ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
ΚΑΙ
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ
1. Η Ευρωπαϊκή Πολιτική
Συνεργασία
και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας
Η κατάρρευση της
Σοβιετικής Ενώσεως και του «Ανατολικού Mπλοκ» έγινε αποδεκτή με προβληματισμό
και σκεπτικισμό στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε ουσιαστικά
«παγώσει» την Ιστορία στην περιοχή, αφήνοντας έτσι χώρο για μία - σχεδόν
πρωτοφανή περίοδο τεσσάρων δεκαετιών σχετικής σταθερότητος και ειρήνης. Μετά
το πέρας της όμως, πολιτικοί, ακαδημαϊκοί καθώς και μεγάλη μερίδα του κόσμου
διακατέχονταν από φόβους για πιθανή ανάκαμψη του εθνικισμού, επιστροφή των
πολέμων, μεταβολές των εθνικών συνόρων και παραβιάσεις των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, γεγονότα που είχαν άλλωστε ταλανίσει τα Βαλκάνια από τον ΙΘ΄ αιώνα
και μέχρι το τέλος του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, το 1949. Η απαρχή των
διεργασιών που οδήγησαν στη βίαιη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, φάνηκε να
επιβεβαιώνει τα πλέον απαισιόδοξα σενάρια.
Συγκεκριμένα, στις
εκλογές του 1990 οι εθνικιστές ανήλθαν στην εξουσία σε όλες τις Δημοκρατίες της
Γιουγκοσλαβίας (Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κροατία, ΠΓΔΜ, Μαυροβούνιο, Σερβία και
Σλοβενία), ενώ οι εντάσεις μεταξύ των διαφόρων εθνοτικών ομάδων της χώρας
αυξήθηκαν σημαντικά. Από τον Ιούλιο του 1991, με το ενδεχόμενο της αστάθειας να
φαντάζει πλέον πολύ πραγματικό, η Ευρωπαϊκή Πολιτική Συνεργασία (ΕΠΣ) της τότε
Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΟΚ) ανέλαβε σχεδόν αποκλειστικά την ευθύνη
για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανέκυπταν από τη διαδικασία
διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας και από τις νέες παραμέτρους του Μακεδονικού
Ζητήματος, που σχετίζονταν με την ανεξαρτησία της Πρώην Γιουγκοσλαβικής
Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ). Αυτή η χρονική περίοδος (1991-1992)
παραμένει η σημαντικότερη που συνδέει την Ευρώπη με το ζήτημα της ονομασίας της
νεόκοπης γειτονικής δημοκρατίας.
Στην προσπάθειά της να
στηρίξει την προοπτική μιας ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα
προσέφερε αρχικά σημαντικά οικονομικά κίνητρα. Στις αρχές Ιουνίου του 1991, ο
τότε Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ επισκέφθηκε το Βελιγράδι και
πληροφόρησε τους Γιουγκοσλάβους ότι «θα τους παρέχονταν οικονομική βοήθεια της
τάξεως των τεσσάρων με πέντε δισεκατομμυρίων δολαρίων». Στις 24 Ιουνίου,
υπογράφηκε το Τρίτο Χρηματοδοτικό Πρωτόκολλο μεταξύ της Κοινότητος και της
Γιουγκοσλαβίας, το οποίο ανερχόταν σε 730 εκατομμύρια ECU για την περίοδο μέχρι
τις 30 Ιουνίου του 1996. Παρά τις προσπάθειες αυτές όμως από την πλευρά της
ΕΟΚ, η διαδικασία διαλύσεως της Γιουγκοσλαβίας σύντομα αποδείχθηκε αναπότρεπτη.
Στις 25 Ιουνίου του
1991 η Κροατία και η Σλοβενία διεκήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Ο πόλεμος στη
Γιουγκοσλαβία άρχισε δύο ημέρες αργότερα, με την επίθεση του ελεγχομένου από
τους Σέρβους Γιουγκοσλαβικού Εθνικού Στρατού (ΓΕΣ) εναντίον της Σλοβενίας. Την
ίδια ημέρα, οι Υπουργοί Εξωτερικών της ΕΠΣ συνήλθαν στο Λουξεμβούργο και
αποφασίσθηκε αμέσως να επισκεφθεί η Τρόικα την Γιουγκοσλαβία. Η Τρόικα πρότεινε
ένα σχέδιο, που συμπεριελάμβανε την αναστολή όλων των Διακηρύξεων Ανεξαρτησίας
για τρεις μήνες, την επιστροφή του στρατού στα στρατόπεδα καθώς και μία σειρά
άλλων μέτρων, που στόχευαν στην επίλυση της συνταγματικής κρίσεως στη χώρα.
Μολονότι όλες οι πλευρές συμφώνησαν με τα προτεινόμενα μέτρα, κανένα από αυτά
δεν εφαρμόσθηκε. Η Τρόικα αναγκάσθηκε να επιστρέψει στις 30 Ιουνίου, απειλώντας
αυτήν τη φορά με αναστολή της βοηθείας.
Ενώ οι εχθροπραξίες
συνεχίζονταν στη Σλοβενία, ο στρατός της νεαρής αυτής δημοκρατίας αποδείχθηκε
εξαιρετικά ετοιμοπόλεμος στις επιχειρήσεις του εναντίον του ΓΕΣ. Για να αυξήσει
την πίεση που ασκούνταν και να επιτύχει έναν ρεαλιστικό διακανονισμό, η Έκτακτη
Υπουργική Σύνοδος της ΕΠΣ αποφάσισε, στις 5 Ιουλίου του 1991, ότι η ΕΠΣ θα
επέβαλε εμπάργκο όπλων σε όλες τις γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες. Επίσης,
προέτρεψε τα μέλη της διεθνούς κοινότητος να ακολουθήσουν την ίδια γραμμή. Η
Ελλάς προσυπέγραψε την παραπάνω απόφαση καθώς και την προειδοποίηση ότι τυχόν
αποτυχία επιτεύξεως κάποιας συμφωνίας θα οδηγούσε σε αναστολή του δευτέρου και
τρίτου πρωτοκόλλου με την Γιουγκοσλαβία. Τα πρωτόκολλα αυτά, που αποτελούσαν το
μεγαλύτερο πακέτο βοηθείας που είχε διαθέσει ποτέ η Ευρωπαϊκή Κοινότητα σε ένα
κράτος, ανέρχονταν στο ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων.
Στις 5 Ιουλίου, η
Επιτροπή Ανωτέρων Αξιωματούχων της Διασκέψεως για την Ασφάλεια και τη
Συνεργασία στην Ευρώπη (ΔΑΣΕ) αποδέχθηκε το σχέδιο της ΕΠΣ, το οποίο επιδίωκε
κυρίως την παύση των εχθροπραξιών. Επιπλέον, η αποδοχή αυτή σηματοδοτούσε την
απαγκίστρωση της ΔΑΣΕ από τις ευθύνες της για την διευθέτηση του πολέμου στη
Γιουγκοσλαβία. Ίσως για πρώτη φορά σε χρονικό διάστημα αρκετών δεκαετιών, τα
μέλη της ΕΠΣ επωμίζονταν τον κυρίαρχο και σχεδόν αποκλειστικό ρόλο της
επιλύσεως μιας σημαντικής διεθνούς κρίσεως.
Οι προσπάθειες της ΕΠΣ
για την εξεύρεση λύσεως έμοιαζαν να κορυφώνονται με την υπογραφή της Συμφωνίας
Μπριόνι, στις 7 Ιουλίου. Η συμφωνία αυτή προέβλεπε την απόσυρση των δυνάμεων
του ΓΕΣ από τη Σλοβενία, ενέργεια που θα σηματοδοτούσε το τέλος ενός
περιορισμένου πολέμου μόλις δέκα ημερών. Επιπλέον, αποφασίσθηκε να
πραγματοποιηθεί μία κοινοτική αποστολή για τον έλεγχο της κατάπαυσης του πυρός,
ενώ υπήρξε και συμφωνία για την έναρξη διαπραγματεύσεων πριν από την 1η
Αυγούστου, οι οποίες θα αφορούσαν όλες τις πτυχές του μέλλοντος της
Γιουγκοσλαβίας.
Με τις αποστολές της
Τρόικα και τη Συμφωνία Μπριόνι, η ΕΠΣ κατάφερε να κερδίσει λίγο χρόνο. Ο
πόλεμος είχε τερματισθεί στη Σλοβενία, χωρίς να έχει ακόμα μεταφερθεί σε κάποια
άλλη γιουγκοσλαβική δημοκρατία. Ωστόσο, ήταν πλέον εμφανές σε όλους τους
παρατηρητές ότι «είχε παρέλθει πλέον η εποχή της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας με
την παρούσα μορφή της», όπως έλεγε ο Ζακ Ντελόρ. Στις 13 Ιουλίου η Ολλανδική
Προεδρία απέστειλε ένα τηλεγράφημα στα υπόλοιπα μέλη της ΕΠΣ, προτείνοντάς τους
να κινηθούν προς τον «εκούσιο ανασχεδιασμό των εσωτερικών συνόρων, ως πιθανή
λύση». Η Ελληνική Κυβέρνηση διαφώνησε, αλλά η αρνητική της τοποθέτηση δεν
δημιούργησε προβλήματα. Η ολλανδική πρόταση, που αφορούσε την απόπειρα
μεταβολής των συνόρων πριν από την αναγνώριση, δεν κατάφερε να κερδίσει οπαδούς
στην ΕΠΣ και έτσι δεν ευοδώθηκε.
2. Η Ευρωπαϊκή Πολιτική
Συνεργασία και το ζήτημα της ονομασίας
Τον Αύγουστο του ιδίου
χρόνου, ξέσπασε ο πόλεμος στην Κροατία. Εκεί ο ΓΕΣ αποδείχθηκε πιο
αποτελεσματικός από ότι στη Σλοβενία, καταφέρνοντας να ελέγξει σχεδόν το 1/4
της Κροατίας μέχρι τις αρχές του Σεπτεμβρίου. Αντιμέτωπη με αυτή την
ανεπιθύμητη εξέλιξη, η Ελλάς συμφώνησε να εκφράσει η Υπουργική Σύνοδος της ΕΠΣ,
στις 27 Αυγούστου, την ανησυχία της. Η σύνοδος κατέστησε σαφές ότι οι άτακτες
σερβικές δυνάμεις στην Κροατία και ο ΓΕΣ θεωρούνταν υπεύθυνοι για την έκρηξη
της βίας στην περιοχή. Ο τότε Έλληνας Υπουργός των Εξωτερικών, Αντώνης Σαμαράς,
αποφάσισε επίσης από κοινού με τους ομολόγους του να δρομολογηθεί μία
ειρηνευτική διάσκεψη, με την ταυτόχρονη έναρξη μιας διαιτητικής διαδικασίας που
θα εντάσσονταν στη διάσκεψη. Την διαδικασία αυτή θα συντόνιζε μία πενταμελής
Επιτροπή Διαιτησίας, με δύο μέλη διορισμένα από την Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδιακή
Προεδρία. Η απόφαση για την συμμετοχή γιουγκοσλαβικής αντιπροσωπείας στην
Επιτροπή Διαιτησίας τελικά δεν υλοποιήθηκε και έτσι αυτή απαρτίσθηκε μόνον από
αντιπροσώπους των κρατών-μελών της ΕΠΣ, που ήταν ταυτόχρονα και πρόεδροι του
Συνταγματικού Δικαστηρίου της κάθε χώρας, με προεδρεύοντα τον Γάλλο Ρόμπερτ
Μπατεντέρ.
Κατά τη Σύνοδο της ΕΠΣ,
στις 27 Αυγούστου, ο Αντώνης Σαμαράς εξέφρασε την ανησυχία της κυβερνήσεώς του
για ένα θέμα που έμελε να εξελιχθεί σε άκρως αμφιλεγόμενο ζήτημα, υποβάλλοντας
ένα μνημόνιο για την γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Στην αρχή του κειμένου
διατυπώνονταν ένας προβληματισμός για το Κοσσυφοπέδιο και την ΠΓΔΜ και
τονίζονταν πως για την περίπτωση των δύο αυτών περιοχών ίσως θα έπρεπε να
ακολουθηθεί διαφορετική προσέγγιση από αυτήν που είχε υιοθετηθεί για τη
Σλοβενία και την Κροατία. Σε ακαδημαϊκό, διπλωματικό αλλά και άκρως ανησυχητικό
τόνο, το μνημόνιο υποστήριζε ότι μία Διακήρυξη Ανεξαρτησίας από την γιουγκοσλαβική
Μακεδονία θα δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα. Το κράτος δεν θα ήταν οικονομικά
βιώσιμο, ενώ η πολυπληθής αλβανική μειονότητα που κατοικούσε εκεί, θα
αποτελούσε πηγή αστάθειας και ίσως, τελικά, πολέμου.
Οφείλουμε να
επισημάνουμε το προφητικό περιεχόμενο του μνημονίου για τις διεθνείς σχέσεις
στην περιοχή των Βαλκανίων. Οι κρίσεις και οι κίνδυνοι, για τους οποίους είχε
προειδοποιήσει η ελληνική διπλωματία από το 1991, ξέσπασαν τελικά οκτώ χρόνια
αργότερα στο Κοσσυφοπέδιο, ενώ μετά από δέκα χρόνια εκδηλώθηκαν και στην ΠΓΔΜ.
Δικαιολογημένα μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος αναλυτής για την κατάληξη αυτών των
κρίσεων, εάν οι ελληνικές επιφυλάξεις είχαν ληφθεί πιο σοβαρά υπόψη από τους
Ευρωπαίους εταίρους μας.
Σε κάθε περίπτωση, το
μνημόνιο καθιστούσε σαφές ότι η Αθήνα δε θα υποδέχονταν ευνοϊκά μία Διακήρυξη
Ανεξαρτησίας από την ΠΓΔΜ. Ωστόσο, καθώς αυτή η κίνηση αναμενόταν, το μνημόνιο
δεν πρότεινε ενέργειες για την οριστική ακύρωση ή την αναβολή της. Αντίθετα,
επιχειρούσε να προσδιορίσει πιθανές ενέργειες εκ μέρους της ΠΓΔΜ, που θα
προσλαμβάνονταν ως εχθρικές και προκλητικές από την Ελλάδα. Με αυτόν τον τρόπο,
το ζήτημα της ονομασίας του νέου κράτους ήρθε στο διπλωματικό προσκήνιο:
«Οι Έλληνες αμφισβητούν
έντονα τη χρήση της παραδοσιακά ελληνικής ονομασίας της Μακεδονίας για τον
προσδιορισμό ενός σλαβικού λαού… Οι Έλληνες πιστεύουν ότι η ονομασία αυτή
αποτελεί μέρος της δικής τους ιστορικής κληρονομιάς και δεν θα πρέπει να
χρησιμοποιείται για την αναγνώριση, με την εθνοτική έννοια, ενός άλλου έθνους».
Το μνημόνιο μπορεί να
τόνιζε την ελληνική ευαισθησία στο θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, αλλά δεν
προέβαλλε μία απόλυτα συγκεκριμένη και σαφή θέση. Εξάλλου, η αντίρρηση στην
εθνολογική χρήση της ονομασίας «Μακεδονία», σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο
έγγραφο αναφέρονται πέντε φορές οι κάτοικοι της γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας ως
Σλαβομακεδόνες, μπορεί να υποδήλωνε ότι η Ελλάς πιθανόν και να ήταν πρόθυμη να
δεχθεί μία συμβιβαστική ονομασία που θα συμπεριελάμβανε και τον όρο
«Μακεδονία», όπως για παράδειγμα «Σλαβομακεδονία».
Στις 8 Σεπτεμβρίου του
1991, η Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας διενήργησε δημοψήφισμα για την
ανεξαρτησία της. Σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα, το ποσοστό συμμετοχής ήταν
72,16%. Το 96,44% αυτών που ψήφισαν, εξέφρασε την προτίμησή του για ένα
«κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος της Μακεδονίας, με το δικαίωμα να ενταχθεί σε
μια μελλοντική ένωση κυρίαρχων κρατών της Γιουγκοσλαβίας». Με βάση το παραπάνω
δημοψήφισμα, η Συνέλευση της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας
διακήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας, στις 17 Σεπτεμβρίου.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αντέδρασε στα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος
τονίζοντας ότι «η θέση της ελληνικής κυβέρνησης, σε σχέση με την ονομασία που
χρησιμοποιούν [οι κάτοικοι της Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας],
είναι δεδομένη, αυταπόδεικτη και τη συμμερίζεται το σύνολο του ελληνικού
έθνους». Η δήλωση αυτή έστειλε ηχηρό μήνυμα ότι η ονομασία της νεαρής αυτής
δημοκρατίας ήταν σημαντική τόσο για τον ελληνικό λαό, όσο και για την κυβέρνησή
του. Ταυτόχρονα όμως, δεν απέρριπτε ούτε και πρότεινε κάποια συγκεκριμένη
ονομασία, αφήνοντας έτσι αρκετό χώρο για διαπραγματεύσεις και έναν πιθανό
συμβιβασμό.
Στις 6 Οκτωβρίου, η
Ελλάς και οι εταίροι της στην ΕΠΣ συμφώνησαν ότι: «Θα έπρεπε να αναζητηθεί
πολιτική λύση, με την προοπτική της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας εκείνων των
δημοκρατιών που το επιθυμούν, στο τέλος της διαπραγματευτικής διαδικασίας που
διενεργείται καλή τη πίστη και περιλαμβάνει όλους τους εμπλεκόμενους φορείς».
Παρόμοια δήλωση συμπεριλήφθηκε και στη Διακήρυξη της 28ης Οκτωβρίου του 1991.
Οι παραπάνω δηλώσεις
σίγουρα προετοίμασαν το έδαφος για το αίτημα της ΠΓΔΜ για ανεξαρτησία. Ωστόσο
από την πλευρά της, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν επιχείρησε να αξιοποιήσει αυτήν
την πρώιμη ευκαιρία για να εκφράσει τους προβληματισμούς της ή να εισαγάγει
κάποιους όρους που θα επιβάλλονταν προς εφαρμογή στην ΠΓΔΜ, σε περίπτωση που η
δημοκρατία αυτή υπέβαλε δήλωση ανεξαρτησίας.
Στις 7 Δεκεμβρίου του
1991, η Επιτροπή Διαιτησίας δημοσίευσε την πρώτη γνωμοδότησή της, που κατέληγε
στο συμπέρασμα ότι «η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας βρίσκεται στη
διαδικασία διάλυσης». Κατά συνέπεια, γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο για τα κράτη-μέλη
της ΕΠΣ να αποφύγουν το θέμα της αναγνωρίσεως, τουλάχιστον για ορισμένες
γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες.
Το ζήτημα της
αναγνωρίσεως αντιμετωπίσθηκε και από την Ελληνική Κυβέρνηση στη Συνεδρίαση του
Υπουργικού Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου του 1991. Σύμφωνα με τα πρακτικά,
πάρθηκε απόφαση για την στήριξη μιας ενωμένης Γιουγκοσλαβίας. Επιπλέον, «η
κυβέρνηση έθεσε τρεις όρους στη Δημοκρατία των Σκοπίων, τους οποίους θα πρέπει
να αποδεχθεί αν θέλει την αναγνώρισή της: πρώτον, να αλλάξει την ονομασία «Μακεδονία»,
η οποία έχει γεωγραφική και όχι εθνική υπόσταση, δεύτερον, να αναγνωρίσει ότι
δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της χώρας μας και τρίτον, να
αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει στην Ελλάδα «μακεδονική μειονότητα».
Καθώς πλησίαζε η
Σύνοδος Κορυφής του Μάαστριχτ, εντάθηκαν οι γερμανικές πιέσεις για αναγνώριση
της Κροατίας και της Σλοβενίας. Στις 14 Δεκεμβρίου, ο εκπρόσωπος του Γερμανού
Καγκελάριου Κολ, Ντήτερ Φόγκελ, επιβεβαίωσε την πρόθεση της Γερμανίας να
κινηθεί προς την αναγνώριση των συγκεκριμένων δημοκρατιών, ανεξάρτητα από τη
συμπόρευση των άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Υπό το πρίσμα αυτών των
εξελίξεων, συγκλήθηκε Έκτακτη Υπουργική Σύνοδος της ΕΠΣ στις Βρυξέλλες, στις 15
Δεκεμβρίου του 1991, μία δραματική σύνοδος που διήρκεσε δέκα ώρες. Η συμφωνία
που επιτεύχθηκε νωρίς το επόμενο πρωί, σηματοδοτούσε το επίσημο και μη
αναστρέψιμο τέλος της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της
Γιουγκοσλαβίας. Η σύνοδος αυτή έδινε επίσης ένα παράδειγμα για την βαρύτητα της
διακυβερνητικής προσεγγίσεως της ΕΠΣ, καθώς οι παραπάνω βαρυσήμαντες αποφάσεις
ελήφθησαν από το Συμβούλιο των Υπουργών.
Οι Υπουργοί της ΕΠΣ
υιοθέτησαν στη σύνοδο μία κοινή θέση για τους όρους που έπρεπε να πληρούνται,
ώστε να πραγματοποιηθεί η αναγνώριση των διαφόρων δημοκρατιών. Οι σχετικές αιτήσεις
για αναγνώριση επρόκειτο να υποβληθούν μέχρι τις 23 Δεκεμβρίου. Συμφωνήθηκε
επίσης να παρέχει η Επιτροπή Διαιτησίας συμβουλές σχετικά με τα πλεονεκτήματα
των διαφόρων αιτήσεων.
Η θέση του Γερμανού
Υπουργού των Εξωτερικών, ο οποίος ήταν ακλόνητος στην πρόθεσή του να
αναγνωρίσει -έστω και μονομερώς- ορισμένες από τις γιουγκοσλαβικές δημοκρατίες,
συνετέλεσε καθοριστικά στη λήψη των παραπάνω αποφάσεων. Προκειμένου να
διαφυλαχθεί έστω και μία αίσθηση από την αρχή της αλληλεγγύης, οι Υπουργοί των
Εξωτερικών της ΕΠΣ αποδέχθηκαν τη θέση της Γερμανίας για την αναγνώριση των
γιουγκοσλαβικών δημοκρατιών.
Ο Αντώνης Σαμαράς ποτέ
δεν είχε άρει τις σοβαρές του ανησυχίες για τις επιπτώσεις που θα είχε μία
ενδεχόμενη απόφαση της ΕΠΣ για αναγνώριση των πρώην γιουγκοσλαβικών
δημοκρατιών, ιδιαίτερα στην περίπτωση που η αναγνώριση αυτή θα ακολουθούνταν
από αίτηση της ΠΓΔΜ για αναγνώρισή της με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας».
Λόγω της καταστάσεως που επικρατούσε, όμως, ο Υπουργός των Εξωτερικών θεώρησε
ότι το να θέσει βέτο σε όλες τις αποφάσεις της συνόδου θα ήταν αντιπαραγωγικό.
Ωστόσο, για να αντιμετωπίσει επαρκώς τους νομικούς προβληματισμούς της Ελλάδος,
επέμεινε να συμπεριληφθεί στην απόφαση μία παράγραφος που θα έθετε επιπλέον
όρους, οι οποίοι θα ίσχυαν σε πιθανή αίτηση αναγνωρίσεως της ΠΓΔΜ.
Ο Ιταλός Υπουργός των
Εξωτερικών ντε Μικέλις, πρότεινε να δοθεί μία απλή λύση στο ζήτημα με την
υιοθέτηση του ονόματος «Νέα Μακεδονία». Ο Σαμαράς όμως απέρριψε αυτήν την
πρόταση. Τελικά, οι υπουργοί της ΕΠΣ κατέληξαν στις 16 Δεκεμβρίου στους
ακόλουθους τρεις όρους:
«Η Κοινότητα και τα
κράτη-μέλη της ζητούν επίσης από κάθε γιουγκοσλαβική Δημοκρατία πριν από την
αναγνώριση, να δεσμευτεί ότι θα υιοθετήσει συνταγματικές και πολιτικές
εγγυήσεις, που εξασφαλίζουν ότι δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις κατά γειτονικού
κράτους-μέλους της Κοινότητας και ότι δε θα διεξάγει εχθρική προπαγάνδα
εναντίον γειτονικού κράτους-μέλους, συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης
ονομασίας που συνεπάγεται εδαφικές διεκδικήσεις».
Οι δύο πρώτοι όροι
αποδείχθηκαν κάπως λιγότερο αμφιλεγόμενοι. Η ΠΓΔΜ μάλλον αντιλήφθηκε ότι η
κραυγαλέα διεξαγωγή εχθρικής προπαγάνδας και οι όποιες εδαφικές διεκδικήσεις
της εναντίον της Ελλάδος δεν θα ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες και στις
προδιαγραφές, τις οποίες έπρεπε να ικανοποιούν τα κράτη που επεδίωκαν την
αναγνώρισή τους από την ΕΠΣ. Έτσι, προέβη σε κάποιες σημαντικές -όχι όμως
απαραίτητα και απόλυτα επαρκείς- αλλαγές στο σύνταγμα της χώρας. Ωστόσο, ο
τρίτος όρος, που ζητούσε από την αιτούσα χώρα να μην χρησιμοποιεί «ονομασία που
υποδηλώνει εδαφικές διεκδικήσεις», αποδείχθηκε σημαντικός, ασαφής και
αμφιλεγόμενος.
Ο Σαμαράς ισχυρίζεται
ότι κατά τη διάρκεια της Συνόδου της 16ης Δεκεμβρίου ενήργησε σύμφωνα με τις
οδηγίες που του είχαν δοθεί από την Ελληνική Κυβέρνηση, στις 4 Δεκεμβρίου,
αναφορικά με την ΠΓΔΜ. Αυτός ο ισχυρισμός είναι ακριβής όσον αφορά την ονομασία
της δημοκρατίας. Πράγματι, η διατύπωση του τρίτου όρου συνάδει τόσο με την
απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου όσο και με το μνημόνιο για
την γιουγκοσλαβική Μακεδονία. Παρόλα αυτά ο Σαμαράς, όπως φάνηκε ξεκάθαρα από
τη μετέπειτα στάση του στο ζήτημα, υποτίμησε ή παρεννόησε την πιθανότητα μία
ονομασία όπως «Άνω Μακεδονία» ή «Μακεδονία του Βαρδάρη» να είναι τουλάχιστον
συζητήσιμη, αν όχι αποδεκτή, σύμφωνα με τα παραπάνω έγγραφα.
Τα νέα από τη Συμφωνία
της 16ης Δεκεμβρίου για τους τρεις όρους προκάλεσαν ενθουσιασμό στην Ελλάδα. Η
κυβέρνηση έκανε λόγο για «μια μεγάλη εθνική επιτυχία», ενώ το ΠΑΣΟΚ δήλωσε ότι
η συμφωνία αποτελούσε «θετική εξέλιξη». Οι επίσημες και πανηγυρικές ελληνικές
δηλώσεις, ωστόσο, δεν περιελάμβαναν μία περιοριστική ερμηνεία του τρίτου όρου
της ΕΠΣ, σύμφωνα με την οποία η χρήση του όρου «Μακεδονία» θα έπρεπε να
εξαιρεθεί από την μελλοντική ονομασία της ΠΓΔΜ.
Στις 22 Δεκεμβρίου του
1991, τέθηκε η εξής ερώτηση στον Εκπρόσωπο Τύπου του Υπουργείου των Εξωτερικών,
Πρέσβη Καλαμίδα: «Αν οι εταίροι μας [στην ΕΠΣ] μας πιέσουν για μια σύνθετη
ονομασία, θα την απορρίψουμε;». Ο πρέσβης απάντησε πως «είναι σαφές ότι δεν
τίθεται θέμα υποχώρησης. Τί σημαίνει σύνθετη ονομασία;». Αυτός ο διάλογος
αποτελεί την πρώτη ένδειξη για την υιοθέτηση μιας μαξιμαλιστικής γραμμής και
μιας περιοριστικής ερμηνείας του τρίτου όρου της ΕΠΣ, μολονότι η απάντηση του
Καλαμίδα ήταν κάπως ασαφής. Ωστόσο, μια τέτοια περιοριστική ερμηνεία δεν
προέκυπτε από κάποιο έγγραφο, από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ή από
κάποια δήλωση του πρωθυπουργού μετά τη Σύνοδο της ΕΠΣ, στις 16 Δεκεμβρίου. Με
άλλα λόγια, αυτή δεν ήταν ακόμη η επίσημη θέση της Ελληνικής Κυβερνήσεως.
Εν τω μεταξύ, η ΠΓΔΜ
είχε υποβάλει αίτηση για αναγνώρισή της από την Κοινότητα στις 20 Δεκεμβρίου,
ανακοινώνοντας την πρόθεσή της να ικανοποιήσει όλους τους απαραίτητους όρους.
Το κοινοβούλιο της νέας αυτής δημοκρατίας προσέθεσε, στις 6 Ιανουαρίου του
1992, δύο τροποποιήσεις στο σύνταγμά της. Η πρώτη δήλωνε ότι η ΠΓΔΜ δεν εγείρει
εδαφικές διεκδικήσεις εναντίον γειτονικών κρατών, ενώ η δεύτερη υποσχόταν ότι:
«η Δημοκρατία δεν θα παρέμβει στα κυρίαρχα δικαιώματα άλλων κρατών και στις
εσωτερικές τους υποθέσεις». Εκτός από τις παραπάνω τροποποιήσεις, η ΠΓΔΜ
έστειλε μία σειρά απαντητικών εγγράφων στην Επιτροπή Μπατεντέρ.
Ενώ η Επιτροπή
Διαιτησίας μελετούσε το ζήτημα επισταμένως, η Ελλάς παρείχε περαιτέρω ενδείξεις
για τη σημασία που προσέδιδε στην ονομασία της νεαρής αυτής δημοκρατίας. Σε μία
επιστολή του, στις 3 Ιανουαρίου του 1992, προς τους αρχηγούς των κυβερνήσεων της
Κοινότητος, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής έγραφε
ότι η ονομασία αυτής της δημοκρατίας ήταν «θεμελιώδους σημασίας για την Ελλάδα…
Αυτή η δημοκρατία δεν έχει απολύτως κανένα δικαίωμα, ιστορικό ή εθνολογικό, να
χρησιμοποιεί το όνομα Μακεδονία». Αξίζει να σημειώσουμε ότι αυτή η διατύπωση
δεν υποστήριζε την περιοριστική ερμηνεία του τρίτου όρου της ΕΠΣ, υπό την
έννοια ότι δεν εμπεριείχε σαφή καταδίκη μίας σύνθετης ονομασίας.
Λίγες ημέρες αργότερα,
στις 11 Ιανουαρίου, ανακοινώθηκε η απόφαση της Επιτροπής Διαιτησίας για την
ΠΓΔΜ. Το σοκ για τα ελληνικά κέντρα λήψεως αποφάσεων ήταν μεγάλο. Η Επιτροπή
Διαιτησίας αποφάσισε ότι η ΠΓΔΜ συμμορφώνονταν πλήρως με τις κατευθυντήριες
γραμμές της ΕΠΣ για αναγνώριση και τόνιζε την απόφαση της δημοκρατίας να απέχει
από την διενέργεια εχθρικής προπαγάνδας. Αυτό, όμως, που αποδεικνύονταν ακόμα
πιο σημαντικό ήταν ότι η Επιτροπή Μπατεντέρ υιοθέτησε την άποψη «ότι, επιπλέον,
η Δημοκρατία της Μακεδονίας αποποιήθηκε κάθε εδαφική διεκδίκηση, όποια και αν είναι
με διακηρύξεις, χωρίς να υπάρχει ασάφεια και με υποχρεωτική ισχύ στο διεθνές
δίκαιο. Ότι, συνεπώς, η χρήση του ονόματος «Μακεδονία» δεν θα μπορούσε να
υπαινίσσεται καμία εδαφική διεκδίκηση έναντι άλλου Κράτους».
Η απόφαση της Επιτροπής
Μπατεντέρ κατέφερε ένα σοβαρό χτύπημα στα ελληνικά επιχειρήματα. Ευτυχώς για
την Ελλάδα, η Επιτροπή Διαιτησίας αποφάνθηκε επίσης κατά της αναγνωρίσεως της
Κροατίας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Το γεγονός αυτό παρείχε στην ελληνική
διπλωματία μια ευκαιρία. Προσπαθώντας να βρει στήριξη από την ΕΠΣ, ο
Πρωθυπουργός της Ελλάδος Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πήγε στη Ρώμη και στη Βόννη,
στις 14 Ιανουαρίου. Κατά τη διάρκεια των συναντήσεών του με τους ομολόγους του,
τον Πρωθυπουργό Αντρεότι και τον Καγκελάριο Κολ αντίστοιχα, ισχυρίσθηκε ότι η
αναγνώριση της ΠΓΔΜ από την ΕΠΣ με την ονομασία «Μακεδονία» θα αποτελούσε
τρομακτικό πλήγμα για την κυβέρνησή του και, συνεπώς, θα έθετε σε κίνδυνο την
ισχνή κοινοβουλευτική του πλειοψηφία των δύο μόλις βουλευτών. Κάτι τέτοιο θα
μπορούσε να οδηγήσει ξανά στην εξουσία τον τότε Αρχηγό της Αξιωματικής
Αντιπολιτεύσεως Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος αναμένονταν ότι θα υιοθετούσε μια
πολύ πιο «απείθαρχη» συμπεριφορά στα πλαίσια της ΕΠΣ.
Επικαλούμενος τα
παραπάνω επιχειρήματα, ο Μητσοτάκης εξασφάλισε την ιταλική και τη γερμανική
στήριξη, προκειμένου να μην προηγηθεί αναγνώριση της ΠΓΔΜ από την ΕΠΣ, εκτός
εάν η δημοκρατία συμμορφώνονταν με τους τρεις όρους της 16ης Δεκεμβρίου του
1991. Ο Μητσοτάκης, επίσης, φαίνεται να είχε υποσχεθεί την στήριξη της Ελλάδος
στην αίτηση αναγνωρίσεως της Κροατίας. Μετά από αυτές τις εξελίξεις, στις 15
Ιανουαρίου του 1992 η ΕΠΣ αποφάσισε να αγνοήσει τη συμβουλή της Επιτροπής
Διαιτησίας και να αναγνωρίσει τη Σλοβενία και την Κροατία, αλλά όχι την ΠΓΔΜ.
Αυτή η απόφαση
σηματοδότησε το τέλος μίας περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας η Ελληνική
Κυβέρνηση ασκούσε πολιτική συνεργασίας και διαλλακτικότητος έναντι της πρώην
Γιουγκοσλαβίας και της ΠΓΔΜ. Το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο του 1991 έως
και τον Ιανουάριο του 1992, η Ελλάς συνέβαλε, στα πλαίσια της ΕΠΣ, στη
διευθέτηση όλων σχεδόν των θεμάτων που προέκυψαν από την διάλυση της
Γιουγκοσλαβίας, συνεισφέροντας έτσι στις προσπάθειες για τον περιορισμό των
εχθροπραξιών και τον τερματισμό του πολέμου.
Ιδιαίτερη σημασία στις
μετέπειτα εξελίξεις έπαιξε το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, το οποίο και
αποτέλεσε ένα μνημειώδες γεγονός, καθώς περίπου ένα εκατομμύριο πολίτες από την
Βόρειο Ελλάδα εξέφρασαν το ενδιαφέρον και την ευαισθητοποίησή τους για το
Μακεδονικό Ζήτημα. Η γιγαντιαία αυτή ειρηνική συγκέντρωση προχώρησε στην
καταδίκη διαφόρων ενεργειών εχθρικής προπαγάνδας της ΠΓΔΜ και -το
σημαντικότερο- επιβεβαίωσε την ιδιαίτερη ελληνική μακεδονική ταυτότητα, η οποία
συνδέεται άρρηκτα με μία αδιάλειπτη ιστορική και πολιτισμική παρουσία που
διατρέχει περίπου τρεις χιλιετίες.
Το συλλαλητήριο
ολοκληρώθηκε με την ανάγνωση και την αποδοχή ενός ψηφίσματος, που περιείχε την
ακόλουθη παράγραφο:
«Καλείται η κυβέρνηση
να σταθεί στο πνεύμα και στο μήνυμα του ψηφίσματος και του σημερινού
συλλαλητηρίου. Ο λαός της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης ζητά από τον Υπουργό
Εξωτερικών να συνεχίσει αγωνιζόμενος και να μη δεχτεί την αναγνώριση του
κράτους των Σκοπίων με όνομα ή ονομασία που θα συμπεριλαμβάνει τη λέξη
Μακεδονία».
Το συλλαλητήριο της
Θεσσαλονίκης στήριξε τη μαξιμαλιστική θέση για το ζήτημα του ονόματος, σύμφωνα
με την οποία ο όρος «Μακεδονία» δεν έπρεπε να περιλαμβάνεται στην ονομασία της
νέας αυτής δημοκρατίας. Με τον τρόπο αυτό, συνέδεσε το ζήτημα του ονόματος της
ΠΓΔΜ με αυθεντικές ανησυχίες, πάθη και πατριωτισμό, που μπορούν να εκδηλωθούν
μόνο από την ελεύθερα εκφρασμένη και ειλικρινή βούληση ενός εκατομμυρίου
ανθρώπων που διαδηλώνουν στους δρόμους.
Πριν από το
συλλαλητήριο της 14ης Φεβρουαρίου του 1992, η ελληνική εξωτερική πολιτική
ασκούνταν αποκλειστικά από έμπειρους διπλωμάτες και εκλεγμένους πολιτικούς.
Ωστόσο, το γεγονός ότι σχεδόν το ένα δέκατο του πληθυσμού της χώρας στήριζε
ένθερμα μία συγκεκριμένη θέση για ένα ζήτημα που αφορούσε σαφώς την εξωτερική
πολιτική, είχε αναπόφευκτα τις επιπτώσεις του. Ο λαός αποτέλεσε σημαντικό -αν
όχι πρωταγωνιστικό- παράγοντα στις διπλωματικές προσπάθειες της Ελλάδος, όχι
μόνο λόγω της εκλογικής του δυνάμεως που εκδηλώνεται κάθε τέσσερα χρόνια, αλλά
κυρίως λόγω της διαρκούς υπενθύμισης και της πιέσεως που ασκούσε για την
συγκεκριμένη πολιτική που θα έπρεπε να ακολουθήσει η κυβέρνηση στο θέμα της
ΠΓΔΜ. Πρέπει να τονίσουμε ότι το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης αποτέλεσε την
αφετηρία μιας διαδικασίας αλληλεπιδράσεων μεταξύ της εξωτερικής πολιτικής, της
εσωτερικής πολιτικής και του εθνικισμού, που συνδέθηκε με τις ενέργειες της
χώρας στο Μακεδονικό Ζήτημα.
Ιδιαίτερα σε σχέση με
το ζήτημα της ονομασίας, αυτή η αλληλεπίδραση κορυφώθηκε στο Δεύτερο Συμβούλιο
των Πολιτικών Αρχηγών, που πραγματοποιήθηκε στις 13 Απριλίου του 1992 υπό την
προεδρία του τότε Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Επρόκειτο για μία δραματική συνεδρίαση, με ένα προεδρικό ξέσπασμα εναντίον του
Υπουργού των Εξωτερικών, που ουσιαστικά προανήγγειλε την αποπομπή του από την
κυβέρνηση αλλά και την επίσημη υιοθέτηση, από το σύνολο σχεδόν της ελληνικής
πολιτικής ηγεσίας, της προκρινομένης από τον ίδιο στάσεως στο ζήτημα της
ονοματοθεσίας. Η συνάντηση έκλεισε με ένα ανακοινωθέν, που τόνιζε τα εξής:
«Σχετικά με το θέμα των
Σκοπίων, η πολιτική ηγεσία της χώρας, με εξαίρεση το ΚΚΕ, συμφώνησε ότι η
Ελλάδα θα αναγνωρίσει ανεξάρτητο κράτος των Σκοπίων μόνο εάν τηρηθούν και οι
τρεις όροι που έθεσε η ΕΟΚ, στις 16 Δεκεμβρίου '91, με την αυτονόητη
διευκρίνιση ότι στο όνομα του κράτους αυτού δεν θα υπάρχει η λέξη Μακεδονία».
Η παραπάνω διατύπωση
σηματοδότησε την επίσημη υιοθέτηση, στο υψηλότερο δυνατό πολιτικό επίπεδο, της
μη-διαπραγματεύσιμης μαξιμαλιστικής θέσεως για την ονομασία της ΠΓΔΜ. Τα
συνδυασμένα αποτελέσματα του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης και της αποφάσεως
αυτής υπήρξαν τεράστια. Στην έκφραση της δυνάμεως, της ποιότητος και του εύρους
του λαϊκού πάθους, οι πολιτικοί ηγέτες της χώρας ανταποκρίθηκαν με έναν θετικό
τρόπο. Αυτή η συμφωνία μεταξύ του λαού και των εκπροσώπων του παρέμεινε
αδιατάρακτη για σχεδόν μία δεκαετία, εκφραζόμενη με διαφόρους τρόπους και
κυρίως με την απόρριψη διεθνών μεσολαβητικών προσπαθειών, οι οποίες πρότειναν
συμφωνίες για το ζήτημα του ονόματος που ήταν όμως ασύμβατες με την
μαξιμαλιστική γραμμή που είχε υιοθετηθεί.
Συγκεκριμένα, τον
Απρίλιο του 1992 ο Πορτογάλος Υπουργός των Εξωτερικών Τζοάους Ντε Ντέους
Πινέιρο, μετά από απόφαση της ΕΠΣ, κατέβαλε συγκεκριμένες διπλωματικές
προσπάθειες παρουσιάζοντας μία συμφωνία-πακέτο, γνωστή ως «Πακέτο Πινέιρο», που
επεδίωκε την διευθέτηση της διαφωνίας μεταξύ της Ελλάδος και της ΠΓΔΜ. Η λύση
αυτή προέβλεπε, μεταξύ άλλων, αποχή από την απειλή ή τη χρήση βίας, προσέφερε
εγγυήσεις για το απαραβίαστο των συνόρων και την εδαφική ακεραιότητα των δύο
χωρών και διασφάλιζε τη νόμιμη και ελεύθερη διακίνηση των προϊόντων. Αυτό όμως
που έκρινε τελικά την τύχη του Πακέτου Πινέιρο, ήταν το γεγονός ότι πρότεινε
την αναγνώριση της ΠΓΔΜ με την ονομασία «Νέα Μακεδονία», προκαλώντας έτσι την
οργισμένη απάντηση του τότε Υπουργού των Εξωτερικών της Ελλάδος Αντώνη Σαμαρά,
με αποτέλεσμα την τελική απόρριψη της προτεινόμενης συμφωνίας.
Άλλη μια προσπάθεια
επιτεύξεως συμβιβασμού πραγματοποιήθηκε στα τέλη του 1992 από τον συνταξιούχο
Βρετανό διπλωμάτη Ρόμπιν Ο'Νιλ, υπό την αιγίδα της Βρετανικής Προεδρίας στην
ΕΠΣ. Η πρωτοβουλία του Ο'Νιλ κατέληξε σε μία έκθεση, στις 3 Δεκεμβρίου του
1992, που δήλωνε ότι: «η Κυβέρνηση της ΠΓΔΜ… είναι… έτοιμη να αποδεχτεί την
ονομασία Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια) σε όλες τις διεθνείς συναλλαγές
της». Η δυσαρέσκεια των Αθηνών για την ανεπιθύμητη αυτή πρόταση ήταν προφανής
κι έτσι η Έκθεση Ο'Νιλ απορρίφθηκε με πικρία, διότι δεν θεωρήθηκε
αντικειμενική.
Μετά και από το
αποτυχημένο διπλωματικό εγχείρημα του Ο'Νιλ, η ΕΕ θα εγκαταλείψει την
προσπάθεια επίλυσης της διενέξεως μεταξύ της Ελλάδος και της ΠΓΔΜ. Οι
διαπραγματεύσεις για το ζήτημα της ονομασίας θα περάσουν στους κόλπους του ΟΗΕ,
όπου ουσιαστικά βρίσκονται μέχρι και σήμερα.
3. Η Ενδιάμεση Συμφωνία
του 1995 και η επαναπροσέγγιση Ελλάδος-ΠΓΔΜ
Ένα έντονο διπλωματικό
παρασκήνιο στη Νέα Υόρκη οδήγησε σε μία τρίτη διαμεσολαβητική προσπάθεια, που
απέβη άκαρπη. ήταν αυτή των Μεσολαβητών του ΟΗΕ Σάιρους Βανς και Λόρδου Όουεν,
οι οποίοι παρουσίασαν, τον Μάιο του 1993, ένα προσχέδιο συνθήκης που κάλυπτε
όλες σχεδόν τις πτυχές της αντιπαραθέσεως μεταξύ των δύο χωρών. Ωστόσο, η
βασική πρόβλεψη του προσχεδίου αυτού για την ονομασία περιελάμβανε την πρόταση
να αναγνωρισθεί διεθνώς η νέα αυτή χώρα με την ονομασία «Nova Makedonija». Η
πρόταση φαινομενικά ήταν παρόμοια με του Πινέιρο, αλλά η σημαντική της
διαφοροποίηση έγκειται στο ότι περιελάμβανε την ονομασία στη σλαβική της
(αμετάφραστη) εκδοχή, υποδηλώνοντας έτσι την απουσία αρχαίων και ελληνικών
καταβολών της ΠΓΔΜ. Μολονότι πολλοί πολιτικοί στην Αθήνα αντιμετώπισαν το
Προσχέδιο των Βανς - Όουεν ως «αριστούργημα διπλωματικής επιδεξιότητας», αυτό
δε συμβάδιζε με τη μαξιμαλιστική θέση της χώρας στο ζήτημα της ονομασίας κι
έτσι, παρά τον έντονο προβληματισμό της, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν ήταν σε θέση
να το στηρίξει και να το υπογράψει.
Η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ,
υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου, επέβαλε ένα ακόμη σκληρότερο και ευρύτερο εμπάργκο,
τον Φεβρουάριο του 1994. Εκτός από το κλείσιμο του Γενικού Προξενείου της
Ελλάδος στα Σκόπια, αποφάσισε να απαγορευθεί και η διακίνηση αγαθών από και
προς την ΠΓΔΜ, ιδιαίτερα μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Έγιναν κάποιες
εξαιρέσεις μόνον για ανθρωπιστικούς λόγους κι έτσι τα τρόφιμα και τα
φαρμακευτικά προϊόντα δεν συμπεριελήφθησαν σε αυτό το σχεδόν καθολικό εμπάργκο.
Η κίνηση της Αθήνας
μπορεί να προκάλεσε αρνητικά κατά κύριο λόγο σχόλια σε διεθνές επίπεδο,
κατόρθωσε όμως να επαναφέρει το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ στην ατζέντα της
διεθνούς κοινότητος. Ένα σημαντικό πρόβλημα φάνηκε να δημιουργείται όταν στις 6
Απριλίου του 1994, η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως αποφάσισε να παραπέμψει
την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (ΕΚ) για το ζήτημα του εμπάργκο. Η Αθήνα
απάντησε με ένα εμβριθές και άψογα αιτιολογημένο νομικό κείμενο. Τελικά, στις
29 Ιουνίου του 1995 το ΕΚ απεφάνθη υπέρ της Ελλάδος, απορρίπτοντας το σκεπτικό
της επιτροπής καθώς και την αίτηση για τη λήψη προσωρινών μέτρων.
Το ζήτημα του εμπάργκο
επιλύθηκε τελικά με την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της Νέας Υόρκης, στις
13 Σεπτεμβρίου του 1995, η οποία αποτέλεσε κομβικό σημείο στην διαδικασία
προσέγγισης και εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων της Ελλάδος και της ΠΓΔΜ. Η
συμφωνία αυτή υπήρξε κυρίως απόρροια των έντονων πιέσεων που άσκησαν οι
Ηνωμένες Πολιτείες (και όχι η Ευρωπαϊκή Ένωση) και προς τις δύο πλευρές. Το
σημαντικότερο ζήτημα πριν από την υπογραφή της συμφωνίας ήταν αν θα
υιοθετούνταν η προσέγγιση του «μεγάλου» ή του «μικρού πακέτου». Στην πρώτη
περίπτωση, θα αντιμετωπίζονταν και θα επιλύονταν το θέμα του ονόματος, ενώ στη
δεύτερη, η συμφωνία επί της ονομασίας θα αναβάλλονταν για αργότερα. Τελικά,
επιλέχθηκε η δεύτερη προσέγγιση για προφανείς πολιτικούς λόγους.
Παρόλα αυτά, η
προσέγγιση του «μικρού πακέτου» αποδείχθηκε επαρκής για την εξομάλυνση και τη
σταθεροποίηση των διμερών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδος και της ΠΓΔΜ κι αυτό διότι
η Ενδιάμεση Συμφωνία προσέφερε και στις δύο πλευρές σημαντικά οφέλη και
πλεονεκτήματα. Συγκεκριμένα, η Ελλάς πέτυχε την αλλαγή της σημαίας της ΠΓΔΜ.
Επρόκειτο για ένα ευαίσθητο θέμα, καθώς η σημαία της χώρας αυτής, που από τον
Αύγουστο του 1992 απεικόνιζε τον Ήλιο ή το Αστέρι της Βεργίνας, είχε δίκαια
εξοργίσει τους Έλληνες, οι οποίοι έβλεπαν σε αυτή την ενέργεια έναν αστήρικτο
σφετερισμό του συμβόλου της αρχαίας μακεδονικής δυναστείας. Επιπλέον, τα άρθρα
6 και 7 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας περιείχαν αρκετές διασαφηνίσεις και ερμηνείες
που αφορούσαν το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ, οι οποίες ικανοποιούσαν πλήρως την ελληνική
πλευρά.
Από την άλλη μεριά, η
ΠΓΔΜ κέρδισε τη διεθνή αναγνώριση από την Ελλάδα. Πέτυχε επίσης τον τερματισμό
του οδυνηρού γι' αυτήν οικονομικού εμπάργκο (άρθρο 8) και απέσπασε την υπόσχεση
ότι η Αθήνα δεν θα επιχειρούσε να εμποδίσει τις προσπάθειες της νέας αυτής
δημοκρατίας για την ένταξή της σε διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς (άρθρο 11).
Από τα παραπάνω γίνεται πλέον σαφές ότι η Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995
διευθέτησε πολλά διμερή θέματα στη βάση των αμοιβαίων συμβιβασμών, επιτρέποντας
έτσι την αναβολή της οριστικής επιλύσεως του θέματος της ονομασίας. Κατά
συνέπεια, αυτό το ευαίσθητο αλλά και κρίσιμο ταυτόχρονα ζήτημα μπήκε στο
περιθώριο.
Την πενταετία που
ακολούθησε, η θεαματική βελτίωση των διμερών σχέσεων οδήγησε τον τότε
Πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ Λιούπτσο Γκεοργκιέφσκι να χαρακτηρίσει τη νέα κατάσταση ως
ένα «μικρό θαύμα». «Ως το τέλος του 1999, το σύνολο των ελληνικών επενδύσεων
ήταν 150 εκατ. δολάρια και τα επενδεδυμένα κεφάλαια ανήλθαν σε 300 εκατομμύρια
δολάρια». Μεταξύ των ετών 1995-2000, η Ελλάς έγινε «ο δεύτερος μεγαλύτερος εμπορικός
εταίρος της ΠΓΔΜ… και ο μεγαλύτερος επενδυτής στη χώρα». Η Ελλάς έφθασε επίσης
«στην τρίτη θέση ως χώρα προορισμού των εξαγωγών της ΠΓΔΜ και στη δεύτερη ως
χώρα προέλευσης των εισαγωγών του». Κατά την περίοδο 1995-2001, ο «μέσος
ετήσιος ρυθμός αύξησης [των ελληνικών επενδύσεων ήταν] 223,55%», ενώ έως τον
Μάρτιο του 2001, «οι εξαγωγές της Ελλάδας στα Σκόπια αποτελού[σαν] το 25% των
εξαγωγών μας στα Βαλκάνια και από τις ελληνικές επενδύσεις στη γειτονική χώρα
[είχαν] δημιουργηθεί εκεί 5.000 θέσεις εργασίας».
Η επιτυχία αυτή ήταν
αποτέλεσμα των επενδύσεων ελληνικών εταιρειών, οι οποίες αγόρασαν το μεγαλύτερο
διυλιστήριο πετρελαίου στη χώρα, άνοιξαν αλυσίδες σούπερ-μάρκετ, προχώρησαν σε
επενδύσεις στους κλάδους των μεταλλείων, της επεξεργασίας κρεάτων, της
ζυθοποιίας και της τσιμεντοβιομηχανίας. Επιπλέον, κατασκευάσθηκε αγωγός
πετρελαίου που συνδέει τα Σκόπια με την Θεσσαλονίκη, ενώ δημιουργήθηκαν πολλές
μεικτές επιχειρήσεις (joint ventures) στους κλάδους της παραγωγής ηλεκτρικής
ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών αλλά και της επεκτάσεως των σιδηροδρομικών
γραμμών μεταξύ των δύο χωρών. Έχοντας πλήρη επίγνωση της σημασίας του εθνικού
συμφέροντος, των κοινών επιδιώξεων στην εξωτερική πολιτική καθώς και των
σημαντικών οικονομικών ευκαιριών, η Αθήνα προέβλεψε για την ΠΓΔΜ ποσό
74.840.000 ευρώ (για την πενταετία 2002-2006) στα πλαίσια του Εθνικού Σχεδίου
Οικονομικής Ανασυγκροτήσεως των Βαλκανίων (ΕΣΟΑΒ). Σήμερα (2005), υπολογίζεται
ότι:
«το ύψος των άμεσων
ελληνικών επενδύσεων που έχουν υλοποιηθεί ή βρίσκονται στο στάδιο της
υλοποίησης υπερβαίνουν τα 460 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, δημιουργώντας 8.000
θέσεις εργασίας και αφορούν, κυρίως, στους τομείς των πετρελαιοειδών,
τηλεπικοινωνιών, ορυχείων, υφαντουργείων, τραπεζών, καπνοβιομηχανιών,
τροφίμων-αναψυκτικών. Σε ό,τι αφορά το διμερές εμπόριο, η Ελλάδα κατά το έτος
2002 κατείχε την θέση του τρίτου προμηθευτή προϊόντων της ΠΓΔΜ, μετά τη
Γερμανία και την Σερβία-Μαυροβούνιο».
Επιπρόσθετα, η Ελλάς
υπέγραψε ακόμα και στρατιωτική συμφωνία με τα Σκόπια, τον Δεκέμβριο του 2000,
που προέβλεπε την αυξημένη συνεργασία σε συνοριακές περιπολίες, την ασφαλή
ανταλλαγή εμπιστευτικών εγγράφων μεταξύ των αντιστοίχων αρχηγών των Ενόπλων
Δυνάμεων και τη συνεργασία στον τομέα της παραγωγής όπλων. Επίσης πριν από το
ξέσπασμα της εθνοτικής διαμάχης στην ΠΓΔΜ, το 2001, διαφαίνονταν ελπίδες για
μία συμφωνία που θα μπορούσε να επιτευχθεί στη βάση της ονομασίας
«Gornamakedonia» [Ανωμακεδονία], σε συνδυασμό με την παροχή σημαντικής
ελληνικής βοηθείας καθώς και εγγυήσεων ασφαλείας. Το ξέσπασμα όμως της ένοπλης
εθνοτικής κρίσεως κατά τη διάρκεια του 2001, ακύρωσε στην πράξη αυτές τις
προσπάθειες.
Η Αθήνα συμπαραστάθηκε
ενεργά στα Σκόπια, εν όσω κινδύνευε η εδαφική ακεραιότητα και η ίδια η ύπαρξη
της γειτονικής δημοκρατίας. Η ελληνική διπλωματία ξεκάθαρα καταδίκασε τις
όποιες προσπάθειες για βίαιη αλλαγή των συνόρων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη
υποστηρίζοντας παράλληλα τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα.
Η υπεύθυνη και ώριμη
συμπεριφορά όλων των ελληνικών πολιτικών κομμάτων επέτρεψε στην Ελλάδα να παρουσιαστεί
διεθνώς ως σοβαρή, έντιμη και ουσιαστική δύναμη στις προσπάθειες αντιμετώπισης
ενός καίριου προβλήματος, που μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την ευρύτερη
περιοχή. Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει σε επιστολή που απέστειλε ο τότε
Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολιτεύσεως και Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας
Κώστας Καραμανλής, στην εφημερίδα InternationalHeraldTribune, όπου αναφέρει τα
εξής:
«Η Ελλάδα… θέλει μια
πιο απτή επίδειξη της αποφασιστικότητας της διεθνούς κοινωνίας στην
καταπολέμηση της εθνοτικής τρομοκρατίας. Σαφείς οδηγίες πρέπει να διατυπωθούν
για την προστασία των μειονοτικών δικαιωμάτων, ενώ ουσιαστικοί μηχανισμοί
περιφερειακής συνεργασίας πρέπει να δημιουργηθούν για την εφαρμογή τους. Η
ελληνική κυβέρνηση έχει υπογραμμίσει την προσήλωσή της προς αυτήν την
κατεύθυνση, και σε αυτό [το θέμα] έχει την υποστήριξη του κυρίως
αντιπολιτευτικού κόμματος, της Νέας Δημοκρατίας».
Παραπλήσιο παράδειγμα
δημοσίας και διεθνούς υποστηρίξεως της κυβερνητικής πολιτικής σε θέμα
εξωτερικής πολιτικής που σχετίζονταν με το μεταψυχροπολεμικό Μακεδονικό Ζήτημα,
μάταια θα αναζητούνταν κατά τη διάρκεια της προηγουμένης δεκαετίας.
Η θετική προσφορά των
Αθηνών κορυφώθηκε με σειρά ενεργειών, που είχαν ως αποτέλεσμα την υπογραφή,
στις 9 Απριλίου του 2001, συμφωνίας σταθερότητος και συνεργασίας μεταξύ της
Ευρωπαϊκής Ενώσεως και της ΠΓΔΜ. Η ΠΓΔΜ στάθηκε μάλιστα η πρώτη χώρα των
Δυτικών Βαλκανίων που πέτυχε την υπογραφή συμφωνίας σταθερότητος και
συνεργασίας με την ΕΕ. Το γεγονός αυτό υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικό, διότι
σηματοδότησε επιπρόσθετα την έμμεση σύνδεση της ΕΕ με την ΠΓΔΜ και, κατ'
επέκταση, τις παραμέτρους που δημιουργεί η νέα φάση του Μακεδονικού Ζητήματος.
Η εθνοτική κρίση στην
ΠΓΔΜ τερματίσθηκε με την υπογραφή της Συμφωνίας της Αχρίδας. Κατά τη διάρκεια
αυτής της περιόδου, ασκήθηκαν ασφυκτικές διεθνείς πιέσεις (κυρίως από τις ΗΠΑ)
στην Αθήνα για υποχώρηση και συμβιβασμό στο ζήτημα της ονομασίας.
«Τελικά ο [τότε Έλληνας
Υπουργός των Εξωτερικών Γεώργιος] Παπανδρέου κατέφυγε σε έναν ριψοκίνδυνο
ελιγμό. Ζήτησε και πέτυχε να ανατεθεί στον Ύπατο Αρμοστή για θέματα εξωτερικής
πολιτικής και άμυνας της ΕΕ, Χαβιέ Σολάνα, να λειτουργήσει εκ μέρους της ΕΕ ως
διαμεσολαβητής στο πρόβλημα [με την ΠΓΔΜ]. Ο στόχος ήταν διπλός: Η Ελλάδα
κέρδιζε μια αναγκαία χρονική ανάσα και το θέμα επανερχόταν πάλι στην
αρμοδιότητα και της ΕΕ».
Με αυτή την ενέργεια η
Αθήνα κατόρθωσε να αποφύγει περαιτέρω πιέσεις, γεγονός που υποβοήθησαν και τα
γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, που μετατόπισαν το στρατηγικό ενδιαφέρον και τις
προτεραιότητες των ΗΠΑ. Αλλά και ο ρόλος της ΕΕ στο ζήτημα της ονομασίας δεν
έλαβε συνέχεια πέρα από την συγκεκριμένη -σύντομη- χρονική στιγμή, καθώς οι
όποιες ουσιαστικές διαπραγματεύσεις παρέμειναν στα πλαίσια του ΟΗΕ.
Σε κάθε περίπτωση,
θεωρείται σημαντικό το γεγονός ότι κατέστη προφανές στην ηγεσία των
Σλαβομακεδόνων πως η μοναδική βάσιμη ελπίδα διατηρήσεως του κράτους τους περνά
μέσα από την ενταξιακή του πορεία προς τις Ευρωατλαντικές δομές. Το μέλλον των
Σκοπίων είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις Βρυξέλλες. Η συνειδητοποίηση του
γεγονότος αυτού -τόσο από την Αθήνα όσο και από τα Σκόπια- δημιούργησε τις
προϋποθέσεις για μια νέα φάση σοβαρών διαπραγματεύσεων, με κατάληξη τις
προτάσεις Νίμιτς, τον Απρίλιο του 2005.
4. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως
καταλύτης για την επίλυση του ζητήματος της ονομασίας
Απώτερος στόχος όλων
των βαλκανικών κρατών καθώς και της ΠΓΔΜ, παραμένει η ένταξή τους στην
Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (ΕΣ) της Θεσσαλονίκης στις
19 και 20 Ιουλίου του 2003, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας της ΕΕ,
αποτέλεσε κομβικό σημείο σε αυτή τη διαδικασία.
Συγκεκριμένα, το ΕΣ της
Θεσσαλονίκης χρησιμοποίησε γλώσσα που δεν άφηνε αμφιβολία για το ευρωπαϊκό
μέλλον των Βαλκανίων:
«Υπενθυμίζοντας τα
συμπεράσματά του της Κοπεγχάγης (Δεκέμβριος 2002) και των Βρυξελλών (Μάρτιος
2003), επαναλαμβάνει ότι είναι αποφασισμένο να υποστηρίξει πλήρως και με
αποτελεσματικότητα την ευρωπαϊκή προοπτική των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, οι
οποίες θα γίνουν αναπόσπαστο μέρος της ΕΕ από τη στιγμή που θα πληρούν τα
καθορισμένα κριτήρια».
Επιπρόσθετα, στις 21
Ιουνίου του 2003 πραγματοποιήθηκε ξεχωριστή διάσκεψη κορυφής μεταξύ της ΕΕ και
των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων, που ασχολήθηκε με το σύνολο των προβλημάτων
της περιοχής και των διμερών σχέσεων. Στην διακήρυξη που επακολούθησε, η ΕΕ
επιβεβαίωσε την «απερίφραστη υποστήριξή της προς την ευρωπαϊκή προοπτική των
χωρών των Δυτικών Βαλκανίων. Το μέλλον των Βαλκανίων βρίσκεται στα πλαίσια της
Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Λαμβάνοντας υπ' όψιν
τις παραπάνω εξελίξεις, η Κυβέρνηση των Σκοπίων υπέβαλε επίσημα, στις 22
Μαρτίου του 2004, αίτηση για την ένταξη του κράτους της ΠΓΔΜ στην ΕΕ. Συγχρόνως
εντατικοποιήθηκαν και οι προσπάθειες για την προσχώρηση της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, κατά
πάσα πιθανότητα το 2007.
Η Αθήνα, ερμηνεύοντας
εύστοχα τη σημασία των εξελίξεων αυτών, ζήτησε τον Σεπτέμβριο του 2004 την
εντατικοποίηση των συνομιλιών στη Νέα Υόρκη για την επίλυση του ζητήματος της
ονομασίας. Η Ελληνική Κυβέρνηση επέλεξε με αυτόν τον τρόπο να αναλάβει
πρωτοβουλίες, ώστε να μη βρεθεί προ τετελεσμένων γεγονότων ή να συρθεί υπό το
βάρος των εξελίξεων σε σπασμωδικές και αναποτελεσματικές ενέργειες, όπως
δυστυχώς είχε συμβεί παλαιότερα κάποιες φορές. Με άλλα λόγια, αφού η πρόθεση
των Σκοπίων για ένταξή τους στις Ευρωατλαντικές δομές θα επανέφερε αναπόφευκτα
το ζήτημα της ονομασίας στο διεθνές προσκήνιο, προτιμήθηκε να το θέσει πρώτα η
Ελλάς, η οποία με αυτόν τον τρόπο αιφνιδίασε και ανέλαβε -τουλάχιστον σε πρώτη
φάση- τα «ηνία» σε αυτήν τη νέα διπλωματική προσπάθεια.
Επιπρόσθετα, η Αθήνα
χρησιμοποίησε ρητορική και επιχειρηματολογία που δεν βασίζονταν μόνο στα
αδιαμφισβήτητα ελληνικά δίκαια σε ζητήματα που σχετίζονται με την (αρχαία και
σύγχρονη) ιστορία του Μακεδονικού Ζητήματος. Η ηγεσία του ΥΠΕΞ συνέδεσε την
επίλυση του θέματος της ονομασίας με την ευρύτερη σταθερότητα των Δυτικών
Βαλκανίων, εν αναμονή και των αποφάσεων για το τελικό καθεστώς του Κοσόβου.
Ουσιαστικά, η Ελλάς ζήτησε την ενεργό συμπαράσταση της διεθνούς κοινότητος (και
ιδιαίτερα των ΗΠΑ) όχι μόνον ως επιβεβαίωση του δικαίου των ελληνικών θέσεων,
αλλά κυρίως στη βάση της ρεαλιστικής διατυπώσεως αμοιβαίων περιφερειακών
συμφερόντων.
Η ελληνική διπλωματία
δέχθηκε σοβαρό πλήγμα όταν οι ΗΠΑ αναγνώρισαν, στις 4 Νοεμβρίου, τη νεόκοπη
δημοκρατία με την συνταγματική της ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Παρά
ταύτα, οι διαπραγματεύσεις συνεχίσθηκαν στη Νέα Υόρκη και τελικά κατατέθηκε η πρόταση
του ειδικού διαμεσολαβητή του ΟΗΕ, Μάθιου Νίμιτς. Για το ζήτημα της ονομασίας,
ο Νίμιτς κατέληξε ότι:
«Η ουσία της λύσης που
ενσαρκώνεται με την απόφαση αυτή είναι μια ρητή αναγνώριση ότι το συνταγματικό
όνομα του κράτους είναι "REPUBLIKA MAKEDONIJA", αλλά και μια
περαιτέρω απόφαση ότι, χάριν της ειρήνης και της αρμονίας στην περιοχή και των
σχέσεων καλής γειτονίας αλλά και για την αποφυγή παρεξηγήσεων, το όνομα της
πρωτεύουσας της "REPUBLIKA MAKEDONIJA" θα προσαρτηθεί στο συνταγματικό
όνομα με ένα ενωτικό σημείο, για να διαμορφωθεί ένα σύνθετο όνομα, το οποίο θα
μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα Ηνωμένα Έθνη και για οποιαδήποτε άλλη επίσημη
διεθνή χρήση».
Η Αθήνα έκανε αρχικά
δεκτή την πρόταση Νίμιτς ως βάση περαιτέρω διαπραγματεύσεως, ενώ τα Σκόπια φάνηκαν
να την απορρίπτουν. Η αντίδραση της Ελλάδος ήταν έντονη. ουσιαστικά απειλούσε
με άσκηση του δικαιώματος της αρνησικυρίας, στερώντας από την ΠΓΔΜ τη
δυνατότητα εντάξεως στην ΕΕ αλλά και στο ΝΑΤΟ. Όμως, για πρώτη φορά από το
1991, η ΠΓΔΜ και όχι η Ελλάς παρουσιάσθηκε στα μάτια της διεθνούς κοινότητος ως
το βασικό εμπόδιο για την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσεως. Τα Σκόπια, πράγματι,
εμφανίσθηκαν αδιάλλακτα προσκολλημένα σε αδικαιολόγητα μαξιμαλιστικές θέσεις.
Βέβαια, αυτή η εξέλιξη αποτελεί καθαρό διπλωματικό κέρδος για την Ελλάδα, που
ίσως μας «θωρακίσει» από αρνητικές αντιδράσεις, εφ' όσον χρειασθεί στο μέλλον
να παρθούν αυστηρές αποφάσεις που θα σχετίζονται με την ενταξιακή πορεία της
ΠΓΔΜ.
Σε κάθε περίπτωση,
πρέπει να τονιστεί ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της ΠΓΔΜ αποτελεί δύσκολο, μακρινό
αλλά συνάμα εφικτό και απαραίτητο στόχο. Η δυνατότητα πραγματοποιήσεως μιας
τέτοιας εξέλιξης στέλνει σαφές μήνυμα προς τους Αλβανούς πολίτες της χώρας ότι
το μέλλον τους θα πρέπει να αναζητηθεί στην Ευρώπη και όχι σε ένοπλες
εθνικιστικές περιπέτειες και μεγαλοϊδεατισμούς. Η ευημερία και η ασφάλεια της
νεόκοπης γειτονικής δημοκρατίας μπορούν να εξασφαλισθούν μακροπρόθεσμα μόνον
μέσα από την διαδικασία που θα την οδηγήσει σε εισδοχή στις Ευρωατλαντικές
δομές. Ο ευρωπαϊκός δρόμος για την ΠΓΔΜ αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για
ειρηνική συνύπαρξη των εθνοτήτων και για μακροχρόνια πολιτική σταθερότητα.
Και οι δύο στρατηγικοί
στόχοι της ΠΓΔΜ (ένταξη στο ΝΑΤΟ και κυρίως στην ΕΕ) παραμένουν συνδεδεμένοι με
τις θεσμικές επιλογές και δυνατότητες της Αθήνας, η οποία -ορθά- εξακολουθεί να
υποστηρίζει την πολιτική της σταθερότητος και της ένταξης στις Ευρωατλαντικές
δομές για όλα τα κράτη των Βαλκανίων.
Επιπρόσθετα, η
δρομολόγηση μονίμου καθεστώτος για το Κόσοβο αποτελεί εξέλιξη που επηρεάζει την
δομή ίσως και την ύπαρξη της ΠΓΔΜ. Η κοινή γνώμη των Σλαβομακεδόνων
αντιλαμβάνεται ότι μείζονες ανακατατάξεις στα Δυτικά Βαλκάνια που σχετίζονται
με τον αλβανικό παράγοντα, δεν στερούνται συνεπειών για το κράτος τους.
Συνεπώς, δεν
αποκλείεται, παρά την αρχική απόρριψη της προτάσεως Νίμιτς, να υποχρεωθεί η
Κυβέρνηση των Σκοπίων σε έναν διπλωματικό συμβιβασμό στο ζήτημα της ονομασίας,
επιτρέποντας την σχετικά απρόσκοπτη πορεία της χώρας στην ΕΕ και συνάμα
δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την ουσιαστική υπέρβαση της σχεδόν ενδημικής
αστάθειας που εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την ΠΓΔΜ. Σε μία τέτοια περίπτωση
- και παρά τις αποτυχίες της δεκαετίας του 1990 - η ΕΕ, το θέλγητρο της εισδοχής
στους κόλπους της καθώς και οι θεσμικοί παράμετροι που σχετίζονται με την
διαδικασία διευρύνσεως θα παίξουν καταλυτικό ρόλο και πιθανότατα θα οδηγήσουν
σε εξελίξεις που θα συμπεριλαμβάνουν και την οριστική διευθέτηση του ζητήματος
της ονομασίας.
____________________
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου