H πρώτη αφορμή της τελετής του Αγίου Φωτός ήταν η συμβολική
ανάμνηση της Αναστάσεως του Σωτήρος ημών και των περιστατικών που ακολούθησαν. Ήταν
η ιδέα ότι ο Κύριος με την Ανάστασή Του επικύρωσε την ουράνια διδασκαλία Του,
που φωτίζει κάθε άνθρωπο στον κόσμο.
Ο
Άγγελος που κατέβηκε από τον ουρανό, του οποίου η ιδέα ήταν σαν αστραπή (Ματθ. κη’.
2-3 Λουκ. κδ’ 4) αυτά ενέπνευσαν βεβαίως στην τελετουργία της Εκκλησίας μας το έθιμο
του «λαμπαδοφορείν» κατά την εορτή του Πάσχα. Η διαδεδομένη τελετή της διανομής
του φωτός κατά τη νύχτα της Κυριακής του Πάσχα σε όλες τις Εκκλησίες μας, ενώ
ψάλλεται «Δεύτε λάβετε φώς εκ του ανεσπέρου φωτός, και ασπάσασθε Χριστὸν τον αναστάντα εκ
νεκρών»
είναι αναντίρρητα αρχαιότατη[1]. Άπό το πρωί του Αγίου και Μεγάλου
Σαββάτου όλοι οι προσκυνητές στην Ιερουσαλήμ, όλων των Χριστιανικών δογμάτων, εκτός
των Λατίνων, συρρέουν στὸν Πανίερο Ναό της
Αναστάσεως, ο οποίος κατακλύζεται από κόσμο, ενώ καμία από τις πολυάριθμες
λυχνίες δὲν ανάβει. Η παρουσία του στρατού και της Αστυνομίας εντὸς του Ιερού
Ναού, γύρω απὸ το Ιερό
Κουβούκλιο και αλλού είναι έντονη, προκειμένου νὰ διασφαλίζεται η ευταξία και η ηρεμία
εντός του ιερού χώρου[2].
Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, περίπου ώρα 7, προσέρχεται από
το Πατριαρχείο μὲ όλο τὸν Κλήρο στὸν Πάνσεπτο Ναό τής
Αναστάσεως και λαμβάνουν θέση στο Ιερό Βήμα. Ακολουθεί ο Κλήρος των Αρμενίων και
κατόπιν οι κληρικοί των άλλων εθνών. Μετὰ από λίγα λεπτά οι Επίτροποι του
Πατριάρχου των Αρμενίων και των Κοπτών, αφού εισέλθουν στο Ιερό Βήμα ασπάζονται
τη δεξιά του Πατριάρχου, λαμβάνοντας την άδεια για να συμμετάσχουν στην τελετή.
Η εθιμοτυπία αυτή βασίζεται σε ρητές διατάξεις των Σουλτανικών ορισμών, σχετικὰ με την ιδιοκτητική
κυριαρχία του έθνους μας επί του Παναγίου Τάφου[3]. Μία ώρα πρίν, οι θύρες του Αγίου
Κουβουκλίου κλείνονται και σφραγίζονται με την ειδική σφραγίδα των θυρωρών του
Παναγίου Τάφου.
Όταν όλα είναι έτοιμα ο Πατριάρχης και ιερείς
που συλλειτουργούν, έχοντας φορέσει τις ιερατικές τους στολές, εξέρχονται από το
Άγιο Βήμα, προπορευομένων σημαιών και επευφημούντος του πλήθους. Μέσα στη γενική
επευφημία και συγκίνηση ακούγεται η γλυκιά και πολυπόθητη μελωδία των ψαλτών
μας που ψάλλουν το γνωστὸ τροπάριο: «Την Ανάστασίν σου Χριστὲ Σωτήρ, Άγγελοι υμνούσι
εν ουρανοίς…».[4] Ο Κλήρος περιέρχεται με ψαλμωδίες προς το
Άγιο Κουβούκλιο. Μετὰ τη λιτανεία η
θύρα του Αγίου Κουβουκλίου αποσφραγίζεται και ο μεν Πατριάρχης, εισερχόμενος σε
αυτό, διαβάζει την ευχή, παρακαλώντας να διανεμηθεί το φως από το εσωτερικό του
Παναγίου Τάφου στους λαμβάνοντες με ευλάβεια χάρη, ενώ ο Κλήρος επιστρέφει στο Άγιο
Βήμα.
Μετὰ από λίγα λεπτά ακούγεται
δυνατή βοή. Το Άγιο φώς μεταδίδεται από τον
Πατριάρχη σε αργυρούς πυρσούς σε όλες τις οπές του Ιερού Κουβουκλίου, και από τη
δεξιά οπή παραλαμβάνει το φώς κάποια προνομιούχα οικογένεια από τους ντόπιους Ορθοδόξους
και το μεταφέρει στο Άγιο Βήμα, από όπου διανέμεται στα πλήθη απὸ το Σκευοφύλακα
του Παναγίου Τάφου, ενώ από την αριστερή οπή το παραλαμβάνουν οι Αρμένιοι, οι
Κόπτες και οι Συριανοί (Ιακωβίτες), οι οποίοι τὸ μεταφέρουν στα παρεκκλήσια τους εντός του Ιερού Ναού
και το διανέμουν στο ποίμνιό τους.
Οι ήχοι των καμπανών και των σημάντρων ηχούν
δυνατά και ο μέχρι εκείνη την ώρα σκοτεινός Ναός μεταβάλλεται σὲ θάλασσα φωτός,
φωτιζόμενος απὸ 3.000 περίπου φώτα[5].
Αφού περάσουν λίγα λεπτά ο Πατριάρχης εξέρχεται από το Ιερό Κουβούκλιο,
κρατώντας αναμμένες δεσμίδες κεριών και μεταβαίνει στο Άγιο Βήμα. Την τελετή επισφραγίζει η έναρξη της
λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου, ενώ ο λαὸς διασκορπίζεται με τα αναμμένα κεριά στα
χέρια του. Ορθόδοξοι Φελάχοι από τα παρακείμενα χωριά αφού παραλάβουν σε φανάρια το Άγιο Φώς, το μεταφέρουν
πεζοί στὰ χωριά τους, όπου
οι κάτοικοι τους αναμένουν με ευφημίες,
χειροκροτήματα καὶ αλαλαγμούς.
Η
τελετή αυτή ενέπνευσε τον κορυφαίο ασματογράφο της Εκκλησίας μας τὸ ψαλλόμενο
τροπάριο κατά τη νύχτα του Πάσχα «Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τὲ και γη και τὰ καταχθόνια»[6]. Πρώτος ο Μοναχός
Βερνάρδος που επισκέφτηκε την Αγία Γη το 870
αναφέρει τὴν τελετή του Αγίου
Φωτός, αλλὰ η περιγραφή αυτή
είναι συντομότατη καί ανακριβής. Κάποιο αρχαίο χειρόγραφο τυπικὸ των Ιερών
Ακολουθιών του Ναού της Αναστάσεως την
περιγράφει ως εξής: «Τὴ δεύτερη ώρα της
αγίας ημέρας του Μεγάλου Σαββάτου έρχονται οι Μυροφόρες και αρχίζουν νὰ πλένουν τα
καντήλια, τα καθαρίζουν και τὰ
τοποθετούν στὸ εσωτερικό του
Παναγίου καὶ Ζωοποιού Τάφου,
παρόντος του Πατριάρχου, του Αρχιδιακόνου, του Δευτεραρίου και του
Παραμοναρίου, ενώ τρεις διάκονοι και ψάλτες ψάλλουν.
Οι Μυροφόρες, ενώ εκτελούν το έργο,
ψάλλουν τον κανόνα καὶ τὴν ακολουθία των Ωρών
και όταν ολοκληρώσουν την ετοιμασία των καντηλιών, ξεκινά δόξα ήχος πλάγιος Β΄ «τὴν σήμερον μυστικώς». Και τότε
κλειδώνει ο Πατριάρχης τον Άγιο Τάφο και λαμβάνει τα κλειδιά. Τότε
σβήνουν τὰ καντήλια σε όλο
τὸν Ναό καὶ ανεβαίνει ο
Πατριάρχης στὰ κατηχούμενα για
νὰ ψάλλει τις Ώρες
και όταν σημάνει ώρα 9, κατεβαίνει γιὰ νὰ επιτελέσει την ακολουθία[7]. Όταν η ώρα
σημάνει 9, κατεβαίνει ο Πατριάρχης με τον Κλήρο ενδεδυμένοι με άσπρα άμφια στην
Αγία Ανάσταση, χωρὶς φωταψίες καὶ θυμιατά καὶ τότε ξεκινούν τὸν εσπερινό πίσω από
τον Πανάγιο Τάφο.
Μετὰ τὸ τέλος τῶν προφητειών αμέσως εισέρχεται ο
Πατριάρχης στο Άγιο Βήμα και ρογεύει το
θυμίαμα στους Μητροπολίτες, Επισκόπους και Πρεσβυτέρους καὶ ξεκινούν νὰ θυμιάζουν τὸ Ναό και οι Αρχιερείς
και ιερείς, έξω από τον Πανάγιο Τάφο και κάνουν τον κύκλο τρεις φορές, ενώ αυτός
είναι κλειστός. Αμέσως μετὰ
ανεβαίνουν στoν Άγιο Γολγοθά και στον κήπο και στον Άγιο Κωνσταντίνο
και τὴν Άγία Φυλακή,
μέχρι να φτάσουν στην Πύλη της Αγίας Αναστάσεως, που καλείται η Πύλη των
Μυροφόρων. Τότε παραλαμβάνουν οι υποδιάκονοι τους θυμιατούς
από τους Αρχιερείς και τους ιερείς και εισέρχονται όλοι μαζί στο Άγιο Βήμα και ξεκινά
ο Πατριάρχης το «Κύριε ελέησον».
Και τότε ο ευλαβής λαός, όλοι μαζί αναφωνούν
«Κύριε ελέησον» εκτενώς και ακατάπαυστα και τότε εξέρχεται ο Πατριάρχης από το Βήμα,
και κρατούν τα χέρια του από τις δύο πλευρές
Αρχιδιάκονος και ο Πρωτονοτάριος και προπορεύεται αυτών ο Σακελλάριος. Και τον ακολουθούν από πίσω ο
Παραμονάριος και ο Καστρίνσιος και τότε πέφτει ο Πατριάρχης στο μπροστινό μέρος
του Αγίου Βήματος με το πρόσωπο στο έδαφος και προσεύχεται με δάκρυα για τις αμαρτίες
του κόσμου και εκτείνει τα χέρια του ψηλά. Και αυτό γίνεται τρεις φορές. Το ίδιο
πράττουν και οι συνοδεύοντες αυτόν, ενώ ο λαός αναφωνεί «Κύριε ελέησον» αδιαλείπτως.
Και τότε κατά την είσοδο του Πατριάρχη και των συνοδευόντων αυτόν στον Πανάγιο
Τάφο γονατίζει με το πρόσωπο τρεις φορές και προσεύχεται και παρακαλά για αυτὸν και το λαό και
τότε ανάβει από το Άγιο Φώς και το μεταδίδει στον Αρχιδιάκονο και ο Αρχιδιάκονος
στο λαό.
Και μετά από αυτό βγαίνει ο Πατριάρχης
και η συνοδεία του ψάλλοντες στιχηρά, ήχος
α «Φωτίζου φωτίζου ἡ
νέα Ιερουσαλήμ». Αμέσως μετὰ
ακολουθεί λιτή στὸν Άγιο Κωνσταντίνο.
Καὶ μετὰ τὸ «Νυν απολύεις»
δίνει ευχή ο Πατριάρχης και ανέρχεται στο Βαπτιστήριο για να βαπτίσει και πάλι επιστρέφει
στον Άγιο Κωνσταντίνο και αρχίζει η λειτουργία. Και μετά τη λειτουργία μένουν οι
Μυροφόρες στὸν Πανάγιο και Ζωοποιό
Τάφο, τον θυμιάζουν και τον μυρίζουν. Καὶ όταν φύγουν από
εκεί και οι πιστοί από το Ναό, κλειδώνουν τὸ Ναό και δε μένει κανένας εκεί και μένει έτσι
κλειδωμένος ο Ναός μέχρι νὰ
κατέβει ο Πατριάρχης με τον Κλήρο «όρθρου βαθέως»[8].
Στο Ναό του Αγίου Ιακώβου τελούνταν η
θεία Λειτουργία στὴν ελληνική, όπως
και στο Ναό της Αναστάσεως, ενώ κατά το Πάσχα, όπως ορίζει το Τυπικό, γινόταν το
ανάγνωσµα και στην αραβική, χάριν των αραβόφωνων. Και δὲ γνωρίζουμε αν σε
αυτό συλλειτουργούσαν Έλληνες και Λατίνοι, αλλὰ στη μεγάλη τελετή του αγίου Φωτός
λιτάνευαν με τους Λατίνους και οι Έλληνες. Το 1101 συνέβη κάποιο περίεργο επεισόδιο,
το οποίο συντάραξε τους Λατίνους. Διηγείται αυτόπτης Λατίνος μάρτυρας, ο Πουλχέριος,
μετέπειτα Πατριάρχης, ότι κατά το έτος εκείνο δε φαινόταν το Άγιον Φώς, παρ’ όλες
τις λιτανείες ποὺ τελούνταν, κατά
τις οποίες ψαλλόταν το «Κύριε ελέησον» απὸ όλους τους λιτανεύοντες. «Κατελήφθημεν υπό μεγίστης λύπης και θλίψεως.
Πόσαι ανακραυγαί προς τον Κύριον! πόσοι στεναγμοί, πόσοι οδυρµοί! Διότι εν οδυρµοίς
πάντες εψάλλοµεν Κύριε ελέησον ίνα δια της ψαλμωδίας εκζητήσωµεν το έλεος του
Κυρίου, αλλά και καθικετεύοντες αυτὸν ουδαµώς ελαµβάνοµεν το ζητούμενον. Εγένετο ήδη εσπέρα και η ημέρα έληξε καὶ επειδή
εσκέφθησαν, ότι ένεκα των αμαρτιών ηµών συνέβη ότι εν άλλοις χρόνους δὲν συνέβη,
έκαστος ηµών άπεφάσισεν ενδομύχως νὰ διορθωθή, εν οις εξήµαρτε προς τον
Θεόν». Το Άγιο Φώς δε φάνηκε ούτε κατά τὸ πρωί του Πάσχα, ο βασιλιάς Βαλδουΐνος απελπισμένος
προσευχόταν στὸν Πανάγιο Τάφο, ο
λατινικός κλήρος βρέθηκε σε πολύ δυσάρεστη θέση, αγνοώντας αν έπρεπε να τελέσει
η όχι την εορτή του Πάσχα, χωρὶς
το Άγιο Φώς. Διατελούντες σὲ
τέτοια αγωνιώδη κατάσταση οι Λατίνοι αποφάσισαν νὰ εξέλθουν από τὸ Ναό της Αναστάσεως.
Οι
εναπομείναντες όμως Έλληνες, συνέχιζαν μὲ θέρμη τις προσευχές τους.
Ακολουθούμενοι από τους Ιακωβίτες και τους Αρμένιους, λιτάνευσαν, ικέτευσαν τὸ Θεὸ και τὸ Άγιο Φώς
φάνηκε, πλημμυρίζοντας όλο τὸ
Ναό. Με αλαλαγμό προσέτρεξαν οι Λατίνοι γιὰ νὰ λάβουν από τους Έλληνες τὸ Άγιο Φώς. Μετὰ απὸ τὸ επεισόδιο αυτό οι ταπεινωθέντες καὶ περιφρονηθέντες
από τοὺς Σταυροφόρους Έλληνες
εξυψώθηκαν στὰ μάτια τους. Έκτοτε
η τελετή του Αγίου Φωτός καί επί τῶν Σταυροφόρων ακόμη παρέτεινε καθαρά ελληνική
τελετή[9]. Συνέπεια των παραπάνω ήταν η βελτίωση της θέσης στο Ναό των Ελλήνων μοναχών.
Διότι τὸ 1107, έξι χρόνια μετὰ από αυτό, ο ρώσος
ηγούμενος Δανιήλ, που επισκέφτηκε τοὺς Αγίους Τόπους, παρείχε στὴν περιγραφή του
πολύτιμα στοιχεία. Μεταξύ άλλων λέγει ότι
επικρατούσε η συνήθεια να τοποθετούν οι Λατίνοι στον Πανάγιο Τάφο δύο καντήλια
ελληνικά, εκ των οποίων η άλλη εκ της Μονής του αγίου Σάββα, ως
άντιπροσωπεύουσα τὶς λοιπές ελληνικές
Μονές της Παλαιστίνης «η κανδήλα των
Ελλήνων ήτο τοποθετημένη προς τὸ
μέρος της κεφαλής, διηγείται ο Δανιήλ, η δε του Μοναστηρίου του αγίου Σάββα και
των λοιπών Μοναστηρίων ευρίσκετε εις το στήθος (του αγίου Μνήματος).
Συνήθεια υπάρχει ίνα θέτωσιν ενταύθα
κανδήλαν των Ελλήνων και ιδιαιτέρως µίαν άλλην δια το Μοναστήριον του αγίου
Σάββα». Κατά την ηµέρα του Μ. Σαββάτου, επειδή ο ελληνικός κλήρος δεν υπέκειτο
στὸ Λατίνο
Πατριάρχη, προσερχόταν αυτός ο Λατίνος Βασιλιάς και προσκαλούσε αυτόν, τον ελληνικό
κλήρο, από το Μετόχι του αγίου Σάββα, για να συμμετάσχει στην τελετή του Αγίου
Φωτός. «Προσκάλεσε δε εκ του Μετοχίου του αγίου Σάββα τον Ηγούμενο και τους
αδελφούς αυτού μοναχούς, οίτινες ωσαύτως διηυθύνθησαν εις τον Τάφον του
Σωτήρος,
Άπαντες παρέστηµεν ενώπιον του ηγεμόνος
και εχαιρετήσαµεν αυτόν, έπειτα δε αντεχαιρέτησεν εκείνος τὸν Ηγούμενον και
τοὺς περὶ αυτόν αδελφούς
και υποχρέωσε τον ηγούμενο του αγίου Σάββα και εμέ τον ελάχιστον ίνα
πλησιάσωμεν και στώµεν περι αυτόν, όπερ και επράξαµεν. Υποχρέωσε προς τούτοις τοὺς λοιπούς
ηγουμένους και τους άλλους μοναχούς ίνα προηγούνται αυτού, εν ω οι περί αυτὸν επηκολούθουν την
πομπήν της τελετής. Εφθάσαµεν τέλος εις την δυτική θύρα του Ναού της Αναστάσεως
αλλὰ το
συµπεπυκνωµένον πλήθος εκώλυεν ημάς να εισέλθωμεν. Τότε λοιπόν ο Βασιλεύς
Βαλδουΐνος διέταξε το στράτευµα αυτού να διασκορπίσωσι το πλήθος και ήνοιξαν
ηµίν οδόν δια του πλήθους μέχρι του αγίου Τάφου.
Ο
Βασιλεύς εισήρθε µεθ’ ημάς και κατέλαβε προς το δεξιόν µέρος, παρά τον τοίχον τον
χωρίζοντα το αρχικό θυσιαστήριον προ της ανατολικής θύρας, υψηλήν τίνα θέσιν
προωρισµένην δια τον Ηγεμόνα. Διέταξε δε τον Ηγούμενο του αγίου Σάββα να στη
µετά των µοναχών αυτού και των ορθοδόξων ιερέων απέναντι των θυρών του αγίου
Τάφου. Οι Λατίνοι ιερείς ευρίσκοντο εις το αρχικόν θυσιαστήριον. Κατὰ τὴν ογδόη ώραν της
ηµέρας οι ορθόδοξοι ιερείς ήρξαντο της ακολουθίας του εσπερινού, µέγας δε αριθμός
εκκλησιαστικών, µοναχών και αναχωρητών ευρίσκετο µετ’ αυτών. Οι Λατίνοι επίσης έψαλλον την άκολουθίαν
κατά το εαυτών τυπικόν». Επειδή καθυστερούσε η εμφάνιση του Αγίου Φωτός όλος ο
λαός δακρύζοντας άρχισε να αναφωνεί
«Κύριε ελέησον», ενώ µετὰ
δε τὴν εµφάνισή του
«δεν έπαυεν επαναλαμβάνων το Κύριε ελέησον».
Την επαύριον με μεγάλη ποµπή ο
ελληνικός κλήρος κατέβαινε από το Μετόχι του αγίου Σάββα με άσματα, απαρτίζοντας
λαμπρή ποµπή, προσκυνούσε τον Πανάγιο Τάφο και άναβε τα καντήλια του[10]. Τέτοιες συνήθειες και προνόµια είχαν οι Έλληνες
στο Ναό της Αναστάσεως, όπως επεξηγεί και το Τυπικό του Ναού της Αναστάσεως της
εποχής εκείνης. Αντίγραφο αυτού σώθηκε, γραµµένο το 1122
από τον Ιεροσολυµίτη Έλληνα μοναχό Βασίλειο
«κατὰ πρόσταξιν του ευλαβούς
Γεωργίου, άρχοντος και κριτού της αγίας Πόλεως, χαρτοφύλακος τε και µεγάλου
Σκευοφύλακος της αγίας Χριστού του Θεού ημών Αναστάσεως». Το αντίγραφο αυτό έγινε
15 έτη μετά την επίσκεψη των Αγίων Τόπων από το Δανιήλ και περιγράφει με λεπτομέρεια τις
τελετές της Μ. Εβδομάδος και κυρίως του Αγίου Φωτός, υποδεικνύει, ότι τελούνταν στα Ιεροσόλυμα η αρχαία
λειτουργία του αγίου Ιακώβου[11].
Λεπτομερὴς και πολύ ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή
της τελετής του Αγίου Φωτός από τον Ρώσο Ηγούμενο Δανιήλ, ο οποίος επισκέφτηκε
την Αγία Γη κατά την εποχή της Σταυροφοροκρατίας. Μεταξύ άλλων αναφέρει ότι η
θεία χάρις κατεβαίνει με αόρατο τρόπο από τον ουρανό και τα καντήλια ανάβουν από
το Άγιο Φώς. Και περιγράφει ότι τη Μεγάλη Παρασκευή πλένουν τα καντήλια που
βρίσκονται μέσα στον Πανάγιο Τάφο και τα γεμίζουν κατόπιν με καθαρό λάδι, χωρίς
καθόλου νερό.
Και αφού τοποθετήσουν τη θρυαλλίδα τα αφήνουν
εκεί. Και κατά τη δεύτερη ώρα της νύχτας σφραγίζουν τον Άγιο Τάφο.
Τότε σβήνουν όλα τα καντήλια και τα κεριά, όχι μόνο στο Ναό, αλλά και σε όλες τις
Εκκλησίες της Ιερουσαλήμ. Στον Πανάγιο Τάφο, στο μέρος όπου κείτονταν τα ιερά
πόδια του Σωτήρος ημών, το καντήλι των Ελλήνων ήταν τοποθετημένο προς το μέρος
του κεφαλιού, ενώ το καντήλι του Μοναστηρίου του Αγίου Σάββα και των λοιπών
Μονών βρισκόταν στο μέρος του στήθους, κάτι που συνηθιζόταν να γίνεται. Αυτά τα
καντήλια άναψαν με τη χάρη του Θεού, αλλά τα καντήλια των Φράγκων, που
κρέμονταν δεν άναψαν.
Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου, κατά την
έκτη ώρα της ημέρας, πλήθη λαού συγκεντρώθηκαν στο Ναό της Αναστάσεως, κάτοικοι
και περιηγητές και προσκυνητές που είχαν έρθει από τη Βαβυλώνα, την Αίγυπτο, τὴν Αντιόχεια και
άλλες χώρες για το σκοπό αυτό. Χιλιάδες κόσμος πλημμύρισε τὴν πλατεία γύρω από
τὸ Ναό και το Γολγοθά.
Όλοι, κρατώντας στα χέρια τους σβησμένα κεριά, περίμεναν τη στιγμή που θα άνοιγαν οι θύρες της Εκκλησίας.
Στὸ εσωτερικό της Εκκλησίας
βρίσκονταν μόνο οι ιερείς, προσμένοντας την έλευση του Ηγεμόνος Βαλδουΐνου και
των συνοδών του.
Καί όταν εκείνος ήρθε, τότε ο λαός όρμησε
στο Ναό, γεμίζοντας όλη την Εκκλησία και τα παρακείμενα σημεία, το Γολγοθά και
τον Τόπο της Σταυρώσεως και μάλιστα και το μέρος όπου βρισκόταν ο Σταυρός του Σωτήρος
μας. Όλοι οι πιστοί πρόφεραν μόνο τὶς λέξεις «Κύριε ελέησον»[12]. Κατά την εβδόμη
ώρα της ημέρας του Μεγάλου Σαββάτου ο ηγεμόνας Βαλδουΐνος καὶ οι συνοδοί του
προχώρησαν με γυμνά πόδια από την οικία προς τον Πανάγιο Τάφο. Προσκάλεσε
μάλιστα τον Ηγούμενο και τους αδελφούς Μοναχούς από το Μετόχι του Αγίου Σάββα, οι
οποίοι κατευθύνθηκαν προς τον Τάφο του Κυρίου.
Πήραν θέση απέναντι από τις θύρες του Αγίου
Τάφου, που ήταν σφραγισμένες μὲ
βασιλική σφραγίδα, μπροστά από το αρχικό θυσιαστήριο. Οι Λατίνοι ιερείς
βρίσκονταν στο αρχικό θυσιαστήριο. Κατὰ τὴν όγδοη ώρα της μέρας οι Ορθόδοξοι ιερείς
ξεκίνησαν τις ακολουθίες του εσπερινού. Μεγάλος αριθμός Εκκλησιαστικών, Μοναχών
καὶ Αναχωρητών
βρίσκονταν εκεί. Οι Λατίνοι επίσης έψαλλαν την ακολουθία κατά το τυπικό τους. Όταν
ξεκίνησε η ανάγνωση των Παροιμιών του Αγίου Σαββάτου, ο Επίσκοπος ακολουθούμενος
από το Διάκονο, άφησε το αρχικό θυσιαστήριο και πλησίασε τις θύρες του Αγίου
Τάφου, παρατήρησε από τα κιγκλιδώματα των θυρών και αφού δεν είδε φώς στὸν Άγιο Τάφο επέστρεψε
στο θυσιαστήριο.
Μετά την ανάγνωση της Στ΄ Παροιμίας, ο Επίσκοπος,
ακολουθούμενος από το Διάκονο, πήγε εκ νέου να δει από τη θύρα του Παναγίου
Τάφου, αν υπάρχει φώς. Όλοι οι πιστοὶ με δάκρυα στα μάτια αναφωνούσαν «Κύριε ελέησον».
Μετὰ τὸ τέλος της ενάτης ώρας, ο χορός ξεκίνησε
να ψάλλει το άσμα της διαβάσεως της Ερυθράς Θάλασσας«Άσωμεν τω Κυρίω…».Εκείνη την
ώρα φάνηκε μικρή νεφέλη να έρχεται από την ανατολή και να στέκεται πάνω από τον
τρούλο της Εκκλησίας και έπεσε βροχή στον Πανάγιο Τάφο και καταπληκτική και λαμπρή
λάμψη βγήκε από εκεί.
Τότε ο Επίσκοπος, συνοδευόμενος από τέσσερις
Διακόνους ήρθε για να ανοίξει τις θύρες του Παναγίου Τάφου και αφού πήρε τα κεριά
που κρατούσε ο Ηγεμόνας Βαλδουΐνος, εισήλθε στον Πανάγιο Τάφο και αφού άναψε πρώτα
τα κεριά του Ηγεμόνα, του έδωσε τα αναμμένα κεριά. Από εκεί μεταδόθηκε το φώς σε όλους τους πιστούς. Το Άγιο Φώς
διέφερε από το συνηθισμένο φώς. Η λάμψη του είχε κάτι τὸ ιδιαίτερο, ενώ
η φλόγα ήταν κόκκινη.
Ο λαός με κατάνυξη μεγάλη χαρά βλέποντας
το Άγιο Φώς δεν έπαψε να επαναλαμβάνει «Κύριε ελέησον». Κατόπιν άναψαν με το
Άγιο Φώς όλα τα καντήλια των Εκκλησιών και τα κεριά και τέλεσαν την Ακολουθία της
εσπέρας σε αυτές τις Εκκλησίες. Στη μεγάλη Εκκλησία του Παναγίου Τάφου έμειναν
μόνοι οι ιερείς, για να τελέσουν τὴν εσπερινή ακολουθία, ενώ ο λαός αναχώρησε,
δοξάζοντας το Θεό που τους καταξίωσε να βιώσουν τη χάρη Του[13].
Το 1582 επισκέφτηκε την αγία Πόλη ο Ρώσος
προσκυνητής Ποζνιακώφ, ο οποίος με λεπτομέρειες ιστορεί τους αγίους Τόπους στο
εκτεταμένο Οδοιπορικό του, που σώζεται από τον Τρύφωνα Κορομπεϊνίκωφ.
Περιγράφοντας το Ναό της Αναστάσεως ο Ποζνιακώφ σημειώνει ότι τη μεγάλη Εκκλησία
(το Καθολικό) κατέχουν οι Έλληνες, όπου λειτουργεί
ο Πατριάρχης. Γύρω από αυτὴν
έχουν διαμερίσματα οι ετερόδοξοι Χριστιανοί: Λατίνοι, Αβησσυνοί, Κόπτες,
Νεστοριανοί, Αρμένιοι, Μαρωνίτες και Ιακωβίτες.
Στην Αποκαθήλωση καίνε 8 καντήλια, στον
Πανάγιο Τάφο 43 και στον Τόπο της Ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού 6 των Ορθοδόξων
Χριστιανών και 1 των Λατίνων[14]. Την τελετή του Αγίου Φωτός κατά το Μ. Σάββατο
ο Ποζνιακώφ περιγράφει ως εξής: «Το πρωί του Μ. Σαββάτου ήρθε ο Πατριάρχης
Σωφρόνιος στη θύρα του Ναού της Αναστάσεως και μαζί του πλήθος Χριστιανών που είχαν
έρθει από μακρινὲς χώρες για να
προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο: Έλληνες, Συριάνοι, Σέρβοι, Ίβηρες και Ρώσοι. Έρχονται
οι Τούρκοι και ανοίγουν τη θύρα.
Λαμβάνουν από κάθε Χριστιανό που εισέρχεται
στο Ναό 4 χρυσά νομίσματα, ενώ από τους Λατίνους 10. Τους δίδεται απόδειξη, βάσει της οποίας επιτρέπεται
η έξοδος από την Εκκλησία, ενώ απαγορεύεται η είσοδος σε όσους δεν μπορούν νὰ πληρώσουν. Το πρωί του Μ. Σαββάτου οι Τούρκοι εισέρχονται το πρωί
στο Ναό και σβήνουν όλα τα αναμμένα καντήλια και δεν αφήνουν κανένα αναμμένο ούτε
και μέσα στο Κουβούκλιο. Απὸ
τὸν Πατριάρχη και
τους Χριστιανούς υπάρχει συνήθεια, κατά την οποία στους οίκους τους σβήνουν κατά
τη Μ. Πέμπτη τα φώτα μέχρι την κάθοδο του φωτός από τον Ουρανό στον Τάφο του
Κυρίου και από αυτό το φώς λαμβάνουν και μεταφέρουν στους οίκους τους και το
διατηρούν για όλο το χρόνο[15].
Οι Τούρκοι σφραγίζουν με τη σφραγίδα
τους τον Τάφο και τοποθετούν φρουρά στη θύρα. Ο δε Πατριάρχης με τους
Χριστιανούς εισέρχονται στην Εκκλησία τους, ήτοι το Καθολικό, όπου με δάκρυα
παρακαλούν το Θεό αναμένοντας από τον ουρανό τα θεία σημάδια. Δύο ώρες πριν τη
Δύση του Ηλίου φαίνεται σαν ηλιακή ακτίνα στην ανοιγμένη από πάνω μεγάλη στρογγυλή
Εκκλησία στον Τάφο του Κυρίου και η ηλιακή ακτίνα μένει στον σταυρό πάνω από τον
Τάφο.
Όταν
ο Πατριάρχης δει αυτή την ακτίνα του θείου σημείου παίρνει το Ευαγγέλιο, το Σταυρό
και κεριά σβησμένα και έρχεται στη θύρα του Κουβουκλίου και μαζί του οι Μοναχοί
και Επίσκοποι και πολλοί Χριστιανοί. Ακολουθούν αυτούς οι Αρμένιοι, οι Κόπτες, οι
Χαμπέσιοι και οι Νεστοριανοί. Ο Πατριάρχης με τον Κλήρο και τους Χριστιανούς
περιήλθε τον τάφο του Κυρίου τρεις φορές δεόμενοι με δάκρυα, αναφωνώντας προς τον
Κύριο:«Κύριε καταξίωσον ημάς ιδείν την
χάριν της φιλανθρωπίας σου και μη εάσης ημάς ορφανούς». Ο Πατριάρχης άνοιξε τη
θύρα του Κουβουκλίου και είδαν όλοι οι λαοί τη δόξα του Θεού να κατεβαίνει από
τον Ουρανό στον Τάφο του Κυρίου σε πύρινη μορφή και πήραν μεγάλη χαρά. Εισήλθε
μόνος ο Πατριάρχης στον Άγιο Τάφο κρατώντας στα χέρια του μία δεσμίδα με κεριά,
στα οποία κατήλθε το φώς ενώπιον όλου του λαού σαν αστραπή.
Το καντήλι των Ορθοδόξων Χριστιανών στον
Πανάγιο Τάφο άναψε, ενώ των ετερόδοξων όχι. Ο Πατριάρχης εξήλθε από τον Πανάγιο
Τάφο κρατώντας στα χέρια του αναμμένα κεριά και στάθηκε σε υψηλό καθορισμένο
μέρος έχοντας το φώς. Από αυτό έλαβαν όλοι οι πιστοί γύρω του και άναψαν τα
καντήλια και τα κεριά σε όλη την Εκκλησία. Οι δε Λατίνοι και όλοι οι αιρετικοί
και Ηγούμενοι και ιερείς λαμβάνουν το φώς από τα καντήλια του Παναγίου Τάφου και
ανάβουν τα καντήλια τους.
Ο Πατριάρχης δεν μεταδίδει σε αυτούς το φώς
από τα χέρια του, αλλά απομακρύνεται από αυτούς και εισέρχεται στην Εκκλησία της
Αναστάσεως με τους Χριστιανούς. Και αμέσως ο αναγνώστης αναγιγνώσκει τις
παροιμίες και έπειτα κατά τάξη τελούν τη θεία λειτουργία, η οποία ολοκληρώνεται
κατά τη δεύτερη ώρα της νύχτας. Και μετά τη λειτουργία μένει ο Πατριάρχης στην Εκκλησία
με τούς Χριστιανούς και τρώει λίγο άρτο και οίνο. Πριν τη χαραυγή ο Πατριάρχης έβαλε την αρχιερατική
του στολή και θυμίασε όλη την Εκκλησία. Αφού πήρε το σταυρό αναφώνησε «Χριστός Ανέστη».
Οι ψάλτες επαναλαμβάνουν το ίδιο και ακολουθεί ο Όρθρος και η λειτουργία στη
μεγάλη Εκκλησία, μετά το πέρας της οποίας εξέρχεται ο Πατριάρχης με τους
Χριστιανούς.
Και εορτάζουν όλη την εβδομάδα με χαρά
και αγαλλίαση. Την Εκκλησία κλείνουν οι Τούρκοι και τη σφραγίζουν. Ο δε
Πατριάρχης αφήνει στην Εκκλησία ιερέα και διάκονο και καντηλανάφτη, για να μη
μείνει η παλαιά τράπεζα χωρίς λειτουργία και τους φέρνουν τροφή από τον Πατριάρχη,
την οποία εισάγουν από τη θυρίδα της μεγάλης Πύλης. Έξω από τη μεγάλη Εκκλησία
βρίσκεται ο Πατριαρχικός οίκος, τον οποίο επισκέπτονται οι προσκυνητές[16].
Το 1611 ο νέος Πατριάρχης Ιεροσολύμων
Θεοφάνης Γ΄ (1608-1644) επί τη ευκαιρία της παρουσίας του στην Κωνσταντινούπολη
προέβη σε ενέργειες εναντίον των Αρμενίων, οι οποίοι ετησίως προκαλούσαν ταραχές
κατά την τελετή του αγίου Φωτός. Το 1611 προκάλεσε διάταγµα, κατά το οποίο
μόνοι οι Έλληνες κέκτηνται το δικαίωµα να επιτελούν στον Πανάγιο Τάφο την τελετή
του αγίου Φωτός. Αλλὰ το ίδιο έτος οι Λατίνοι έντειναν τις
προσπάθειές τους δια του Πρεσβευτή της Γαλλίας de Breves για να αποδείξουν, ότι
ο ναός της Βηθλεέμ και το σπήλαιον της Γεννήσεως αποκλειστικά ανήκουν σε αυτούς
και όχι στους Έλληνες από τους χρόνους του Ωμάρ. Κατά των λατινικών αυτών ενεργειών
οι Έλληνες προσπάθησαν να εκτοπίσουν παντελώς τους Λατίνους, αλλά ελάχιστα
κατόρθωσαν[17].
Το 1634 οι Αρμένιοι με θράσος προξένησαν
στο Ναό της Αναστάσεως μεγάλες ταραχές, κατὰ την τελετή του Αγίου Φωτός. Μετά από
αυτό αποφάσισε ο Σουλτάνος να θέσει τέρµα στα οχληρά αυτά ζητήματα και εξέδωσε
το 1634 τρία διατάγματα. Σύμφωνα με το πρώτο, δικαιούνται οι Έλληνες μοναχοί να
προηγούνται των Αρμενίων στις τελετὲς του Ναού της Αναστάσεως και κυρίως σε
αυτή του Αγίου Φωτός «ότι οι Ρωμαίοι (=Έλληνες) δικαίωµα έχουσι του
προπορεύεσθαι παντός ετέρου έθνους εν τη του αγίου φωτός τελετή». Σύμφωνα με το δεύτερο διάταγμα, απαγορευόταν
στους Λατίνους να αδικούν τους Έλληνες στο Ναό της Αναστάσεως «µη επεμβαίνειν
τους διοικητὰς και τους μουσουλμάνους
εις τα του Ναού της Αναστάσεως και των λοιπών Προσκυνημάτων και Μοναστηρίων των
Ρωµαίων», ενώ το τρίτο διάταγμα όριζε ότι όλα τα Προσκυνήματα αποδίδονται στους
Έλληνες [18].
Το 1696 ο Πατριάρχης Δοσίθεος εξέδωσε
κάποια διατάγματα, μεταξύ των οποίων ότι μόνοι οι Έλληνες κέκτηνται το δικαίωµα
της τέλεσης της αφής του αγίου φωτός, διότι φαίνεται ότι παρακωλούνταν από τους
Λατίνους ή τους Αρμενίους στην τέλεσή της. Τα διατάγματα αυτά ανανέωσε ο
Δοσίθεος και κατά τα επόμενα έτη[19]. Αργότερα ο Χρύσανθος επικύρωσε με
πατριαρχικὸ σιγίλιο τα
δικαιώματα των Ελλήνων και διακανόνισε τις προς τους Αρμενίους σχέσεις των ορθοδόξων
μοναχών στα Προσκυνήματα κατά την αμοιβαία αυτή ευφωνία.
«Εν ταις Εκκλησιαστικαίς ακολουθίαις το
των ημετέρων Ρωµαίων γένος οφείλει έχειν όλα τα συνήθη πρωτεία κατά την εξ
αρχής επικρατήσασα συνήθειαν, μάλιστα δε εν τη ακολουθία του Μ. Σαββάτου, εν η
εισερχομένων εις τον αγιότατο Τάφον του Πατριάρχου των Ρωµαίων και του
Βαρταµπέτου των Αρμενίων η των ανθρώπων αυτών επί τη Λιτανεία και τελετή του
αγίου Φωτός επεί προηγείται και έχη τα πρωτεία της εισόδου ο των Ρωµαίων
Πατριάρχης η ο Επίτροπος αυτού µεθ’ ον αμέσως
εισέρχεται ο Βαρταµπέτης των Αρμενίων η ο Επίτροπος αυτού.
Δια το Μοναστήριον του αγίου Ιακώβου του
Μεγάλου και δια τους άλλους εν Ιερουσαλήμ τόπους, ους τανύν έχουσιν εν τη χρήσει αυτών οι Αρµένιοι
και εξουσιάζουσιν αυτών δηλοποιεί το Γένος των Ρωµαίων µηδεµίαν αγωγήν κινήσαι έως
ου φυλάττεται παρά των Αρμενίων η συμφωνηθείσα ειρηνική αρµονία»[20].
Πηγές
-Βενιαμίν
Ιωαννίδη, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριο
της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις
Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241
-Χρυσοστόμου
Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων,
Α΄ Ανατύπωση, Ἀθήνα 2010
-Αρχιμανδρίτου
Κάλλιστου Μηλιαρά, Οι Άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του ελληνικού
έθνους, Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, Κέντρο Πολιτιστικών
Μελετών «Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος», Τόμος Δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2002,
University Studio Press, σ.31-34
Επιλογή
Αικατερίνη
Διαμαντοπούλου, Υπεύθυνη υλικού των Ιστοχώρων του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
[1]Βενιαμίν
Ιωαννίδη, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριο
της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις
Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241
[2]Βενιαμίν
Ιωαννίδη, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριο
της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις
Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241
[3]Βενιαμίν Ιωαννίδη, Αρχιμανδρίτου του
Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριο της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις
Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ.
237-241
[4]Βενιαμίν
Ιωαννίδη, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριο
της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις
Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241
[5]Βενιαμίν
Ιωαννίδη, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριο
της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις
Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241
[6]Βενιαμίν
Ιωαννίδη, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριο
της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις
Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241
[7]Βενιαμίν Ιωαννίδη, Αρχιμανδρίτου του
Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριο της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις
Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ.
237-241
[8]Βενιαμίν Ιωαννίδη, Αρχιμανδρίτου του
Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριο της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις
Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ.
237-241
[9]Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών
και πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας
Ιεροσολύμων, Ανατύπωση, Αθήνα 2010
[10]Χρυσοστόμου
Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και
πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Ανατύπωση, Αθήνα 2010
[11] Αρχιμανδρίτου Κάλλιστου Μηλιαρά Οι Άγιοι
Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του ελληνικού έθνους, Πολιτιστική Εταιρεία
Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών «Άγιοι Κύριλλος και
Μεθόδιος», Τόμος Δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2002, University Studio Press, σ.31-34
[12]Βενιαμίν
Ιωαννίδη, Αρχιμανδρίτου του Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριο της
Αγίας Γης, Η Αγία πόλις Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία,
Θεσσαλονίκη, 2004, σ. 237-241
[13]Βενιαμίν Ιωαννίδη, Αρχιμανδρίτου του
Πατριαρχικού Θρόνου των Ιεροσολύμων, Προσκυνητάριο της Αγίας Γης, Η Αγία πόλις
Ιερουσαλήμ και τα περίχωρα αυτής, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη, 2004, σ.
237-241
[14]Αρχιμανδρίτου
Κάλλιστου Μηλιαρά Οι Άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του
ελληνικού έθνους, Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, Κέντρο
Πολιτιστικών Μελετών «Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος», Τόμος Δεύτερος, Θεσσαλονίκη
2002, University Studio Press, σ.31-34
[15] Αρχιμανδρίτου Κάλλιστου Μηλιαρά Οι Άγιοι
Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του ελληνικού έθνους, Πολιτιστική
Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών «Άγιοι
Κύριλλος και Μεθόδιος», Τόμος Δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2002, University Studio
Press, σ.31-34
[16] Αρχιμανδρίτου Κάλλιστου Μηλιαρά Οι Άγιοι
Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του ελληνικού έθνους, Πολιτιστική
Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών «Άγιοι
Κύριλλος και Μεθόδιος», Τόμος Δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2002, University Studio
Press, σ.31-34
[17] Αρχιμανδρίτου Κάλλιστου Μηλιαρά Οι Άγιοι
Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ’ αυτών δίκαια του ελληνικού έθνους, Πολιτιστική
Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, Κέντρο Πολιτιστικών Μελετών «Άγιοι
Κύριλλος και Μεθόδιος», Τόμος Δεύτερος, Θεσσαλονίκη 2002, University Studio
Press, σ.31-34
[18]Χρυσοστόμου
Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και
πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Ανατύπωση, Αθήνα 2010
[19]Χρυσοστόμου
Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και
πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Ανατύπωση, Αθήνα 2010
[20]
Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών
και πάσης Ελλάδος, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Ανατύπωση, Αθήνα
2010
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ !
ΑΝΑΣΤΑΣ Ο ΙΗΣΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΥ
ΤΑΦΟΥ………
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου