03 Ιουνίου, 2011

ΤΟ ΑΚΑΝΘΩΔΕΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.

image

Τό πρόβλημα τών σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας δέν είναι νέο. Είναι τόσο παλιό όσο και οί θεσμοί. Δέν είναι, επίσης, πρόβλημα μόνο ελληνικό. Είναι πρόβλημα πού υπάρχει σέ πάρα πολλές χώρες χριστιανικές και μή - και τό όποιο, και στις χώρες αυτές, προκαλεί τριβές οί όποιες, σέ ορισμένες περιπτώσεις, καταλήγουν σέ αιματηρές συγκρούσεις. Υπάρχουν ορισμένοι πού παραμερίζοντας και υποβαθμίζοντας τό ρόλο της στή ζωή τού έθνους σέ όλη τήν ιστορική διαδρομή του - ισχυρίζονται ότι ή Εκκλησία αποτελεί ανασχετικό παράγοντα στήν πρόοδο (ποιά πρόοδο, αλήθεια;) και γιά τό λόγο αυτό πρέπει νά πάψει νά υπάρχει οποιαδήποτε σχέση τού έθνους μέ τήν Εκκλησία.

Υπάρχουν άλλοι, λιγότερο απόλυτοι, πού υποστηρίζουν ότι πρέπει νά υπάρξει χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, χωρίς νά υπεισέρχονται στήν ουσία τού προβλήματος καί χωρίς νά προσδιορίζουν τί θά αφορά ό χωρισμός αυτός. Τέλος, υπάρχουν καί εκείνοι πού υποστηρίζουν ότι είναι καιρός νά υπάρξει χωρισμός Κράτους καί Εκκλησίας ώς διοίκησης, χωρίς, όμως, νά διαρραγούν οι σχέσεις Εκκλησίας καί έθνους. Ή μέση αυτή θέση, πού έχει διατυπωθεί έδώ καί πολλά χρόνια, αποτελεί μιά βάση άπό τήν όποια μπορεί νά εξεταστεί ό τρόπος επίλυσης τού προβλήματος των σχέσεων Κράτους καί Εκκλησίας. Ή επίλυση αυτή πρέπει νά γίνει έπειτα άπό νηφάλιο διάλογο ανάμεσα στους δύο θεσμούς. Οί σκέψεις πού διατυπώνονται στό κείμενο αυτό ίσως φανούν χρήσιμες στό διάλογο αυτό. Θά πρέπει έδώ νά σημειώσουμε ότι, όταν αναφερόμαστε στήν «Εκκλησία» εννοούμε τόσο τόν κλήρο - διακόνους, ιερείς καί αρχιερείς όσο καί τόν πιστό λαό.

Ό χωρισμός Κράτους καί Εκκλησίας - καί όχι έθνους καί Εκκλησίας πρέπει, γιά τό καλό τόσο της Εκκλησίας όσο καί τού κράτους, νά άφορα κατά πρώτο καί κύριο λόγο τό πνευματικό έργο της Εκκλησίας. Στό έργο αυτό, πού άφορα τή θρησκευτική ζωή τών πιστών, είναι αδιανόητο νά επεμβαίνει κατά οποιονδήποτε - άμεσο ή έμμεσο - τρόπο τό Κράτος. Μέ βάση τήν παράδοση καί τούς κανόνες της Εκκλησίας (καί ιδιαίτερα τή ζωή τών χριστιανών στήν πρωτοχριστιανική περίοδο), ή Εκκλησία δηλαδή κλήρος καί λαός θά πρέπει νά αναδεικνύει τόσο τούς διακόνους καί ιερείς όσο καί τούς αρχιερείς, χωρίς καμιά απολύτως παρέμβαση ή ανάμειξη τού κράτους. Κανείς υπουργός Παιδείας, πρωθυπουργός ή οποιοσδήποτε άλλος έκτος της Εκκλησίας δέν έχει τό δικαίωμα νά επεμβαίνει ή νά αναμειγνύεται κατά οποιοδήποτε τρόπο στή διαδικασία ανάδειξης σέ όλους τούς βαθμούς της ιεροσύνης.

Ή Εκκλησία επίσης καί μόνο αυτή θά πρέπει νά προσδιορίζει τόν τρόπο οργάνωσης καί διοίκησης της στό σύγχρονο κόσμο, πού συνεχώς αλλάζει. Είναι ανάγκη νά εξεταστούν άπό τήν Εκκλησία επαναλαμβάνουμε, άπό τόν κλήρο καί τόν πιστό λαό πολλά σοβαρά διοικητικά προβλήματα πού έχουν σχέση μέ τις ενορίες καί τις μητροπόλεις. Ή διεύρυνση της συμμετοχής τού λαού μέ ισότιμη συμμετοχή άντρων καί γυναικών στά ενοριακά καί μητροπολιτικά συμβούλια είναι μιά διαπιστωμένη καί επιτακτική ανάγκη. Ή συμμετοχή αυτή, έκτος άπό τό ότι επιβάλλεται άπό τήν ίδια τήν ορθόδοξη πίστη, θά ενισχύσει τή συνοχή της Εκκλησίας καί θά βελτιώσει σημαντικά τή λειτουργία της μέσα στή σύγχρονη κοινωνία.Όλοι, όμως, όσοι εργάζονται μέσα στήν Εκκλησία μέ πλήρη απασχόληση κληρικοί καί λαϊκοί - πρέπει νά μπορούν νά ζήσουν καί - οί άπό αυτούς έγγαμοι - νά καλύψουν καί τίς δαπάνες διαβίωσης τών οικογενειών τους. Έδώ, έχουμε μιά άπό τίς δυσκολότερες πλευρές τών σχέσεων Κράτους καί Εκκλησίας. Πρόκειται γιά τά οικονομικά της Εκκλησίας.

Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι οί κληρικοί όλων τών βαθμών καί οί λαϊκοί πλήρους απασχόλησης μέσα στήν Εκκλησία ικανοποιούν μιά υπαρκτή καί εξαιρετικά σημαντική ανάγκη ενός τμήματος τού λαού. Τό πόσο έντονη είναι ή ανάγκη αύτη καί τί τμήμα τού συνολικού πληθυσμού της χώρας άφορα είναι ένα θέμα γιά τό όποιο έχουν γίνει, κατά καιρούς, διάφορες «μετρήσεις». Δέν υπάρχει λόγος νά αναφερθούμε αναλυτικά στις «μετρήσεις» αυτές. 'Αρκεί, μόνο, νά σημειώσουμε ότι τό τμήμα τού πληθυσμού πού έχει ανάγκη της Εκκλησίας είναι πολύ μεγάλο. Τό τμήμα αυτό τού πληθυσμού είναι, ταυτόχρονα, καί φορολογούμενοι πολίτες. Έχουν, επομένως, τό δικαίωμα νά αξιώνουν άπό τό Κράτος νά καλύπτει καί τίς ανάγκες εκείνες, γιά τίς όποιες είναι απαραίτητη ή πλήρης καί αποκλειστική απασχόληση κληρικών καί λαϊκών.

Ή μισθοδοσία αυτών τών κληρικών καί λαϊκών πρέπει, κατά συνέπεια, νά καλύπτεται άπό τό κράτος μέσω τής Εκκλησίας. Θά πρέπει νά σημειωθεί έδώ ότι τό σχετικό κόστος - σέ σύγκριση μέ τό κόστος ικανοποίησης άλλων αναγκών μικρότερων ομάδων τού κοινωνικού συνόλου - δέν είναι, μέ βάση τά στοιχεία τού τακτικού προϋπολογισμού, υψηλό. Εννοείται ότι τόσο οί έν ενεργεία όσο καί οί συνταξιούχοι κληρικοί καί λαϊκοί θά υπόκεινται στήν ίδια φορολογία, στήν όποια υπόκεινται καί οί υπόλοιποι Έλληνες μισθωτοί καί συνταξιούχοι. Σέ ό,τι άφορα τή συντήρηση τών ναών, θά εξακολουθήσει, φυσικά, ή ανιδιοτελής καί αυθόρμητη συμβολή τών πιστών -πλούσιων καί φτωχών- στό έργο αυτό. Στό βαθμό, όμως, πού ή συμβολή αυτή δέν επαρκεί (καί ιδιαίτερα γιά τή συντήρηση ναών, πού αποτελούν τμήμα τής μακραίωνης ιστορίας τού έθνους), τό κράτος οφείλει - όπως, άλλωστε, γίνεται καί σήμερα, άλλ' όχι στήν έκταση πού επιβάλλεται - νά χορηγεί στήν Εκκλησία τίς αναγκαίες συμπληρωματικές πιστώσεις άπό τόν προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων.

Ή διαχείριση τών κονδυλίων, πού θά χορηγούνται στήν Εκκλησία άπό τόν τακτικό προϋπολογισμό καί τόν προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων, τά έσοδα τής Εκκλησίας άπό τήν περιουσία της καί άπό τήν τέλεση μυστηρίων (γάμων, βαπτίσεων κ.λ.π.), καθώς καί ή συνολική οικονομική διαχείριση τών μητροπόλεων, τών ενοριών καί μονών πρέπει νά διακρίνεται γιά τήν απόλυτη διαφάνεια της. Γιά τό σκοπό αυτό θά πρέπει νά θεσπιστούν εκείνες οί αδιάβλητες διαδικασίες καί νά ιδρυθούν εκείνα τά εκκλησιαστικά όργανα έλεγχου, τά όποια θά τή διασφαλίσουν. Ή Εκκλησία, όμως, άπό παράδοση, δέν περιορίζεται μόνο στό έργο τής πνευματικής οικοδομής καί στήριξης τών πιστών. Φροντίζει, μέ πάμπολλα ιδρύματα, καί γιά τήν κάλυψη υλικών καί κοινωνικών αναγκών συνανθρώπων μας, πού τά κρατικά ή άλλα ιδρύματα δέν μπορούν νά καλύψουν.

Τά ιδρύματα αυτά τής Εκκλησίας (οίκοι ευγηρίας, ορφανοτροφεία, οικοτροφεία, στέγες νεότητας, κατασκηνώσεις, συσσίτια γιά γέροντες κ.λ.π.) συνήθως συντηρούνται άπό συνεισφορές τών πιστών, καθώς καί άπό τίς προσόδους περιουσιακών στοιχείων, τά όποία έχουν δωρηθεί σ' αυτά άπό πιστούς. "Αν ορισμένα άπό τά ιδρύματα τής Εκκλησίας παρουσιάσουν μιά αυξημένη δραστηριότητα πού καλύπτει ανάγκες ενός σημαντικού αριθμού συνανθρώπων μας, γιά τίς όποιες δέν επαρκούν οί πόροι τους, τό Κράτος θά πρέπει - όπως κάνει καί στις περιπτώσεις άλλων ιδρυμάτων, πού επιτελούν παρόμοιο έργο - νά τά ενισχύει. Πάντοτε, όμως, μέσω τής Εκκλησίας, καί ποτέ απευθείας, γιά νά αποφευχθούν οί οποιεσδήποτε «πελατειακές σχέσεις», πού θά νοθεύσουν τό έργο τών ιδρυμάτων αυτών.

Πέρα, όμως, άπό τά οικονομικά, υπάρχουν καί πολλά άλλα θέματα στις σχέσεις Κράτους καί Εκκλησίας, πού θά πρέπει ν' αντιμετωπιστούν καί νά επιλυθούν. Ένα άπό τά σημαντικότερα είναι ή διδασκαλία τών θρησκευτικών στήν πρωτοβάθμια καί δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στό θέμα αυτό υπάρχουν ορισμένοι, πού θέλουν νά αυτοαποκαλούνται «προοδευτικοί», οί όποιοι υποστηρίζουν ότι ή διδασκαλία τού μαθήματος τών θρησκευτικών πρέπει νά καταργηθεί. Ενδεχόμενη κατάργηση τού μαθήματος αυτού θά σήμαινε στέρηση άπό τίς νέες γενιές μιάς άπό τίς πιό βαθιές ρίζες τού έθνους. Δηλαδή τής Ορθοδοξίας.

Ή συμβολή τής Ορθόδοξης Εκκλησίας στήν επιβίωση τού έθνους είναι γνωστή καί δέν χρειάζεται νά γίνει έδώ μιά αναλυτική έκθεση της. Ό ρόλος τής εκπαίδευσης μέ τό μάθημα τών θρησκευτικών στά σχολεία είναι νά βοηθήσει τό μαθητή νά γνωρίσει καί νά κατανοήσει τήν ορθόδοξη πίστη. Σέ καμία, όμως, περίπτωση, δέν πρέπει, μέσα άπό τό μάθημα αυτό, νά ασκείται κανενός είδους πίεση ή εξαναγκασμός στους μαθητές γιά νά πιστέψουν ή νά συμμετάσχουν στή λατρεία. Τό έργο τής Εκκλησίας σέ ό,τι άφορα τούς νέους καί τίς νέες είναι διαφορετικό άπό τή διδασκαλία τών θρησκευτικών στά σχολεία. Ή Εκκλησία, μέ μόνο μέσο τό λόγο τού θεού, είναι εκείνη πού, μέ τό έργο τής πνευματικής οικοδομής καί στήριξης, μπορεί νά οδηγήσει τούς νέους στά μυστήρια καί νά τούς βοηθήσει νά κάνουν καθημερινή τους πράξη τά διδάγματα τού Χριστού. Τό αν καί κατά πόσο ή Εκκλησία εκπληρώνει τό καθήκον της αυτό απέναντι στή νέα γενιά, είναι τό θέμα πού άφορα τήν ίδια καί κανέναν άλλο.

Ένα ευρύτερο θέμα είναι ή συμμετοχή τών πολιτών στά μυστήρια τού βαπτίσματος καί τού γάμου. Σήμερα όλοι οί Έλληνες έχουν τό δικαίωμα επιλογής στά θέματα αυτά. Κανείς δέν αναγκάζει σήμερα τους Έλληνες γονείς νά βαπτίζουν τά παιδιά τους καί τά ζευγάρια νά τελούν θρησκευτικό γάμο. Ή παράδοση, όμως, είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στόν ελληνικό λαό πού οί νέοι Έλληνες καί Ελληνίδες, στή συντριπτική πλειονότητα τους, καί βαπτίζουν τά παιδιά τους καί προτιμούν - όπως αποδείχτηκε μετά τήν καθιέρωση τού πολιτικού γάμου τό θρησκευτικό γάμο. Σέ ό,τι άφορα άλλα προβλήματα πού προέκυψαν τήν τελευταία δεκαετία στίς σχέσεις Κράτους καί Εκκλησίας, έχουμε νά παρατηρήσουμε τά έξης: Γιά τήν εκκλησιαστική περιουσία: Μέσα στό πλαίσιο τού χωρισμού τού Κράτους άπό τήν Εκκλησία ώς διοίκηση, θά πρέπει νά λεχθεί ότι ένα πολύ σημαντικό τμήμα τής εκκλησιαστικής περιουσίας, ιδιαίτερα στίς περιοχές όπου υπάρχουν μονές, αποτελεί μέρος τού φυσικού περιβάλλοντος πού πρέπει νά τό διατηρήσουμε ώς κόρη οφθαλμού.

Τό τμήμα αυτό τής εκκλησιαστικής περιουσίας ή Εκκλησία έχει υποχρέωση νά τό διατηρήσει ανέπαφο καί τό Κράτος πρέπει (όπως καί σέ άλλες ανάλογες περιπτώσεις) νά παράσχει τά υλικά εκείνα μέσα πού είναι αναγκαία γιά τή διατήρηση καί τήν προστασία του. Υπάρχει, όμως, καί αγροτική περιουσία πού είναι δυνατόν νά καλλιεργηθεί. Ή Εκκλησία, χωρίς κανέναν νομικό καταναγκασμό - ή απόπειρα πού έγινε στό παρελθόν αποτελεί «παράδειγμα» πρός αποφυγήν - μπορεί καί πρέπει νά έλθει σέ συμφωνία μέ τούς φορείς τών αγροτών γιά τήν αξιοποίηση της μέ τή μορφή εκείνη πού θά κριθεί καταλληλότερη καί γιά τά δύο μέρη.

Ή Εκκλησία, τέλος, διαθέτει καί αστική ακίνητη περιουσία. Τό μεγαλύτερο τμήμα τής περιουσίας αυτής καλύπτει άμεσες στεγαστικές ανάγκες της. Καί, εκείνο, όμως, τό τμήμα τής αστικής περιουσίας πού δέν χρησιμοποιείται γιά τήν κάλυψη τέτοιων αναγκών είναι χρήσιμο στήν Εκκλησία είτε γιά τή στέγαση ιδρυμάτων της είτε γιά τόν προσπορισμό ορισμένων εισοδημάτων πού χρησιμοποιούνται γιά τίς ανάγκες τού φιλανθρωπικού της έργου. Γιά τό θέμα τής αναγραφής τού Θρησκεύματος στίς νέες ταυτότητες: Στό βαθμό πού είναι αναγκαίες οί νέες ταυτότητες καί ύπό τόν όρο ότι δέν θά χρησιμοποιηθούν ώς μέσο φακελλώματος (όπως έχει διαπιστωθεί σέ άλλες χώρες πού αντιδρούν καί αρνούνται τήν καθιέρωση τών νέων ταυτοτήτων), οί πολίτες πρέπει νά έχουν τό δικαίωμα να αναγράφεται σ' αυτές τό Θρήσκευμα τους.

Τό Θρήσκευμα - ιδιαίτερα μέσα στά πλαίσια τής Ευρωπαϊκής Κοινότητας - αποτελεί αναμφισβήτητα γιά τούς Έλληνες, ένα άπό τά βασικά στοιχεία τής εθνικής τους ταυτότητας. Γιά όσους δέν θέλουν νά αναγραφεί τό θρήσκευμα στήν ταυτότητα τους θά πρέπει νά δίνεται τό δικαίωμα νά ζητούν νά σημειώνεται στή σχετική θέση μιά παύλα (-) ή οποία δέν θά σημαίνει (καί δέν θα μπορεί νά ερμηνεύεται ώς) τίποτε άλλο παρά τήν επιθυμία τους νά μην αναγράφεται τό Θρήσκευμα στήν ταυτότητα τους.

Τέλος, σέ ό,τι άφορα τήν εμπλοκή κληρικών στά δικαστήρια γιά θέματα πού αναφέρονται στήν εφαρμογή τών κανόνων τής Εκκλησίας, εκείνο πού θά πρέπει νά ξεκαθαριστεί είναι ότι ή επίλυση τών όποιων διαφορών πάνω στά θέματα αυτά ανήκει στήν Εκκλησία καί όχι στό Κράτος. Ή Εκκλησία θά πρέπει νά θεσπίσει αδιάβλητους κανόνες καί νά ιδρύσει εκκλησιαστικά δικαστήρια - στελεχωμένα μέ ειδικούς καί μέ υψηλή κατάρτιση κανονολόγους καί νομικούς, οί όποίοι θά τούς εφαρμόζουν ώστε νά επιλύονται, μέ όλες τίς απαραίτητες εγγυήσεις, όλες οί διαφορές, νά διορθώνονται τά λάθη καί νά αποκαθίστανται οι αδικίες.

Γιά τό ρόλο τής Όρθοδοξίας στόν κόσμο γίνεται πολύς λόγος σήμερα. Τόσο ό κλήρος όσο καί ό πιστός λαός πρέπει νά είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στό θέμα αυτό. Σέ καμιά περίπτωση ή Ορθοδοξία δέν μπορεί νά χρησιμοποιηθεί ώς ενοποιητική δύναμη εναντίον λαών πού πιστεύουν σέ άλλες θρησκείες, άσχετα άν οί θρησκείες αυτές χρησιμοποιούνται άπό τούς ηγέτες τών λαών αυτών γιά επίθεση εναντίον τής Όρθοδοξίας. Ή Ορθόδοξη Εκκλησία έχει μιά μακρά παράδοση νά μή στέκεται απλός θεατής σέ όσα τραγικά συμβαίνουν στήν πατρίδα μας καί στόν κόσμο. Δέν είναι δυνατόν ή Εκκλησία νά παραμένει απαθής μπροστά στά εγκλήματα, στίς βαρβαρότητες, στίς μάστιγες, στίς αδικίες καί στά ανοσιουργήματα πού τελούνται στόν κόσμο.

Μέ βάση τήν αγάπη - τό θεμέλιο αυτό τής πίστης - ή Εκκλησία πρέπει νά κινητοποιείται καί νά παρεμβαίνει νηφάλια γιά τήν επικράτηση τής ειρήνης, τής καταλλαγής καί τού σεβασμού τών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τήν καταδίκη τής χρήσης βίας στήν επίλυση οποιονδήποτε διαφορών, τή βοήθεια πρός τόν πάσχοντα συνάνθρωπο, τήν αποκατάσταση τών αδικιών, τήν προστασία τού περιβάλλοντος καί, γενικότερα, τήν ενίσχυση κάθε προσπάθειας πού θά τείνει στήν επικράτηση τήν ειρήνης, τής αδελφοσύνης, τής κοινωνικής δικαιοσύνης, αλληλεγγύης καί τού αλληλοσεβασμού στή χώρα μας καί σ' όλο τόν κόσμο.

Όλα όσα προαναφέρθηκαν μπορεί καί πρέπει ή Εκκλησία νά τά επιτελεί αυτόνομα, χωρίς επηρεασμούς άπό οποιονδήποτε τρόπο μέ τό Κράτος. Ή Εκκλησία δέν επιτρέπεται ούτε νά κομματίζεται ούτε νά ταυτίζεται μέ οποιονδήποτε τρόπο μέ τό Κράτος. Μπορεί καί πρέπει νά δρα μέ γνώμονα τήν ορθόδοξη πίστη καί τήν ιερά παράδοση, ώς ή πιό σύγχρονη προοδευτική δύναμη στόν κόσμο, χωρίς όμως νά ασκεί ή ίδια ή νά χρησιμοποιεί οποιαδήποτε κοσμική εξουσία.

Γιά νά δρα μέ τόν παραπάνω τρόπο, ή Εκκλησία - δηλαδή τόσο ό κλήρος όσο καί ό πιστός λαός - οφείλει νά αποβάλει πολλές κακές συνήθειες καί πρακτικές πού έχουν σχέση μέ τήν προσωποληψία καί τήν προσκόλληση σέ ορισμένες παρατάξεις ή στό Κράτος. Πρέπει, δηλαδή, ή Εκκλησία νά ανυψωθεί υπεράνω τών αδυναμιών καί λαθών πού έγιναν στό παρελθόν ή λαθών πού γίνονται ακόμη καί σήμερα. Γιά νά τό πετύχει αυτό, τό μόνο πού χρειάζεται νά κάνει είναι νά εφαρμόσει παντού καί πάντοτε τή διδασκαλία τού Ιδρυτού της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: