19 Ιανουαρίου, 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Δημογραφικές διακυμάνσεις


Τον ΙΗ΄ αιώνα, η Μακεδονία δεν αποτελεί πια ενιαία διοικητική μονάδα. Η Δυτική Μακεδονία μοιράσθηκε στα εδαφικά όρια των «σαντζακιών» της Αχρίδος και του Μοναστηρίου, ενώ η Κεντρική και Ανατολική αποτέλεσαν δυο χωριστά «σαντζάκια» (συχνά όμως υπό τη διοίκηση του ιδίου πασά). Οι βορειότερες περιοχές του ευρύτερου μακεδονικού χώρου εντάχθηκαν στο σαντζάκι του Κιουστεντίλ. Παρά τον διοικητικό αυτόν σχεδιασμό, μερικές επαρχίες είχαν εξελιχθεί σε διοικητικά αυτόνομες μονάδες, όπως π.χ. συνέβη με τους «καζάδες» του Καρά Νταγ και του Ντεμίρ Χισάρ (Σιδηροκάστρου) στα βόρεια και αρκετούς καζάδες των πεδιάδων των Σερρών και της Δράμας. Η τάση προς την διοικητική αυτή κατάτμηση εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική ανάπτυξη των «αυτονομουμένων» επαρχιών: ο στόχος του κράτους ήταν η αποδοτικότερη φορολόγησή τους.


Τα διαθέσιμα στοιχεία για τον πληθυσμό των μακεδονικών επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον ΙΗ΄ αιώνα δεν είναι πάντοτε ασφαλή. Ωστόσο, αποτελούν κάποια ένδειξη για την δημογραφική τους εξέλιξη, η οποία γενικά εμφανίζεται ανοδική. Ορισμένα τουλάχιστον τμήματα της Mακεδονίας άρχισαν να εμφανίζουν, τις πρώτες δεκαετίες του ΙΗ΄ αιώνος, τα πρώτα σημάδια μιας ελπιδοφόρας δημογραφικής αναρρώσεως, προπάντων μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού. Οι πληροφορίες μας για την Κεντρική και την Ανατολική Μακεδονία (τα «σαντζάκια» της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας) δείχνουν ότι ο συνολικός τους πληθυσμός αυξήθηκε μεταξύ των αρχών του ΙΣΤ΄ αιώνος και των τελευταίων δεκαετιών του ΙΗ΄ στο μικρό, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ποσοστό του 93%. 

Κατά τον ΙΣΤ΄ αιώνα, η αύξηση δεν αφορούσε τόσο το χριστιανικό στοιχείο (50%), όσο το μουσουλμανικό (234%) και το εβραϊκό (360%), στην πρώτη περίπτωση εξαιτίας των εξισλαμισμών, της φυγής και των καταστροφών που προκάλεσε η τουρκική κατάκτηση, στη δεύτερη -τη μουσουλμανική- εξαιτίας των συνεχόμενων εποικισμών των δύο αυτών επαρχιών με τουρκικούς πληθυσμούς και στην τρίτη, εξαιτίας της μαζικής εγκαταστάσεως των «σεφαρδιτών» στα αστικά κέντρα της Κεντρικής Μακεδονίας, ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη. 

Με το πέρασμα όμως στον ΙΗ΄ αιώνα, οι αριθμοί συνθέτουν διαφορετική πληθυσμιακή εικόνα: την αύξηση των Χριστιανών από τις 240.000 του ΙΣΤ΄ στις 360.000 του ΙΗ΄ αιώνος, έναντι 200.000 Μουσουλμάνων και 40.000 Εβραίων που εμφανίζονται την ίδια εποχή (από τους 60.000 και 11.500 αντίστοιχα του ΙΣΤ΄ αιώνος). Η αύξηση του πληθυσμού κατά τον ΙΗ΄ αιώνα είναι εμφανέστερη στα στοιχεία που αφορούν περιοχές, όπου το ελληνορθόδοξο στοιχείο ήταν σχετικά συμπαγές, δηλαδή στη Δυτική Mακεδονία. Εκεί, αναφέρεται ότι η φυσική αύξηση του πληθυσμού μεταξύ του 1711 και του 1788 είχε φθάσει στο σχετικά ενθαρρυντικό ποσοστό του 50%. 

Το ποσοστό αυτό φαίνεται αξιοσημείωτο, εάν συγκριθεί με τη στασιμότητα των προηγουμένων αιώνων. Η δημογραφική, πάντως, δυναμική που παρουσίασε τότε το ελληνορθόδοξο στοιχείο, διασφάλισε στον μακεδονικό χώρο (τουλάχιστον της «ιστορικής» Μακεδονίας) τον πληθυσμιακό εκείνον πυρήνα, ο οποίος του προσέδιδε -με την ελληνική γλώσσα και την πολιτιστική παράδοση- τα ανθεκτικότερα στον χρόνο δείγματα της ιστορικής του συνέχειας και τα βασικότερα συστατικά της «εθνικής» του φυσιογνωμίας.


Ο υπολογισμός του συνολικού πληθυσμού της ευρύτερης Μακεδονίας, μετά το πέρασμα στον ΙΘ΄ αιώνα, είναι και πάλι -με τα πενιχρά και αντιφατικά δεδομένα των πηγών ή ακόμη και με την ασάφεια της γεωγραφικής εκτάσεως του μακεδονικού χώρου- παρακινδυνευμένος. Ο περιηγητής π.χ. Έντουαρτ Κλαρκ (Eduard Clark) τον υπολόγισε, στα 1801, σε 700.000 ψυχές. Ο αριθμός αυτός μπορεί χονδρικά μόνο να συγκριθεί με τα στοιχεία της πρώτης οθωμανικής γενικής απογραφής του 1831, που ανεβάζουν τον άρρενα μόνον πληθυσμό και των τριών θρησκευτικών κοινοτήτων των δύο βιλαετίων, της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου, στα 448.633 άτομα. Η αύξηση του μακεδονικού πληθυσμού, που εμφανίζεται έως την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, αφορούσε και τις τρεις κύριες θρησκευτικές κοινότητες (Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Εβραίους). 

Η εξέλιξη, πάντως, αυτή δεν θα πρέπει να αποδοθεί μόνον στην οικονομική ανάπτυξη της Μακεδονίας -που την προκάλεσαν οι ευνοϊκές συνθήκες που προαναφέρθηκαν- αλλά και στη μείωση της παιδικής θνησιμότητος, εξαιτίας της βελτιώσεως των συνθηκών υγιεινής ιδιαίτερα μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού, στις ολοένα και λιγότερο καταστρεπτικές επιδημίες και στην απομάκρυνση των πολεμικών μετώπων.


Ωστόσο, η εικόνα αυτή δεν ήταν ειδυλλιακή: Οι επιδημίες της χολέρας π.χ. δεν έπαψαν να κάνουν την εμφάνισή τους στα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, που δοκιμάσθηκε επανειλημμένα στα 1679, 1689, 1712-1714, 1717, 1719-1722, 1730, 1741, 1744, 1748, 1754, 1758-1763, 1772, 1778, 1781 και 1788. Παρ' όλα αυτά, οι επιδημίες δεν ανέκοψαν δραματικά την αισθητή άνοδο των δημογραφικών μεγεθών της μακεδονικής πρωτευούσης, σε σχέση με τους προηγούμενους αιώνες. 

Στα 1723 ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης υπολογίσθηκε χονδρικά σε 50.000 περίπου άτομα, στα 1733 σε 40.000 (18-20.000 Eβραίοι, 10.000 Μουσουλμάνοι και 8-9.000 Χριστιανοί), στα 1741 σε 80.000 (αριθμός προφανώς διογκωμένος), στα 1768 και 1777 σε 65-70.000 (25-27.000 Eβραίοι και 8.000 Έλληνες), στα 1781 και 1788 σε 80.000, ενώ στα τέλη του αιώνος και στις αρχές του επομένου σε 60-65.000 (12.000-13.000 Eβραίοι και 15-20.000 Έλληνες) και στα 1812 υπολογίσθηκε σε πάνω από 70.000. Mε βάση τις εκτιμήσεις αυτές, διατυπώθηκαν και μερικές γενικότερες θεωρήσεις των πιθανών αυξομειώσεων στην δημογραφική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης, τόσο σε γενικό όσο και σε εθνοτικο-θρησκευτικό επίπεδο. 

Έτσι, υπολογίσθηκε ότι μεταξύ του 1734 και του 1792 ο συνολικός πληθυσμός της πόλεως αυξήθηκε κατά 50%, όσο δηλαδή υπολογίσθηκε και για την υπόλοιπη Μακεδονία. Στην αύξηση αυτή, την μερίδα του λέοντος στην πόλη της Θεσσαλονίκης είχε για ένα διάστημα το μουσουλμανικό στοιχείο, πραγματοποιώντας άλμα από το 30% στο 55% του συνόλου. Aλλά και το ελληνικό στοιχείο παρουσίασε σημαντική άνοδο, περνώντας από το 20% στο 25% του συνολικού πληθυσμού, έναντι του εβραϊκού. 

Mάλιστα, μετά το 1790, η ελληνική παρουσία στην πόλη ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο με τις εγκαταστάσεις φυγάδων και μετοίκων, που εγκατέλειπαν τα χωριά και τις κωμοπόλεις της Hπείρου αναζητώντας ασφάλεια στα αστικά κέντρα της Κεντρικής Μακεδονίας έναντι των αυθαιρεσιών του Aλή Πασά και των επιδρομών των ανεξέλεγκτων Aλβανών ατάκτων. Την ίδια χρονική περίοδο, ο εβραϊκός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης άρχισε να υποχωρεί έναντι των δύο άλλων συνοίκων κοινοτήτων, περνώντας από το 50% στο 20% του συνόλου του πληθυσμού της μακεδονικής πρωτευούσης.


Οι ποσοστιαίες αυτές αναλογίες δεν ισχύουν για τα αστικά κέντρα της υπόλοιπης Μακεδονίας, προπάντων σε σχέση με τις μη χριστιανικές κοινότητες. Στα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος η Βέροια είχε 3-3.500 κατοίκους, η Έδεσσα 2-2.500 και οι Σέρρες 12-15.000. Προς τα τέλη του αιώνος, οι ίδιες πόλεις εμφανίζουν γενικά έναν σαφώς αυξημένο πληθυσμό: η Βέροια 7-8.000 (Χριστιανούς και Μουσουλμάνους και ελάχιστους Εβραίους) κατοίκους, η Έδεσσα 5-6.000 (κυρίως Χριστιανούς) και οι Σέρρες 25-30.000, από τους οποίους οι μισοί σχεδόν ήταν Μουσουλμάνοι. Την ίδια περίπου εποχή, αναφέρεται ότι η Καστοριά είχε 7-8.000 κατοίκους (κυρίως Χριστιανούς), η Νάουσα 3-4.000 (όλους Χριστιανούς), τα Γιαννιτσά 4-5.000 (όλους σχεδόν Μουσουλμάνους), η Δράμα 5-6.000 (σε μεγάλο ποσοστό Μουσουλμάνους), η Καβάλα 2-3.000 (μικτό πληθυσμό) και η Ελευθερούπολη επίσης 2-3.000 κατοίκους (κυρίως Χριστιανούς). Με το πέρασμα στον ΙΘ΄ αιώνα, οι αριθμοί ανεβαίνουν ακόμη περισσότερο για τη Βέροια (18-20.000), την Έδεσσα (12.000) και τις Σέρρες (25-30.000 κάτοικοι).


Οικονομικές και κοινωνικές αναταράξεις


Η οικονομική ανάπτυξη της Μακεδονίας δεν ήταν πάντοτε ανοδική. Οι Αυστροτουρκικοί και ιδιαίτερα οι Ρωσοτουρκικοί Πόλεμοι, ακόμη και όταν διεξάγονταν μακριά από την Μακεδονία, επηρέαζαν αρνητικά και το εμπόριο και τις παραγωγικές γενικά δραστηριότητες των κατοίκων της. Καταρχήν διέκοπταν τις χερσαίες ή και τις θαλάσσιες ακόμα επικοινωνίες. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την κίνηση του εμπορίου στα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων, είναι ενδεικτικές για τις παλινδρομήσεις αυτές: Στα 1715 π.χ., η συμμετοχή εμπόρων στις εμποροπανηγύρεις της Θεσσαλονίκης ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και η κίνηση στο λιμάνι υποτονική. 

Στα 1738, οι αυθαιρεσίες των οθωμανικών στρατευμάτων που κατευθύνονταν προς τα βορειοβαλκανικά μέτωπα, είχαν αναγκάσει τους κατοίκους αρκετών χωριών της Κεντρικής Μακεδονίας να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Στη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1768-1774, το εσωτερικό εμπόριο της Θεσσαλονίκης είχε σταματήσει σχεδόν ολοκληρωτικά και η κίνηση εμπορικών σκαφών στο βόρειο Αιγαίο θεωρούνταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένη. Το ίδιο συνέβη και στον πόλεμο των Αυστριακών και των Ρώσων εναντίον των Οθωμανών, στα 1787-1792: όχι μόνον διεκόπησαν οι χερσαίες συγκοινωνίες στη Βαλκανική, αλλά είχε παραλύσει και η ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο. 

Αλλά το εμπόριο στη Θεσσαλονίκη επηρεαζόταν αρνητικά ακόμη και από πολεμικές συγκρούσεις στη Δυτική Ευρώπη. Ο πόλεμος π.χ. για την διαδοχή του αυστριακού θρόνου (1741-1748) προκάλεσε την ολοκληρωτική διακοπή του ναυτικού εμπορίου της Θεσσαλονίκης. Το ίδιο συνέβη και κατά τη διάρκεια του Επταετή Πολέμου (1755-1763): οι Άγγλοι και οι Έλληνες κουρσάροι συνεργάτες τους είχαν ουσιαστικά αχρηστεύσει με τη δράση τους την διακίνηση προϊόντων στη Μεσόγειο, τουλάχιστον εκείνη που πραγματοποιούνταν με πλοία που είχαν γαλλική σημαία.


Αλλά οι ανώμαλες καταστάσεις που προκαλούσαν οι πόλεμοι είχαν και άλλα, περισσότερο μακροπρόθεσμα, αποτελέσματα στον μακεδονικό χώρο: Αναζωπύρωναν την ενδημική, ούτως ή άλλως, ληστρική δραστηριότητα Τουρκαλβανών ατάκτων. Την κατάσταση επιδείνωσε η παρουσία στην βορειοδυτική ελληνική Χερσόνησο των Αλβανών μισθοφόρων που είχαν χρησιμοποιηθεί στην κατάπνιξη της Ελληνικής Επαναστάσεως στην Πελοπόννησο, στα 1770. 

Περιφερόμενοι ανέστιοι, αλλά ένοπλοι και ουσιαστικά ανεξέλεγκτοι, στην μακεδονική ύπαιθρο, καταδυνάστευαν με τις αρπαγές και τις αυθαιρεσίες τους τους κατοίκους (Χριστιανούς και Μουσουλμάνους), προκαλώντας όχι μόνο την καταστροφή απομονωμένων ορεινών οικισμών αλλά και τον μαρασμό κωμοπόλεων ή και πόλεων ακόμα (όπως συνέβη π.χ. με την έως τότε ανθηρή Mοσχόπολη, που οδηγήθηκε στην παρακμή εξαιτίας των επανειλημμένων λεηλασιών της, μεταξύ του 1769 και του 1789). Oι επιδρομές αυτές είχαν αρχίσει σε ορισμένες περιοχές της Ηπείρου ήδη από τα τέλη του ΙΖ΄ αιώνος. Αλλά από τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος, το φαινόμενο απλώθηκε σε μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση, που περιέλαβε μεγάλα τμήματα της Ηπείρου και ολόκληρη σχεδόν τη Δυτική Μακεδονία. 

Για την πρωτοφανή αυτή -ακόμα και με τα δεδομένα της εποχής- έξαρση της ληστείας ευθύνονταν κυρίως η έλλειψη ελέγχου εκ μέρους της εξασθενημένης κεντρικής οθωμανικής εξουσίας, η οποία ήταν πια ανίκανη να αποτρέψει όχι μόνο τη δράση των Μουσουλμάνων ατάκτων -Αλβανών στην πλειονότητά τους- αλλά και την σταδιακή ανάδειξη των ηγετών τους σε αυτονομημένους τοπάρχες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Αλή Πασά τον Τεπελενλή (1744-1822).


Μέσα στο πνιγηρό εκείνο κλίμα της ασυδοσίας και της αναρχίας, ένα τμήμα του χριστιανικού πληθυσμού της Mακεδονίας αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τις προγονικές του εστίες και να αναζητήσει νέες και ασφαλέστερες πατρίδες. Το μεγαλύτερο τμήμα του κατευθυνόταν προς τις μεγάλες πόλεις της Δυτικής και περισσότερο της Κεντρικής και της Ανατολικής Mακεδονίας (προς τη Bέροια, τη Νάουσα, την Έδεσσα, τις Σέρρες κ.ά.). 

Τοπικές παραδόσεις συνδέουν την ανάπτυξη ορισμένων επαρχιακών κέντρων, π.χ. της Σιάτιστας και της Κοζάνης, με την εγκατάσταση σ' αυτές φυγάδων από άλλες -άλλοτε ανθηρές, αλλά τώρα λεηλατημένες- μακεδονικές πόλεις και κωμοπόλεις. H μετεγκατάσταση, επίσης, στη Θεσσαλονίκη κατοίκων από επαρχίες που είχαν περιέλθει στην δικαιοδοσία του Αλή Πασά και των γιων του, αύξησε, όπως αναφέρθηκε ήδη, τον αστικό πληθυσμό της μακεδονικής πρωτευούσης. Παράλληλα, ένα τμήμα του μακεδονικού πληθυσμού, που υπέφερε από την εξάπλωση της αρβανιτοκρατίας, στράφηκε προς την Ανατολική Θράκη, την Kωνσταντινούπολη ή ακόμα και τη Mικρά Aσία. 

Τέλος, αρκετοί από τους κατοίκους των κατεστραμμένων μακεδονικών χωριών και κωμοπόλεων επέλεξαν τον δρόμο της μεταναστεύσεως προς τις συγκροτημένες ήδη ελληνικές εστίες της Βόρειας Bαλκανικής και της Κεντρικής Eυρώπης. Οι τελευταίες αυτές μετοικεσίες -που συνδυάστηκαν βέβαια και με τις θετικές προοπτικές για το μεταπρατικό εμπόριο των Ελλήνων στις χώρες υποδοχής- ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο την εμπορική παρουσία του δυτικομακεδονικού στην πλειονότητά του στοιχείου σε μερικά αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (στο Σεμλίνο, το Κάρλοβιτς, το Μπούκοβαρ, το Βελιγράδι, το Νόβισαντ, την Κράινα, το Ζάγκρεμπ, τη Βούδα και την Πέστη, το Κέσκεμετ Βατς, το Μισκόλτς, το Σιμπίου, το Μπρασόβ, την Τεργέστη, τη Βιέννη κ.ά.).


Ορισμένοι, ωστόσο, από τους κατοίκους μερικών ορεινών χωριών της Δυτικής και της Κεντρικής ακόμα Μακεδονίας, μη αντέχοντας την κακοδαιμονία και την εξαθλίωσή τους (που την απέδιδαν στις φορολογικές αυθαιρεσίες των Μουσουλμάνων τοπαρχών και της οθωμανικής κακοδιοικήσεως), διάλεγαν στην απόγνωσή τους τη λύση της εξωμοσίας. Tο φαινόμενο των εξισλαμισμών, που είχε περιορισθεί σε μεγάλο βαθμό κατά τα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνος, άρχισε και πάλι να κάνει την εμφάνισή του στα τέλη του ΙΖ΄, με την μαζική σχεδόν εξωμοσία των χωριών της δυτικομακεδονικής περιοχής της Ανασελίτσης ή ακόμα και κατά τον ΙΗ΄ αιώνα, όπως π.χ. συνέβη με τους κατοίκους του χωριού Νότια της περιοχής των Μογλενών, στα 1759. 

Oι όψιμοι αυτοί εξισλαμισμοί, παρά τον τοπικό τους χαρακτήρα, προκαλούσαν κοινωνική, πολιτισμική και ιδεολογική διάσπαση ενός σημαντικού τμήματος της ελληνορθόδοξης κοινότητος, προπάντων μέσα στις ίδιες τις επιμέρους εθνοτικο-γλωσσικές ομάδες της μακεδονικής περιφερείας. Γι' αυτό και η ηγεσία της Eκκλησίας προσπάθησε, όπως ήταν επόμενο, να ανακόψει τις εξελίξεις αυτές, κυρίως μέσω της παιδείας και του κηρύγματος, αποβλέποντας και πάλι (όπως στους δύσκολους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας) στην διασφάλιση του ποιμνίου από τον θρησκευτικό του ακρωτηριασμό. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής θα πρέπει να εντάξουμε και την ιεραποστολική δραστηριότητα που, με την ενθάρρυνση του Oικουμενικού Πατριαρχείου, αναπτύχθηκε κατά τον ΙΗ΄ αιώνα στις απειλούμενες από τον εξισλαμισμό περιοχές από μερικούς τοπικούς λογίους κληρικούς (π.χ. τον Mοσχοπολίτη Nεκτάριο Tέρπο στα μέσα του αιώνα) και, κυρίως, από γνωστούς ιεροκήρυκες της Mεγάλης Eκκλησίας. 

Aνάμεσά τους εντάσσεται και μία από τις σημαντικότερες πνευματικές προσωπικότητες του ελληνορθοδόξου κόσμου κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας: ο Kοσμάς ο Aιτωλός (1714-1779). O Kοσμάς διέτρεξε για πάνω από είκοσι χρόνια, από τις αρχές της δεκαετίας του 1760 έως τη σύλληψη και την εκτέλεσή του, ολόκληρη την αρβανιτοκρατούμενη Δυτική Mακεδονία και την Ήπειρο -Βόρεια και Νότια- πασχίζοντας, με το ένθερμο και απλό του κήρυγμα, με το άνοιγμα υποτυπωδών σχολείων και το χτίσιμο εκκλησιών, να ανακόψει το πέρασμα των απαιδεύτων και εξαθλιωμένων κατοίκων από την Χριστιανική πίστη στο Iσλάμ. 

Tα στοιχεία που διαθέτουμε για τις ιεραποστολικές του περιοδείες και τις περίφημες «Διδαχές» του είναι άφθονα και ποικίλα, αλλά όχι πάντοτε ακριβή και τεκμηριωμένα. Iδιαίτερα προβληματικές είναι οι πληροφορίες του πλήθους των «ενθυμήσεων» και των καταγεγραμμένων τοπικών παραδόσεων για το «πέρασμα του Πατροκοσμά» από πολλά και διάφορα σημεία της μακεδονικής υπαίθρου. 

Ωστόσο, ακόμη και οι μαρτυρίες του είδους αυτού, σε συνδυασμό με το σωζόμενο λαϊκό εικονογραφικό υλικό, έχουν την ιστορική τους σημασία: υπογραμμίζουν οπωσδήποτε την έκταση, τη σημασία και την απήχηση που είχε το κήρυγμα του Kοσμά σε ολόκληρη την βορειοδυτική ελληνική Χερσόνησο και ιδιαίτερα στη Δυτική Μακεδονία.
________________________

Αύριο η συνέχεια





Δεν υπάρχουν σχόλια: