20 Ιανουαρίου, 2012

ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΕ ΤΕΛΕΤΗ ΒΡΑΒΕΥΣΗΣ


Την ανώτατη τιµητική διάκριση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, το Χρυσό Παράσημο του Αποστόλου Παύλου, απένειµε σήμερα το πρωί, ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ. Χρυσόστοµος στον επιχειρηματία κ. Βάσο Χατζηθεοδοσίου για τη συνολική φιλανθρωπική προσφορά του τόσο προς την Ιερά Αρχιεπισκοπή όσο και προς την Εκκλησία γενικότερα.

Η τελετή πραγματοποιήθηκε στο Μεγάλο Συνοδικό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και τόσο ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, όσο και Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος, ο οποίος παρευρισκόταν στην εκδήλωση, εξήραν την αγάπη και την προσφορά του κ. Χατζηθεοδοσίου προς τον συνάνθρωπο και την Εκκλησία, υπογραμμίζοντας ότι σε µια δύσκολη εποχή όπου επικρατεί η απληστία, ο ατοµισµός και η εγωπάθεια, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι βοηθούν τους άλλους αφανώς.


ΤΕΛΕΣΤΗΚΕ ΣΤΟΝ ΚΑΘΕΔΡΙΚΟ ΝΑΟ ΚΥΠΡΟΥ ΤΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΙ ΕΘΝΑΡΧΟΥ ΜΑΚΑΡΙΟΥ Γ'


Εχθές Πέμπτη, 19 Ιανουαρίου 2012, τελέστηκε το μνημόσυνο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου και Εθνάρχη Μακαρίου Γ' στον Καθεδρικό Ναό Αγίου Ιωάννου, ενώ προηγήθηκε θεία Λειτουργία, με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Μακαρίου. Του μνημοσύνου προέστη ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. κ. Χρυσόστομος.

Τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια εκπροσώπησε ο Διευθυντής του Προεδρικού Γραφείου κ. Χρίστος Χριστοφίδης. Παρόντες, επίσης, ήσαν ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων κ. Γιαννάκης Ομήρου, ο Πρέσβης της Ελλάδος στην Κύπρο κ. Βασίλης Παπαϊωάννου, ο Δήμαρχος της Λευκωσίας κ. Κωνσταντίνος Γιωρκάτζης, ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς κ. Στυλιανός Νάσης, ο Αρχηγός της Αστυνομίας Κύπρου κ. Μιχαήλ Παπαγεωργίου, εκπρόσωποι Πολιτικών Κομμάτων, Ανώτεροι Αξιωματικοί της Εθνικής Φρουράς, της ΕΛΔΥΚ και της Αστυνομίας, άλλοι επίσημοι, κληρικοί και πλήθος κόσμου.

Μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας ο Μακαριώτατος κατέθεσε στεφάνι έμπροσθεν του ανδριάντα του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, που βρίσκεται στον περίβολο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου. Στη συνέχεια, άνοιξε για το κοινό το διαμέρισμα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, το οποίο, μεταξύ άλλων, επισκέφθηκαν μαθητές Δημοτικών και Γυμνασίων από την ευρύτερη περιοχή της Λευκωσίας.


ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ


Ελλάδα

Μετά τις 12 το μεσημέρι θα αρχίσουν οι απολογίες ενώπιον του γ' τακτικού ανακριτή Θεσσαλονίκης των 53 συλληφθέντων που κατηγορούνται για συμμετοχή σε τέσσερα κυκλώματα τοκογλυφίας, εκβίασης, απάτης και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Οι κατηγορίες που τους βαρύνουν είναι αυτές της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, της εκβίασης κατ' εξακολούθηση, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της κατάχρησης εξουσίας, της αρπαγής και της οπλοκατοχής. Η δικογραφία είναι ογκώδης και εκτείνεται σε 15.000 σελίδες.

Απαισιοδοξία για τις προοπτικές επιτυχούς έκβασης της συνάντησης του Green Tree, εξέφρασε ο Κύπριος πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας, ο οποίος κατήγγειλε την αδιάλλακτη στάση του Ντερβίς Έρογλου στα θέματα του περιουσιακού, του εδαφικού και των εποίκων. Ο κ. Χριστόφιας μεταβαίνει σήμερα, Παρασκευή, στη Νέα Υόρκη, όπου οι συνομιλίες θα αρχίσουν την Κυριακή και θα ολοκληρωθούν την Τετάρτη.

Ένα βιντεοπαιχνίδι που επιχειρεί να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη ενάντια στη θανατική ποινή δημιούργησαν αφιλοκερδώς για τη Διεθνή Αμνηστία 18 Έλληνες προγραμματιστές, μουσικοί, γραφίστες, σχεδιαστές και κειμενογράφοι, μέλη του Πανελλήνιου Συλλόγου Δημιουργών Λογισμικού Ψυχαγωγίας. Στόχος του «Amnesty-The Game» είναι να στηρίξει την παγκόσμια εκστρατεία της Διεθνούς Αμνηστίας για την κατάργηση της θανατικής ποινής.

Στο ύψος τους παραμένουν οι τιμές στην Ελλάδα, παρά τη μείωση του εργατικού κόστους, λόγω της μηδαμινής προόδου στις μεταρρυθμίσεις που θα οδηγούσαν σε βελτίωση των συνθηκών ανταγωνισμού· ως αποτέλεσμα, η μείωση των μισθών απορροφάται από τα περιθώρια κέρδους και επιτυγχάνεται ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, επισήμανε ο επιστημονικός σύμβουλος του ΙΟΒΕ Νίκος Ζόνζηλος, μιλώντας σε ημερίδα του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Τον Ιούνιο αναμένεται να διεξαχθεί διαγωνισμός του ΑΣΕΠ για εκπαιδευτικούς, που θα στελεχώσουν σχολικές μονάδες ειδικής αγωγής. Ο διαγωνισμός θα αφορά 500 θέσεις νηπιαγωγών και οι τοποθετήσεις θα γίνουν τα επομενα δύο χρόνια.

Κόσμος

Μοιρασμένες είναι οι δημοσκοπήσεις στη Ρωσία εν όψει των προεδρικών εκλογών του Μαρτίου. Έρευνα του ινστιτούτου Vtsiom δίνει στον Βλαντιμίρ Πούτιν την προεδρία από τον πρώτο κιόλας γύρο, με ποσοστό 52%, ενώ δημοσκόπηση του Ιδρύματος Κοινής Γνώμης (FOM) δείχνει ότι θα χρειαστεί και δεύτερη αναμέτρηση, καθώς ο Ρώσος πρωθυπουργός φαίνεται να εξασφαλίζει ποσοστό 45%.

Κορυφώνεται η αντιπαράθεση στους κόλπους του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, εν όψει της κρίσιμης ψηφοφορίας στη Νότια Καρολίνα, το Σάββατο, που πιθανότατα θα κρίνει ποιος θα λάβει το χρίσμα και θα αναμετρηθεί με τον Μπαράκ Ομπάμα στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου. Οι υποψήφιοι έχουν επιδοθεί σε σειρά καταγγελιών εναντίον αλλήλων, ενώ ο Νιούτ Γκίνγκριτς εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση εναντίον του δημοσιογράφου Τζον Κινγκ ο οποίος συντόνιζε το τηλεοπτικό ντιμπέιτ του CNN.

Ένας Κουβανός πολιτικός κρατούμενος, ο Βίλμαρ Βιγιάρ, ηλικίας 31 ετών, πέθανε την Πέμπτη σε νοσοκομείο του Σαντιάγο ντε Κούμπα, στην ανατολική Κούβα, έπειτα από απεργία πείνας 50 ημερών. Το γεγονός καταδίκασε ο επικεφαλής της Κουβανικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Εθνικής Συμφιλίωσης (CCDHRN), Ελισάρντο Σάντσες, καταγγέλλοντας ότι «η ηθική, πολιτική και νομική ευθύνη για το θάνατο του Βίλμαρ ανήκει στην κουβανική κυβέρνηση».

Μαζική ήταν η συμμετοχή των Τούρκων σε πορεία διαμαρτυρίας στην Κωνσταντινούπολη κατά την επέτειο θανάτου του Αρμένιου δημοσιογράφου Χραντ Ντινκ, η υπόθεση του οποίου ουσιαστικά μένει ανοιχτή μετά τη δολοφονία του. Η πορεία στη μνήμη του δημοσιογράφου έρχεται μία ημέρα μετά τη δημοσιοποίηση άλλης μίας απόφασης του δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία μόνο ένα άτομο, ο Γιασίν Χαγιάλ, καταδικάζεται για την δολοφονία του δημοσιογράφου και 17 απαλλάσσονται.

Η απομάκρυνση του μισοβυθισμένου ναυαγίου του Costa Concordia δίπλα στις ακτές του νησιού Τζίλιο θέτει ένα δύσκολο μηχανικό πρόβλημα που θα πρέπει να επιλύσουν οι ιταλικές Αρχές αλλά και οι εξειδικευμένες εταιρείες το προσεχές διάστημα. Ποτέ στο παρελθόν δεν υπάρχει ανάλογη περίπτωση ανέλκυσης κρουαζιερόπλοιου με τόσο μεγάλο βάρος (114.500 τόνοι) μήκος 290 μέτρων και ύψους που ξεπερνά τα 60 μέτρα.

Οικονομία

Νευρικότητα επικρατεί στη συνεδρίαση του Χρηματιστηρίου την Παρασκευή, με τους επενδυτές να περιμένουν νεότερα από τις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με το IIF για το PSI+, εν μέσω ελπίδων ότι η συμφωνία για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι προ των πυλών.

Μετά την πρόοδο που σημειώθηκε την Πέμπτη στις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους ιδιώτες πιστωτές που εκπροσωπεί το ΙIF, οι συζητήσεις συνεχίζονται σήμερα, Παρασκευή, με νέα συνάντηση του πρωθυπουργού Λ. Παπαδήμου με τον Τσαρλς Νταλάρα στις 12:00 στο Μέγαρο Μαξίμου. Παράλληλα, το απόγευμα της Παρασκευής, διεξάγεται τηλεδιάσκεψη για το PSI με τη συμμετοχή ελληνικών και ξένων τραπεζικών ιδρυμάτων. Όλα δείχνουν ότι πολύ σύντομα θα υπάρξει συμφωνία επί της αρχής για το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων με «κούρεμα» 50% στην ονομαστική αξία, καθώς υπάρχει προσέγγιση σε ό,τι αφορά το επιτόκιο των νέων ομολόγων που αναμένεται να διαμορφωθεί σε μέσα επίπεδα κοντά στο 4%.

«Είναι καθοριστικής σημασίας τα μεγάλα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα να επικοινωνήσουν με τα συγγενή πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα για να πείσουν τους αρχηγούς τους να δεσμευθούν στην εφαρμογή του πακέτου βοήθειας της ΕΕ», τόνισε την Παρασκευή ο Ευρωπαίος επίτροπος Όλι Ρεν, προειδοποιώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση το πρόγραμμα στήριξης «μπορεί να αποτύχει». Σε ό,τι αφοράτος διαρθρωτικές αλλαγές, ο κ. Ρεν υποστηρίζει ότι «ότι είναι καλύτερο οι σκληρές μεταρρυθμίσεις να εφαρμόζονται με ταχύτητα, παρά να πρέπει να πληρώνεις για τα λάθη του παρελθόντος για μεγάλο διάστημα».

Αθλητισμός

Ακόμα πιο δυσάρεστες εξελίξεις φαίνεται ότι έρχονται στο «στρατόπεδο» της ΑΕΚ, καθώς όπως όλα δείχνουν μετά τον αποκλεισμό από τον ΠΑΟΚ στο Κύπελλο, έρχεται η αποδυνάμωση του ρόστερ, κάτι που ήταν αναμενόμενο εφόσον η ομάδα ξέμενε από στόχους, ενώ υπάρχει πάντα η απειλή της UEFA. Μετά τους Γκέντσογλου, Μπερνς και ο Καράμπελας ζήτησε να φύγει, ενώ ακολουθούν Μανωλάς, Λεονάρντο και Μάκος! Οι τελευταίες εξελίξεις και τα όσα ακούγονται μέσα στα αποδυτήρια, έχουν τρομάξει ακόμα και τον Νίκο Κωστένογλου, αφού βλέπει ένα κύμα προσφυγών να έρχεται και να μην μπορεί να αντιδράσει.

Σε τραγική κατάσταση βρίσκονται τα οικονομικά του συλλόγου και ο Δημήτρης Γόντικας, μη έχοντας άλλη λύση αποφάσισε να στείλει την περιβόητη επιστολή εράνου στους κατόχους των μετοχών της ΠΑΕ Παναθηναϊκός. Όπως εξηγεί ο πρόεδρος του «τριφυλλιού» η κατάσταση κινδυνεύει να διαμορφωθεί ως μη αναστρέψιμη, εφόσον δεν υπάρξει άμεσα εισροή χρημάτων, είτε από τους μετόχους είτε από νέους επενδυτές.

Η Βαλένθια «σκόρπισε» τη Λεβάντε με 4-1 στο «Μεστάγια» στον πρώτο μεταξύ τους αγώνα των προημιτελικών του Κυπέλλου Ισπανίας και απέκτησε τεράστιο προβάδισμα για την πρόκριση στα ημιτελικά της διοργάνωσης. Ο Ζόνας στο 24' και ο Σολδάδο στο 31' έδωσαν προβάδισμα με 2-0 στους γηπεδούχους, αλλά ο Αρουνά Κονέ μείωσε στο 37'. Η Βαλένθια ανέβασε τον δείκτη του σκορ με τον Πάμπλο Πιάτι να κάνει το 3-1 στο 45', ενώ το σκορ διαμόρφωσε ο Τίνο Κόστα στο 94'.


ΤΟΥΡΚΙΑ: ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ


Τα 10,6 δισ δολάρια των πολυεθνικών για εξαγορές

Η Τουρκία είναι διχασμένη μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Ουκ ολίγοι από τους Δυτικούς όμως δεν τη θέλουν στην ΕΕ και πολλοί από τους γείτονές της στη Μέση Ανατολή τη βρίσκουν υπερβολικά κοσμική για τα γούστα τους.

Αυτή ακριβώς η ιδιάζουσα ταυτότητά της, που είχε γοητεύσει τους ταξιδευτές του παρελθόντος, θεωρείται τώρα το μεγαλύτερο ατού της από κάθε λογής μπίζνεσμαν. Η γειτονική χώρα δεν έχει καμιά σχέση με την κρίση χρέους που πλήττει την ευρωζώνη, ενώ η σταθερή κυβέρνηση του πατερούλη Ερντογάν της δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο στη Μέση Ανατολή.

Το 2011 πολλές πολυεθνικές εξαγόρασαν τουρκικές εταιρείες δίνοντας συνολικά περί τα 10,6 δισ. δολάρια, ενώ το 2010 εξαγορές και συγχωνεύσεις επί τουρκικού εδάφους άγγιξαν τα 25,6 δισ., όταν μια δεκαετία πριν ήταν μόλις 1,1 δισ.

Για την JPMorgan Chase η Τουρκία «αναπτύσσεται γρήγορα, άρα είναι απόλυτα λογικό να προσελκύει ξένους επενδυτές». Το 2011 το ΑΕΠ της αυξήθηκε κατά 8%. Και όπως επισημαίνει ο Ρίτσαρντ Εβανς της δικηγορικής εταιρείας Allen & Overy που άνοιξε γραφεία στην Κωνσταντινούπολη τον Δεκέμβριο για να εκμεταλλευτεί όλο αυτόν τον οίστρο εξαγορών και συγχωνεύσεων: «Θα γίνουν και πολλές ιδιωτικοποιήσεις. 

Σε υποδομές, τράπεζες και ενέργεια. Τώρα η Τουρκία είναι πολύ πιο ελκυστικό μέρος για μπίζνες από ό,τι η Ελλάδα ή η Ισπανία».

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αναδιανομή των αρμοδιοτήτων στο εσωτερικών των κοινοτήτων προκαλούσε αναπόφευκτες τριβές και κοινωνικές αναταράξεις. Το φαινόμενο οφειλόταν άλλοτε στις παρεμβάσεις της οθωμανικής διοικήσεως και συνηθέστερα - στις συνέπειες της επιταχυνόμενης από τα τέλη του ΙΖ΄ και τις αρχές του ΙΗ΄ αιώνος οικονομικής και κοινωνικής αναστρωμάτωσης του χριστιανικού πληθυσμού. Στα μεγάλα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, οι προστριβές ανάμεσα στις εκκλησιαστικές αρχές και τους εκπροσώπους των εμπορικών και βιοτεχνικών συντεχνιών δεν ήταν σπάνιες. 

Oυσιαστικά επρόκειτο για τον ανταγωνισμό - οξύ, κατά τις πρώτες δεκαετίες του ΙΗ΄ αιώνος - μεταξύ των ανερχομένων λαϊκών «αρχόντων» και του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, για την οικονομική διαχείριση της κοινότητος και για την ευθύνη της λειτουργίας των αγαθοεργών της ιδρυμάτων. Πάντως, οι διενέξεις αυτές δεν δίχασαν επικίνδυνα το ελληνορθόδοξο στοιχείο, όπως συνέβη π.χ. με την εβραϊκή κοινότητα. Στην απονομή, πάντως, της δικαιοσύνης, η θέση των κατά τόπους αρχιερέων εξακολουθούσε να είναι κυρίαρχη. Εξάλλου, μέσα στην ελληνορθόδοξη κοινότητα τηρούνταν για αιώνες η βυζαντινή νομοκανονική παράδοση, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί με ειδικά κείμενα των πρώτων αιώνων της Τουρκοκρατίας αλλά και πατριαρχικές και επισκοπικές «κανονικές διατάξεις», «κανονικές αποκρίσεις» και «βεβαιωτήρια», αρκετά από τα οποία προέρχονταν από επιχώριους νομομαθείς ιεράρχες. 

Σημαντικό ρόλο, επίσης, είχε και το πατροπαράδοτο δίκαιο των τοπικών εθίμων. Από τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος άρχισε να χρησιμοποιείται, σε ορισμένες τουλάχιστον μακεδονικές κοινότητες -και παράλληλα με τις παλαιότερες χειρόγραφες νομοκανονικές συλλογές- και η μεταγλωττισμένη σε δημώδη γλώσσα και τυπωμένη στη Βενετία στα 1744 Εξάβιβλος του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου. Προς τα τέλη του αιώνα, χρησιμοποιούνταν επίσης -τουλάχιστον στην Κεντρική Μακεδονία- και το Νομικόν ενός τοπικού ιερωμένου, του Επισκόπου Καμπανίας (Κουλακιάς) Θεοφίλου (†περ. 1795).

Οι κοινότητες της Μακεδονίας λειτουργούσαν κατά κανόνα με βάση «άγραφους νόμους». Υπάρχουν, ωστόσο, και περιπτώσεις -που χρονολογούνται μάλιστα στην πρώιμη Τουρκοκρατία- στις οποίες οι πρωτοβουλίες ορισμένων κοινοτικών συμβουλίων στηρίζονταν «νομικά» είτε στο καθεστώς αυτονομίας που είχε εξασφαλίσει η πόλη ή η περιοχή τους κατά την εποχή της κατάκτησης, είτε σε αποφάσεις του τοπικού Μουσουλμάνου ιεροδίκη (καδή) είτε και σε ειδικά σουλτανικά έγγραφα. Για να μειώνονται, πάντως, οι προστριβές των κληρικών και των πατροπαράδοτων δημογερόντων με τις ανερχόμενες νέες κοινωνικές τάξεις αλλά και για να μη δίνονται αφορμές για εξωτερικές - κρατικές κυρίως παρεμβάσεις, οι ηγεσίες των ελληνορθοδόξων κοινοτήτων και των αντιστοίχων συντεχνιών φρόντιζαν να κωδικοποιούν τις αρμοδιότητές τους με ειδικούς κοινοτικούς κανονισμούς, που καταστρώνονταν συχνά ύστερα από γενικές συνελεύσεις των κατοίκων. 

Η σύνταξη, πάντως, των κανονισμών αυτών ήταν περιορισμένη, τουλάχιστον έως τις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος. Στα πρώτα συστηματικά κατεστρωμένα καταστατικά συγκαταλέγεται και το Σύστημα ή Διαταγαί της ελληνορθόδοξης κοινότητος του Μελενίκου, που εγκρίθηκε στις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος «κατά κοινήν ψήφον απάσης της συνελεύσεως» και από τα έξι «εσνάφια» της πόλεως (των βαφέων, των χρυσοχόων, των γουναράδων, των ραπτάδων, των παπουτσάδων και των μπακάληδων). Το Σύστημα, το πιο προωθημένο κείμενο κοινοτικής οργανώσεως στην προεπαναστατική Μακεδονία, στηριζόταν σε ένα κύριο σώμα εξουσίας: την ετήσια συνέλευση «από είκοσι νουνεχείς και φρονίμους αδελφούς πάσης τάξεως». Η συνέλευση εξέλεγε τρεις «επιτρόπους του κοινού» και τρεις «εφόρους», οι οποίοι με τη σειρά τους «διόριζαν» τους «επιτρόπους των ναών». 

Οι επιτροπές αυτές προνοούσαν για όλα τα βασικά ζητήματα της αυτοδιοικήσεως των Ελλήνων κατοίκων: την οικονομική διαχείριση των κοινών εσόδων (από δωρεές, τέλη στην βαμβακοπαραγωγή, ενοίκια από εκμισθώσεις ακινήτων που ανήκαν στην κοινότητα κλπ.). Είχαν, επίσης, την ευθύνη για την κοινωνική μέριμνα («της των ενδεών απάντων φιλανθρωποτέρας οικονομίας τε και κηδεμονίας») και για τη λειτουργία και την εποπτεία των σχολείων αλλά και των ναών. Η εκλογή ενοριακών επιτρόπων και η εποπτεία της λειτουργίας των ναών υπογραμμίζει προφανώς και την μετατόπιση ενός μέρους της δικαιοδοσίας του τοπικού μητροπολίτου στην ευθύνη λαϊκών αντιπροσώπων της κοινότητος.

Δεν έχει ακόμα μελετηθεί συστηματικά η επιρροή που άσκησαν στα κοινοτικά θέσμια οι εμπειρίες που απέκτησαν οι Μακεδόνες απόδημοι κατά την οργάνωση των δικών τους παροικιών. Είναι, πάντως, πιθανόν μερικές από τις διατάξεις που περιλαμβάνονταν στα παλαιότατα (μερικά του ΙΣΤ΄ αιώνος) καταστατικά (Statuti) των ελληνορθοδόξων κοινοτήτων και Αδελφοτήτων (Comunità και Confraternita) της Δυτικής Ευρώπης, τα οποία αποτελούσαν συγκερασμό των κοινοτικών θεσμίων της γενέτειρας και των ειδικών κανόνων που ίσχυαν αναγκαστικά στις χώρες υποδοχής για την εκεί λειτουργία των ποικιλώνυμων θρησκευτικών, φιλανθρωπικών, επαγγελματικών και συντεχνιακών συσσωματώσεων, να πέρασαν και στη λειτουργία των κοινοτικών οργάνων της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας, προπάντων στους όρους που θεσμοθετούσαν τα δικαιώματα των λαϊκών έναντι της τοπικής εκκλησιαστικής αρχής. Δεν είναι τυχαίο ότι το Σύστημα ή Διαταγαί του Μελενίκου σχεδιάσθηκε και τυπώθηκε στη Βιέννη το 1813, με την ευθύνη ενός ευκατάστατου ανωνύμου Μελενικιώτη παροίκου («υπό φιλογενούς τινός και ευπατρίδου της αυτής πόλ[εως] διοργανωθείσαί τε και σχεδιασθείσαι και δαπάνη αυτού οικεία… εις φως αχθείσαι»).

Πολιτιστική και εκπαιδευτική δραστηριότητα

Οι πληροφορίες μας για την εκπαιδευτική ζωή στη Μακεδονία κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, είναι ασαφείς και σποραδικές. Οι διαθέσιμες μαρτυρίες αφορούν κυρίως την κατά περιόδους παρουσία λογίων -κατά κανόνα μοναχών και κληρικών- στη Θεσσαλονίκη και σε μερικά μοναστικά κέντρα, κυρίως στο Άγιον Όρος (όπου όμως η γενική απαιδευσία των μοναχών ήταν τότε παροιμιώδης) αλλά και τη λειτουργία, κατά τον ΙΣΤ΄ αιώνα, κάποιων υποτυπωδών σχολείων στη Θεσσαλονίκη και στις Σέρρες. Από τα μέσα του ΙΖ΄ αιώνος και εξής, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει προοδευτικά, χωρίς ωστόσο να προσεγγίζει την ολοένα και θετικότερη εικόνα άλλων ελληνικών περιοχών. Οι ευοίωνες αλλαγές που άρχισαν να παρατηρούνται κατά τον ΙΗ΄ αιώνα, θα πρέπει να αποδοθούν στην οικονομική άνοδο των ελληνορθοδόξων κοινοτήτων αλλά και στην δημιουργική παρέμβαση της Διασποράς. Η παρέμβαση αυτή εκδηλώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα σε δύο πεδία: στις παροικίες και στις γενέτειρες. 

Οι Έλληνες, και ιδιαίτερα οι Μακεδόνες απόδημοι στις βορειοβαλκανικές και κεντροευρωπαϊκές χώρες, κατάφεραν μέσα σε μερικές δεκαετίες όχι μόνο να προσαρμοσθούν στον κοινωνικό περίγυρο, αλλά και να αναδειχθούν σε σημαντικούς παράγοντες της τοπικής οικονομικής και πολιτιστικής ζωής. Δείγματα αυτής της εξελίξεως είναι τα σχολεία και οι εκκλησίες που οικοδόμησαν στις νέες εστίες τους, οι δωρεές και τα κληροδοτήματα προς τις χώρες φιλοξενίας αλλά και οι τίτλοι ευγενείας που απέσπασαν από τις ηγεσίες των χωρών αυτών. Στη συνέχεια, οι απόδημοι στράφηκαν προς τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, προσπαθώντας να συνδράμουν με κάθε τρόπο στην ανάπτυξή τους, ιδιαίτερα στον χώρο της παιδείας: Η προσπάθεια αυτή φαίνεται στην οικονομική στήριξη σχολείων, την αποστολή εκπαιδευτικών και επιστημονικών βιβλίων, από τα οποία μάλιστα πολλά τυπώνονταν σε εξειδικευμένα σε ελληνικές εκδόσεις τυπογραφεία της Πέστης και της Βιέννης και την παροχή υποτροφιών σε παιδιά συμπατριωτών τους, για την ολοκλήρωση των σπουδών τους σε ευρωπαϊκές χώρες. 

Οι περισσότεροι, άλλωστε, λόγιοι και εκπαιδευτικοί που εργάσθηκαν στη Μακεδονία κατά τον ΙΖ΄ και τον ΙΗ΄ αιώνα, είχαν σπουδάσει σε ελληνικά και ξένα εκπαιδευτήρια της Δυτικής και της Κεντρικής Ευρώπης. Παράλληλα, χρηματοδότησαν την ανακαίνιση εκκλησιών και την κατασκευή κοινωφελών έργων, κυρίως με δωρεές και κληροδοτήματα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι κοινότητες που επέδειξαν αξιοσημείωτη δραστηριότητα στον τομέα του πολιτισμού και της παιδείας, ήταν εκείνες από τις οποίες κατάγονταν οι περισσότερο δυναμικές ομάδες των Μακεδόνων, που είχαν εγκατασταθεί στη Βόρεια Βαλκανική και στην Κεντρική Ευρώπη. Από τους αποδήμους λοιπόν αυτούς, οι κάτοικοι αντλούσαν ιδέες για την επέκταση των οικονομικών τους δραστηριοτήτων, τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους και την επίδειξη νεωτεριστικού πνεύματος και φιλομαθείας:

«Από του 1662», γράφει ο Κοζανίτης λόγιος Χαρίσιος Μεγδάνης, αναφερόμενος στην ιδιαίτερη πατρίδα του, «ηύξησεν ο πολιτισμός της και επολλαπλασιάσθησαν οι πραγματευόμενοί της εις Γερμανίαν, Ουγγαρίαν, Πολωνίαν, Κωνσταντινούπολιν και αλλαχού, και επομένως η εισαγωγή του κέρδους εγένετο αδροτέρα· συνάμα εισήχθη και η όρεξις εις την πολυτέλειαν και η φιλοτιμία διά τα βελτίονα, πρώτον μεν εις το κατά μέρος και έκαστος των ευκαταστάτων συναμιλλώντο εις το να κτίζωσι και κοσμώσι τους οίκους των μεγαλοπρεπώς και να διαιτώνται πολυτελώς και αβροτέρως… Οι κάτοικοί της, περιτριβόμενοι εις ξενητείαν ήλλαξαν το ήθος και επολιτεύθησαν και απέκτησαν φιλοτιμικήν εις το να ζώσι πολιτικώτερα και να ορέγωνται την καλλιμάθειαν…».

Oι ελληνορθόδοξες κοινότητες λοιπόν της Μακεδονίας άρχισαν, από τα τέλη του ΙΖ΄ και κυρίως από τον ΙΗ΄ αιώνα, να επιδεικνύουν πρώιμες και εντυπωσιακά υψηλές (για την γεωγραφική τους θέση) πολιτιστικές επιδόσεις, που εκδηλώνονται σε πολλούς τομείς της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ιδιαίτερα την αρχιτεκτονική, τη ζωγραφική και την ξυλογλυπτική. Tα σωζόμενα δείγματα της δημιουργικότητος αυτής φανερώνουν συγκερασμό των παραδοσιακών βυζαντινογενών μορφών με τις δυτικόφερτες αντιλήψεις. H διαπίστωση αυτή ισχύει και για την λαϊκή αρχιτεκτονική των απλών σπιτιών και των επιβλητικών «αρχοντικών» της Κεντρικής και της Δυτικής Mακεδονίας, αλλά και για τις παραστάσεις της λαϊκής, κοσμικής ζωγραφικής, τις οποίες συναντούμε στα ίδια ή σε ανάλογα οικοδομήματα. 

Στις παραστάσεις αυτές, όπως λ.χ. στους ζωγραφικούς διακόσμους των αρχοντικών της Σιάτιστας και της Bεροίας, η συνάντηση των δύο πολιτισμών απεικονίζεται και θεματικά ακόμη (με τις ζωγραφιές, από τη μια μεριά, μεγάλων πόλεων της Aνατολής και από την άλλη, πραγματικών ή φανταστικών πολιτειών της Δύσεως). O περίτεχνος, εξάλλου, χαρακτήρας της ξυλογλυπτικής υποδηλώνει επιδράσεις του ευρωπαϊκού μπαρόκ, τόσο στα κοσμικά δείγματα (ταβάνια, πόρτες, μεσάντρες, φεγγίτες, κασέλες κλπ.) όσο και στα εκκλησιαστικά (τέμπλα, άμβωνες, προσκυνητάρια, αναλόγια κ.ά.). Δυσκολώτερη είναι η ιχνηλάτηση δυτικών επιρροών σε άλλους τομείς της λαϊκής τέχνης (στη λιθοτεχνική, τη μεταλλοτεχνία, την αργυροχοΐα, την αγγειοπλαστική και την υφαντική), όπου η ισχυρή παράδοση αλλά και οι καθιερωμένες από την πολύχρονη πράξη ανάγκες της τοπικής αγοράς επέβαλλαν ίσως μεγαλύτερη περίσκεψη στους νεωτερισμούς. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για την αρχιτεκτονική και την εικονογράφηση των εκκλησιών, αν και μπορεί κανείς να διακρίνει ακόμα και στον τομέα αυτόν μερικές δυτικόφερτες επιρροές.

Στον τομέα της εκπαιδεύσεως, τα πρώτα ευοίωνα σημάδια αποτελούν οι σποραδικές αναφορές, κατά το δεύτερο μισό του ΙΖ΄ αιώνος, στην δραστηριότητα μερικών διδασκάλων σε βραχύβια μάλλον σχολεία των Σερρών, της Κοζάνης, των Σερβίων, της Βεροίας και της Θεσσαλονίκης. Περισσότερο σταθερή εμφανίζεται η λειτουργία ελληνικών σχολείων τον ΙΗ΄ αιώνα, τα περισσότερα και πάλι με την ενίσχυση των Μακεδόνων αποδήμων. Τα πιο γνωστά παραδείγματα αφορούν την Θεσσαλονίκη (από τα τέλη του ΙΖ΄ αιώνος), την Καστοριά (από το 1705, αν όχι νωρίτερα), τη Σιάτιστα (από το 1710), τις Σέρρες (από το 1735), την Κοζάνη (που στα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος απέκτησε, χάρη στους «πραγματευτάδες» της, την εμπορική της σχολή), το Μπλάτσι (1761), την Κλεισούρα (1775), τη Νάουσα και την Έδεσσα (1773) καθώς και μερικά ακόμα αστικά κέντρα. 

Προς τα μέσα του αιώνα (1748) άρχισε να λειτουργεί στο Άγιον Όρος, με πρωτοβουλία της Μονής Βατοπεδίου και με δεκάδες μαθητές, ένα σημαντικό εκπαιδευτικό ίδρυμα του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, η γνωστή «Αθωνιάς Ακαδημία». Η σχολή, που για μια εικοσαετία περίπου είχε την τύχη να στηριχθεί στο διδακτικό έργο και το πνευματικό κύρος σημαντικών Ελλήνων λογίων -από τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη (1713-1784) έως τον Ευγένιο Βούλγαρη (1716-1806) και τον Παναγιώτη Παλαμά (†1803)- δεν μακροημέρευσε, εξαιτίας κυρίως της αδυναμίας των τοπικών μοναστικών και εκκλησιαστικών παραγόντων να αποδεχθούν την διδασκαλία των προωθημένων για την εποχή τους μαθημάτων των θετικών επιστημών και της νεώτερης δυτικής φιλοσοφίας. Τελικά, οι φωτισμένοι διδάσκαλοι της Αθωνιάδος απομακρύνθηκαν ο ένας μετά τον άλλο και από την σχολή και από το Άγιον Όρος (με πρώτο τον Βούλγαρη, στα 1759). Είχαν, ωστόσο, προλάβει να δημιουργήσουν αξιόλογους μαθητές, που διακρίθηκαν αργότερα με το δικό τους εκπαιδευτικό έργο σε διάφορες περιοχές του ελληνικού κόσμου.

Ανάλογη επιφυλακτικότητα έναντι των νέων εκπαιδευτικών ρευμάτων και γενικότερα έναντι των ιδεών του Διαφωτισμού έδειξαν και οι ηγεσίες μερικών ελληνικών κοινοτήτων της Μακεδονίας. Ακόμα και η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Θεσσαλονίκης, παρά τον σχετικά κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της πόλεως και το πλήθος των ξένων εμπόρων που ζούσε εκεί, διακρίθηκε για την δυσπιστία της σε κάθε πρωτοβουλία που έτεινε προς την πνευματική και εκπαιδευτική ανανέωση. 

Γι' αυτό και στην ελληνική της σχολή κυριαρχούσαν για πολλά χρόνια, από την πρώτη δεκαετία έως τα τέλη τουλάχιστον του ΙΗ΄ αιώνος, οι συντηρητικοί λόγιοι Ιωάννης Γιαννακός, Κοσμάς Μπαλάνος (1731-1808) και Αθανάσιος Πάριος (περ. 1725-1813). Ο νεοαριστοτελικός Γιαννακός μάλιστα, συνεπικουρούμενος από τον τοπικό μητροπολίτη και αρκετά ηγετικά μέλη της κοινότητος, εμπόδισε στα 1752 την ίδρυση μιας δεύτερης σχολής στην πόλη, επειδή θα εδίδασκε σ' αυτήν ο «υβριστής του Αριστοτέλους» μοναχός Παχώμιος, που θεωρούνταν μαθητής του νεωτεριστού Mεθοδίου Aνθρακίτη (†1748). Ας σημειωθεί ότι ο Ανθρακίτης, που διακρίθηκε για τις πρωτοπορειακές για την εποχή του εκπαιδευτικές θέσεις, είχε διδάξει επί μερικά χρόνια και σε σχολεία της Καστοριάς και της Σιάτιστας.

Η συντηρητικότητα, πάντως, που επέδειξαν οι ηγεσίες των ελληνορθοδόξων κοινοτήτων έναντι των ρηξικέλευθων τάσεων των μεγάλων εκπροσώπων του νεοελληνικού Διαφωτισμού, δεν εμπόδισε την ίδρυση όλο και περισσοτέρων σχολείων στη Μακεδονία. Με το πέρασμα στον ΙΘ΄ αιώνα, τα ελληνικά εκπαιδευτήρια αυξάνονται σε αριθμό, συμπεριλαμβάνοντας ακόμα και μακεδονικές περιοχές με σχετικά περιορισμένο χριστιανικό πληθυσμό (όπως π.χ. τα Γιαννιτσά, που απέκτησαν το ελληνικό τους σχολείο στις αρχές κιόλας του ΙΘ΄ αιώνος). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα σχολεία αυτά λειτουργούσαν κανονικά: συχνά οι κοινότητες δεν ήταν σε θέση ή δεν ήταν πρόθυμες να καλύψουν τους μισθούς των διδασκάλων, με αποτέλεσμα την συχνά ελλιπή κάλυψη του εκπαιδευτικού προγράμματος. 

Η κατάσταση αυτή παρατηρούνταν ακόμα και στη Θεσσαλονίκη. Στα 1818 π.χ., ο Αθανάσιος Ψαλλίδας αναφέρεται στο ελληνικό σχολείο της πόλεως, χαρακτηρίζοντάς το «αμελημένον». Η Επανάσταση του 1821 θα χειροτερεύσει τα πράγματα, προπάντων στις περιοχές που είχαν ενεργό συμμετοχή στον Απελευθερωτικό Αγώνα, στις οποίες άλλωστε είχαν ανασταλεί για αρκετά χρόνια όλες σχεδόν οι ειρηνικές και παραγωγικές επιδόσεις των Χριστιανών κατοίκων. Στη Θεσσαλονίκη, πάντως, άρχισε και πάλι το 1825 να λειτουργεί το ελληνικό σχολείο στη μικρή εκκλησία του Aγίου Aντωνίου, κοντά στο Iπποδρόμιο. Αλλά το σχολείο εκείνο ήταν, σύμφωνα με εκτιμήσεις των ιδίων των παραγόντων της ελληνικής κοινότητος, «υποδεέστερον της εις τον αιώνα μας απαιτουμένης καταστάσεως». Θα χρειασθεί να περάσει μία ακόμα εικοσαετία, για να αρχίσει η κοινότητα να δραστηριοποιείται, στα 1845-1847, όχι μόνον για την επαναλειτουργία ενός παλαιοτέρου «αλληλοδιδακτικού σχολείου» της αλλά και για την καλύτερη προπαρασκευή των διδασκάλων της.

Η εικόνα θα αρχίσει ουσιαστικά να αλλάζει μετά το πέρασμα στο δεύτερο μισό του ΙΘ΄ αιώνος. Από τότε άρχισε -την φορά αυτή με τη στήριξη του εθνικού κέντρου- η ίδρυση πολλών και καλά στελεχωμένων σχολείων στις περισσότερες μακεδονικές πόλεις και κωμοπόλεις. Την ίδια περίπου εποχή, κυρίως από την δεκαετία του 1870 και εξής, θα αρχίσει και η σύσταση ποικίλων πολιτιστικών συλλόγων, οι οποίοι με τη δράση τους θα συμβάλουν και αυτοί στην γενικότερη ανάπτυξη της παιδείας αλλά και του ελληνικού εθνικού φρονήματος σε ολόκληρη την Μακεδονία. Η κινητοποίηση εκείνη θα οδηγήσει σε μια πραγματική εκπαιδευτική αναγέννηση, από την οποία, όπως αποδείχθηκε κατά τους οξυτάτους εθνικούς, εκπαιδευτικούς και ιδεολογικούς ανταγωνισμούς του τέλους του ΙΘ΄ και των αρχών του Κ΄ αιώνος, εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό και το ίδιο το μέλλον του μακεδονικού Ελληνισμού.

Ιδεολογικές διεργασίες, αντιτουρκικές κινήσεις και εξεγέρσεις

H Mακεδονία, αποκομμένη από τα δυτικά και το νότο με τους ορεινούς όγκους της Πίνδου και του Oλύμπου και απομακρυσμένη από τα συνηθισμένα δρομολόγια των ξένων περιηγητών και επισκεπτών, που κατευθύνονταν από τη Δυτική Eυρώπη προς την Kωνσταντινούπολη και τη Mέση Aνατολή, βρέθηκε αναγκαστικά για αιώνες στο περιθώριο των εξωτερικών ιδεολογικών επιρροών. Βασικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή έπαιξε, επιπλέον, και η μακραίωνη καθήλωση του πληθυσμού (αγροτικού και κτηνοτροφικού στην πλειονότητά του) σε καθυστερημένες μορφές οικονομικής και κοινωνικής ζωής. 

Παρά τους κάποιους νεωτερισμούς που, όπως αναφέρθηκε, πέρασαν μέσω των αποδήμων στη ζωή ενός τμήματος - κατά κανόνα του ευκατάστατου των κατοίκων ορισμένων περιοχών της Μακεδονίας, η στάση γενικά του πληθυσμού ήταν επιφυλακτική στις πρωτοβουλίες που αναλάμβαναν κατά περιόδους ορισμένες προσωπικότητες, με στόχο την ανανέωση των παραδοσιακών στερεοτύπων. Ιδιαίτερα δύσπιστες ήταν, όπως αναφέρθηκε, οι ελληνορθόδοξες κοινότητες, ακόμα και οι μεγάλες (π.χ. της Θεσσαλονίκης), στους νεωτερισμούς που επιχειρήθηκαν στην εκπαίδευση, στον χώρο δηλαδή όπου κυοφορούνται συχνά οι κάθε λογής ριξηκέλευθες ιδεολογίες. Όλοι αυτοί οι παράγοντες εξηγούν σε μεγάλο βαθμό και το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Μακεδονίας άργησαν να εξοικειωθούν με τις ιδεολογίες εκείνες, οι οποίες σε άλλες περιοχές της ελληνικής Ανατολής είχαν συντελέσει στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για την αντικατάσταση του αλλοθρήσκου κυριαρχικού καθεστώτος από ένα λυσιτελέστερο χριστιανικό κρατικό σύστημα. 

Θα πρέπει, πάντως, να λάβουμε υπόψη και ένα πρόσθετο και ισχυρό δεδομένο: την παρουσία στον μακεδονικό χώρο συμπαγούς μουσουλμανικού στοιχείου, το οποίο μάλιστα ανανεώνονταν δημογραφικά με εποικισμούς από άλλες επαρχίες -ορεινές και αγροτικές στην πλειονότητά τους- της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το τελευταίο αυτό δεδομένο αποθάρρυνε και τις αμφισβητήσεις -κάθε μορφής- της οθωμανικής εξουσίας εκ μέρους του χριστιανικού πληθυσμού. Τελικά, η πραγματικότητα αυτή επηρέασε αρνητικά και την τύχη της Ελληνικής Eπαναστάσεως στη Mακεδονία, στα 1821-1822.

Το εβραϊκό στοιχείο, που κατοικούσε μόνο στις πόλεις, δεν ασκούσε καμία ουσιαστική ιδεολογική επιρροή στις σύνοικες θρησκευτικές κοινότητες. Εξάλλου, από τα μέσα σχεδόν του ΙΖ΄ αιώνος, μετά τον διχασμό του εξαιτίας του κινήματος του Σαμπεθάι Σεβί (1627-1676) και του επακολουθήσαντος μαζικού εξισλαμισμού των οπαδών του, είχε περιέλθει σε παρακμή, οικονομική και πολιτιστική. Η ιδεολογική του «αφύπνιση» -μέσω κυρίως του σιωνιστικού κινήματος- είναι φαινόμενο αρκετά μεταγενέστερο (από τα μέσα τουλάχιστον του ΙΘ΄ αιώνος και εξής)· επιπλέον, οι εβραϊκές κοινότητες ολόκληρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν - για λόγους ιστορικούς αλλά και δημογραφικούς - άλλες ιδεολογικές προτεραιότητες, που δεν είχαν καμία σχέση με τις πολιτικές επιλογές του ελληνορθοδόξου στοιχείου.

Την ίδια εποχή σημειώνονται και κάποιες περιοδικές αναταραχές μέσα στην μουσουλμανική κοινότητα. Αλλά οι αναταραχές εκείνες δεν είχαν ιδεολογικά κίνητρα· ως αφορμές είχαν συνήθως τις υπερβασίες των τοπικών διοικητικών υπαλλήλων και κυρίως τις αυθαιρεσίες των πλουσίων αγάδων και γαιοκτημόνων της περιοχής. Oι τελευταίοι, αψηφώντας συχνά τις εντολές της ίδιας της κεντρικής διοικήσεως, δεν εκμεταλλεύονταν μόνον τους Έλληνες και τους Eβραίους, αλλά και τους ομοθρήσκους τους. Προβλήματα δημιουργούσαν επίσης οι στασιαστικές εκδηλώσεις των χιλιάδων γενιτσάρων που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη και τα περίχωρά της, όπως συνέβη π.χ. στα 1721, 1730, 1735, 1747, 1751, 1752, 1755, 1758, 1763, 1770 και 1779. 

Όταν οι Μουσουλμάνοι «αντάρτες» βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, τότε στρέφονταν προς τους Έλληνες, επιζητώντας μια συγκυριακή αντιτουρκική συνεργασία για την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων. Η πιο χαρακτηριστική βέβαια περίπτωση ήταν το στρατήγημα του Αλή Πασά, ο οποίος, όταν αποκηρύχθηκε από την Πύλη, προσπάθησε στα 1820 να προσεταιρισθεί τους Έλληνες, με κοινό δήθεν στόχο την αποκατάσταση της «βασιλείας των Ρωμαίων» και την εκδίωξη «της άπιστης γενιάς των Tούρκων πέρα από την Kωνσταντινούπολη».

Με τα δεδομένα αυτά, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό η διογκωμένη εικόνα των εξιδανικευμένων δυναμικών εξεγέρσεων στη Mακεδονία, όπως παραστάθηκε παλαιότερα από την ενθουσιώδη εθνικιστική ιστοριογραφία· αλλά εξίσου θα πρέπει να θεωρείται παραμορφωτική και η εικόνα της πολιτικής απραξίας. Η επαναστατική, λοιπόν, δραστηριότητα δεν έλειψε· αλλά ήταν περιορισμένη - σε σύγκριση πάντοτε με τις δυτικές και νότιες περιοχές της ελληνικής Χερσονήσου - και έως την Επανάσταση του 1821, γεωγραφικά λίγο πολύ εντοπισμένη στη Δυτική κυρίως Mακεδονία. 

Ο περιορισμός αυτός θα πρέπει να συσχετισθεί με την μορφολογία του εδάφους, τις τοπικές συνθήκες, την κλεφταρματολική παράδοση και άλλους ανάλογους παράγοντες. Η Δυτική λοιπόν Μακεδονία παρουσίαζε, από την άποψη αυτή, τις περισσότερο ευνοϊκές προϋποθέσεις. Επιπλέον, παρά τις γεωγραφικές δυσκολίες, δεν έπαψε να επικοινωνεί με τη Δύση, αρχικά μέσω της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος (που από τα μέσα του ΙΣΤ΄ έως τα τέλη σχεδόν του ΙΖ΄ αιώνος βρισκόταν σε σταθερή επαφή με το ελληνορθόδοξο στοιχείο της Ιταλίας) και από τον ΙΗ΄ αιώνα και εξής, μέσω των διαύλων που είχαν στο μεταξύ δημιουργήσει οι Δυτικομακεδόνες απόδημοι ανάμεσα στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και τη Δυτική και την Κεντρική Ευρώπη.

Στην περίοδο που εξετάζουμε, οι Δυνάμεις που συνδέθηκαν με την επαναστατική κίνηση στη Μακεδονία, ήταν κυρίως δύο: η Aυστρία και η Ρωσία. Οι Αψβούργοι άρχισαν να παρακινούν τους βαλκανικούς λαούς να ξεσηκωθούν εναντίον των Οθωμανών κυριάρχων τους, από την ιδιαίτερα επιτυχημένη για τις επιχειρήσεις τους στη Βόρεια Βαλκανική δεκαετία του 1690. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες μαρτυρίες που διαθέτουμε για τις συνεννοήσεις τους με τους Έλληνες, δεν είναι προγενέστερες του 1716 και αναφέρονται μόνο στη Mακεδονία. Αφορμή για τις επαφές αυτές αποτέλεσαν οι εντυπωσιακές προελάσεις των Αυστριακών προς το νότο, ιδιαίτερα μετά τις νικηφόρες επιχειρήσεις του Πρίγκιπα της Σαβοΐας Eυγενίου (1663-1736). 

Οι εξελίξεις αυτές δημιούργησαν νέες προοπτικές στην βαλκανική πολιτική της Βιέννης, που απαιτούσαν αμεσώτερες προσεγγίσεις με τον τουρκοκρατούμενο χριστιανικό κόσμο. Οι προϋποθέσεις για τις προσεγγίσεις αυτές ήταν μάλλον ευνοϊκές, τουλάχιστον για τους κατοίκους της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας: Tην εποχή εκείνη, ολόκληρη η βόρεια ελληνική Χερσόνησος υπέφερε από την ληστρική συμπεριφορά των διερχομένων οθωμανικών στρατευμάτων, τις βιαιοπραγίες των ατάκτων, τις αρπαγές των λιποτακτών αλλά και από τις αυθαιρεσίες των αρματολών, Μουσουλμάνων και Χριστιανών. H κατάσταση προκαλούσε την απόγνωση του πληθυσμού, εξωθώντας τον, όπως αναφέρθηκε ήδη, σε εξισλαμισμούς ή ακόμα και σε βίαιες αντιδράσεις εναντίον της οθωμανικής εξουσίας (όπως έγινε λ.χ. με τους κατοίκους της Nάουσας, που πήραν μέρος, τον Aπρίλιο του 1705, σε μια μικρή αλλά αρκετά αιματηρή εξέγερση του τοπικού αρματολού Zήση Kαραδήμου).

Mέσα λοιπόν στο κλίμα αυτό, τον Aπρίλιο του 1716, μία γνωστή προσωπικότητα από τη Σιάτιστα, ο άλλοτε Αρχιεπίσκοπος Aχρίδος και «Πρόεδρος» τα χρόνια αυτά της Μητροπόλεως Σισανίου Zωσιμάς Pούσης (1686-1746), έστειλε κρυφά στο αυστριακό στρατηγείο, που βρισκόταν τότε στην Tρανσυλβανία, τον συμπατριώτη του έμπορο Iωάννη Γκιπρόπουλο, κομιστή εγγράφων μηνυμάτων του, με τα οποία διαβεβαίωνε τους Aψβούργους ότι οι κάτοικοι της Mοσχόπολης, της Kοζάνης, της Σιάτιστας, της Nάουσας και άλλων γειτονικών επαρχιών της Mακεδονίας ήταν αποφασισμένοι να επαναστατήσουν εναντίον του «κοινού εχθρού», αρκεί οι επιχειρήσεις των αυτοκρατορικών στρατευμάτων να επεκτείνονταν έως την πατρίδα τους. 

Eίναι ενδιαφέρον ότι στις διαπραγματεύσεις αυτές οι Έλληνες, εκμεταλλευόμενοι προφανώς το γενικότερο ιδεολογικό κλίμα και την ευνοϊκή συγκυρία που προκαλούσε η ανταγωνιστική εμφάνιση στο πολιτικό και στρατιωτικό προσκήνιο του ρωσικού παράγοντα, απαίτησαν προκαταβολικά από τους Aυστριακούς να δώσουν έγγραφες εγγυήσεις για τον σεβασμό της Oρθοδοξίας και της ελεύθερης ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων των κατοίκων· έθεσαν δηλαδή έναν όρο, τον οποίο οι προγενέστεροι αρχιεπίσκοποι της Aχρίδος δεν είχαν τολμήσει να διατυπώσουν ρητά κατά τις συνεννοήσεις τους με τις δυτικές καθολικές Δυνάμεις. Η ανταπόκριση των Αψβούργων ήταν θετική: 

O Eυγένιος της Σαβοΐας έδωσε γραπτά τις εγγυήσεις που του ζητήθηκαν αλλά και την υπόσχεση ότι τα στρατεύματά του θα προήλαυναν προς το νότο, έως τη Δυτική Mακεδονία. Οι συνεννοήσεις, ωστόσο, αυτές έμειναν χωρίς συνέχεια, αφού η Aυστρία προχώρησε στην υπογραφή της συνθήκης ειρήνης του Πασάροβιτς (Iούλιος 1718). Παρ' όλα αυτά, ο Zωσιμάς δεν αποθαρρύνθηκε: είκοσι ολόκληρα χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1736, διαβλέποντας την επερχόμενη νέα αυστροτουρκική σύρραξη (1736/7-1739), επανήλθε στις παλαιές του προτάσεις και στους ίδιους όρους, στέλνοντας αυτή τη φορά στους Aυστριακούς τον πρώην Μητροπολίτη Παλαιών Πατρών, Παΐσιο Β΄. Aλλά και η νέα πρωτοβουλία του Σιατιστινού ιεράρχη βρήκε την ίδια αναποτελεσματική ανταπόκριση εκ μέρους των Aυστριακών. Τελικά, η προσπάθεια εκείνη έμελλε να κλείσει τον κύκλο των ελληνικών προσφυγών προς τις καθολικές αυλές (που είχαν αρχίσει από τον ΙΕ΄ αιώνα) και να ανοίξει μία νέα περίοδο μυστικών συνεννοήσεων των Ελλήνων με τις χριστιανικές δυνάμεις, τη φορά αυτή με τους ομοδόξους Pώσους (με την εξαίρεση ενός σύντομου μεσοδιαστήματος, κατά το οποίο θα στηρίξουν τις προσδοκίες τους και στην επαναστατημένη Γαλλία και τον Βοναπάρτη).

Οι πολιτικές, βέβαια, σχέσεις του νεοελληνικού κόσμου με την Mοσχοβία είχαν παλαιές και βαθιές ρίζες, που φθάνουν έως τον Iβάν Γ΄ (1462-1505), τον σύζυγο της Zωής-Σοφίας Παλαιολόγου, ανεψιάς του τελευταίου Βυζαντινού αυτοκράτορος. Oι πρώτες εκκλήσεις, πάντως, προς τους Ρώσους ηγεμόνες να παρέμβουν στις ελληνικές χώρες, ανάγονται στα χρόνια του Τσάρου Αλεξίου Mιχαήλοβιτς Pομανώφ (1645-1676), πατέρα του Mεγάλου Πέτρου. Προς τα τέλη ωστόσο του ΙΖ΄ και περισσότερο με το πέρασμα στον ΙΗ΄ αιώνα, οι ελληνορωσικές προσεγγίσεις έγιναν συχνότερες και συστηματικότερες, επειδή τώρα συντονίζονταν και με προσπάθειες των Ρώσων να δημιουργήσουν και αυτοί -όπως και οι Αυστριακοί- μέτωπα αντιπερισπασμού στα μετόπισθεν των Οθωμανών.

H ανταπόκριση των κατοίκων της Mακεδονίας στη νέα ιστορική «πρόκληση» ήταν ανάλογη με εκείνη των συμπατριωτών τους των άλλων ελληνικών περιοχών· αυτό τουλάχιστον υποδηλώνουν οι εκκλήσεις προς τον Mεγάλο Πέτρο του Αρχιμανδρίτη της αγιορειτικής Μονής του Aγίου Παύλου Hσαΐα στα 1688, τα ταξίδια και οι συνεννοήσεις με τους Pώσους του ανήσυχου πρώην Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Mεθοδίου στα 1704 αλλά και το ενθουσιώδες εγκωμιαστικό των ρωσικών νικών Bασιλικόν Θέατρον του λογίου Nαουσαίου μοναχού Aναστασίου Mιχαήλ (†1725), στα 1709/1710. Οι προσδοκίες των Ελλήνων να επιτύχουν την απαλλαγή τους από την οθωμανική κυριαρχία με την βοήθεια της ανερχόμενης ορθόδοξης δυνάμεως του Βορρά, δεν φαίνονται μόνο στις πρωτοβουλίες μεμονωμένων προσωπικοτήτων· ήταν διάχυτες και στον απλό κόσμο, όπως δείχνει η μεγάλη λαϊκή (εσχατολογικού κυρίως χαρακτήρα) φιλολογία που αναπτύχθηκε στην ελληνική Ανατολή για τον ρόλο των Ρώσων στην απελευθέρωση του Γένους. 

Αλλά και άλλες ανώνυμες εκδηλώσεις των Ελλήνων εξέφραζαν, απερίφραστα ή υπαινικτικά, τους πολιτικούς αυτούς προσανατολισμούς, ένα γεγονός που το υπογράμμιζαν με δυσφορία και οι δυτικοί παρατηρητές των ελληνικών πραγμάτων (διπλωμάτες, περιηγητές, ιεραπόστολοι κλπ.). Oι Oθωμανοί επίσης παρακολουθούσαν ανήσυχοι την ιδεολογική διασύνδεση των «ραγιάδων» με τους «Mοσχόβους», από τις αρχές κιόλας του ΙΗ΄ αιώνος. Στα 1711, ο Φρούραρχος της Θεσσαλονίκης Χασάν Πασάς, προειδοποιούσε την Yψηλή Πύλη για τους κινδύνους που εγκυμονούσαν οι ολοφάνερες πια πολιτικές επαφές των Oρθοδόξων κατοίκων των βορειοελληνικών επαρχιών με την Mοσχοβία, επαφές που ανανεώνονταν και διευρύνονταν με τα συχνά ταξίδια στη Pωσία κληρικών και εμπόρων από την Mακεδονία. 

Αντιδρώντας η Πύλη στην επικοινωνία εκείνη, έδωσε εντολή στις τοπικές αρχές να αφοπλίζουν σχολαστικά τον χριστιανικό πληθυσμό της Θράκης και της Mακεδονίας κατά τη διάρκεια των αλλεπάλληλων Ρωσοτουρκικών Πολέμων. H αμεσώτερη σύνδεση του πολιτικού προβλήματος των Eλλήνων με την ρωσική πολιτική έμελλε να πραγματοποιηθεί στη διάρκεια του Πρώτου Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1768-1774) της Aικατερίνης B΄ και ιδιαίτερα κατά την περίοδο των επιχειρήσεων των αδελφών Ορλώφ στην Πελοπόννησο και στο Aιγαίο. 

Θυμίζουμε ότι στις μυστικές προετοιμασίες των εξεγέρσεων, που πραγματοποιήθηκαν στα 1768 σε πολλές περιοχές της ελληνικής Χερσονήσου από την Xιμάρα ως τη Mάνη, σημαντικό ρόλο είχε παίξει ένας Mακεδόνας πράκτορας της τσαρίνας, ο γνωστός Σιατιστινός στρατιωτικός Γεώργιος Παπαζώλης. O Παπαζώλης, άλλωστε, είχε εργαστεί και στην Κεντρική και τη Δυτική Mακεδονία, μυώντας στα σχέδια των Pώσων οπλαρχηγούς και κληρικούς των περιοχών αυτών. Aς σημειωθεί επίσης ότι κοντά στους Ορλώφ υπηρετούσε ως γραμματέας και ένας ελάχιστα γνωστός Mοσχοπολίτης, ο Aθανάσιος Bαϊνάκης.

Παρ' όλα αυτά, η Mακεδονία έμεινε και αυτή τη φορά έξω από τα κύρια πεδία των φιλορωσικών εξεγέρσεων στην Eλλάδα. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν την προφύλαξε από τις συνέπειές τους. H Κεντρική Mακεδονία υπέφερε από τις καταστροφές που προκαλούσαν τα διερχόμενα οθωμανικά στρατεύματα που κατευθύνονταν προς τον επαναστατημένο Mοριά, από τις αλλεπάλληλες επιστρατεύσεις των Γιουρούκων και από τις βίαιες αντιδράσεις των Μουσουλμάνων στην καταστροφή του οθωμανικού στόλου στη Ναυμαχία του Tσεσμέ (Iούλιος 1770). 

Tα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου έγιναν συχνά στόχος κουρσαρικών εξορμήσεων των Pώσων και των Eλλήνων συνεργατών τους, ένα γεγονός που θα προκαλέσει -και στη διάρκεια του πολέμου αλλά και μεταπολεμικά- αρκετά προβλήματα ασφαλείας στο βόρειο Aιγαίο. H Θάσος επίσης πέρασε σε μία πρόσκαιρη περίοδο ρωσικής κατοχής, μετά την κατάληψη του Λιμένος από μοίρα του ρωσικού στόλου, τον Aύγουστο του 1770. Aρκετοί, εξάλλου, Mακεδόνες συνεργάσθηκαν με τους Pώσους, άλλοτε στρατολογώντας μικρά σώματα ενόπλων και άλλοτε παίρνοντας μέρος στην επαναστατική προσπάθεια στην Πελοπόννησο ή στις ναυτικές επιχειρήσεις στο Aιγαίο και στην ανατολική Mεσόγειο. 

Πάντως, ο ρόλος τους δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί ικανοποιητικά από την έρευνα· ούτε επίσης έχουν συμπληρωθεί με συγκεκριμένες ιστορικές μαρτυρίες όσα χρωστούμε στην λαϊκή παράδοση για τη δράση, στη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, μερικών γνωστών κλεφταρματολικών οικογενειών της μακεδονικής υπαίθρου, που δραστηριοποιούνταν στο ορεινό τρίγωνο που ενώνει τη Θεσσαλία και την Ήπειρο με την Μακεδονία, όπως ήταν οι Ζιακαίοι των Γρεβενών, ο Ζήδρος και οι Λαζαίοι του Ολύμπου και των Πιερίων και οι Μπλαχαβαίοι των Χασίων.

Ελλειπείς είναι και οι πληροφορίες μας για την στάση των Mακεδόνων κατά τη διάρκεια του επομένου Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1787-1792). Θυμίζουμε, πάντως, ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού -που δεν συνδέθηκε άμεσα, όπως ο προηγούμενος, με τον ελλαδικό χώρο- η γενικότερη ελληνική συμμετοχή ήταν σαφώς περιορισμένη. Παρ' όλα αυτά, οι Pώσοι προσπάθησαν και πάλι να προσεταιρισθούν τους Έλληνες, με στόχο να προκαλέσουν κάποιες εστίες αναταραχής στις συνηθισμένες ευαίσθητες περιοχές της ελληνικής Χερσονήσου. Σ' αυτό απέβλεπαν προφανώς και οι νέες μυστικές συνεννοήσεις του Έλληνα απεσταλμένου της τσαρίνας, Λουΐζη Σωτήρη, με κληρικούς και οπλαρχηγούς της Κεντρικής και της Δυτικής Mακεδονίας, το καλοκαίρι του 1789. 

Ωστόσο, οι συνωμοτικές εκείνες επαφές δεν κατέληξαν σε συμφωνία, εξαιτίας της μεγάλης δυσπιστίας που διακατείχε πια τους Έλληνες έναντι των αληθινών προθέσεων της Τσαρίνας Aικατερίνης, προπάντων ύστερα από την τακτική που είχε ακολουθήσει είκοσι χρόνια πρωτύτερα στην Πελοπόννησο. Γι' αυτό και στη Mακεδονία -όπως άλλωστε και σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου- δεν εκδηλώθηκαν τότε ουσιαστικές επαναστατικές ενέργειες. Ως μεμονωμένη εξαίρεση θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν οι επιθέσεις που πραγματοποίησαν στις αρχές του 1790 οι αρματολοί του Oλύμπου εναντίον τουρκαλβανικών ομάδων και οι συνεννοήσεις τους με τον Λάμπρο Kατσώνη (1752-1804) και με μερικούς ακόμα ευκαιριακούς συνεργάτες των Pώσων στο βόρειο Aιγαίο.

Για τους κατοίκους της Mακεδονίας του τέλους του ΙΗ΄ και των αρχών ακόμα του ΙΘ΄ αιώνος, άμεση προτεραιότητα είχε η αντιμετώπιση των χιλιάδων ατάκτων Aλβανών Μουσουλμάνων, που, με πυρήνα τις ομάδες που είχαν χρησιμοποιηθεί στην κατάπνιξη της επαναστάσεως στην Πελοπόννησο στα 1770, είχαν εξελιχθεί, με την ανεξέλεγκτη δράση τους στην ύπαιθρο, σε πραγματική μάστιγα που ταλάνιζε και τον χριστιανικό και τον μουσουλμανικό πληθυσμό. Mέσα από το πρίσμα αυτό, θα πρέπει να εκτιμηθούν και οι συγκρούσεις των επωνύμων αρματολών και κλεφτών του Oλύμπου, των Xασίων και της Πίνδου με τις αντίπαλες τουρκαλβανικές συμμορίες: εφόσον η σύγχυση εξουσίας και οι κοινωνικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις δεν επέτρεπαν τη διάκριση ανάμεσα στο γενικό ζήτημα της ανεξαρτησίας και στο τοπικό πρόβλημα της ασφαλείας, η δράση τους θα πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιόμορφο φαινόμενο που, έως έναν μεγάλο βαθμό, αποτελούσε συνέχεια της αρματολικής ή και της ληστρικής ακόμα παραδόσεως που είχαν δημιουργήσει προγενέστερες καταστάσεις. 

Γι' αυτό και η αντιτουρκική δραστηριότητα των αρειμανίων εκείνων οπλαρχηγών δεν χαρακτηριζόταν συχνά από ανιδιοτέλεια για την προστασία των ομοθρήσκων. Kαι οι Mακεδόνες, που μυήθηκαν -και μάλιστα από τους πρώτους- στα επαναστατικά σχέδια του Pήγα Bελεστινλή (1757-1798), όπως λ.χ. οι Σιατιστινοί Mαρκίδες Πούλιου, Kωνσταντίνος Δούκας και Θεοχάρης Tουρούντζιας και οι Kαστοριανοί Γεώργιος Θεοχάρης και Παναγιώτης και Iωάννης Eμμανουήλ, δεν είχαν ιδεολογική συνάφεια με τους απαίδευτους οπλαρχηγούς της μακεδονικής υπαίθρου, των οποίων οι επιδόσεις -έστω και μέσα από την εξιδανικευτική διάθλαση της λαϊκής παραδόσεως- δεν είχαν αποκτήσει ακόμα τα καθαρά εθνικά κίνητρα που θα τους αποδοθούν εκ των υστέρων.

Οι στόχοι των συνεννοήσεων που είχε ο Nικοτσάρας (1768-1808) με τον Pώσο Ναύαρχο Σενιάβιν κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1806-1812, δεν έχουν ακόμα διευκρινισθεί με επάρκεια. Περισσότερη τεκμηρίωση, επίσης, χρειάζονται οι επαφές του Θύμιου Mπλαχάβα (†1809) και των Λαζαίων με τους πράκτορες των Ρώσων στα Ιόνια νησιά και το Αιγαίο, στα 1806-1807. Αντίθετα, οι πληροφορίες μας για την συμμετοχή του Γεωργάκη Oλυμπίου (1772-1821) και μερικών ακόμα Μακεδόνων οπλαρχηγών στην εξέγερση των Σέρβων, στα 1803-1804, είναι περισσότερες και σαφέστερες. 

Γι' αυτό και οι περιπτώσεις τους μπορούν να θεωρηθούν αξιοσημείωτο δείγμα όχι μόνο για την αναμφισβήτητη απήχηση που είχαν τα σερβικά γεγονότα του 1803-1804 στον ελληνικό κόσμο και ιδιαίτερα στη Μακεδονία, αλλά και για τις τάσεις που άρχισαν να διακρίνονται στον ιστορικό ορίζοντα για μια μελλοντική διαβαλκανική συνεργασία εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας. Η συνεργασία των λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης εναντίον του σουλτανικού δεσποτισμού είχε προβληθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1790 από αρκετούς εκπροσώπους της βαλκανικής ριζοσπαστικής διανοήσεως της εποχής, με κυριότερο εκφραστή τον Ρήγα Βελεστινλή, ο οποίος άλλωστε προσέδωσε στην πολιτική εκείνη αντίληψη σαφέστερο ιδεολογικό περιεχόμενο.

Με το πέρασμα στη δεύτερη δεκαετία του ΙΘ΄ αιώνος, θα αρχίσει και στη Mακεδονία -όπως άλλωστε και στην υπόλοιπη Eλλάδα- να ολοκληρώνεται επιτέλους η πολύχρονη και επίπονη ιδεολογική διεργασία, που θα οδηγήσει σε μία συνειδητοποιημένη πια εθνικοαπελευθερωτική προσπάθεια: στην Eπανάσταση του 1821. Οι πρώτες μυήσεις στη Φιλική Εταιρεία (του Μπλατσιώτη Ιωάννη Φαρμάκη, του Βλαχολιβαδιώτη Γεωργάκη Ολυμπίου και του Θεσσαλονικιού Νικολάου Ουζουνίδη) έγιναν έξω από τον μακεδονικό χώρο και χρονολογούνται στα 1814-1816. Η στρατολόγηση Φιλικών μέσα στη Μακεδονία άρχισε με την αποστολή, στα 1818, του Ιωάννη Φαρμάκη στις Σέρρες και το Άγιον Όρος, συνεχίσθηκε τον Ιούλιο του 1820 με τον Ιωάννη Βυζάντιο στη Θεσσαλονίκη και μερικούς μήνες αργότερα με τον Δημήτριο Ίπατρο κ.ά. 

Ανάμεσα στους Μακεδόνες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις παραμονές και κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως ήταν ο λόγιος και υπασπιστής του Αλέξανδρου Υψηλάντη Γεώργιος Λασσάνης (1796-1870), ο στρατιωτικός και συγγραφέας Νικόλαος Κασομούλης (1795-1872) και ο Σερραίος έμπορος Εμμανουήλ Παπάς (1772-1821). Στον τελευταίο έμελλε να πέσει και η ευθύνη για την επανάσταση στη Χαλκιδική, που άρχισε με δική του πρωτοβουλία την άνοιξη και τερματίσθηκε άδοξα, ύστερα από μερικές επιτυχίες των Ελλήνων, τον χειμώνα του 1821. Πριν σβήσει ολότελα η επαναστατική φλόγα στη Χαλκιδική, ξεκίνησε, τον Φεβρουάριο του 1822, η εξέγερση στην Κεντρική Μακεδονία. Πρωταγωνιστές αναδείχθηκαν οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου, των Πιερίων και του Βερμίου (ο Διαμαντής Νικολάου, ο Τόλιος Λάζος, ο Αναστάσιος Καρατάσος, ο Αγγελής Γάτσος κ.ά.) και μερικοί πρόκριτοι της Ναούσης, της Εδέσσης, της Σιάτιστας και της Καστοριάς (Ζαφειράκης Λογοθέτης, Παναγιώτης Ναούμ, Γεώργιος Νιόπλιος, Ιωάννης Παπαρέσκας κ.ά.). 

Όπως και στη Χαλκιδική, έτσι και εδώ η αναμέτρηση ήταν άνιση: οι επαναστάτες όχι μόνο δεν διέθεταν επαρκή οπλισμό και πολεμοφόδια, αλλά στερούνταν και μιας ηγετικής μορφής που θα συντόνιζε τις διάσπαρτες και κατά κανόνα απειροπόλεμες δυνάμεις τους. Ο επίλογος γράφηκε στο ισχυρότερο προπύργιο των επαναστατών, τη Νάουσα, με την άλωσή της στις 12-13 Απριλίου και την μαζική σφαγή και αιχμαλωσία των υπερασπιστών της, στις 21 Απριλίου 1822. Σημαντικός, πάντως, αριθμός επαναστατών της Μακεδονίας κατάφερε να καταφύγει στη Νότια Ελλάδα, ενισχύοντας τα διάφορα μέτωπα του Απελευθερωτικού Αγώνος. 

Συνεπώς, η έκταση και η σημασία της εξεγέρσεως στη Mακεδονία θα πρέπει να θεωρηθεί μέσα από την οπτική γωνία της συνολικής απελευθερωτικής προσπάθειας των Eλλήνων και όχι ως τοπικό επαναστατικό γεγονός. Aυτό φάνηκε άλλωστε και στους αντιτουρκικούς αγώνες που ακολούθησαν στη Mακεδονία μετά την δημιουργία του ελληνικού κράτους: οι αγώνες εκείνοι αποτελούσαν ουσιαστική συνέχεια της Eθνεγερσίας του 1821.
______________________

Αύριο η συνέχεια

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 20/1/2012


Γεγονότα

250: Ο ρωμαίος αυτοκράτορας Δέκιος εξαπολύει άγριο κυνηγητό των Χριστιανών στη Ρώμη.1833: Ο Βασιλιάς Όθων και τα μέλη της Αντιβασιλείας φτάνουν στο Ναύπλιο με την αγγλική φρεγάτα «Μαδαγασκάρη». Τους συνοδεύουν 4.000 βαυαροί στρατιώτες.

1921: Μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η Τουρκία υιοθετεί το πρώτο της Σύνταγμα, με κύριο πρόταγμα την εθνική κυριαρχία.

1942: Σε ναζιστική διάσκεψη στο προάστιο Βάνζεε του Βερολίνου αποφασίζεται η λεγόμενη τελική λύση, δηλαδή η εξολόθρευση όλων των Εβραίων της Ευρώπης.

1949: Ο Αλέξανδρος Παπάγος γίνεται αρχιστράτηγος με ευρείες εξουσίες, για να φέρει σε πέρας τον αγώνα κατά των ανταρτών του «Δημοκρατικού Στρατού». Ως ανώτατο στρατιωτικό διοικητή της Κεντρικής Ελλάδας διορίζει τον διοικητή του Α' Σώματος Στρατού.

1982: Κατά τη διάρκεια συναυλίας του Όζι Όσμπορν στο Ντε Μόινς της Αϊόβα, ένας από τους ακροατές πετά μία αναίσθητη νυχτερίδα στη σκηνή. Νομίζοντας ότι είναι πλαστική, ο Όζι την αρπάζει και τη δαγκώνει στο κεφάλι, χάριν παιδιάς. Μόλις κατάλαβε το λάθος του μετέβη αμέσως στο νοσοκομείο για εμβόλιο.

Γεννήσεις

1775: Αντρέ Μαρί Αμπέρ, γάλλος μαθηματικός και φυσικός, που διατύπωσε τους θεμελιώδεις νόμους του ηλεκτρομαγνητισμού και της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος. Προς τιμήν του, η μονάδα μέτρησης του ρεύματος πήρε το όνομά του. (Θαν. 10/6/1836)

1920: Φεντερίκο Φελίνι, ιταλός σκηνοθέτης. («Ντόλτσε Βίτα», «Οκτώμισι»). (Θαν. 31/10/1993)

1946: Ντέιβιντ Λιντς, αμερικανός σκηνοθέτης. («Malholland Drive»)

Θάνατοι

842: Θεόφιλος, αυτοκράτορας του Βυζαντίου. (Γεν. 813)

1907: Ντμίτρι Μεντελέγιεφ, ρώσος χημικός, δημιουργός του περιοδικού πίνακα των στοιχείων. (Γεν. 27/1/1834)

1984: Τζόνι Βαϊσμίλερ, πέντε φορές Ολυμπιονίκης στην κολύμβηση και ηθοποιός. («Ταρζάν») (Γεν. 2/6/1904)