02 Φεβρουαρίου, 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΥΝΟΡΟ 
ΔΥΟ ΚΟΣΜΩΝ (1945-1949)

Η απελευθέρωση της Μακεδονίας, μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής των δυνάμεων του Άξονος, περιέπλεξε περισσότερο το ήδη περίπλοκο Μακεδονικό Ζήτημα˙ εκτός των παλαιών εκατέρωθεν διεκδικήσεων και των συνακόλουθων προστριβών, οι τρεις χώρες που είχαν μοιρασθή το 1913 τα εδάφη της γεωγραφικής Μακεδονίας, ευρέθηκαν το 1945 σε δύο στην αρχή αντίπαλα πολιτικά και στρατιωτικά στρατόπεδα και τρία χρόνια αργότερα, σε τρία στρατόπεδα. 

Η Ελλάς, η οποία εντάχθηκε στη σφαίρα επιρροής των Δυτικών Συμμάχων και δέχθηκε βρετανικά στρατεύματα για την απελευθέρωσή της, ευρέθηκε αντιμέτωπη με τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, οι οποίες εντάχθηκαν στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης και απέκτησαν κομμουνιστικά καθεστώτα με τη βοήθεια των σοβιετικών στρατευμάτων. Η Ελλάς, ύστερα από πενταετή σχεδόν εμφύλια σύρραξη, η οποία διεξήχθη κατά το τελευταίο και πιο σκληρό της στάδιο στην ελληνική Μακεδονία, απέκτησε φιλελεύθερους συνταγματικούς και κοινοβουλευτικούς θεσμούς και κατέστη μέλος της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ). Η ένταξη της Ελλάδος στη Βορειοατλαντική Συμμαχία εξασφάλισε στη χώρα την προστασία των Δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων, η δε προστασία αυτή διαμορφώθηκε κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1940, εποχή σκληρών δοκιμασιών και δεινών για τη χώρα.

Η Μακεδονία εμφανίζεται αυτή την περίοδο των ελληνικών αλγών να κατέχει δεσπόζουσα θέση όχι μόνο μεταξύ της Ελλάδος, της Βουλγαρίας και της Γιουγκοσλαβίας, αλλά και μεταξύ δύο κόσμων διαφορετικών, οι οποίοι διεξήγαν σκληρό ιδεολογικό και πολιτικό πόλεμο μεταξύ τους, ο οποίος ήταν δυνατό να εξελιχθή σε πολεμική αναμέτρηση. Στην ελληνική Μακεδονία υπήρχε το βαλκανικό σύνορο του Δυτικού Κόσμου με τον Ανατολικό Κόσμο˙ εκεί συναντούνταν και συγκρούονταν η φιλελεύθερη δημοκρατία με τον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό, η ελεύθερη οικονομία με τον κρατικό σοσιαλισμό. Στην πρώην σερβική Μακεδονία και τότε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» πλάσθηκε ένα νέο έθνος και το κράτος του με κομμουνιστικά ρητορικά σχήματα της εποχής, ενώ στην ελληνική Μακεδονία δοκιμάσθηκε σκληρά η αντοχή του εθνικού κράτους των Ελλήνων να εξουδετερώσει την επιβουλή των βορείων γειτόνων του και των εγχώριων αρνητών της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας.

Η εμφύλια σύρραξη στην Ελλάδα και η επιβολή των κομμουνιστικών καθεστώτων στις χώρες προς βορράν της Ελλάδος, στο πλαίσιο του αρχόμενου Ψυχρού Πολέμου, καθόρισαν τις εξελίξεις στη Μακεδονία. Στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια από την πλευρά της κεντρικής ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβικής Κυβερνήσεως να διασφαλισθή στο καθεστώς του νέου πολιτικού μορφώματος σαφής και αδιαμφισβήτητος προσανατολισμός προς τη Γιουγκοσλαβία. Φιλοβουλγαρικά στοιχεία του καθεστώτος απομονώθηκαν και εξουδετερώθηκαν πολιτικά, προωθήθηκαν δε σε όλες τις καίριες θέσεις στυλοβάτες του γιουγκοσλαβισμού. Ακόμη και στο ζήτημα της γλώσσας, στην ειδική επιτροπή που συστάθηκε για να εκπονήσει τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες της σλαβομακεδονικής γλώσσας, καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια να εξαιρεθούν βουλγαρόφιλοι ή Βούλγαροι λόγιοι από την επιτροπή, ώστε η νέα εθνική γλώσσα να απομακρυνθή από τη βουλγαρική γλώσσα όσο το δυνατόν περισσότερο. Στη θερμοκοιτίδα του κομμουνιστικού καθεστώτος του νέου πολιτικού μορφώματος και με την αμέριστη συνδρομή της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβερνήσεως της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας, αναπτύχθηκε το νέο έθνος των Μακεδόντσι.

Στην ελληνική Μακεδονία η κυβέρνηση της χώρας είχε να αντιπαλαίσει με κολοσσιαία προβλήματα. Το διοικητικό αυτό διαμέρισμα της Ελλάδος -ιδίως το δυτικό του τμήμα- υπήρξε από τις περιοχές της Ευρώπης που υπέστησαν τις μεγαλύτερες καταστροφές κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Χωριά ερειπωμένα, από τα οποία ο πόλεμος είχε παρασύρει τη ζωή τους, φάνταζαν άδεια κελύφη σ' έναν τόπο ερημωμένο. Οι πόλεις του τόπου είχαν χάσει και αυτές σημαντικό μέρος του πληθυσμού τους. Η Θεσσαλονίκη απώλεσε μια ολόκληρη κοινότητα, την Εβραϊκή, η οποία αριθμούσε πριν από τον πόλεμο σχεδόν 50.000 ψυχές˙ έπεσε θύμα μιας από τις πιο αποκρουστικές απόπειρες ριζικής εξαλείψεως μιας από τις αρχαιότερες κοινότητες της Ευρώπης, η οποία ελάμπρυνε τον πολιτισμό της γηραιάς ηπείρου. Μετά το κτύπημα αυτό, η αρχαία Εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης δεν ανέκτησε ποτέ την επίζηλη θέση της στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας.

Η απελευθέρωση της ελληνικής Μακεδονίας από τους κατακτητές δεν έφερε την ποθούμενη ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας που εξασφαλίζει η ευνομούμενη πολιτεία, την οποία ευαγγελίζονταν εκείνοι που ομιλούσαν στο όνομα του λαού και που αγωνίζονταν για την απελευθέρωσή του. Η περίοδος από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής τον Οκτώβριο του 1944 έως την άνοιξη του 1945, όταν εγκαταστάθηκαν στην περιοχή οι νόμιμες αρχές της χώρας, αποτέλεσε διάστημα έντονης ανησυχίας και ανασφάλειας. Ήταν η περίοδος που έμεινε γνωστή ως «Εαμοκρατία», επειδή ο τόπος είχε τεθή υπό τον έλεγχο του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Τι θα έπρατταν οι σύμμαχοι και συναγωνιστές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, οι Σλαβομακεδόνες αυτονομιστές και οι Γιουγκοσλάβοι πάτρωνές τους, που εμφανίζονταν όλο και πιο συχνά, όλο και πιο προκλητικά στα σλαβόφωνα χωριά της περιοχής; Η ίδρυση και η λειτουργία σχολείων σε σλαβόφωνα χωριά για τη διδασκαλία της σλαβομακεδονικής με τη χρήση της κυριλλικής γραφής προκαλούσαν σοβαρά ερωτηματικά ως προς τις προθέσεις των στελεχών του ΚΚΕ που επέτρεψαν αυτήν τη δραστηριότητα. 

Ακόμη σοβαρότερα ερωτηματικά ανέγειραν οι ολοένα συχνότερες εμφανίσεις Σλαβομακεδόνων αυτονομιστών ενόπλων στους ορεινούς όγκους της περιοχής, ιδίως στα όρη Βίτσι και Καϊμακτσαλάν. Το ΚΚΕ διαβεβαίωνε, διά των δημοσιογραφικών του οργάνων, ότι επρόκειτο για αγωνιστές της Αντιστάσεως, τους οποίους καταδίωκαν ομάδες δεξιών ενόπλων, αλλά οι διαβεβαιώσεις αυτές δεν έπειθαν όλους τους κατοίκους της υπαίθρου, που ήσαν σε θέση να διαπιστώσουν ότι οι φερόμενοι ως αγωνιστές ήσαν θύτες παρά θύματα και ότι παρουσιαζόταν πλέον ως απόστολοι και κήρυκες του μακεδονισμού της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Δεν άργησαν να εμφανισθούν και τα πρώτα θύματα αυτών των «διωκομένων» Σλαβομακεδόνων, μεταξύ των εκπροσώπων της ελληνικής κεντρικής εξουσίας.

Ανάλογα ερωτηματικά προκαλούσαν στις ελληνικές Αρχές τρεις ακόμη πτυχές των προθέσεων του ΚΚΕ και των κομμουνιστικών καθεστώτων εκείθεν των βορείων ελληνικών συνόρων, α΄) η απόκρυψη βαρέος οπλισμού του ΕΛΑΣ μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρ. 1945) και η κατά καιρούς ανακάλυψη από τις αρχές κρυπτών τέτοιου οπλισμού, β΄) η συστηματική και αθρόα φυγάδευση μαχητών του ΕΛΑΣ -μετά τη Βάρκιζα- σε στρατόπεδα που διατέθηκαν από τις όμορες κομμουνιστικές χώρες, ιδίως στο στρατόπεδο Μπούλκες της γιουγκοσλαβικής Βοϊβοδίνας και γ΄) η αυξανόμενη δράση στους ορεινούς όγκους της ελληνικής Μακεδονίας ομάδων ενόπλων, τους οποίους τα δημοσιογραφικά όργανα του ΚΚΕ παρουσίαζαν ως διωκόμενους αγωνιστές της Αντιστάσεως που κατέφευγαν στη νόμιμη «αυτοάμυνα» εναντίον των διωκτών τους.

Τα κρυμμένα και αποκαλυπτόμενα όπλα, οι φυγαδευόμενοι στις γειτονικές κομμουνιστικές χώρες πρώην αντάρτες του ΕΛΑΣ και οι ομάδες Αριστερών ενόπλων στα ορεινά συγκροτήματα της ελληνικής Μακεδονίας συνδέονταν με ορισμένες αναπόδραστες πραγματικότητες της περιοχής την εποχή αυτή, δηλαδή τους πρώτους μήνες μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στην Αθήνα και τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Μία τέτοια πραγματικότητα ήταν η εμφάνιση ομάδων Δεξιών ενόπλων, οι οποίες δρούσαν κυρίως στα χωριά της περιοχής. Στόχοι και θύματά τους ήσαν πρώην Ελασίτες και γενικώς Αριστεροί. Οι Δεξιοί ένοπλοι δρούσαν με την ανοχή και των κρατικών αρχών ή και ως συνεργάτες των αρχών, ενίοτε δε αποτελούσαν ένα είδος εξουσίας, υποκατάστατο της σκιώδους και ανίσχυρης κρατικής εξουσίας. Ήσαν οι ίδιοι ή συγγενικά τους πρόσωπα θύματα του ΕΛΑΣ κατά την περίοδο της Κατοχής και της Εαμοκρατίας, όταν δεν ήσαν απλώς καιροσκόποι που επικαλούνταν υποτιθέμενες εις βάρος τους εγκληματικές πράξεις Αριστερών.

Η απουσία ισχυρής κρατικής εξουσίας στην περιοχή και ιδίως στην ύπαιθρο ευνοούσε τη δράση τέτοιων αρνητών της εννόμου τάξεως: Η κεντρική κυβέρνηση της χώρας, ακόμη και όπου ήταν σε θέση να διατηρεί ισχυρές κατασταλτικές δυνάμεις, αντλούσε το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό από τους κάθε είδους αντιπάλους της Αριστεράς, αφού οι Αριστεροί αποκλείονταν από τις Υπηρεσίες του κράτους, ιδίως μάλιστα από τα Σώματα Ασφαλείας. Οι κρατικές αρχές ήσαν αναγκασμένες, εξαιτίας του νέου διχασμού της χώρας, να στηρίζονται για την επιβολή του νόμου και την τήρηση της τάξεως σε στοιχεία που υπονόμευαν την έννομη τάξη και την επάνοδο στην πολιτική ομαλότητα˙ αθέλητος συνεργός αυτών των Δεξιών υπονομευτών της τάξεως και της πολιτικής ομαλότητας αποδείχθηκαν οι Αριστεροί ένοπλοι, τους οποίους εστήριζε το ΚΚΕ. 

Από την πλευρά του, το ΚΚΕ δεν είχε τη δυνατότητα να καταδικάσει τη δράση των Αριστερών ενόπλων, πολλοί από τους οποίους ήσαν οι χθεσινοί ήρωες της Αριστεράς. Εν τέλει, την έκρυθμη κατάσταση και τη συνεχιζόμενη πολιτική ανωμαλία, ιδίως στην ύπαιθρο, συντηρούσαν οι βραχυπρόθεσμες ανάγκες της κυβερνήσεως όσο και του ΚΚΕ. Επρόκειτο για επικίνδυνο αδιέξοδο πολιτικό, από το οποίο μόνο μία ισχυρή κυβέρνηση θα ήταν σε θέση να εξαγάγει τη χώρα, με την αποτελεσματική καταδίωξη όλων των αρνητών της τάξεως και του νόμου και την επίσης αποτελεσματική φύλαξη των βορείων συνόρων της χώρας. Την ανίσχυρη κυβέρνηση, που είχε κάθε συμφέρον να επιδιώκει την πολιτική εξομάλυνση μετά τη συντριβή της Δεκεμβριανής Στάσεως, δε βοηθούσε το ΚΚΕ, το οποίο, υπό το βάρος της πρόσφατης στρατιωτικής και πολιτικής ήττας του, έδειχνε να μη διαθέτει σαφείς και πειστικούς πολιτικούς στόχους.

Ο Γενικός Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, με τις περγαμηνές του ανυποχώρητου και συνεπούς Κομμουνιστού ηγέτη που είχε εγκλεισθεί από τους κατακτητές στο στρατόπεδο του Νταχάου, θα μπορούσε ίσως να συμβάλει στην πολιτική εξομάλυνση, αν το ΚΚΕ ήταν ελεύθερο από τις εξαρτήσεις που είχαν δημιουργηθή κατά τη διάρκεια της Κατοχής και αν ο ίδιος διέθετε σαφείς πολιτικούς στόχους. Τα στελέχη του ΚΚΕ που είχαν διοικήσει το κόμμα έως την έλευση του Ζαχαριάδη από την εξορία, είχαν δημιουργήσει δεσμούς εξαρτήσεως από τους Γιουγκοσλάβους κυρίως Κομμουνιστές, πολλά δε από αυτά τα στελέχη είχαν οδηγηθή στην πεποίθηση ότι και η Ελλάς θα ακολουθούσε την οδό που επέλεξαν οι βόρειοι γείτονες της χώρας. Μία «σοβιετική» Ελλάς σε μια «σοβιετική» Βαλκανική, υπό την προστασία της Σοβιετικής Ενώσεως, δεν εθεωρείτο ευσεβής πόθος αλλά εφικτή επιδίωξη από πολλά ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, την επιδίωξη αυτή ενθάρρυναν ιδίως οι Γιουγκοσλάβοι Κομμουνιστές για λόγους που έγιναν αργότερα αντιληπτοί.

Χωρίς σαφείς μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους, το ΚΚΕ φαινόταν να ακολουθεί αμφίρροπη πολιτική ˙ τις διακηρύξεις του υπέρ της πολιτικής ομαλότητας υπονόμευαν οι ενέργειες πολλών από εκείνους που δρούσαν ως μέλη του και ομιλούσαν εξ ονόματός του. Οι Αριστεροί ήρωες της Κατοχής και εν συνεχεία «εκδικητές», που εμφανίζονταν ως ηγέτες ενόπλων ομάδων στην ελληνική Μακεδονία όπως και οι Σλαβομακεδόνες ένοπλοι σύντροφοί τους που χρησιμοποιούσαν το έδαφος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως ορμητήριο των επιδρομών τους στην Ελλάδα, κάθε άλλο παρά την πολιτική εξομάλυνση προήγαν. Μια ισχυρότερη ηγεσία του ΚΚΕ, με σαφείς πολιτικούς στόχους και χωρίς εξαρτήσεις από το εξωτερικό, θα επεδίωκε ίσως να χαλιναγωγήσει τους «ήρωες» και τους «εκδικητές» της Αριστεράς, οι οποίοι πρόσφεραν με τη δράση τους όλα τα επιχειρήματα που χρειάζονταν οι πολιτικοί αντίπαλοι του ΚΚΕ για να εξηγήσουν πειστικά στην ελληνική και την ξένη κοινή γνώμη ότι δεν ήσαν αδικαιολόγητα τα κατασταλτικά μέτρα της Κυβερνήσεως εναντίον των Αριστερών αρνητών της νομιμότητας.

Ο φαύλος κύκλος των εκατέρωθεν προκλήσεων και επιθέσεων είχε ως συνέπεια να αυξάνεται διαρκώς η έκταση και η κλίμακα της βίας στην ελληνική ύπαιθρο, ιδίως δε στη Μακεδονία. Τα ορεινά συγκροτήματα στα σύνορα της χώρας με τις βόρειες κομμουνιστικές χώρες, τα όρη του Γράμμου, του Βιτσίου, του Καϊμακτσαλάν και της Ροδόπης, έγιναν φρούρια των Αριστερών Ανταρτών, απόρθητα στην αρχή από τις στρατιωτικές δυνάμεις που είχε στη διάθεσή της η Ελληνική Κυβέρνηση. Τα «φρούρια» αυτά των Αριστερών αρνητών της ελληνικής κρατικής νομιμότητας ήσαν τα πρώτα που δημιουργήθηκαν μετά την Απελευθέρωση και τα τελευταία που έπεσαν ύστερα από πέντε χρόνια.

Ο σκληρός ανταρτοπόλεμος που διεξήγαγε το ΚΚΕ εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων, δηλαδή εναντίον των παλαιών κομμάτων που συνιστούσαν το Κέντρο και τη Δεξιά της εποχής, ο πόλεμος αυτός που καθιερώθηκε να ονομάζεται «Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος», άρχισε ουσιαστικά το φθινόπωρο του 1943, όταν το ΚΚΕ διά του ΕΛΑΣ επιχείρησε και εν πολλοίς επέτυχε να θέσει εκτός μάχης ανταγωνιστικές αντιστασιακές οργανώσεις, όπως η ΠΑΟ στη Μακεδονία. Πήρε τη μορφή επιχειρήσεως από το ΚΚΕ για τον έλεγχο της χώρας, από την αποχώρηση των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων έως τη συντριβή του ΕΛΑΣ στην Αθήνα και τη Συμφωνία της Βάρκιζας, παρουσίασε εν συνεχεία ύφεση έως το φθινόπωρο του 1946, για να ενταθή κατόπιν και να εξελιχθή σε σκληρή ιδεολογικοπολιτική και στρατιωτική αντιπαράθεση έως το θέρος του 1949 και την οριστική ήττα του ΚΚΕ. 

Η σκληρή αυτή εμφύλια σύρραξη άρχισε με την προβολή του ΚΚΕ στο εθνικό προσκήνιο ως αξιόπιστης και συνεπούς πατριωτικής πολιτικής δυνάμεως και τερματίστηκε με την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του ως πατριωτικής δυνάμεως και την πολιτική του απομόνωση, με αντίστοιχη συνέπεια τη μακρόχρονη αχρήστευση της Αριστεράς γενικά ως αξιόπιστης πολιτικής δυνάμεως και την υπερβολική ενίσχυση της Δεξιάς. Η εμφύλια σύρραξη στην Ελλάδα συνδέθηκε με τον αρχόμενο τότε Ψυχρό Πόλεμο και επηρεάστηκε από αυτόν αλλά δεν υπήρξε συνέπειά του. Η ελληνική Μακεδονία ευρέθηκε στο επίκεντρο της σκληρής αναμετρήσεως, κυρίως διότι στην αναμέτρηση αναμείχθηκε ενεργώς η Γιουγκοσλαβία, η οποία αφενός εστήριξε πολιτικά τον μακεδονισμό και τις αλυτρωτικές βλέψεις της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και αφετέρου ενίσχυσε πολιτικά αλλά και με πολεμικό υλικό το ΚΚΕ και τον ανταρτικό στρατό του. Η ανάμιξη της Γιουγκοσλαβίας πρωτίστως και της Βουλγαρίας δευτερευόντως επηρέασε εν πολλοίς τόσο τη μορφή που προσέλαβε η εμφύλια σύρραξη όσο και τη διάρκεια της έκβασής της.

Η ιδεολογικο-πολιτική και στρατιωτική αναμέτρηση στην ελληνική Μακεδονία είχε σοβαρές συνέπειες στη φυσιογνωμία του τόπου˙ συνέβαλε αποφασιστικά στην ιδεολογική τροπή των Προσφύγων προς τη Δεξιά και των Σλαβομακεδόνων προς την Αριστερά αντίστοιχα, καθώς και στη δημογραφική υποχώρηση των Σλαβομακεδόνων. Οι Πρόσφυγες, οι οποίοι έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εστήριζαν γενικώς τη Βενιζελική παράταξη αλλά και την Αριστερά, μετακινήθηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου προς τη Δεξιά. Οι Σλαβομακεδόνες, αντιθέτως, μετακινήθηκαν κατά την ίδια περίοδο προς την Αριστερά για δύο κυρίως λόγους: α΄) επειδή οι Κομμουνιστές Αντάρτες χρησιμοποιούσαν τους παραμεθόριους σλαβομακεδονικούς θυλάκους της χώρας ως ερείσματά τους και β΄) εξαιτίας της γειτνιάσεώς τους με το κομμουνιστικό καθεστώς της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας.

Αυτές οι ιδεολογικο-πολιτικές μετακινήσεις, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν και η μετακίνηση του κυρίου όγκου των Βλάχων προς τη Δεξιά, ήσαν συγκυριακές και αλληλένδετες με την έννοια ότι ήσαν εν πολλοίς συνέπεια της μετακινήσεως των Σλαβομακεδόνων προς τον μακεδονισμό και τον Κομμουνισμό. Σοβαρότερη και μονιμότερη συνέπεια της εμφύλιας αναμετρήσεως στην περιοχή ήταν η δημογραφική υποχώρηση των Σλαβομακεδόνων. Σε διάστημα δέκα ετών, από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ως το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, οι παραδοσιακοί σλαβόφωνοι θύλακοι της ελληνικής Μακεδονίας παρουσίασαν σοβαρή μείωση του πληθυσμού τους, ορισμένοι μάλιστα εγκαταλείφθηκαν εξ ολοκλήρου και ερήμωσαν. Δεν ευσταθούν οι τότε καταγγελίες της Γιουγκοσλαβικής Κυβερνήσεως εναντίον της ελληνικής, ότι η τελευταία διεξήγαγε συστηματική εθνοκάθαρση˙ δεν ευσταθούν, φυσικά, και μεταγενέστερες απόψεις που στηρίζονται στις καταγγελίες αυτές. 

Τόσο οι καταγγελίες όσο και οι απόψεις που προέκυψαν από τις καταγγελίες περί ηθελημένης εθνοκαθάρσεως συνιστούν μέσα και όπλα στον τότε ιδεολογικό αγώνα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και της διαδόχου της για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας και φυσιογνωμίας του λαού της. Η αποψίλωση του πληθυσμού των σλαβοφώνων θυλάκων της ελληνικής Μακεδονίας υπήρξε μία από τις συνέπειες του πολυετούς Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα. Οι Σλαβομακεδόνες της Ελλάδος αναγκάσθηκαν να απομακρυνθούν από τη χώρα εξαιτίας των επιλογών της ηγεσίας τους, η οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος της Κατοχής ταυτίσθηκε με τη Βουλγαρία και εν συνεχεία έσπευσε να ταυτισθή με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας για να λησμονηθή η βουλγαροφιλία της.

Η πρώτη μαζική διαρροή Σλαβομακεδόνων από την ελληνική Μακεδονία προς τη Γιουγκοσλαβία παρατηρήθηκε αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος, τον Οκτώβριο του 1944, όταν τα δύο σλαβομακεδονικά τάγματα του ΕΛΑΣ, στο Βίτσι και στο Καϊμακτσαλαν αντιστοίχως, απείθησαν στη διαταγή της διοικήσεως να μετακινηθούν στα ενδότερα και έσπευσαν να περάσουν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ακολούθησε διαρροή Σλαβομακεδόνων προς την ίδια κατεύθυνση, τα επόμενα δύο έτη, ως συνέπεια των συγκρούσεων ανάμεσα στα αποσπάσματα της Χωροφυλακής και τις ομάδες Δεξιών ενόπλων από το ένα μέρος και ομάδες Αριστερών ενόπλων από το άλλο καθώς και διαφυγή, την ίδια περίοδο, Σλαβομακεδόνων, που κατηγορούνταν για συνεργασία με τις Αρχές Κατοχής. Μαζικότερη διαρροή Σλαβομακεδόνων σημειώθηκε κατά την περίοδο των πολεμικών συγκρούσεων της τελευταίας φάσεως του Εμφυλίου Πολέμου, για το λόγο κυρίως ότι οι συγκρούσεις αυτές διεξήχθησαν στους σλαβόφωνους θυλάκους εν πολλοίς της ελληνικής Μακεδονίας. 

Οι Σλαβομακεδόνες της Ελλάδος ήταν, στο τελευταίο και πιο αιματηρό στάδιο της εμφύλιας αναμετρήσεως, η μόνη εφεδρεία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος (ΔΣΕ), των Ανταρτών δηλαδή που διέθετε το ΚΚΕ και εκ των πραγμάτων δεν ήσαν αυτοί που είχαν τα περισσότερα θύματα στις μάχες. Επίσης, τα παιδιά των Σλαβομακεδόνων αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών του Παιδομαζώματος, που διενήργησε η ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος το 1948 και τα οποία κατεύθυνε στις τότε κομμουνιστικές χώρες. Τέλος, Σλαβομακεδόνες αποτελούσαν την πλειοψηφία των ηττημένων Ανταρτών του ΔΣΕ που αποχώρησαν από την Ελλάδα το θέρος του 1949, ύστερα από τη συντριβή του ΔΣΕ στο Βίτσι και στον Γράμμο. Η επιπολάζουσα βουλγαροφιλία στους σλαβόφωνους θυλάκους της ελληνικής Μακεδονίας έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και εν συνεχεία η μετάλλαξη της βουλγαροφιλίας σε μακεδονισμό, στη μήτρα του κομμουνισμού, συντήρησαν και επιδείνωσαν την εχθρική στάση μερίδας των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος απέναντι στο εθνικό κράτος των Ελλήνων επί μισό αιώνα. 

Η μερίδα αυτή των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος, η οποία ποτέ δε συμβιβάστηκε αληθινά με το εδαφικό καθεστώς που είχε δημιουργήσει ο δεκαετής πόλεμος στη νότια Βαλκανική Χερσόνησο από το 1912 έως το 1922, υπονόμευσε τη θέση ολόκληρης της κοινότητας των Σλαβομακεδόνων της χώρας, αφενός δυσχεραίνοντας την ενσωμάτωσή της στην ελληνική Μακεδονία, με την προβολή της Βουλγαρίας και εν συνεχεία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ως αληθινής πατρίδας των Σλαβομακεδόνων και αφετέρου καθιστώντας την εθνικώς επιλήψιμη στα μάτια εκείνων των εκπροσώπων της ελληνικής εξουσίας που εθεωρούσαν την άρνηση ή τη βραδύτητα των Σλαβομακεδόνων να ενσωματωθούν στην Ελλάδα ασφαλή δείκτη ελλείψεως ελληνικού εθνικού φρονήματος. Την ίδια εποχή -είναι απαραίτητο να υπομνησθή- οι αρχές των εθνικών κρατών γενικώς έδειχναν ανάλογη δυσφορία απέναντι σε όσους υπονόμευαν την εθνική ομοιογένεια με τις πράξεις ή και τη στάση τους . Πριν να επικρατήσει γενικώς η αρχή του σεβασμού της γλωσσικής ή της θρησκευτικής ετερογένειας, η αφομοίωση των ετερογλώσσων τουλάχιστον κοινοτήτων εθεωρείτο θεμιτός εθνικός στόχος, η δε ολοκλήρωσή της επίτευγμα μείζονος σημασίας. Το ομοιογενές εθνικό κράτος, μάλιστα, σφυριλατήθηκε διά πυρός και σιδήρου πρώτα στη Δύση και κατόπιν στην Ανατολή, ιδίως δε σε χώρες όπως η Ισπανία, η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία και οι ΗΠΑ.

Από την άλλη πλευρά των συνόρων, οι Κομμουνιστές αρχιτέκτονες του νέου πολιτικού μορφώματος και του έθνους που θα εστέγαζε, έπλασαν το νέο έθνος από τα περισσεύματα των ήδη διαμορφωμένων εθνών της περιοχής και από στοιχεία της ιστορίας και του πολιτισμού της περιοχής, τα οποία διεκδίκησαν από τους γείτονές τους και τα οικειοποιήθηκαν με το φανατισμό του νεοφωτίστου. Οικειοποιήθηκαν κυρίως στοιχεία της ιστορίας και του πολιτισμού των Βουλγάρων και των Σέρβων αλλά και των Ελλήνων. Ήταν αναπόδραστη μάλλον αυτή η «επιδρομή» στις εθνικές ιστορίες των γειτόνων, όπως αναπόδραστη ίσως ήταν και η αναζήτηση ευκλεών προγόνων στο απώτατο παρελθόν, αφού η παλαιότητα των καταβολών ενός έθνους εθεωρείτο καθοριστικό στοιχείο της παρουσίας του στο διεθνές στερέωμα και των διεκδικήσεών του. Το νέο έθνος, το έθνος των Μακεδόντσι, δεν πρωτοτύπησε φυσικά σε κανέναν τομέα της εθνοπλασίας, αλλά ακολούθησε δρόμους και διαδικασίες καθιερωμένες από τα γειτονικά του έθνη.

Μεγαλύτερη, ωστόσο, σημασία για το νέο έθνος από το αναζητούμενο ένδοξο παρελθόν του είχε το επερχόμενο -ακόμη ενδοξότερο- μέλλον του. Με τα ανεπιθύμητα περισσεύματα των γειτονικών εθνών, τους αποσυναγώγους παρίες των γειτόνων του, το νέο έθνος στο λαμπερό κομμουνιστικό του όχημα θα έτρεχε ασυγκράτητο προς την ευημερία και τη δόξα. Το νέο έθνος και το πολιτικό του μόρφωμα είχαν την «αποστολή» να ενώσουν την κατακερματισμένη χώρα, τη Μακεδονία, και να «απελευθερώσουν» τα αδελφά τμήματα του έθνους που «κατείχαν» διά της βίας η Ελλάδα και η Βουλγαρία. Οι Μακεδόντσι, ο νέος περιούσιος λαός της Νότιας Βαλκανικής Χερσονήσου, χρειάζονταν και αυτοί αλύτρωτους αδελφούς που περίμεναν να έρθει η ώρα του λυτρωμού τους. Ήταν μια «αποστολή» αυτός ο αλυτρωτισμός του νέου πολιτικού μορφώματος και του έθνους του που, όπως αναμενόταν, ενοχλούσε την Ελλάδα περισσότερο από τη Βουλγαρία, η οποία ήταν υποχρεωμένη να ανέχεται -έως το 1948 και την καταδίκη της «ρεβιζιονιστικής» κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας από τη νεοσύστατη Κομινφόρμ- τη διάδοχη διεθνή κομμουνιστική οργάνωση της Κομιντέρν, τα μεγαλοϊδεατικά φληναφήματα των αρχιτεκτόνων του νέου πολιτικού μορφώματος.

Από τη σκοπιά της Ελλάδος, η συγκεκριμένη «αποστολή» του νέου έθνους των Μακεδόνων δεν αποτελούσε απλώς ενόχληση για τη λεηλασία του πολιτισμού και της ιστορίας των αρχαίων Μακεδόνων, αλλά συνιστούσε απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδος. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας ήταν η αιχμή του δόρατος μιας ισχυρής χώρας, της Γιουγκοσλαβίας, η οποία εστήριζε την αλυτρωτική κομπορρημοσύνη του νέου έθνους και του πολιτικού μορφώματος που το εστέγαζε. Άλλωστε, τόσο το έθνος όσο και το πολιτικό μόρφωμα ήταν γιουγκοσλαβικής - κομμουνιστικής συλλήψεως. Η απειλή αυτή εναντίον της Ελλάδος έγινε ιδιαίτερα αισθητή όταν η Γιουγκοσλαβία του Τίτο και η Βουλγαρία του Δημητρώφ φάνηκαν το 1947, στη Διάσκεψη του Μπλεντ, να συμφωνούν στο ζήτημα του μέλλοντος της Μακεδονίας. Η συμφωνία έφερε στη μνήμη των Ελλήνων την εξίσου απειλητική για την Ελλάδα συμμαχία της Σερβίας και της Βουλγαρίας το 1912, πριν από τη σύναψη της Ελληνοβουλγαρικής Συμμαχίας του ιδίου έτους.

Η απειλή αυτή των Γιουγκοσλάβων και των Βουλγάρων Κομμουνιστών είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται από το φθινόπωρο ακόμη του 1944, ευθύς μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων της Γερμανίας από τη νότια Βαλκανική τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Εκδηλώθηκε τότε προσπάθεια των Σλαβομακεδόνων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας να εκβιάσουν την προσάρτηση στο νέο πολιτικό μόρφωμα της βουλγαρικής Μακεδονίας, αλλά αντέδρασαν οι Βουλγαρομακεδόνες, οι οποίοι σχημάτισαν δική τους μονάδα, τη «Μακεδονική Ταξιαρχία» της Μακεδονίας του Πιρίν και ανέτρεψαν τα σχέδια των Σλαβομακεδόνων.

Το ΚΚΒ και το Πατριωτικό Μέτωπο, το κομμουνιστοκίνητο απελευθερωτικό κίνημα δηλαδή που κατέλαβε την εξουσία στη Βουλγαρία το Σεπτέμβριο του 1944, ανησυχούσαν από αυτές τις ενέργειες και τις προθέσεις των Σλαβομακεδόνων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας για ευνόητους λόγους. Ο ίδιος ο Τίτο φαίνεται πως δεν ενέκρινε τέτοιες βεβιασμένες ενέργειες, που θα μπορούσαν να βλάψουν τις σχέσεις και τις προοπτικές συνεργασίας μεταξύ των δύο κομμουνιστικών κομμάτων. Επήλθε ως εκ τούτου ένας εύθραυστος συμβιβασμός μεταξύ των δύο μερών. Οι Βούλγαροι Κομμουνιστές ανέλαβαν την υποχρέωση να παράσχουν διοικητική αυτονομία στη Μακεδονία του Πιρίν, δηλαδή τη βουλγαρική Μακεδονία, οι δε Σλαβομακεδόνες υποσχέθηκαν πως δε θα εκβιάσουν την ένωση της Μακεδονίας του Πιρίν με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Η βουλγαρική Μακεδονία, φυσικά, δεν απέκτησε την υποσχεθείσα αυτονομία, καθεστώς που θα διευκόλυνε την απώλεια της επαρχίας και την προσάρτησή της στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Η προφανής δυσκολία προσαρτήσεως της βουλγαρικής Μακεδονίας στη γιουγκοσλαβική έγινε προσπάθεια να ξεπεραστεί με τη σύσταση βουλγαρογιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας, αλλά και αυτή η λύση δεν επιτεύχθηκε, επειδή μια τέτοια ομοσπονδία θα ήταν εκ των πραγμάτων ετεροβαρής και θα ισοδυναμούσε με προσάρτηση της Βουλγαρίας από τη Γιουγκοσλαβία. Η τελευταία επιδίωκε να συμπεριληφθή η Βουλγαρία ως μία από τις ομόσπονδες Δημοκρατίες της χώρας, ενώ η Βουλγαρία αντιπρότεινε να ιδρυθή ομοσπονδία των δύο χωρών σε ισότιμη βάση, ώστε να διατηρήσει η Βουλγαρία την ανεξαρτησία της και να αποφύγει την απορρόφησή της από την καθ' όλα ισχυρότερη Γιουγκοσλαβία. Έγινε προσπάθεια να βοηθήσει ο Στάλιν να διευθετηθή η διάσταση απόψεων, αλλά οι διαπραγματεύσεις απέβησαν άκαρπες. Δεν καρποφόρησαν εν τέλει ούτε καν οι ταυτόχρονες προσπάθειες για την υπογραφή βουλγαρογιουγκοσλαβικής συνθήκης συμμαχίας, η οποία θα διευκόλυνε την ομοσπονδία των δύο χωρών.

Ακολούθησε η βουλγαρογιουγκοσλαβική διάσκεψη κορυφής του Μπλεντ, τον Αύγουστο του 1947, κατά την οποία κατεβλήθη προσπάθεια να επιλυθή και το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ των τμημάτων της Μακεδονίας και των δύο χωρών. Οι Γιουγκοσλάβοι απαίτησαν να δοθή στους Βουλγαρομακεδόνες του Πιρίν το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως, ουσιαστικά δηλαδή να ενώσουν την επαρχία αυτή της Βουλγαρίας με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, αλλά οι Βούλγαροι αντιπρότειναν τη σύσταση βουλγαρογιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας. Αποφασίσθηκε εν τέλει να προηγηθή η ίδρυση αυτής της ομοσπονδίας καθώς και η παραχώρηση πολιτιστικής αυτονομίας στους Βουλγαρομακεδόνες, για να ακολουθήσει, το Νοέμβριο του ίδιου έτους, σύμφωνο φιλίας μεταξύ των δύο χωρών.

Μετά τη Συμφωνία του Μπλεντ ακολούθησε έντονη πολιτιστική και προπαγανδιστική διείσδυση των Σλαβομακεδόνων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στη βουλγαρική Μακεδονία, διείσδυση που προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια μεταξύ των Βουλγάρων. Αυτή η δυσαρέσκεια εκδηλώθηκε εντονότατα μετά τη ρήξη της Κομινφόρμ με τη Γιουγκοσλαβία. Οι Βούλγαροι Κομμουνιστές, μεταξύ των άλλων, κατήγγειλαν τους Γιουγκοσλάβους συντρόφους των ότι επιδίωκαν να προσαρτήσουν τη βουλγαρική Μακεδονία στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας πριν από την ίδρυση της προβλεπόμενης από τη Συμφωνία του Μπλεντ Ομοσπονδίας. Μετά τη ρήξη του Ιουνίου του 1948 και την ανοιχτή καταγγελία της Συμφωνίας του Μπλεντ από τους Βουλγάρους Κομμουνιστές, οι οποίοι έσπευσαν να διακηρύξουν ότι « η ίδρυση ομοσπονδίας των Νοτίων Σλάβων καθώς και η τελική ένωση της περιοχής του Πιρίν με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας είναι εφικτές μόνον σε συνάρτηση με μια Γιουγκοσλαβία πιστή στο κοινό σοσιαλιστικό και δημοκρατικό διεθνές μέτωπο», τερματίστηκε ταυτόχρονα και ένα ιδιότυπο κράτος εν κράτει των Σλαβομακεδόνων της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας στη βουλγαρική Μακεδονία, έπαυσε δε κάθε συζήτηση από την πλευρά της Βουλγαρίας για την «ένωση» της Μακεδονίας.

Τη ρήξη της Γιουγκοσλαβίας με την Κομινφόρμ δέχθηκε με ανακούφιση η Ελλάς, επειδή αποσοβήθηκε η δημιουργία ομοσπονδίας Νοτιοσλάβων. Απετράπη και η προσάρτηση της βουλγαρικής Μακεδονίας στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας. Δεν τερματίστηκε βέβαια η προπαγάνδα του κομμουνιστικού καθεστώτος της Γιουγκοσλαβίας για την επικείμενη «απελευθέρωση» της «Μακεδονίας του Αιγαίου» και την ένωσή της με τη μητρόπολη της «Νέας Μακεδονίας», τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, αλλά η προπαγάνδα αυτή ήταν ουσιαστικά άσφαιροι πυροβολισμοί από την πλευρά ενός καθεστώτος απομονωμένου πλέον από τη μητρόπολη του υπαρκτού σοσιαλισμού, τη Σοβιετική Ένωση και υπό διωγμόν. Φυσικά δεν εξέλιπε η απειλή εναντίον της ελληνικής Μακεδονίας, αλλά η απειλή αυτή πλέον δεν ήταν σοβαρή. Πραγματική και σοβαρή απειλή αποτελούσε το πολιτικό μόρφωμα και το έθνος του από το 1944 έως το 1948, από την ίδρυση του μορφώματος έως τη ρήξη της Γιουγκοσλαβίας με την Κομινφόρμ, όταν παρέμενε ανοιχτό το ενδεχόμενο να ενωθούν η Γιουγκοσλαβία και η Βουλγαρία σε μία ομοσπονδία Νοτιοσλάβων και να προσαρτηθή η βουλγαρική Μακεδονία στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Η ρήξη μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Κομινφόρμ εμείωσε δραστικά την απειλή κατά της ελληνικής Μακεδονίας και για το λόγο ότι ήλθε να προστεθή ως ένα ακόμη σοβαρό χτύπημα εναντίον του κομμουνιστικού στρατού των Ανταρτών στην Ελλάδα. Δεν αληθεύει η θέση της ελληνικής κομμουνιστικής ηγεσίας ότι η ρήξη της Γιουγκοσλαβίας με την Κομινφόρμ και η συνακόλουθη ρήξη του ΚΚΕ με το κομμουνιστικό καθεστώς της Γιουγκοσλαβίας υπήρξαν από τα κύρια αίτια της ήττας των Ελλήνων Ανταρτών το 1949. H ρήξη στις σχέσεις του ΚΚΕ με το καθεστώς του Τίτο επέσπευσε την ήττα, αλλά δεν την προκάλεσε. Ο ανταρτικός στρατός του ΚΚΕ, αλλά και το ίδιο το ΚΚΕ, ηττήθηκαν πρώτα ηθικά και πολιτικά, απομονώθηκαν και οδηγήθηκαν το θέρος του 1948 σε αδιέξοδο, από το οποίο δεν είχαν οδό διαφυγής. Άλλωστε, ακόμη και μετά τη ρήξη στις σχέσεις του ΚΚΕ με το ΚΚΓ, οι Γιουγκοσλάβοι επεδείκνυαν απέναντι στους Έλληνες Αντάρτες ανοχή, καθώς την πλειονότητα των Ανταρτών από το 1948 και εξής αποτελούσαν οι Σλαβομακεδόνες της Ελλάδος.

Στην ελληνική Μακεδονία και για το μέλλον τμήματός της διαδραματίσθηκε η τελευταία πράξη του δράματος του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Όταν οι ανταρτικές δυνάμεις του ΚΚΕ αναγκάσθηκαν το 1948 να περιορισθούν στη Βόρειο Ελλάδα, η κομμουνιστική ηγεσία της χώρας επιδίωξε να κυριεύσει και να κρατήσει υπό τον έλεγχό της στην περιοχή μία τουλάχιστον πόλη, για να την καταστήσει έδρα της Προσωρινής Κυβερνήσεως που είχε σχηματίσει με Πρωθυπουργό το Μάρκο Βαφειάδη. Ο στόχος να καταληφθή μια πόλη στην περιοχή, που είχε υιοθετηθή από το προηγούμενο έτος, προσέλαβε χαρακτηριστικά αναγκαίου αντικειμενικού στόχου από το 1948, όταν οι Κομμουνιστές αντάρτες περιόρισαν τη δράση τους ουσιαστικά στη Βόρειο Ελλάδα. Η Καστοριά, η Φλώρινα και η Έδεσσα υπήρξαν στόχοι των Κομμουνιστών Ανταρτών και φρούρια του Εθνικού Στρατού, πόλεις στις οποίες δοκιμάσθηκε η επιθετική δύναμη των Ανταρτών και η αντοχή του Στρατού.

Κατά την τελευταία αυτή πράξη του δράματος στην ελληνική Μακεδονία έκανε την εμφάνισή του και «χορός» νέων και νεανίδων που επρόσφερε ένα από τα πιο θλιβερά επεισόδια της εμφύλιας συρράξεως, το Παιδομάζωμα. Παιδιά της σχολικής ηλικίας, αλλά και νήπια και έφηβοι, απήχθησαν και εσύρθησαν εκείθεν των συνόρων από τους Αντάρτες για να σωθούν από τα δεινά του πολέμου, σύμφωνα με την ηγεσία του ΚΚΕ, για να αποτελέσουν μελλοντική εφεδρεία των Ανταρτών, σύμφωνα με την Ελληνική Κυβέρνηση. Την ίδια εποχή, άλλα παιδιά μεταφέρθηκαν από τις ελληνικές αρχές, με τη μέριμνα της Βασίλισσας Φρειδερίκης, σε ειδικές παιδουπόλεις στο εσωτερικό της χώρας, για να αποφύγουν τα δεινά του πολέμου και να τύχουν της δέουσας περιθάλψεως τα ορφανά και ακηδεμόνευτα παιδιά.

Η μεταγωγή σχεδόν 30.000 παιδιών από την Ελλάδα, ιδίως δε από την ελληνική Μακεδονία, για φιλανθρωπικούς όσο και για ανομολόγητους αλλά ευδιάκριτους λόγους αφενός εσκλήρυνε ακόμη πιο πολύ τον ιδεολογικο-πολιτικό πόλεμο μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, αφετέρου δε ενίσχυσε την αναπόδραστη αποψίλωση των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδος. Η μεταγωγή εκτός Ελλάδος και ο εκμακεδονισμός πολλών χιλιάδων σλαβομακεδονοπαίδων κατάφεραν σοβαρό πλήγμα στη δημογραφική εξέλιξη των Σλαβομακεδόνων της χώρας, ενίσχυσαν δε τον αλυτρωτισμό του νέου έθνους των Μακεδόντσι και του κρατικού του μορφώματος. Τα μεταχθέντα Σλαβομακεδονόπαιδα, όπως θα φανή στο οικείο κεφάλαιο, έγιναν -όπου και εάν τους παρέσυραν οι χείμαρροι του πολέμου- φανατικοί κήρυκες του μακεδονισμού. 

Στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας όσο και στη Διασπορά, στο Νέο Κόσμο και στην Ωκεανία, τα Σλαβομακεδονόπαιδα της μεταγωγής του 1948 υπήρξαν από τους πιο σκληρούς πυρήνες του αλυτρωτικού μακεδονισμού, ευάλωτα συναισθηματικά θύματα της ηγεσίας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και των αποστόλων του μακεδονισμού. Η Ελλάδα, η οποία δεν είχε τη δυνατότητα να κρατήσει και να διαφυλάξει αυτά τα παιδιά το 1948, προβλήθηκε από τους αποστόλους του μακεδονισμού ως η άσπλαχνη μητριά αυτών των παιδιών και αυριανών αρνησιπάτριδων της Ελλάδος.

Η τελευταία πράξη αφροσύνης από την πλευρά της ηγεσίας του ΚΚΕ, πριν από τη στρατιωτική ήττα των Ανταρτών και την αποχώρησή τους από τα ορεινά συγκροτήματα του Γράμμου και του Βιτσίου στην Αλβανία κυρίως, είχε σχέση με το Μακεδονικό. Με εισήγηση του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, η Κεντρική Επιτροπή αποφάσισε, προκειμένου να ικανοποιήσει τους Σλαβομακεδόνες Αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, να συμπεριλάβει ως βασικό στόχο του ΚΚΕ την υποχρέωση να εξασφαλίσει στους Σλαβομακεδόνες -μετά την αναμενόμενη «νικηφόρα» λήξη του πολέμου που διεξαγόταν στη βόρεια ελληνική Μακεδονία- το δικαίωμα της αυτοδιαθέσεως. 

Επρόκειτο για ένα ακόμη καιροσκοπικό colpo di mano του Γενικού Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ, ο οποίος δεν έπαυσε - ως την τελική συντριβή των Κομμουνιστών ανταρτών αλλά και μετά από τη συντριβή - να εκπλήσσει με τέτοιες καιροσκοπικές αποφάσεις ακόμα και τους κόλακες που τον περιστοίχιζαν, προκειμένου να βρεθή στη «σωστή» πλευρά, δηλαδή στη σοβιετική πλευρά, στη σφοδρή διαμάχη που συγκλόνισε το στρατόπεδο των κομμουνιστικών καθεστώτων. Ήταν η τελευταία απονενοημένη απόφαση της κομμουνιστικής ηγεσίας της Ελλάδος επί ελληνικού εδάφους, πριν αποσυρθή στις χώρες του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού.
____________________

Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: