15 Ιουλίου, 2011

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ ΕΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.

 
Β’ ΜΕΡΟΣ

ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

ΕΔΑΦΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η αυξημένη αποσάθρωση των πετρωμάτων, κατά τη διάρκεια της τεταρτογενούς περιόδου, οδήγησε στη διάβρωση και στη συνέχεια στην απόθεση μιας μεγάλης ποσότητας υλικού στην κοιλάδα της Μεσαράς αλλά και σε κοιλάδες που βρίσκονται σε ψηλότερο υψόμετρο, όπως του Ομαλού, της Νίδας και του Λασιθίου. Σε ισχυρή διάβρωση που, όπως και στην ηπειρωτική Ελλάδα, παρατηρείται στις πλαγιές και στις κοίτες των κοιλάδων, οδήγησαν και οι εντατικές αγροτικές καλλιέργειες και η αποψίλωση των δασών κατά την Πρώιμη εποχή του Χαλκού. Τα εδάφη που απαντούν συχνότερα στην Κρήτη είναι διάφορα κοκκινοχώματα και σκούρα πετρώδη, τα οποία βρίσκονται επάνω σε σκληρό ασβεστολιθικό υπόστρωμα. 

Τα καταλληλότερα εδάφη για καλλιέργεια δημιουργούνται σε περιοχές με φλύσχη και σχιστόλιθο, ιδιαίτερα αν αυτά συναντώνται σε υδροφόρες κοιλάδες και οροπέδια, όπου τα προϊόντα διάβρωσης είναι εμφανέστερα. Τέτοιες, ιδιαίτερα ευνοϊκές για την εγκατάσταση συνθήκες παρατηρούνται σε περιοχές της Ίδης, του Μόχλου, της Νεάπολης, της Σητείας, και της Άνω Ζάκρου. Ειδικότερα ο φλύσχης, που απαντά στα Αστερούσια, τα Ανώγεια, τις Γωνιές, την Ίδη και το οροπέδιο του Λασιθίου, συνοδεύεται πάντα από καλής ποιότητας έδαφος που μπορεί να συγκριθεί με αυτό των νεογενών πετρωμάτων.

Τα νεογενή εδάφη, που καταλαμβάνουν μόλις το ένα τρίτο της επιφάνειας της Κρήτης, αποτελούν το καταλληλότερο υπόστρωμα για αγροτική εκμετάλλευση. Πρόκειται για παλαιότερες αποθέσεις, που έχουν συγκεντρωθεί στον πυθμένα της θάλασσας και έχουν σχηματίσει ένα εκτεταμένο στρώμα από θαλάσσια μάργα και κροκαλοπαγή πετρώματα. 

Μεγάλες περιοχές μαλακού ασβεστόλιθου και μάργας βρίσκονται στη βόρεια και κεντρική περιοχή, ανατολικά της Ίδης, στους λόφους της Φαιστού, στην Κνωσό και στη δυτική Μεσαρά. Στη νότια Κρήτη συναντώνται, στους πρόποδες των Αστερουσίων και της Ίδης. Τα καθαρά ασβεστολιθικά εδάφη είναι ιδανικά για να κατακρατούν τα ύδατα τους καλοκαιρινούς μήνες και να μετατρέπουν τα οργανικά κατάλοιπα σε χρήσιμο για την καλλιέργεια διοξείδιο του άνθρακα.

Τα κροκαλοπαγή εδάφη είναι λιγότερο κατάλληλα για καλλιέργεια, επειδή είναι σκληρά και βρίσκονται σε περιοχές που αποτελούνται κατά μεγάλο μέρος από γυμνούς βράχους. Σε τέτοιες άγονες περιοχές η εκμετάλλευση είναι δυνατή μόνο όταν υπάρχουν πεδιάδες η οροπέδια, εκεί δηλαδή όπου υπάρχει αρκετή υγρασία και πλούσια προϊόντα διάβρωσης, όπως στις λοφώδεις περιοχές βόρεια από την κοιλάδα της Μεσαράς, στην κοιλάδα του Αμαρίου, στον ισθμό της Ιεράπετρας, στ' ανατολικά της κορυφής της Δίκτης και σε διάφορα μέρη της ανατολικής Κρήτης, ιδιαίτερα στη Σητεία, την Πραισό, την χερσόνησο Τόπλου και στις νότιες βουνοκορφές της ανατολικής Κρήτης. 

Tα κροκαλοπαγή εδάφη καλύπτουν επίσης μεγάλες περιοχές της ανατολικής Κρήτης, συμβάλλοντας έτσι στη ακαταλληλότητα για καλλιέργεια αυτής της περιοχής σε σχέση με την κεντρική και βόρεια Κρήτη.

ΒΛΑΣΤΗΣΗ

Τρεις διαφορετικοί τρόποι βοηθούν στην ανασύσταση της βλάστησης της μινωικής Κρήτης. Αρχικά, εφόσον οι κλιματικές συνθήκες από την εποχή του Χαλκού μέχρι σήμερα δεν έχουν αλλάξει σημαντικά, εξετάζεται η σημερινή άγρια βλάστηση, που αποτελεί το καλύτερο μέτρο σύγκρισης. Σημαντικά συμβάλλουν και οι απεικονίσεις φυτών στη μινωική τέχνη. Και οι δύο αυτοί τρόποι προσέγγισης είναι έμμεσοι, καθώς δεν έχουν σχέση με την ίδια τη φυσιολογία των φυτών του παρελθόντος.

Πιο σίγουρα αποτελέσματα παρέχουν τα αποτελέσματα της παλυνολογίας, δηλαδή της επιστήμης που μελετάει τη γύρη των φυτών και είναι σε θέση να ανιχνεύσει διάφορα είδη φυτών σε ειδικά επιλεγμένα εδαφολογικά δείγματα. Όσον αφορά στη Μέση και την Ύστερη Χαλκοκρατία πολλές πληροφορίες για τη βλάστηση προσφέρουν και οι γραπτές πηγές, δηλαδή τα ιδεογράμματα της Γραμμικής Α και τα κείμενα της Γραμμικής Β γραφής. Τα κείμενα βέβαια αυτά δεν είναι αντιπροσωπευτικά της βλάστησης γενικά στη Μινωική εποχή, καθώς αφορούν κυρίως στα καλλιεργημένα φυτά και τα αγροτικά προϊόντα που διακινούνταν στ' ανακτορικά κέντρα.

ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΗΦΑΙΣΤΕΙΩΝ

Η περιοχή του Αιγαίου θεωρείται κατεξοχήν ηφαιστειογενής ζώνη, περιοχή δηλαδή, όπου λόγω των πολλών τεκτονικών ρηγμάτων, επιτρέπεται συχνά η ώθηση του μάγματος από τον πυρήνα της γης προς το φλοιό της. Τα ηφαίστεια της Αίγινας, των Μεθάνων, του Πόρου, της Μήλου, της Κιμώλου, της Πλυαίγου, της Φολεγάνδρου, της Θήρας, της Νισύρου και της Κω σχηματίζουν το λεγόμενο αιγαιακό ηφαιστειακό τόξο, στα νότια κράσπεδα της καταποντισμένης Αιγαιίδας. Στον ίδιο ηφαιστειακό άξονα ανήκουν και τα ηφαίστεια της Τρωάδας, της Μυτιλήνης και της Χίου, ενώ ένα δεύτερο τόξο, παράλληλο με το πρώτο σχηματίζουν τα ηφαίστεια του Οξύλιθου, της Κύμης, της Λήμνου, της Ίμβρου, της Σαμοθράκης, των Φερρών και της Θράκης.

Σε όλες αυτές τις τοποθεσίες βρίσκονται συγκεντρωμένα πολύτιμα ηφαιστειακά ορυκτά, τα οποία οι άνθρωποι εκμεταλλεύθηκαν συστηματικά από τις πρώιμες κιόλας περιόδους της προϊστορίας. Η εξόρυξη, η διακίνηση και η επεξεργασία των ηφαιστειακών ορυκτών, το σημαντικότερο από τα οποία ήταν από οικονομική άποψη ο οψιανός, έδωσαν το στίγμα στην τεχνολογία και την οικονομική ζωή της προϊστορικής κοινωνίας.

ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ

Oι μινωικές εγκαταστάσεις ήδη από την Πρώιμη Xαλκοκρατία βρίσκονται σε ένα αρκετά εξελιγμένο στάδιο αστικοποίησης ώστε να χαρακτηρίζονται πόλεις. Αυτή την εποχή ως περιοχές κατοίκησης επιλέγονταν τοποθεσίες κυρίως σε εύφορες κοιλάδες και σε πλαγιές βουνών, όπου βρίσκονταν άφθονες πηγές, και θέσεις που ήταν από γεωγραφική άποψη σημαντικές για τις εξωτερικές σχέσεις του νησιού και το εμπόριο. Η κατοίκηση αυτής της περιόδου εμφανίζεται πυκνότερη στην κεντρική και την ανατολική Κρήτη και ιδιαίτερα στις περιοχές όπου αργότερα κτίστηκαν και τα μινωικά ανάκτορα.

Κατά τη Μεσομινωική II περίοδο (2000-1550 π.Χ.) η ίδρυση των ανακτόρων αντιπροσωπεύει μία νέα μορφή αστικής εγκατάστασης, που προέρχεται από την Ανατολή και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Τα μινωικά ανάκτορα δέσποζαν στο μέσο εύφορων πεδιάδων, όπως στην περίπτωση της Κνωσού, και σε οροπέδια, όπως η Φαιστός. Τα παραθαλάσσια ανάκτορα της Ζάκρου και των Μαλίων δείχνουν τη σημασία της γειτνίασης τέτοιων εγκαταστάσεων με τη θάλασσα.

Παράλληλα με τα ανάκτορα λειτουργούσαν και μικρότερες οικιστικές ενότητες με παρόμοια αρχιτεκτονική διάρθρωση, οι λεγόμενες μινωικές επαύλεις. Σε πολλές εγκαταστάσεις μάλιστα η μέχρι τώρα ερευνημένη έκταση είναι τόσο περιορισμένη ώστε να παραμένει ακόμη αμφίβολο, αν πρόκειται για ανάκτορα ή επαύλεις. Οι επαύλεις κτίζονταν σε τοποθεσίες που παρουσίαζαν ανάλογα πλεονεκτήματα με εκείνες των ανακτόρων. Παρόλο που και στις δύο αυτές μορφές εγκατάστασης είχαν προβλεφθεί ειδικά διαμορφωμένοι χώροι για την τέλεση θρησκευτικών τελετών, ιδρύθηκαν σε απομακρυσμένες τοποθεσίες, όπως σε βουνοκορφές ή σε σπήλαια και μεμονωμένα ιερά κτίσματα. 

Μία σειρά εγκαταστάσεων της Υστερομινωικής κυρίως περιόδου, που κτίστηκαν σε εύφορες περιοχές της ενδοχώρας, χαρακτηρίζονται αγροτικές κατοικίες. Mία χαρακτηριστική τέτοια αγροικία αποτελεί το κτήριο στο Bαθύπετρο, στην ευρύτερη περιοχή των Αρχανών, όπου σε σχετικά περιορισμένη έκταση συνυπάρχουν χώροι κατοικίας, εργαστηριακές εγκαταστάσεις και ένα τριμερές ιερό.

Κατά το τέλος της Υστερομινωικής περιόδου και κατά την Υπομινωική παρατηρείται μια στροφή στις προτιμήσεις των θέσεων κατοίκησης. Οι οικισμοί κτίζονται πια σε τοποθεσίες με υψηλό υψόμετρο και αρκετά συχνά σε δυσπρόσιτα, απόκρημνα σημεία, γεγονός που δείχνει την αυξημένη ανάγκη των κατοίκων για ασφάλεια και παράλληλα την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας.

Η ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ

Η πρώτη κατοίκηση της Κρήτης τοποθετείται χρονολογικά στη Νεολιθική εποχή. Η Κνωσός μάλιστα, που εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της εποχής του Χαλκού, εμφανίζει ήδη από την ακεραμική Νεολιθική περίοδο μία πολύ πρώιμη εξέλιξη και αποτελεί την κύρια πηγή πληροφοριών για αυτή την εποχή στο νότιο Αιγαίο.

Τα οικοδομήματα των στρωμάτων ΙΧ μέχρι ΧΙΙΙ, που ανήκαν στην Πρώιμη Νεολιθική περίοδο στην Κνωσό, είχαν ορθογώνιο σχήμα, πολλά μικρά δωμάτια και μάλλον επίπεδες στέγες. Σε αυτή την περίοδο εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα κεραμικής ήδη πλήρως τεχνολογικά εξελιγμένα, πράγμα που δηλώνει την εισαγωγή της κεραμικής τέχνης στην Κρήτη μάλλον από περιοχές της Ανατολής. Τα λίθινα εργαλεία και τα υφαντικά βαρίδια δείχνουν την πλήρη είσοδο της Κρήτης στο στάδιο της τεχνολογικά εξελιγμένης αγροτικής ζωής, που είναι το κύριο χαρακτηριστικό της Νεολιθικής περιόδου. Τα γυναικεία ειδώλια μαρτυρούν τις θρησκευτικές δοξασίες, που ίσως απηχούν τα κοινωνικά πρότυπα της περιόδου. 

Η Ύστερη Νεολιθική περίοδος στην Κνωσό έχει να επιδείξει κτήρια με σταθερές εστίες, ο τύπος των οποίων είναι μοναδικός στην Κρήτη ακόμη και μεταξύ των υστερότερων φάσεων. Κατά την ίδια περίοδο αρχίζει να χρησιμοποιείται και ο ακατέργαστος χαλκός για την κατασκευή εργαλείων. Σε πολλά σημεία της Κρήτης παρατηρείται τώρα η τάση για μια πιο συστηματική και μόνιμη εγκατάσταση.

Σε όλη τη διάρκεια της Νεολιθικής εποχής οι νεκροί θάβονταν μέσα στους οικισμούς, πράγμα που βεβαιώνεται κυρίως από τα ευρήματα της Κνωσού, κατά δε την Ύστερη Νεολιθική περίοδο είναι συχνότερες οι ταφές σε σπήλαια και σε δυσπρόσιτα μέρη.

ΠΡΩΤΟΜΙΝΩΪΚΗ ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ

Κατά την Πρωτομινωική εποχή (3000-2000 π.Χ.) η ανατολική Κρήτη εισέρχεται σε μία διαδικασία πρώιμης αστικοποίησης. Ο αριθμός των οικισμών αυξάνεται εντυπωσιακά σε σχέση τη Νεολιθική περίοδο. Υπολογίζεται ότι στην πρωτομινωική Κρήτη εμφανίστηκαν περισσότεροι από 100 νέοι οικισμοί. Το γενικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα οικιστικά δεδομένα αυτής της εποχής είναι ότι η Κρήτη κατακλύζεται από κύματα αποίκων, μάλλον μικρασιατικής προέλευσης.

Η οικιστική διάρθρωση και η εσωτερική δομή της κοινωνίας αλλάζουν την περίοδο αυτή, αφομοιώνοντας τις ξένες πολιτιστικές επιδράσεις που προέρχονται κυρίως από τις Κυκλάδες και την Ανατολή. Στο τέλος της ίδιας περιόδου επισημαίνονται και οι πρώτες οργανωμένες δραστηριότητες των Μινωιτών σε χώρους έξω από τα σύνορα της Κρήτης, όπου καθιδρύουν εμπορικούς σταθμούς ή αποικίες, όπως η μινωική εγκατάσταση στα Κύθηρα. Τα οικοδομικά συγκροτήματα της Πρωτομινωικής περιόδου είναι μεγάλα, συλλογικά έργα, που έχουν κατασκευαστεί με τη συνείδηση της κοινής φυλετικής ταυτότητας και με κριτήριο τη μόνιμη εγκατάσταση. Οι οικισμοί της Βασιλικής, της Μύρτου και του Μόχλου είναι μερικά από τα σημαντικά κέντρα αυτής της εποχής.

Ολοκληρωμένη εικόνα της πρωτομινωικής κοινωνικής συνείδησης δείχνει και η μνημειώδης ταφική αρχιτεκτονική, με καλύτερο παράδειγμα τους θολωτούς τάφους της Μεσαράς. Οι νεκροί δε θάβονταν πια με τα πρόχειρα μέσα της Νεολιθικής εποχής, αλλά σε πραγματικές "νεκρικές κατοικίες", που ήταν συγκεντρωμένες σε συγκεκριμένες περιοχές μακριά από τους οικισμούς.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Oι αρχές της μινωικής δόμησης έρχονται σε αντίθεση με την αρχιτεκτονική της Aρχαιότητας, η οποία χαρακτηριζόταν από συμμετρία, λιτότητα και σαφήνεια των περιγραμμάτων. H αρχιτεκτονική της μινωικής Kρήτης είναι πολύπλοκη και σκοτεινή στην ερμηνεία της. Τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα εμφανίστηκαν κατά τη Μεσομινωική εποχή (1900 π.Χ.) μέσα από μια σειρά αρχιτεκτονικών καινοτομιών, όπως οι κίονες, οι φωταγωγοί, τα πολύθυρα και η προσθήκη ορισμένων αρκετά ιδιόρρυθμων στοιχείων, όπως τα θυρώματα κοντά σε γωνίες, η εναλλαγή κιόνων και πεσσών και οι σκάλες που έστριβαν από όροφο σε όροφο.

Τα στοιχεία της ανακτορικής αρχιτεκτονικής επαναλαμβάνονται στις επαύλεις και τις ιδιωτικές κατοικίες, οι οποίες μοιάζουν συχνά με μικρογραφίες των ανακτόρων. Τα ιδιωτικά κτήρια είναι απλούστερα στο σχεδιασμό τους αλλά και σ' αυτά ισχύει η ασυμμετρία των προσόψεων, η ποικιλία του ύψους της στέγης και η διαίρεση σε χώρους καθορισμένων χρήσεων. Η βασική τους μορφολογική διαφορά από τα ανάκτορα βρίσκεται στην απουσία της κεντρικής αυλής και στην έλλειψη κεντρικού άξονα, ενός στοιχείου που διατηρήθηκε και στα ιδιωτικά κτήρια της Αρχαιότητας. 

Σε ορισμένα ιδιωτικά μεσομινωικά συγκροτήματα, αλλά κυρίως στα ανάκτορα, φαίνεται ότι τα μινωικά οικοδομήματα ήταν συχνά συγκροτήματα που είχαν δημιουργηθεί με διαδοχικές προσθήκες νέων κτισμάτων. Η πολυπλοκότητα και η διάθεση για συνεχείς επεκτάσεις δε σημαίνει όμως ότι δεν είχε προηγηθεί ένας αρχικός σχεδιασμός. Αυτό φαίνεται καλύτερα στα άριστα σχεδιασμένα συστήματα αποχέτευσης και εξαερισμού και στο σύστημα διαδρόμων που επέτρεπε την άνετη διακίνηση στο εσωτερικό.

H μινωική αρχιτεκτονική διαπνέεται από τις ίδιες αισθητικές αρχές που κυριαρχούν και στη μινωική τέχνη. Τα πολύθυρα και οι φωταγωγοί δημιουργούσαν παντού έντονες φωτοσκιάσεις, ενώ η χρωματική ποικιλία και η πλούσια διακόσμηση προκαλούσαν μια ατμόσφαιρα διαρκούς κίνησης. Η εξωτερική όψη των κτηρίων με τις μνημειώδεις εισόδους και τις στέγες σε διάφορα ύψη ήταν εντυπωσιακή και συγχρόνως γραφική. Οι εξωτερικοί όγκοι διαλύονταν στο φως και το χρώμα, τα περιγράμματα ήταν χαλαρά και απόλυτα προσαρμοσμένα στο φυσικό χώρο.

Λόγω της έλλειψης κανονικότητας στο σχεδιασμό των μινωικών κτηρίων είναι πολύ δύσκολο να προσδιορισθεί αν οι αρχιτέκτονες της μινωικής Κρήτης χρησιμοποιούσαν ένα σταθερό σύστημα μέτρησης των αποστάσεων. Ο σχεδιασμός των κτηρίων γινόταν μάλλον με άρτια μέτρα. Οι ειδικές μελέτες που έγιναν στα ανάκτορα έδειξαν την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου συστήματος μέτρησης σ' αυτά, η μονάδα του οποίου πρέπει να ήταν ανάλογη με τον πόδα, το σταθερό μέτρο που χρησιμοποιούσαν και στην Αρχαιότητα. 

Ο μινωικός πους θα πρέπει να ισοδυναμούσε με 30,36 εκατοστά και οι υποδιαιρέσεις του ακολουθούσαν μάλλον το εξαδικό σύστημα. Είναι πολύ πιθανό ότι το μινωικό σύστημα μέτρησης των αποστάσεων υιοθετήθηκε αργότερα και από τους Μυκηναίους.
__________________________

Αύριο η Συνέχεια με τις ΕΠΑΥΛΕΙΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: