02 Ιουνίου, 2013

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (2/6/2013)


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
Κατά Ιωάννην (δ΄ 5–42)

Τ καιρ κείν, ρχεται Κύριος ες πόλιν τς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον το χωρίου δωκεν ακβ ωσφ τ υἱῷ ατο· ν δ κε πηγ το ακώβ. ον ησος κεκοπιακς κ τς δοιπορίας καθέζετο οτως π τ πηγ· ρα ν σε κτη. ρχεται γυν κ τς Σαμαρείας ντλσαι δωρ. Λέγει ατ ησος· δός μοι πιεν. Ο γρ μαθητα ατο πεληλύθεισαν ες τν πόλιν να τροφς γοράσωσι. Λέγει ον ατ γυν Σαμαρετις· πς σ ουδαος ν παρ' μο πιεν ατες, οσης γυναικς Σαμαρείτιδος; ο γρ συγχρνται ουδαοι Σαμαρείταις.

πεκρίθη ησος κα επεν ατ· ε δεις τν δωρεν το Θεο, κα τίς στιν λέγων σοι, δός μοι πιεν, σ ν τησας ατόν, κα δωκεν ν σοι δωρ ζν. Λέγει ατ γυνή· Κύριε, οτε ντλημα χεις, κα τ φρέαρ στ βαθύ· πόθεν ον χεις τ δωρ τ ζν; Μ σ μείζων ε το πατρς μν ακώβ, ς δωκεν μν τ φρέαρ, κα ατς ξ ατο πιε κα ο υο ατο κα τ θρέμματα ατο; πεκρίθη ησος κα επεν ατ· πς πίνων κ το δατος τούτου διψήσει πάλιν· ς δι' ν πίῃ κ το δατος ο γ δώσω ατ, ο μ διψήσ ες τν αἰῶνα, λλ τ δωρ δώσω ατ, γενήσεται ν ατ πηγ δατος λλομένου ες ζων αἰώνιον.

Λέγει πρς ατν γυνή· Κύριε, δός μοι τοτο τ δωρ, να μ διψ μηδ ρχωμαι νθάδε ντλεν. Λέγει ατ ησος· παγε φώνησον τν νδρα σου κα λθ νθάδε. πεκρίθη γυν κα επεν· οκ χω νδρα. Λέγει ατ ησος· καλς επας τι νδρα οκ χω· πέντε γρ νδρας σχες, κα νν ν χεις οκ στι σου νήρ· τοτο ληθς ερηκας. Λέγει ατ γυνή· Κύριε, θεωρ τι προφήτης ε σύ. Ο πατέρες μν ν τ ρει τούτ προσεκύνησαν· κα μες λέγετε τι ν εροσολύμοις στν τόπος που δε προσκυνεν.

Λέγει ατ ησος· γύναι, πίστευσόν μοι τι ρχεται ρα τε οτε ν τ ρει τούτ οτε ν εροσολύμοις προσκυνήσετε τ πατρί. μες προσκυνετε οκ οδατε, μες προσκυνομεν οδαμεν· τι σωτηρία κ τν ουδαίων στίν. λλ' ρχεται ρα, κα νν στιν, τε ο ληθινο προσκυνητα προσκυνήσουσι τ πατρ ν πνεύματι κα ληθείᾳ· κα γρ πατρ τοιούτους ζητε τος προσκυνοντας ατόν. Πνεμα Θεός, κα τος προσκυνοντας ατν ν πνεύματι κα ληθείᾳ δε προσκυνεν. Λέγει ατ γυνή· οδα τι Μεσσίας ρχεται λεγόμενος Χριστός· ταν λθ κενος, ναγγελε μν πάντα.

Λέγει ατ ησος· γώ εμι λαλν σοι. Κα π τούτ λθον ο μαθητα ατο, κα θαύμασαν τι μετ γυναικς λάλει· οδες μέντοι επε, τί ζητες τί λαλες μετ' ατς; φκεν ον τν δρίαν ατς γυν κα πλθεν ες τν πόλιν, κα λέγει τος νθρώποις· δετε δετε νθρωπον ς επέ μοι πάντα σα ποίησα· μήτι οτός στιν Χριστός; ξλθον ον κ τς πόλεως κα ρχοντο πρς ατόν. ν δ τ μεταξ ρώτων ατν ο μαθητα λέγοντες· ραββί, φάγε. δ επεν ατος· γ βρσιν χω φαγεν, ν μες οκ οδατε. λεγον ον ο μαθητα πρς λλήλους· μή τις νεγκεν ατ φαγεν; Λέγει ατος ησος· μν βρμά στιν να ποι τ θέλημα το πέμψαντός με κα τελειώσω ατο τ ργον.

Οχ μες λέγετε τι τι τετράμηνός στι κα θερισμς ρχεται; δο λέγω μν, πάρατε τος φθαλμος μν κα θεάσασθε τς χώρας, τι λευκαί εσι πρς θερισμν δη. Κα θερίζων μισθν λαμβάνει κα συνάγει καρπν ες ζων αἰώνιον, να κα σπείρων μο χαίρ κα θερίζων. ν γρ τούτ λόγος στν ληθινός, τι λλος στν σπείρων κα λλος θερίζων. γ πέστειλα μς θερίζειν οχ μες κεκοπιάκατε· λλοι κεκοπιάκασι, κα μες ες τν κόπον ατν εσεληλύθατε.

 κ δ τς πόλεως κείνης πολλο πίστευσαν ες ατν τν Σαμαρειτν δι τν λόγον τς γυναικός, μαρτυρούσης τι επέ μοι πάντα σα ποίησα. ς ον λθον πρς ατν ο Σαμαρεται, ρώτων ατν μεναι παρ' ατος· κα μεινεν κε δύο μέρας. Κα πολλ πλείους πίστευσαν δι τν λόγον ατο, τ τε γυναικ λεγον τι οκέτι δι τν σν λαλιν πιστεύομεν· ατο γρ κηκόαμεν, κα οδαμεν τι οτός στιν ληθς σωτρ το κόσμου Χριστός.


Μετάφραση Ιεράς Περικοπής

Τον καιρό εκείνο, έρχεται ο Κύριος εις μίαν πόλιν της Σαμαρείας που λέγεται Συχάρ, κοντά εις το χωράφι που έδωκε ο Ιακώβ εις τον Ιωσήφ, τον υϊόν του. Εκεί υπήρχε το πηγάδι του Ιακώβ.

Ο Ιησούς, κουρασμένος από την οδοιπορίαν, εκάθησεν, όπως ήτο κοντά εις το πηγάδι· η ώρα ήτο περίπου έξη. Έρχεται μια γυναίκα από την Σαμάρειαν δια να πάρη νερό.

Ο Ιησούς της λέγει, «Δος μου να πιώ», διότι οι μαθηταί του είχαν φύγει εις την πόλιν δια να αγοράσουν τρόφιμα. Η Σαμαρείτις γυναίκα του λέγει, «Πως συ που είσαι Ιουδαίος ζητάς να πιής από εμέ που είμαι γυναίκα Σαμαρείτις;».Διότι οι Ιουδαίοι δεν επικοινωνούν με τους Σαμαρείτας.

Ο Ιησούς της απεκρίθη, «Εάν ήξερες την δωρεάν του Θεού και ποιόν είναι εκείνος που σου λέγει, «Δος μου να πιώ», συ θα τον παρακαλούσες και θα σου έδινε νερό ζωντανό». 

Λέγει εις αυτόν η γυναίκα, «Κύριε, κουβά δεν έχεις και το πηγάδι είναι βαθύ, από που λοιπόν έχεις το νερό το ζωντανό; Μήπως είσαι συ μεγαλύτερος από τον πατέρα μας Ιακώβ που μας έδωκε το πηγάδι και ήπιε από αυτό και ο ίδιος και τα παιδιά του και τα ζώα του;».

Ο Ιησούς της απεκρίθη, «Όποιος πίνει από το νερό αυτό θα διψάση και πάλιν· εκείνος όμως που θα πιή από το νερό που εγώ θα του δώσω, θα γίνη μια εσωτερική πηγή νερού που θα αναβρύη εις ζωήν αιώνιον».

Λέγει εις αυτόν η γυναίκα, «Κύριε, δος μου το νερό αυτό δια να μη διψώ ούτε να έρχωμαι εδώ να αντλώ».

Ο Ιησούς της λέγει, Πήγαινε, φώναξε τον άνδρα σου και έλα εδώ». Η γυναίκα απεκρίθη, «Δεν έχω άνδρα».

Λέγει εις αυτήν ο Ιησούς, «Καλά είπες ότι δεν έχεις άνδρα, διότι πέντε άνδρες επήρες και τώρα εκείνον που έχεις δεν είναι άνδρας σου· εις αυτό είπες αλήθεια». Λέγει εις αυτόν η γυναίκα, «Κύριε, βλέπω ότι συ είσαι προφήτης. Οι πατέρες μας εις το όρος τούτο ελάτρευσαν τον Θεόν, ενώ σεις λέτε ότι εις τα Ιεροσόλυμα είναι ο τόπος όπου πρέπει να λατρεύεται ο Θεός».

Λέγει εις αυτήν ο Ιησούς, «Πίστεψέ με, γυναίκα, ότι έρχεται ώρα που ούτε εις το όρος τούτο ούτε εις τα Ιεροσόλυμα θα λατρεύετε τον Πατέρα.

Σεις λατρεύετε εκείνο που δεν ξέρετε, εμείς λατρεύομεν εκείνο που ξέρομε, διότι η σωτηρία έρχεται από τους Ιουδαίους. Αλλ’ έρχεται η ώρα, και μάλιστα ήλθε ήδη, που οι αληθινοί προσκυνηταί θα λατρεύσουν τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά, διότι τέτοιοι θέλει ο Πατέρας να είναι εκείνοι που τον λατρεύουν.

Ο Θεός είναι Πνεύμα και εκείνοι που τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν πνευματικά και αληθινά». Λέγει εις αυτόν η γυναίκα, «Ξέρω ότι θα έλθη ο Μεσσίας, ο λεγόμενος Χριστός. Όταν έλθη εκείνος, θα μας τα γνωρίση όλα».

Ο Ιησούς της λέγει, «Εγώ είμαι που μιλώ μαζί σου». Την στιγμήν αυτήν ήλθαν οι μαθηταί του και απόρησαν που μιλούσε με γυναίκα, κανείς όμως δεν είπε, «Τι ζητάς» η «Γιατί μιλάς μαζί της;». Η γυναίκα άφησε την στάμνα της, επήγε εις την πόλιν και είπε εις τους ανθρώπους, «Ελάτε να ιδήτε έναν που μου είπε όλα όσα έκανα· μήπως είναι αυτός ο Χριστός;».

Εβγήκαν λοιπόν από την πόλιν και ήρχοντο σ’ αυτόν. Εν τω μεταξύ τον παρακαλούσαν οι μαθηταί και του έλεγαν, «Ραββί, φάγε». Αυτός δε είπε, «Εγώ έχω φαγητόν να φάγω, το οποίον σεις δεν ξέρετε». Έλεγαν τότε οι μαθηταί μεταξύ τους, «Μήπως του έφερε κανείς να φάγη;».

Λέγει εις αυτούς ο Ιησούς, «Το φαγητόν μου είναι να κάνω το θέλημα εκείνου, που με έστειλε και να τελειώσω το έργο του.

Δεν λέτε, «Τέσσερις μήνες ακόμη και ο θερισμός έρχεται;». Σηκώστε τα μάτια σας, σας λέγω, και ιδέτε τα χωράφια ότι είναι άσπρα, έτοιμα προς θερισμόν.

Ήδη ο θεριστής παίρνει μισθόν και μαζεύει καρπόν δια την ζωήν την αιώνιον, δια να χαίρουν μαζί και ο σπορεύς και ο θεριστής. Εδώ η παροιμία είναι αληθινή, ότι άλλος σπέρνει και άλλος θερίζει. Εγώ σας έστειλα να θερίσετε εκείνο, δια το οποίον δεν εκοπιάσατε· άλλοι έχουν κοπιάσει και σεις εμπήκατε εις τον κόπον τους». Πολλοί από τους Σαμαρείτας της πόλεως εκείνης επίστεψαν εις αυτόν εξ αιτίας της μαρτυρίας της γυναίκας: «Μου είπε όλα όσα έκανα».

Όταν λοιπόν ήλθαν οι Σαμαρείται προς αυτόν, τον παρακαλούσαν να μείνη κοντά τους· και έμεινε εκεί δύο ημέρες. Και πολύ περισσότεροι επίστεψαν έπειτα από όσα τους είπε, εις δε την γυναίκα έλεγαν, «Ο λόγος που πιστεύομεν δεν είναι πλέον τα όσα μας είπες, αλλά διότι τον ακούσαμε εμείς οι ίδιοι και ξέρομεν ότι αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός».











  














 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: