19 Ιουλίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 

ΜΕΡΟΣ Γ΄

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΔΙΚΑΙΟ

Στους Σκοτεινούς χρόνους και τη Γεωμετρική περίοδο οι κανόνες που ρύθμιζαν τις πράξεις των ανθρώπων δε διακρίνονταν σε θείους και ανθρώπινους, αλλά αποτελούσαν ένα ενιαίο, αδιαφοροποίητο σύνολο. Διαμορφώνονταν σιγά σιγά στη συνείδηση των μελών κάθε κοινότητας ως κανόνες ηθικής και δικαίου, γίνονταν δηλαδή εθιμικοί κανόνες. Σε καμία ελληνική περιοχή δεν υπήρχε γραπτός κώδικας νόμων πριν από τον 7ο αιώνα π.Χ. Ωστόσο, όσες κοινότητες είχαν καθιερώσει μία διαδικασία για τη διευθέτηση των διαφορών που προέκυπταν μεταξύ των μελών τους και για την τιμωρία των παραβατών μπορεί να θεωρηθούν ότι είχαν κάποιο νομικό σύστημα. Οι δικαστές δίκαζαν με βάση το φυσικό δίκαιο, τις άγραφες διατάξεις, που στο παρελθόν απέβλεπε στη διατήρηση της αλληλεγγύης του γένους. 

Αλλά με τη διαμόρφωση του θεσμού της ατομικής ιδιοκτησίας και την κοινωνική διαφοροποίηση οι άγραφες διατάξεις, λόγω της υποκειμενικότητας και της ελαστικότητας των ανθρώπων που τις εφάρμοζαν, δεν επαρκούσαν. Χρειάσθηκαν σκληροί και μακροχρόνιοι αγώνες για να προχωρήσουν οι Έλληνες από το έθιμο, που το ερμήνευαν οι ιερείς και οι άρχοντες -στις περισσότερες περιπτώσεις βέβαια "κατά το δοκούν" και σύμφωνα με το συμφέρον της κρατούσας τάξης- στο γραπτό νόμο, ο οποίος είχε σταθερότητα και χρησίμευε ως τροχοπέδη στις αυθαιρεσίες των αρχόντων.

Ίχνη κάποιων νομικών διαδικασιών είναι δυνατόν να εντοπιστούν στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Αν και στα ομηρικά έπη δεν υπάρχει πλήρης περιγραφή νόμων, παρατηρούνται ορισμένες διαδικασίες που αφορούν στην κρίση όσων κατηγορούνται για αδικήματα καθώς και στην επίλυση αντιδικιών. Το γεγονός ότι οι διαδικασίες αυτές δεν είναι όμοιες σε όλα τα μέρη των επών, μπορεί να οφείλεται στο ότι τμήματά τους συντέθηκαν σε διαφορετικές εποχές ή σε άλλες περιοχές. Έτσι όσες διαδικασίες αναφέρονται από τον Όμηρο δεν μπορούν να χρονολογηθούν με περισσότερη ακρίβεια ή να αποδοθούν σε συγκεκριμένο τόπο. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ήταν σε ισχύ στον ελληνικό κόσμο πριν από τον 7ο αιώνα π.Χ.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

H οικονομία των Σκοτεινών χρόνων και της Γεωμετρικής περιόδου εμφανίζεται πολύ διαφορετική ως προς τη δομή και τις λειτουργίες της από αυτή της Mυκηναϊκής εποχής. H παρακμή των μυκηναϊκών κρατών και οι μεταναστεύσεις ορισμένων ελληνικών φύλων στις περιοχές με μυκηναϊκό παρελθόν προκάλεσαν την πλήρη κατάρρευση της οικονομικής οργάνωσης που είχε δημιουργηθεί γύρω από τα ανάκτορα. Σε αντίθεση με το συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό σύστημα των ανακτόρων, αυτή την εποχή δημιουργείται καθεστώς ατομικής ιδιοκτησίας και η οικονομία αποκτά οικογενειακό χαρακτήρα.

Kατά τον 11ο, 10ο ακόμη και τον 9ο αιώνα π.X. παρατηρείται σημαντική απουσία υλικών καταλοίπων από το μεγαλύτερο μέρος του ελλαδικού χώρου, γεγονός που οδήγησε αρκετούς μελετητές να θεωρήσουν ότι οφείλεται σε ερήμωση και δημογραφικό μαρασμό. Υπάρχουν, ωστόσο, μερικά κέντρα τα οποία ή δεν επηρεάστηκαν τόσο από τις νέες συνθήκες, όπως η Αθήνα, ή κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη μινωική/μυκηναϊκή παράδοση, όπως η Κρήτη.

Οι πρώτες αλλαγές που σηματοδότησαν την αρχή μιας νέας εποχής ξεκίνησαν γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. με την ανανέωση των επαφών με την Κύπρο, μέσω της οποίας πιθανότατα έφτασε η γνώση της επεξεργασίας του σιδήρου στον ελλαδικό χώρο. H βαθμιαία αποκατάσταση των επαφών με την Ανατολή αποτελεί ένα από τα κυριότερα στοιχεία της εξέλιξης στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου κατά τη διάρκεια των Σκοτεινών χρόνων. Γύρω στα μέσα του 9ου αιώνα π.Χ. παρατηρείται μία πρώτη άνθιση τόσο στις εμπορικές και πολιτισμικές σχέσεις ανάμεσα στις περιοχές του Aιγαίου όσο και στις ανταλλαγές με την Εγγύς Ανατολή. H αληθινή αναγέννηση, ωστόσο, ξεκίνησε από το δεύτερο τέταρτο του 8ου αιώνα π.Χ. με την αύξηση του πληθυσμού, που πυροδότησε μία σειρά κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, όπως τη μεγαλύτερη εξειδίκευση της εργασίας και την ανάγκη για νέες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. 

Η εντατικότερη καλλιέργεια της γης δημιούργησε εμπορεύσιμα αποθέματα, τα οποία διοχετεύονταν σε μακρινές αγορές. Παράλληλα, η ανεπάρκεια των εκτάσεων γης και η δημιουργία ενός είδους αριστοκρατίας γαιοκτημόνων έστρεψαν όσους δε διέθεταν κλήρους στο εμπόριο. Η ανάπτυξη του εμπορίου δημιούργησε ευκαιρίες επαφής με άλλους λαούς και διευκόλυνε τις μεταξύ τους πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις.

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Η πλειοψηφία των Ελλήνων των Σκοτεινών χρόνων και της Γεωμετρικής περιόδου, όπως άλλωστε και των προγενέστερων αλλά και μεταγενέστερων εποχών, ζούσε από την αγροτική παραγωγή. Αν και δεν έχουν εντοπιστεί πολλά κατάλοιπα απλών εργαλείων, ειδών νοικοκυριού ή ακόμη και των ίδιων των οικημάτων, ο αγροτικός κόσμος ήταν το θεμέλιο της οικονομικής δραστηριότητας. 

H γη χρησιμοποιούνταν με κάθε τρόπο, για αγροτικές και κηπευτικές καλλιέργειες, ενώ η σημασία της κτηνοτροφίας φαίνεται από το ότι ο πλούτος υπολογιζόταν συχνά από τον αριθμό των ζώων, ιδιαίτερα των βοοειδών. Η αγροτική παραγωγή αποτελούσε κύρια πηγή πλούτου είτε όταν καταναλωνόταν στο πλαίσιο του οίκου είτε όταν το πλεόνασμά της γινόταν αντικείμενο εμπορικής ανταλλαγής.

Στα ομηρικά έπη οι κλήροι και τα κοπάδια των ευγενών συνήθως είχαν την ίδια σημασία στις περιπτώσεις που αναφέρονταν οι περιουσίες τους. Η γεωργία πρέπει να έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο στα κατώτερα στρώματα, καθώς η μέση περιουσία αποτελούνταν από ένα σπίτι και ένα κομμάτι γης. Ίσως ο ποιητής αναφερόταν σε έναν κόσμο όπου οι περιουσίες των περισσότερων ήταν καλλιεργήσιμες εκτάσεις και μόνο οι πλούσιοι είχαν επιπλέον και κοπάδια ζώων. Εάν είναι έτσι, τότε η συχνή μνεία βοοειδών και αιγοπροβάτων γινόταν όχι γιατί τα ζώα ήταν τόσο κοινά, αλλά γιατί αποτελούσαν ένα είδος περιουσίας με κύρος.

Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η κτηνοτροφία αποτελούσε τη βασική πηγή διατροφής κατά τους Σκοτεινούς χρόνους, ενώ η καλλιέργεια της γης ήταν απρογραμμάτιστη και σποραδική, έγινε όμως πολύ πιο εντατική και συστηματική κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής περιόδου, μια και ήταν πιο αποτελεσματικός τρόπος για να τραφεί ο ταχύτατα αυξανόμενος πληθυσμός. Η υπόθεση όμως αυτή παραμένει ακόμη ανοιχτή. Η μελέτη των σκελετικών υπολειμμάτων μιας οικογένειας της Ύστερης Γεωμετρικής περιόδου που τάφηκε στο χώρο της μεταγενέστερης αθηναϊκής Αγοράς, έδειξε ότι το γάλα και το κρέας κάλυπταν σημαντικό ποσοστό της διατροφής της. Αντίθετα, στα ομηρικά έπη οι άνθρωποι γενικά περιγράφονταν ως καταναλωτές κρασιού και άρτου και όχι ως κρεοφάγοι. 

Αν και το κρέας συμπεριλαμβανόταν σχεδόν πάντα στη διατροφή ενός ομηρικού ευγενή, δε φαίνεται ότι αποτελούσε τη βάση της δίαιτάς του. Οι περιπτώσεις που καταναλωνόταν το κρέας φαίνεται ότι ήταν ειδικές, όπως στην περίπτωση που δέχονταν επισκέπτες ή μετά από θυσίες προς τους θεούς. Γι' αυτό ίσως και γινόταν ιδιαίτερος λόγος για την προετοιμασία του κρέατος, ενώ η αναφορά στην κατανάλωση ψωμιού και κρασιού ήταν πολύ σύντομη.

Η επιθυμία των ανώτερων κοινωνικά στρωμάτων για μεγαλύτερη ποικιλία βιοτεχνικών και καλλιτεχνικών προϊόντων, που προέρχονταν είτε από την Ανατολή είτε από τοπικά εργαστήρια, επέφερε την ανάπτυξη του εμπορίου κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. και την αύξηση της αγροτικής παραγωγής σε ορισμένες περιοχές πέρα από τα επίπεδα ικανοποίησης των τοπικών αναγκών ώστε το περίσσευμά της να χρησιμοποιηθεί ως αντάλλαγμα για την απόκτηση των παραπάνω προϊόντων.
_______________________

Αύριο η συνέχεια με τη ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ



Δεν υπάρχουν σχόλια: