι των Ε­βραί­ων».Α­φού την πα­ρέ­λα­βε ο ι­ε­ρέ­ας και προ­φή­της Ζα­χα­ρί­ας, πα­τέ­ρας του Ι­ω­άν­νου Προ­δρό­μου, κι­νού­με­νος α­πό τη θεί­α βου­λή, την ο­δή­γη­σε στο ε­σω­τε­ρι­κό και α­γι­ώ­τε­ρο μέ­ρος του Να­ού, στα ά­για των Α­γί­ων. Ε­κεί έ­ζη­σε δώ­δε­κα χρό­νια και α­ξι­ω­νό­ταν κα­θη­με­ρι­νά θεί­ες φα­νε­ρώ­σεις, ε­νώ θεί­ος άγ­γε­λος - ο Αρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ήλ της έ­φερ­νε συ­νε­χώς ου­ρά­νια τρο­φή.  Έ­τσι, ζών­τας μέ­σα στο χώ­ρο της α­γι­ό­τη­τας, ε­τοι­μα­ζό­ταν ο «έμ­ψυ­χος να­ός εις κα­τοί­κη­σιν του Κυ­ρί­ου».Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει το γε­γο­νός με την ε­ορ­τή των Ει­σο­δί­ων στις 21 Νο­εμ­βρί­ου: «μνή­μη της εν τω Να­ώ Ει­σό­δου της Θε­ο­μή­το­ρος»

Ο Ευ­αγ­γε­λι­σμός της Θε­ο­τό­κου

Ό­ταν η Μα­ρί­α έ­γι­νε δε­κα­πέν­τε ε­τών, οι γο­νείς της εί­χαν κοι­μη­θεί, γι' αυ­τό οι ι­ε­ρείς φρόν­τι­σαν να την α­πο­κα­τα­στή­σουν. Προ­έ­κρι­ναν ως κα­ταλ­λη­λό­τε­ρο τον δί­και­ο Ι­ω­σήφ. Η Γρα­φή τον ο­νο­μά­ζει Δί­και­ο: «Ι­ω­σήφ δε ο α­νήρ αυ­τής, δί­και­ος ων..­.» (Ματθ. α­';­19), που ση­μαί­νει πως εί­χε ό­λες τις α­ρε­τές. Ο Γέ­ρον­τας Ι­ω­σήφ ή­ταν χή­ρος και πα­τέ­ρας με ε­πτά παι­διά α­πό άλ­λη γυ­ναί­κα. Αυ­τά εί­ναι τα «θε­τά» ά­δέλ­φια του Ι­η­σού και ό­χι παι­διά της Θε­ο­τό­κου, η ο­ποί­α εί­ναι Α­ει­πάρ­θε­νος, πα­ρέ­μει­νε δη­λα­δή Παρ­θέ­νος και με­τά τη γέν­νη­ση του Κυ­ρί­ου και πο­τέ δεν ήλ­θε σε σαρ­κι­κή ε­πα­φή με τον Ι­ω­σήφ, ό­πως βλά­σφη­μα δι­δά­σκουν οι προ­τε­στάν­τες και άλ­λοι αι­ρε­τι­κοί. Έ­τσι ο αρ­ρα­βώ­νας ή­ταν α­πα­ραί­τη­τος, για να κα­λυ­φθεί η υ­περ­φυ­σι­κή γέν­νη­ση του Ι­η­σού με την πα­ρου­σί­α του Ι­ω­σήφ. Ο Ι­ω­σήφ πα­ρέ­λα­βε τη Μα­ριάμ και ήρ­θε στη Να­ζα­ρέτ. Τον τέ­ταρ­το μή­να με­τά την έ­ξο­δό της α­π' το Να­ό, ο Αρ­χάγ­γε­λος Γα­βρι­ήλ πα­ρου­σι­ά­στη­κε μπρο­στά της λέ­γον­τάς: «Χαί­ρε, κε­χα­ρι­τω­μέ­νη, ο Κύ­ριος με­τά σου, ευ­λο­γη­μέ­νη συ εν γυ­ναι­ξί..­.­».Η Μα­ριάμ α­κού­γον­τας το χαι­ρε­τι­σμό τα­ρά­χτη­κε. «Μη φο­βά­σαι» της λέ­γει ο Αρ­χάγ­γε­λος «Μη φο­βού Μα­ριάμ εύ­ρες γαρ χά­ριν πα­ρά τω Θε­ώ» (Λουκ. α­'28-30).  

Γι' αυ­τό θα συλ­λά­βεις και θα γεν­νή­σεις Υι­ό και θα τον ο­νο­μά­σεις Ι­η­σού. «Και ι­δού συλ­λή­ψη εν γα­στρί και τέ­ξη υι­όν, και κα­λέ­σεις το ό­νο­μα αυ­τού Ι­η­σούν» (Λουκ. α­'­31). Η Παρ­θέ­νος στο ά­κου­σμα αυ­τό ρω­τά­ει τον άγ­γε­λο: «Πως έ­σται μοι τού­το; Ε­πεί άν­δρα ου γι­νώ­σκω;» (Πως θα γί­νει αυ­τό, α­φού δεν γνω­ρί­ζω σαρ­κι­κά άν­τρα;­). Καί ο άγ­γε­λος της λύ­νει την α­πο­ρί­α λέ­γον­τάς της: «Πνεύ­μα Ά­γιον ε­πε­λεύ­σε­ται ε­πί σε και δύ­να­μις Υ­ψί­στου ε­πι­σκιά­σει σοι» (Λουκ. α­'­35) (Θα έλ­θει σε σέ­να το Ά­γιο Πνεύ­μα και θα σε σκε­πά­σει η Δύ­να­μη του Υ­ψί­στου).Τό­τε η Παρ­θέ­νος, α­πο­κρί­θη­κε προς τον άγ­γε­λο: «­Ι­δου η δού­λη Κυ­ρί­ου, γέ­νοι­τό μοι κα­τά το ρή­μα σου»­.(Λουκ. α­'­37) (Να η δού­λη του Κυ­ρί­ου, ας γί­νει σ' ε­μέ­να σύμ­φω­να με τον λό­γο σου).Α­πό ε­κεί­νη τη στιγ­μή ο Κύ­ριος μας Ι­η­σούς Χρι­στός σαρ­κώ­θη­κε στη μή­τρα της α­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας γί­α τη σω­τη­ρί­α του αν­θρώ­πι­νου γέ­νους. Η Εκ­κλη­σί­α μας ε­ορ­τά­ζει τον Ευ­αγ­γε­λι­σμό στις 25 Μαρ­τί­ου: «ο Ευ­αγ­γε­λι­σμός της Υ­πε­ρα­γί­ας  Δε­σποί­νης η­μών Θε­ο­τό­κου και α­ει­παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας».

Η Μα­ριάμ ε­πι­σκέ­πτε­ται την Ε­λι­σά­βετ

Η μα­κα­ρί­α Παρ­θέ­νος Μα­ριάμ, έ­χον­τας μέ­σα στα σπλά­χνα της Αυ­τόν που δεν τον χω­ρά­ει το σύμ­παν, έ­φυ­γε βι­α­στι­κά α­πό τη Να­ζα­ρέτ για κά­ποι­α πό­λη στα ο­ρει­νά της Ι­ου­δαί­ας, ό­που κα­τοι­κού­σε το ευ­λο­γη­μέ­νο αν­δρό­γυ­νο, ο Ζα­χα­ρί­ας με την Ε­λι­σά­βετ. Σκο­πός της ή­ταν να βρει την Ε­λι­σά­βετ, που ή­ταν συγ­γε­νής της, και να την συγ­χα­ρεί για την εγ­κυ­μο­σύ­νη της γε­ρον­τι­κής της η­λι­κί­ας, την ο­ποί­α πλη­ρο­φο­ρή­θη­κε α­πό τον άγ­γε­λο «και ι­δού Ε­λι­σά­βετ η συγ­γε­νής σου και αυ­τή συ­νει­λη­φυί­α υϊόν εν γή­ρει αυ­τής, και ού­τος μην έ­κτος ε­στίν αυ­τή τη κα­λου­μέ­νη στεί­ρα»(Λουκ. α 38) (και να που η Ε­λι­σά­βετ η συγ­γε­νής σου έ­χει συλ­λά­βει και αυ­τή γιο στα γη­ρα­τειά της, και αυ­τός εί­ναι ο έ­κτος μή­νας της εγ­κυ­μο­σύ­νης γι' αυ­τήν που τη φω­νά­ζα­νε στεί­ρα). Πε­ρισ­σό­τε­ρο ό­μως ή­θε­λε να της δι­η­γη­θεί τα με­γά­λα και θαυ­μα­στά που ευ­δό­κη­σε και έ­κα­με σ' αυ­τήν ο παν­το­δύ­να­μος Θε­ός. «Και ε­γέ­νε­το ως ή­κου­σεν η Ε­λι­σά­βετ τον α­σπα­σμόν της Μα­ρί­ας, ε­σκίρ­τη­σε το βρέ­φος εν τη κοι­λί­α αυ­τής». Η Ε­λι­σά­βετ μό­λις ά­κου­σε τον χαι­ρε­τι­σμό της Παρ­θέ­νου αι­σθάν­θη­κε ό­τι το ε­ξά­μη­νο βρέ­φος στα σπλά­χνα της σκίρ­τη­σε α­πό χα­ρά. 

Και με το σκίρ­τη­μα αυ­τό ο Ι­ω­άν­νης ο Πρό­δρο­μος, πριν α­κό­μα δει το φως του αι­σθη­τού η­λί­ου, προ­φη­τεύ­ει την α­να­το­λή του νο­η­τού Η­λί­ου (του Χρι­στού). Α­μέ­σως τό­τε η γε­ρόν­τισ­σα Ε­λι­σά­βετ, με το φω­τι­σμό του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος, α­να­γνώ­ρι­σε την Παρ­θέ­νο Μα­ριάμ σαν Μη­τέ­ρα του Κυ­ρί­ου και Θε­ού μας και δο­ξο­λό­γη­σε με­γα­λό­φω­να το Χρι­στό που έ­φε­ρε στα σπλά­χνα της: «και πό­θεν μοι τού­το ί­να έλ­θη η μή­τηρ του Κυ­ρί­ου μου πρός με;» (Λουκ. α 43). Και η Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη α­πό την α­γαλ­λί­α­ση που της έ­δω­σε το Ά­γιο Πνεύ­μα, έ­ψαλ­λε την - ο­νο­μα­σθεί­σα - ω­δή της Θε­ο­τό­κου: «Με­γα­λύ­νει η ψυ­χή μου τον Κύ­ριον και η­γαλ­λί­α­σε το πνεύ­μα μου ε­πί τω Θε­ώ τω σω­τή­ρί μου..­.» (Λουκ. α ­46-47). Στη συ­νέ­χεια η Μα­ριάμ έ­μει­νε τρεις μή­νες κον­τά στην Ε­λι­σά­βετ, και έ­πει­τα ε­πέ­στρε­ψε στο σπί­τι της. «Έ­μει­νε δε Μα­ριάμ συν αυ­τή ω­σεί μή­νας τρεις και υ­πέ­στρε­ψεν εις τον οί­κον αυ­τής» (Λουκ. α­'­56).

Οι αμ­φι­βο­λί­ες του  Ι­ω­σήφ και η δι­ά­λυ­σή τους α­πό τον άγ­γε­λο.

Ο Ι­ω­σήφ, με­τά α­πό λί­γο και­ρό, προ­βλη­μα­τί­ζε­ται έν­το­να δι­ό­τι «πριν η συ­νελ­θείν αυ­τούς ευ­ρέ­θη εν γα­στρί έ­χου­σα εκ Πνεύ­μα­τός Α­γί­ου»(Ματθ.α 18). Αν­θρώ­πι­να ερ­μη­νεύ­ον­τας την α­δι­και­ο­λό­γη­τη εγ­κυ­μο­σύ­νη της Πα­να­γί­ας, α­πο­φα­σί­ζει να την δι­ώ­ξει μυ­στι­κά. Ε­πει­δή ή­ταν «δί­και­ος», δεν ή­θε­λε να την δι­α­πομ­πεύ­σει πα­ρα­δειγ­μα­τι­κά, ό­πως προ­έ­βλε­πε ο νό­μος. «Ι­ω­σηφ δε ο α­νήρ αυ­τής, δί­και­ος ων και μη θέ­λων αυ­τήν πα­ρα­δειγ­μα­τί­σαι, ε­βου­λή­θη λά­θρα α­πο­λύ­σαι αυ­τήν»(Ματθ. α­'­19). Τό­τε πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στον  Ι­ω­σήφ άγ­γε­λος Κυ­ρί­ου και του λέ­ει: «­Ι­ω­σήφ, υι­ός Δαυ­ίδ μη φο­βη­θής πα­ρα­λα­βείν Μα­ριάμ την γυναίκα σου, το γαρ εν αυ­τή γεν­νη­θέν εκ Πνεύ­μα­τος εστίν Α­γί­ου»(Ματθ. α­'20).

 Έ­τσι ο Ι­ω­σήφ έ­κα­νε ό­πως τον δι­έ­τα­ξε ο άγ­γε­λος και, α­φού πα­ρέ­λα­βε την Παρ­θέ­νο στο σπί­τι του, «ουκ ε­γί­νω­σκεν αυ­τήν» (Ματθ. α­'­25), δεν την γνώ­ρι­σε σαρ­κι­κά πο­τέ ως σύ­ζυ­γο, ού­τε και ό­ταν γέν­νη­σε τον πρω­τό­το­κο και μο­να­δι­κό γιο της, τον Ι­η­σού.

ΑΥΡΙΟ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ.......





Δεν υπάρχουν σχόλια: