11 Ιανουαρίου, 2012

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ


Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ 1025 ΕΩΣ ΤΟ 1430

Ο θάνατος του Βασιλείου Β΄, τον Δεκέμβριο του 1025, του αυτοκράτορος που δαπάνησε σαράντα δύο χρόνια από τα πενήντα της βασιλείας του σε πολέμους εναντίον των Βουλγάρων του Σαμουήλ - εξ ου και η προσωνυμία του ως «Βουλγαροκτόνου» - στάθηκε μία καμπή στην ιστορία του Βυζαντίου. 

Η αυτοκρατορία είχε φθάσει στη μεγαλύτερή της έκταση και ακμή και η εξουσία της αποκαταστάθηκε στη Βαλκανική έως την Αδριατική και τον Δούναβη. Την στιβαρή όμως ηγεσία του Βασιλείου διαδέχθηκε μία σειρά από ανίκανους αυτοκράτορες που, περιχαρακωμένοι στα τείχη της Βασιλευούσης, εθελοτυφλούν και επιδίδονται σε απολαύσεις και την ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών, σε άσκοπες οικοδομικές δραστηριότητες, σε απηνή φορολόγηση των καταπονημένων από τους συνεχείς πολέμους αγροτικών πληθυσμών, ανίκανοι να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους εξωτερικούς εχθρούς. Ανατρέπεται η πολιτική του Βασιλείου του Β΄ κατά των μεγαλογαιοκτημόνων και καταστρέφονται οι μικροκαλλιεργητές, ενώ την θέση των θεματικών στρατιωτών παίρνουν ξένα μισθοφορικά στρατεύματα, λόγω και της νέας τακτικής του πολέμου. Έκδηλη είναι, επίσης, η ηθική κρίση του πνευματικού κόσμου.

Εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες θα οδηγήσουν την αυτοκρατορία στην κρίση του ΙΑ΄ αιώνος και οι μεταβολές στην κοινωνική και στρατιωτική συγκρότηση θα προοιωνήσουν την φθίνουσα πορεία του Βυζαντίου τους επόμενους αιώνες.

Οι συνέπειες της πολιτικής των ιθυνόντων και των γραφειοκρατικών κύκλων της πρωτευούσης δεν άργησαν να εκδηλωθούν, είτε ως στασιαστικά κινήματα φιλόδοξων και αγανακτισμένων στρατηγών είτε ως επαναστάσεις αγροτικών πληθυσμών -Ελλήνων και ξένων- κατά της ταμιευτικής πολιτικής του κράτους, με ιδιαίτερες επιπτώσεις και στον χώρο της Μακεδονίας.

Μία από τις πιο επικίνδυνες συνέπειες υπήρξε η Βουλγαρική Επανάσταση του 1040. Αντίθετα προς την διορατική πολιτική του Βασιλείου του Β΄, ο οποίος είχε διατηρήσει τον φόρο σε είδος των αγροτικών πληθυσμών που ίσχυε και επί Σαμουήλ, ο αδελφός του Αυτοκράτορος Μιχαήλ του Δ΄ (1034-1041) Ιωάννης ο Ορφανοτρόφος, άνθρωπος ιδιοτελής και άπληστος που επινοούσε διαρκώς νέους φόρους, απαίτησε τους φόρους σε χρήμα. Επιπλέον, μετά τον θάνατο του Βούλγαρου αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας (Αχρίδος), διόρισε στη θέση του τον ελληνικής καταγωγής Χαρτοφύλακα της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, Λέοντα. 

Το 1040 ο Πέτρος Δολεάνος, που εμφανίσθηκε ως εγγονός του Σαμουήλ, κήρυξε στο Βελιγράδι επανάσταση κατά του Βυζαντίου, ενώ κατέβηκε νοτιότερα προς τη Ναϊσό και τα Σκόπια σκορπίζοντας τον θάνατο και την ερήμωση. Ο Αυτοκράτωρ Μιχαήλ ο Δ΄, που βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη για να προσκυνήσει τον τάφο του Αγίου Δημητρίου καθώς έπασχε από επιληψία, επέστρεψε εσπευσμένα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Δολεάνος δεν κατευθύνθηκε εναντίον της Θεσσαλονίκης, προφανώς λόγω της οχυρώσεώς της. Ένας στρατηγός του όμως κατέλαβε το Δυρράχιο, ενώ άλλο τμήμα του στρατού του κατέβηκε προς τα νότια και κατέλαβε πρόσκαιρα την Δημητριάδα, ενώ συνάντησε σφοδρή αντίσταση στη Θήβα. Τελείως όμως απροσδόκητα στο Κίνημα του Δολεάνου προσχώρησαν οι κάτοικοι του Θέματος Νικοπόλεως στην Ήπειρο (εκτός από τη Ναύπακτο), όχι τόσο από συμπάθεια προς τον Βούλγαρο στασιαστή όσο γιατί ήταν αγανακτισμένοι από την βαριά φορολογία και την καταπίεση του υπευθύνου της εισπράξεως των φόρων, που είχε σταλεί από την Κωνσταντινούπολη.

Η Επανάσταση του Δολεάνου έλαβε άλλη τροπή, όταν εμφανίσθηκε στο προσκήνιο ο Αλουσιάνος, ανεψιός του Σαμουήλ, που είχε χρηματίσει πατρίκιος και στρατηγός Θεοδοσιουπόλεως στη Μικρά Ασία, κατηγορήθηκε όμως άδικα για προδοσία, φυλακίσθηκε και ο Ορφανοτρόφος του ζητούσε ένα υπέρογκο ποσό για να τον ελευθερώσει. Τελικά, ο Αλουσιάνος κατόρθωσε να διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη και ήλθε στη Μακεδονία. Συνάντησε τον Δολεάνο στον Οστροβό, στη Δυτική Μακεδονία, ο οποίος, από φόβο μήπως οι Βούλγαροι προσχωρήσουν στον Αλουσιάνο, τον ονόμασε συμβασιλέα και του ανέθεσε μάλιστα να καταλάβει την Θεσσαλονίκη. Ο Αλουσιάνος με 40.000 στρατό πολιόρκησε την πόλη, η οποία αντέταξε σθεναρή άμυνα. 


Ύστερα από έξι ημέρες πολιορκίας οι Θεσσαλονικείς, μετά από ολονύκτια δέηση στο Ναό του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, επιχείρησαν έξοδο «τουμάρτυρος προομαλίζοντος» και κατετρόπωσαν τους εχθρούς. Μάλιστα, πολλοί Βούλγαροι αιχμάλωτοι έλεγαν ότι είχαν δει «νεανίαν έφιππον… προηγούμενον της ρωμαϊκής φάλαγγος». Ο Αλουσιάνος μετά την ήττα του, φοβούμενος μήπως κατηγορηθεί από τον Δολεάνο για προδοσία, παρέσυρε τον Δολεάνο και τον τύφλωσε και στη συνέχεια κατέφυγε στον αυτοκράτορα, στη Μοσυνόπολη της Θράκης. Σε αντάλλαγμα, έλαβε τον τιμητικό τίτλο του μαγίστρου. Ο Μιχαήλ έφθασε στη Θεσσαλονίκη και εξεστράτευσε εναντίον των Βουλγάρων ως τον Πρίλαπο, συνέλαβε τον στρατηγό τους Ιβάτζη και αφού αποκατέστησε την τάξη στη Μακεδονία, επέστρεψε μαζί με τον Δολεάνο και τον Ιβάτζη στη Βασιλεύουσα, όπου ετέλεσε θρίαμβο στον ιππόδρομο.

Τα πράγματα όμως χειροτέρευσαν για το Βυζάντιο, όταν στον θρόνο ανέβηκε ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος (1042-1055). Όπως γράφει ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης, «εξ εκείνου τουβασιλέως καί τηςεκείνου ασωτίας… τά Ρωμαίων ήρξατο φθίνειν πράγματα». Τον Οκτώβριο του 1042 ο ικανότατος Στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης, που είχε σημειώσει λαμπρές νίκες εναντίον των Αράβων και των Φράγκων στην Ιταλία και τη Σικελία, όταν ανακλήθηκε από τον αυτοκράτορα, φοβούμενος για την ζωή του, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και πέρασε με τον στρατό του στο Δυρράχιο. καθ' οδόν όμως προς την Κωνσταντινούπολη, σε μάχη που έγινε κοντά στην Αμφίπολη με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, δέχθηκε θανατηφόρο κτύπημα και ο στρατός του διαλύθηκε.

Μετά την ανταρσία και την αποχώρηση από την Ιταλία του Γεωργίου Μανιάκη, βρήκαν πρόσφορο έδαφος οι Νορμανδοί, που μετά από επιδρομές εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Ιταλία, ενώ μία σύμπραξη του Βυζαντίου με τον Πάπα κατά του κοινού αυτού εχθρού στην Ιταλία δεν κατέστη δυνατή, εξαιτίας του σχίσματος που εκδηλώθηκε το 1054 μεταξύ της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και του Πάπα.

Και ενώ πύκνωναν οι απειλές από εξωτερικούς εχθρούς, τους Ούγγρους και τους Πετσενέγους από το Βορρά, τους Σελτζούκους Τούρκους στην Ανατολή και τους Νορμανδούς στη Δύση, οι αυτοκράτορες, ανίκανοι να αντιληφθούν τους σοβαρούς κινδύνους και να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα, προσπαθούσαν με δωροδοκίες των βαρβάρων αρχηγών να απομακρύνουν τον κίνδυνο, παραμελώντας τον στρατό. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της δυνάμεως των εχθρών, την έλλειψη προστασίας των επαρχιακών πληθυσμών και την αποξένωσή τους από την πρωτεύουσα.

Το 1064 οι Ούγγροι κατέλαβαν το Βελιγράδι, ενώ οι Πετσενέγοι και οι Ούζοι πέρασαν τον Δούναβη. Οι Ούζοι επιδρομείς, περίπου 600.000 (αριθμός οπωσδήποτε υπερβολικός), κατενίκησαν στη Βόρεια Θράκη τους Βουλγάρους και τους Βυζαντινούς και έφθασαν έως την Θεσσαλονίκη και την Κεντρική Ελλάδα, αναγκάσθηκαν όμως να υποχωρήσουν στις εστίες τους λόγω του χειμώνος, ενώ επιδημία που ενέσκηψε, τους αποδεκάτισε. Όσοι επέζησαν, προσχώρησαν στους Βυζαντινούς και τους δόθηκαν γαίες για καλλιέργεια στη Βόρεια Θράκη.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1071, η τραγική ήττα του Αυτοκράτορος Ρωμανού Δ΄ Διογένη στο Ματζικέρτ από τους Σελτζούκους του Αλπ-αρσλάν άφησε ελεύθερο το πεδίο για την εξάπλωση των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία, ενώ στη Δύση οι Νορμανδοί του Ροβέρτου Γυισκάρδου κατέλαβαν το Μπάρι, την τελευταία βυζαντινή πόλη στην Κάτω Ιταλία. Στη Βαλκανική, μετά βίας καταστέλλονται επαναστάσεις Κροατών, Σέρβων και Βουλγάρων, ενώ οι Πετσενέγοι και οι Ούγγροι συνεχίζουν τις καταστροφικές επιδρομές τους. 

Η οικονομική κρίση επί Μιχαήλ Ζ΄ Παραπινάκη εξαιτίας των οικονομικών μέτρων του ευνούχου Νικηφορίτζη και η εισαγωγή του κρατικού μονοπωλίου του σιταριού οδηγεί σε απόγνωση τους πληθυσμούς από την ακρίβεια. Εκδηλώνονται στασιαστικά κινήματα, όπως του Στρατηγού του Δυρραχίου Νικηφόρου Βρυέννιου, που διά της Εγνατίας Οδού έφθασε στην πατρίδα του την Αδριανούπολη, όπου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας τον Νοέμβριο του 1077 και του Στρατηγού Νικηφόρου Βοτανειάτη στην Ανατολή που, έχοντας υποστηρικτές και μέσα στην Κωνσταντινούπολη, κατέλαβε τον θρόνο.

Στο Δυρράχιο όμως στασίασε και ο Δούκας του Δυρραχίου, που διαδέχθηκε τον Νικηφόρο Βρυέννιο, ο Νικηφόρος Βασιλάκιος. Συγκέντρωσε στρατό από Έλληνες, Φράγκους, Βαράγγους, Βουλγάρους και Αρβανίτες και έφθασε στην Αχρίδα, όπου ήθελε να αναγορευθεί αυτοκράτωρ. εμποδίσθηκε όμως από τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδος. Όταν έφθασε στη Θεσσαλονίκη και πληροφορήθηκε την ανάρρηση στον θρόνο του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη (1078-1081), έστειλε προς τον αυτοκράτορα γράμματα, με τα οποία δήλωνε την πίστη του στον νέο αυτοκράτορα, συγχρόνως όμως ήλθε σε συνεννοήσεις με τους Πετσενέγους. 

Ο αυτοκράτορας, παρόλο που γνώριζε τις κινήσεις του, για να τον καθησυχάσει του έστειλε χρυσόβουλλο γράμμα και του απένειμε τον τίτλο του νωβελισσίμου. Ο ίδιος όμως δεν μετέβαλε τα σχέδιά του. Εναντίον του στάλθηκε ο Στρατηγός Αλέξιος Κομνηνός, που νίκησε τη Φρουρά του Βασιλάκιου στο Περιθεώριον (σημερινό Πόρτο-Λάγος) και στρατοπέδευσε έξω από την Θεσσαλονίκη, κοντά στον Αξιό. Ο Βασιλάκιος επιτέθηκε τη νύχτα, το σχέδιό του όμως είχε προδοθεί κι έτσι αναγκάσθηκε να καταφύγει στην ακρόπολη της Θεσσαλονίκης. Ο Αλέξιος, με τη σύμπραξη των Θεσσαλονικέων, τον συνέλαβε και τον έστειλε δέσμιο στην Κωνσταντινούπολη.

Η εσωτερική όμως κατάσταση της αυτοκρατορίας ολοένα χειροτέρευε. Η απώλεια του μεγαλυτέρου μέρους της Μικράς Ασίας στέρησε την αυτοκρατορία από φόρους ενώ δυσχέρειες αντιμετώπιζαν και οι δυτικές επαρχίες, με αποτέλεσμα να παρατηρηθεί μεγάλη έλλειψη χρημάτων στα ταμεία του κράτους. Τότε, ο αυτοκράτορας προχώρησε στην κιβδήλευση του νομίσματος: «των χρημάτων εκλελοιπότων τό νόμισμα εκεκιβδήλευτο», γράφει βυζαντινός ιστορικός. Έτσι ο σόλιδος, το χρυσό νόμισμα που είχε εισαγάγει ο Μέγας Κωνσταντίνος και που είχε διατηρήσει την αξία του επί τόσους αιώνες, νοθεύτηκε στα χρόνια του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη, σύμπτωμα της φθίνουσας οικονομικής πορείας του κράτους.

Τον Απρίλιο του 1081 ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης ανατρέπεται από τον Αλέξιο Κομνηνό, γόνο στρατιωτικής οικογενείας, που αναδείχθηκε στην καταστολή των Στασιαστικών Κινημάτων του Νικηφόρου Βρυέννιου και του Νικηφόρου Βασιλάκιου, ο οποίος εισάγει μία νέα εποχή στην ιστορία του Βυζαντίου.
___________________

Αύριο η συνέχεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: