28 Δεκεμβρίου, 2010

ΣΤΟ ΡΙΖΟΚΑΡΠΑΣΟ ΤΗΣ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΗΣ ΚΑΡΠΑΣΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΕΝ ΕΟΡΤΑΣΑΝ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΕΦΕΤΟΣ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΚΑΤΟΧΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΟΥΣ ΝΑΟΥΣ ΕΩΣ ΠΟΤΕ ΟΜΩΣ ΚΥΡΙΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ;

image

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2004, που αφορά στην ενεργοποίηση του αιτήματος της Τουρκίας να ενσωματωθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια, θα ικανοποιήσει κάποια πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, αλλά, όταν και εάν η ενταξιακή διαδικασία ολοκληρωθεί, θα σημάνει τον αποχαρακτηρισμό της Ευρώπης από βασικά στοιχεία της πνευματικής της ιδιοκτησίας:

του αρχαιοελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού και της χριστιανικής πίστεως. Εάν το θέμα Τουρκία θεωρηθεί θεμελιακό για το μέλλον της Ε.Ε., τότε οι συνέπειες της εντάξεως της θα είναι δραματικές για την Ελλάδα, καθόσον θα ανοιχθούν οι κερκόπορτες για όλους όσους απεργάζονται ή απλώς εύχονται την επικίνδυνη μείωση του ειδικού βάρους της χώρας μας.

Και τούτο διότι το πλεονέκτημα του Ελληνισμού να ανήκει θεσμικά σε μια ανερχόμενη και υπολογίσιμη παγκοσμίως δύναμη εκμηδενίζεται, αφού η πολιτιστική ετερότητα της Τουρκίας, ο πληθυσμιακός της όγκος και ο διπλωματικός της δυναμισμός θα επισκιάσουν την Αθήνα η οποία, από χώρα αναφοράς της Ε.Ε. για την ευρύτερη περιοχή, θα μετατραπεί σε κομπάρσο κάτω από τη σκιά της νεο-οθωμανικής Τουρκίας.

Δυστυχώς οι εκπεφρασμένες έντονες επιφυλάξεις της Εκκλησίας της Ελλάδος και η απορριπτική στάση πολλών προσωπικοτήτων της Ευρώπης από τον πολιτικό και εκκλησιαστικό χώρο, καθώς και της πλειοψηφούσης ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, δε στέκονται ικανοί παράγοντες να αποτρέψουν τη δρομολόγηση της Ε.Ε. προς την «τουρκο-ευρωποίησή» της.

Διότι περί αυτού πρόκειται και όχι περί του εξευρωπαϊσμού, πολλώ δε μάλλον του εκδημοκρατισμού, της Τουρκίας με τον οποίο όλοι οι Έλληνες είναι αδιαμφισβητήτως σύμφωνοι και πλειοδοτούν.

1. Η πλήρης ασυμβατότης μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας

Στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. διατυπώνονται, από πολλές πλευρές, έντονοι προβληματισμοί μιας ενδεχόμενης -ή κατά τα φαινόμενα βεβαίας-τουρκικής ευρωεντάξεως. Και τούτο διότι η προίκα που κομίζει η Αγκυρα στις Βρυξέλλες δεν είναι μόνο τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της, αλλά το απολύτως διαφορετικό διανοητικό «ιδίωμα» με βάση το οποίο οι Τούρκοι -πρωτίστως η άρχουσα και θεωρούμενη εξευρωπαϊσμένη τάξη-εκφράζονται και ενεργούν και το οποίο οι αυτόκλητοι αυριανοί συνδιοκτήτες του ευρωπαϊκού οίκου ουδόλως είναι διατεθειμένοι να προσαρμόσουν στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Βεβαίως μπορεί κανείς καλοπροαιρέτως σκεπτόμενος να βρει ουκ ολίγα ψήγματα δικαιολογιών στην υπό όρους συγκατάθεση των ευρωπαίων ηγετών για έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων στις 3 Οκτωβρίου 2005.

Ωστόσο, όποια κι αν είναι τα αίτια της ευρωπαϊκής συνηγορίας στην τουρκική ενταξιακή πορεία, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί άγνοια του περιεχομένου των «αποσκευών» που η Τουρκία κομίζει στην Ευρώπη και είναι: η στρατοκρατική της «δημοκρατία», τα ειδεχθή εγκλήματα γενοκτονίας (Αρμενίων, Ποντίων) τα οποία η Αγκυρα πεισματικά αρνείται ν' αποδεχθεί ως γενόμενα, η καταπάτηση βασικών αρχών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η θέση απαξίωσης της γυναίκας στην τουρκική κοινωνία, τα βασανιστήρια ως ευρέως διαδεδομένης μεθόδου των ανακριτικών αρχών, οι πολιτικοί κρατούμενοι, η απειλή του casus belli προς μια ευρω-ενωσιακή χώρα και η στρατιωτική κατοχή τμήματος μιας άλλης, η αποστροφή του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής από τη συντριπτική πλειοψηφία του τουρκικού πληθυσμού, και μεγάλου αριθμού παρόμοιων συμπεριφορών αντι-ευρωπαϊκής νοοτροπίας.

Όσους τρόπους και εάν εφεύρει κανείς για να αποδείξει ότι η Άγκυρα πληροί τις προϋποθέσεις ένταξης, θα σταθεί δύσκολο να αποκρύψει την υφισταμένη ασυμβατότητα μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας. Και τούτο διότι πρόκειται για δύο αντίθετους κόσμους και για δύο διαφορετικές αντιλήψεις ζωής. Η ώσμωση των δύο κόσμων είναι de facto ανέφικτη και - από την πλευρά της Τουρκίας -, μη επιθυμητή, όπως αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος της (στο προοίμιο του οποίου κιόλας διαβάζουμε για την «αιώνια τουρκική πατρίδα», το «άγιο τουρκικό κράτος»), καθώς και από τις διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα που θεσπίστηκε λίγο πριν από την κρίσιμη ημερομηνία της 17η Δεκεμβρίου 2004 (π.χ. το άρθρο 306 ποινικοποιεί, και μάλιστα με την επιβολή βαρύτατων ποινών, την έκφραση γνώμης των πολιτών της υπέρ της αποχωρήσεως των κατοχικών στρατευμάτων από την Κύπρο, ή την επιβεβαίωση μιας αδιαμφισβήτητης ιστορικής αλήθειας, την Αρμενική Γενοκτονία), αλλά και από τις ιστορικές στρεβλώσεις που αφθονούν στα σχολικά της εγχειρίδια, τα οποία ξεχειλίζουν από μισελληνισμό και ένα είδος αγιοποίησης της τουρκικής φυλής, προπάντων δε από την καθημερινή πρακτική εντός και εκτός της χώρας.

Μια πρακτική που αποτελεί το άκρον άωτον της αντιευρωπαϊκής νοοτροπίας και συμπεριφοράς. Η υφισταμένη πλήρης ασυμβατότης μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας οφείλεται στο γεγονός ότι η Τουρκία δεν είναι Ευρώπη. Όπως επεσήμανε ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας κ. Ζισκάρ ντ' Εστέν (Giscard d' Estaing) σε άρθρο του της 25ης Νοεμβρίου 2004, το οποίο δημοσιεύτηκε ταυτοχρόνως σε οκτώ από τις εγκυρότερες ημερήσιες εφημερίδες ισάριθμων ευρωπαϊκών χωρών, η Τουρκία από γεωγραφικής και πολιτιστικής απόψεως δεν είναι ευρωπαϊκό κράτος.

Και τούτο διότι η χώρα αυτή, ως ασιατική, βρίσκεται σε πλήρη απόκλιση από τις θεμελιώδεις αρχές που διαμόρφωσαν και προσδιορίζουν την ευρωπαϊκή ταυτότητα: η πολιτιστική συνεισφορά της αρχαίας Ελλάδος και της Ρώμης, η χριστιανική κληρονομιά που διαπότισε τη ζωή στην Ευρώπη, η δημιουργική ορμή της Αναγεννήσεως, η φιλοσοφία του Διαφωτισμού, η συμβολή της ορθολογικής και επιστημονικής σκέψεως. Γι΄ αυτό η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. όχι μόνο δεν ενισχύει τη διαδικασία της ευρωπαϊκής της ταυτότητος, αλλά υποσκάπτει τα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, καθόσον δημιουργείται ένα νέο «modus vivendi» και μορφοποιείται μια καινούργια και αγνώριστη Ευρώπη.

Παρ' όλο ότι σε επίπεδο αντιλήψεων, αρχών, νοοτροπίας και πολιτιστικής παραδόσεως υπάρχει πλήρης σχεδόν ασυμβατότης μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας, σε επίπεδο πολιτικής η εικόνα της τελευταίας διαφοροποιείται, απαλύνεται, ενίοτε εμφανίζεται και ελκυστική στα μάτια των διευθυνουσών ομάδων της Ευρώπης. Και τούτο διότι:

Πρώτον, η ελίτ της εξουσίας και του πνεύματος της Ευρώπης διέρχεται το στάδιο της ενσυνείδητης προσπάθειας αποχριστιανοποιήσεως ολόκληρης της Γηραιάς Ηπείρου. Η ευρωένταξη της Τουρκίας θα ενεργήσει ως ο επιταχυντής αυτής της διεργασίας, καθόσον: το καλλιεργούμενο πολυπολιτισμικό και παγκοσμιοποιημένο πνεύμα της Νέας Εποχής, ενισχύεται έτι περαιτέρω με την ταχεία και πλήρη αποδοχή της Τουρκίας στην Ε.Ε., χωρίς ωστόσο η Αγκυρα να ανέχεται την πολυπολιτισμικότητα και πολυφυλετικότητα στη χώρα της.

Δεύτερον, η τουρκική αγορά θεωρείται άκρως ελκυστική, όχι λόγω του πληθυσμιακού όγκου της γείτονος προς την Ελλάδα χώρας, αλλά λόγω της αξιόλογης υποδομής που αυτή διαθέτει, της επιχειρηματικής της ενεργητικότητος και της δυναμικής εξωστρέφειας της προς τις αγορές της ευρύτερης περιοχής και ιδιαίτερα των χωρών της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως.

Τρίτον, η Άγκυρα, αξιοποιώντας το γεωγραφικό της πλεονέκτημα, εξελίσσεται σε σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο ενέργειας, ενώ ήδη έχει επιτύχει την αναγωγή της σε γεωστρατηγική σταθερή του ευρωατλαντίκού συστήματος ασφαλείας. Και τούτο λόγω της καίριας στρατηγικής της θέσεως και της ικανότητος της να προβάλλεται ως σημαντική συνιστώσα του δυτικού συστήματος.

Τέταρτον, το τουρκικό κράτος, ως διάδοχο δύο αυτοκρατορικών παραδόσεων -βυζαντινής και οθωμανικής- αποτελεί ένα σοβαρό κράτος κι ένα έγκυρο διεθνή συνομιλητή, το οποίο οδηγεί τις εξελίξεις και δεν άγεται από αυτές. Αυτή η εικόνα εξευμενίζει πολιτικά την Τουρκία, αφού αντικατοπτρίζει την ευρωπαϊκή πρακτική. Για παράδειγμα, η τουρκική δικαιοσύνη, ενεργώντας, από το 2002, αθορύβως αλλά ατέγκτως, οδήγησε στις φυλακές δεκάδες ανωτάτους αξιωματούχους όλων των πολιτικών αποχρώσεων -μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται πρώην αρχηγοί Επιτελείων, πρώην υπουργοί, σύμβουλοι πολιτειακών και πολιτικών παραγόντων, μεγαλοτραπεζίτες-, για αδικήματα που στρέφονται εναντίον των συμφερόντων του κράτους.

Στους εν λόγω επίορκους επιβλήθησαν βαρύτατες κυρώσεις που κυμαίνονται από πολύχρονες φυλακίσεις και υψηλά χρηματικά πρόστιμα μέχρι δημεύσεις περιουσιών. Ο αντίκτυπος αυτών των ενεργειών στα ευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης είναι άκρως ευμενής για την Τουρκία. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί το αναλυτικό άρθρο του έγκυρου αρθρογράφου Ρ. Χέρμαν (R. Hermann) στην έγκριτη γερμανική εφημερίδα (frankfurter Allgemeine Zeitung» (30/12/04, σ. 18).

2. Ο χρησιμοθηρικός ευρωπαϊσμός της Τουρκίας

Βάσει όλων των έως εδώ προβληθέντων μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ευρωτουρκική ασυμβατότης βρίσκεται σε επίπεδο αρχών και νοοτροπίας και όχι πολιτικής.

Η ασυμβατότης δεν είναι επιδεκτική μετάλλαξης, διότι η Τουρκία έχει προ πολλού αυτοπροσδιοριστεί στη βάση αρχών και αξιών που αποκλίνουν πλήρως από τα ευρωπαϊκά ειωθότα.

Για παράδειγμα, ο θεωρητικός και συνδιαμορφωτής του Κεμαλισμού, δηλαδή της επίσημης κρατικής ιδεολογίας, Ζιγιά Γκιοκάλπ (Ziya Gokalp), προσδιόρισε στα κείμενα του, και μάλιστα με περισσή ευκρίνεια, ως εξής τις ιδεολογικές αρχές του τουρκικού κράτους:

α.Παντουρκισμός: Επεκτείνεται σ' ένα απροσδιόριστο γεωγραφικό χώρο που ονομάζεται «Τουράν». Μια αντίληψη που γεννά ακόρεστο επεκτατισμό.

β.Εκμουσουλμανισμός: Δεν ταυτίζεται με τη θρησκειοποίηση, αλλά τη δημιουργία μονολιθικού κράτους μέσω της απέλασης ή εξόντωσης των αλλοθρήσκων και αλλογενών πολιτών, ή ακόμη και της πληθυσμιακής αλλοίωσης υπέρ των μουσουλμανικών μειονοτήτων εντός και εκτός της χώρας. Η αρχή αυτή γέννησε μια ιδιόμορφη σύνθεση, τον «ισλαμοεθνικισμό», που αποτελεί συστατικό στοιχείο του τουρκικού επεκτατισμού.

γ.Εκσυγχρονισμός. Αφορά στην ανάπτυξη (οικονομική, τεχνολογική) και όχι τις ιδέες (εξευρωπαϊσμό). Η ανάπτυξη αυτή έχει γίνει σχεδόν ταυτόσημη με τη βαριά βιομηχανία και την πολεμική βιομηχανία. Ο εκσυγχρονισμός θεωρείται βασικό στοιχείο για την υλοποίηση των παντουρκικών οραμάτων.

Οι αρχές αυτές εξειδικεύτηκαν και προσέλαβαν επίσημη μορφή, και δη συνταγματικώς κατοχυρωμένη, από το 1937, υπό την εξής ταξινόμηση: Εκκοσμίκευση (Laiklik), Λαϊκισμός (Halkcilik), Ρεπουμπλικανισμός (Cumhuriyetcilik), Εθνικισμός (Milliyetcilik), Κρατισμός (Devletcilik), Μεταρρύθμιση/Ριζοσπαστισμός (Inkilap). Μάλιστα στο όνομα της «λαϊκότητας» (εκκοσμικεύσεως), το τουρκικό κράτος περιορίζει δραστικά τις ελευθερίες των αλλοθρήσκων πολιτών του, παρότι υπάρχει ρητή υποχρέωση του για την προστασία των Ελλήνων ομογενών στη Συνθήκη της Λωζάννης (1923).

Η Τουρκία επιδιώκει την ευρωενωσιακή ένταξη, χωρίς να απεμπολεί τις προαναφερόμενες κεμαλικές αρχές, που δεν επιδέχονται αλλοιώσεις και πολύ περισσότερο αντικατάσταση από τις ευρωπαϊκές. Η διαπίστωση αυτή απαντά στο εύλογο ερώτημα: αφού υφίσταται αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Ευρώπης και Τουρκίας, τότε γιατί η Άγκυρα επιδιώκει, ή ορθότερα επιβάλλει ετσιθελικά την είσοδο της σ' ένα τόσο ανοίκειο γι' αυτήν περιβάλλον; Η απάντηση είναι απλή με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα που προτάχθηκαν. Δηλαδή, ο «ευρωπαϊσμός» της Τουρκίας ανέκαθεν ήταν προϊόν μεθοδολογίας, μέρος της υψηλής της στρατηγικής, για να πλήξει την Ευρώπη και το σύστημα των αξιών της με τα ίδια τα ευρωπαϊκά μέσα, διότι έτσι θα ικανοποιηθούν οι πάγιες μαξιμαλιοτικές επιδιώξεις της.

Η Τουρκία, παρότι εγγενώς αντι-ευρωπαϊκό κράτος, καταφεύγει συχνά στην Ευρώπη, όχι λόγω της επιθυμίας για συμπόρευση με τους Ευρωπαίους στη βάση των κοινών αρχών και των θεμελιωδών αξιών του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αλλά για να προσπορίζεται παντοειδή ωφελήματα χάριν του εθνικού συμφέροντος και των μακρόπνοων γεωπολιτικών της σχεδιασμών. Αποδεικνύεται ότι οι ενέργειες της, όσο αθέμιτες και μεγαλοϊδεατικές κι αν είναι, έχουν a priori εξασφαλισμένη την ανοχή μιας κρίσιμης μερίδας των Ευρωπαίων ιθυνόντων.

Οι τελευταίοι, στο όνομα της πολιτικής, δηλαδή της σταθερότητος, των ενδο-ευρωπάίκών ανταγωνιστικών συμφερόντων, και των στρατηγικών τους σκοπιμοτήτων, όχι μόνο αποδέχονται τα «καμώματα» της Τουρκίας, αλλά συχνάκις προσφέρονται ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ μέσα εις την οποία ξεπλένονται τα ανομήματά της, όταν αυτά δεν επιβραβεύονται κιόλας, όπως με το προκλητικά ανισομερές Σχέδιο Ανάν. Γεγονός είναι ότι η Τουρκία, είτε ως οθωμανική είτε ως κεμαλική, βλέπει την Ευρώπη όχι ως μια κοινότητα κοινών αξιών και ως τον φυσικό της χώρο, αλλά:

1) ως ένα σύστημα αναπτύξεως, αφού αποκλειστικό της μέλημα είναι η απόσπαση οικονομικών και στρατηγικών ανταλλαγμάτων. Η ίδια η Τουρκία εκ γενετής καχεκτική και μονίμως ασθενούσα -που δικαιολογεί το ευρωπαϊκό προσωνύμιο του «Μεγάλου Ασθενούς»-, καταφεύγει συνεχώς στην Ευρώπη, η οποία, λόγω σκοπιμοτήτων υψηλής στρατηγικής, της δικαιολογεί κάθε αταξία, και

2) ως χώρο διεκδικήσεων, διότι έτσι αυξάνει το ειδικό της βάρος διεθνώς. Γι’ αυτό, η εμμονή της στην στρατιωτική ισχύ -που υπερβαίνει κάθε λογικό κριτήριο εθνικής ασφαλείας-, και στην προβολή ισχύος εκτός και μακράν των συνόρων της, αποτελεί υψίστη εθνική επιταγή και όχι συμβατική συμμαχική υποχρέωση. Το να ευελπιστεί κανείς πως η Τουρκία, γινόμενη αποδεκτή στην Ε.Ε., θα προτάξει τα ευρωπαϊκά οράματα έναντι της ασιατικής της ουσίας επιβεβαιώνει την ευρεία απόκλιση του εκ της πραγματικότητος.

Η Άγκυρα, λόγω της παρελθούσης συμπεριφοράς της, θεωρείται βέβαιον ότι θα επωφεληθεί στο έπακρον των θεσμικών πλεονεκτημάτων που προσφέρει η Ε.Ε., καθώς και του μεγάλου ειδικού της βάρους που θα απολαμβάνει ως ευρωενωσιακό μέλος, για να υλοποιήσει τις ιστορικές διεκδικήσεις της από τον ελληνικό χώρο. Αυτά είναι τα πραγματικά δεδομένα, τα οποία, εν τούτοις, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη μέχρι τώρα επικρατούσα αντίληψη στη χώρα μας, στην οποία γενεές Ελλήνων γαλουχήθηκαν να πιστεύουν ότι στηρίζοντας τους λαϊκούς-εκσυγχρονιστές στην Τουρκία, ξορκίζεται το κακό που θεωρούνταν οι ισλαμιστές.

Με την τυφλή και άκριτη προσέγγιση των Αθηνών νομιμοποιούνταν κάθε ενέργεια των Τούρκων «προοδευτικών» σε βάρος του Ελληνισμού, αφού στη χώρα μας καλλιεργούνταν η ψευδαίσθηση ότι κατ' αυτό τον τρόπο αποφεύγεται το χειρότερο, η έλευση των ισλαμιστών. Έτσι η χρόνια ελληνική ηπιότητα, σε συνδυασμό με τις ιδεοληπτικές κενολογίες διαφόρων ανιστόρητων και ανεύθυνων ατόμων στη χώρα μας, που προστέθηκαν στις συνεχείς σωστικές δυτικές διευκολύνσεις προς τους Τούρκους, καθώς και στους βραχυπρόθεσμους δυτικούς τακτικισμούς, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ώστε η σύγχρονη κεμαλική Τουρκία να ανασύρει από το ιδεολογικό οπλοστάσιο του παρελθόντος δύο καμουφλαρισμένα όπλα που τα ενεργοποιεί με μια συστηματοποίηση πολιτικής υποκρισίας: τον ισλαμισμό και τον παντουρκισμό (τουρανισμό).

3. Τουρκικό Ισλάμ & παντουρκισμός:

οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος.

Η Αγκυρα, παρότι πολυδιαφημίζει προς τον έξω κόσμο τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους της, επικαλούμενη τον πλήρη διαχωρισμό Ισλάμ-κράτους στο εσωτερικό της χώρας, επιχειρεί την ευρωπαϊκή της εισβολή ως εκπρόσωπος του Ισλάμ και ως προστάτης γενεαρχικός των απανταχού της Ευρώπης μουσουλμανικών ομάδων. Το παράδοξο σ' αυτή την περίπτωση δεν είναι η τουρκική στάση, αλλά η αποδοχή της από μερίδα της ιθύνουσας τάξης της Ευρώπης. Αρκεί μια απλή ιστορική ανάγνωση, για να επαληθευθεί του λόγου το αληθές.

Ότι, δηλαδή, το Ισλάμ υπήρξε η προμετωπίδα της ηγεμονιστικής και μεγαλοδυναμικής πολιτικής τόσο της οθωμανικής όσο και της σημερινής κεμαλικής Τουρκίας. Πάγια τουρκική πολιτική ήταν και παραμένει η εξής: Η θρησκευτική συγγένεια να μεταβαπτίζεται σε φυλετική/εθνική, γι’ αυτό το τουρκικό ισλάμ αποδίδεται ως «ισλαμοεθνικιστικό». Ο κοσμικός χαρακτήρας του τουρκικού κράτους -που τόσο ευνοϊκή αναφορά γίνεται στη χώρα μας ως παράδειγμα προς υιοθέτηση- αποτελεί μια ανατολίτικη φενάκη, καθόσον η Τουρκία ήταν και παραμένει ισλαμική, διότι είναι έντονα εθνικιστική.

Η προρρηθείσα αλληλοκάλυψη θρησκευτικού και εθνικού έχει δημιουργήσει την τουρκική παραδοξότητα, καθόσον παρόμοιο φαινόμενο παρατηρείται μόνο σε ζηλωτικά θρησκευτικά καθεστώτα. Η παραδοξότητα αυτή συνίσταται στην πλήρη ταύτιση Ισλάμ και κράτους, που συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της τουρκικής ιδιοσυγκρασίας και του εθνικού συλλογικού χαρακτήρα των Τούρκων. Τα στοιχεία αυτού του ισλαμοεθνικιστικού χαρακτήρα βρίσκονται βαθιά ριζωμένα. Η εξάλειψη τους θα επέλθει μόνο με τη διάλυση του κεμαλικού κράτους.

Δηλαδή μετά από μια πολιτική κοσμογονία, η οποία σίγουρα δε θα προκληθεί από τις διευθύνουσες ομάδες της χώρας. Ο τουρκικός ισλαμοεθνικισμός ενισχύθηκε τα μάλα με την υιοθέτηση, στα τέλη του 16ου αιώνα, της σουνιτικής εκδοχής του Ισλάμ, με τη λόγια ακαμψία, την κοινωνική αυστηρότητα και την κρατοκεντρική αντίληψη. Αυτή η μορφή του Ισλάμ διατηρήθηκε και από το κεμαλικό κράτος ως η επίσημη θρησκεία του. Σήμερα, το σουνιτικό ισλάμ, πλήρως «κρατικοποιημένο», αντιπροσωπεύεται1 από την «Προεδρία Θρησκευτικών Υποθέσεων» (τουρκιστί «Diyanet Isleri Baskakligb), η οποία υποστηρίζεται από τον κρατικό προϋπολογισμό μ' ένα κολοσσιαίο ποσό που αντιστοιχεί στο άθροισμα τριών παραγωγικών υπουργείων της Τουρκίας.

Η Προεδρία Θρησκευτικών Υποθέσεων λειτουργεί ως κρατική υπηρεσία, υπαγόμενη κατ' ευθείαν στον πρωθυπουργό. Ο επικεφαλής αυτής της υπηρεσίας -που αντιστοιχεί με τον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη της χώρας-διορίζεται από το ίδιο το κράτος, ενώ εκπρόσωποι του τοποθετούνται σε κάθε υπηρεσία του δημοσίου και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης δια να επιβλέπουν την πιστή τήρηση των εντολών του εθνικού κράτους.

Ο έλεγχος της κοινωνίας από το κράτος συμπληρώνεται μέσω των 75.000 περίπου τεμενών και των 88.000 εμμίσθων ιμάμηδων και μουεζίνηδων οι οποίοι, ως οι πιο καλοπληρωμένοι κρατικοί υπάλληλοι, αποτελούν το μακρύ χέρι και το άγρυπνο μάτι του ισλαμοεθνικιστικού κράτους έναντι των πολιτών του. Κατά τ' άλλα το κράτος αυτό παραμένει εξευρωπαϊσμένο, κοσμικό, ουδετερόθρησκο και ο εγγυητής του πλήρους διαχωρισμού του από τη θρησκεία.

Ο γαλαντόμος προϋπολογισμός της εν λόγω θρησκευτικής υπηρεσίας χρηματοδοτεί ουσιαστικά ένα μεταμφιεσμένο τουρκικό ιμπεριαλισμό. Ένα είδος παντουρκισμού, που προβάλλει το εθνικό πρόσωπο της Τουρκίας μέσα από έναν ιδιάζοντα θρησκευτικό φανατισμό, στον οποίο οφείλει την υπόσταση του αυτό το κράτος της απειλής. Έτσι λοιπόν ο τουρκικός ιμπεριαλισμός -παρότι η Τουρκία αυτοπροβάλλεται ως λαϊκό κράτος και ουδετερόθρησκη χώρα- προωθείται στην Ευρώπη και στις χώρες φιλοξενίας των τουρκόφωνων μειονοτήτων, μέσω της καλλιέργειας ενός πρωτόγονου θρησκευτικού φανατισμού, κατευθυνόμενου και χρηματοδοτούμενου από τις κατά τόπους διπλωματικές υπηρεσίες της Άγκυρας.

Το μείγμα του ισλαμικού με το εθνικιστικό είναι εκρηκτικό. Γι’ αυτό, αναφερόμενοι στην Τουρκία, ομιλούμε περί εγγενούς και διαχρονικής απειλής. Τα ιστορικά δεδομένα αποτελούν αδιάψευστη πηγή επιβεβαίωσης της προδιατυπωθείσης απόψεως. Οι Τούρκοι ήλθαν στα Βαλκάνια εν ονόματι του δικού τους εθνικού ισλάμ, που απέχει πολύ από το πραγματικό Ισλάμ. Η καταπίεση επί των υφισταμένων την εισβολή και κατοχή ήταν θρησκευτική και ο μόνος τρόπος απαλλαγής ήταν η αλλαξοπιστία. Οι αλλόθρησκοι, γενόμενοι μουσουλμάνοι εξισώνονταν πλήρως με τους Τούρκους, με συνέπεια όχι μόνο να απολαμβάνουν όλα τα προνόμια της καθημερινότητος, αλλά και να αναρριχώνται χωρίς καμία διάκριση σε όλες τις θέσεις της οθωμανικής ιεραρχίας.

Αυτοί οι νεοπροσήλυτοι βαλκάνιοι, χωρίς να έχουν ιστορική εμπειρία εθνικού κράτους, χωρίς δηλαδή να έχουν εθνική παρά μόνο φυλετική συνείδηση, θεωρούσαν την οθωμανική Τουρκία ως τη μόνη πραγματική πατρίδα τους, η οποία τους προσέφερε αδιακρίτως γλώσσας και φυλής όλα τα προνόμια που απολάμβαναν οι τουρκογενείς υπήκοοί της. Έτσι εξηγείται το γεγονός πως ο παντουρκισμός έχει γερά θεμέλια στους μη τουρκικής καταγωγής μουσουλμάνους της βαλκανικής χερσονήσου.

Η έλξη που ασκεί η Τουρκία στους βαλκάνιους μουσουλμάνους δε θα 'ταν τόσο έντονη εάν δεν υπήρχε η αίσθηση της θρησκευτικής υποχρεώσεως, καθόσον με τη βοήθεια της έγιναν γιοι του Μωάμεθ. Γι’ αυτό η Άγκυρα, ως άριστη χειρίστρια της Realpolitik (=πολιτική της ισχύος), προτάσσει το ισλαμικό της προσωπείο προς τους εκτός της Τουρκίας μουσουλμάνους και δε διστάζει να ενταχθεί στην Παγκόσμια Ισλαμική Διάσκεψη (την «Μουσουλμανική Διεθνή», αποτελούμενη από 57 μουσουλμανικές χώρες-μέλη), και να αναλάβει την γενική γραμματεία της για τα επόμενα τέσσερα χρόνια (1/1/05-31/12/08), παίζοντας ταυτοχρόνως σε δύο ταμπλό με ασύμβατους προσανατολισμούς: της Ε.Ε. και της «Μουσουλμανικής Διεθνούς».

Εάν σ' αυτό το γεγονός προστεθεί και το ότι η «χρυσή εποχή» όλων αυτών των προσήλυτων ήταν η εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ότι πολλά μέλη της σημερινής τουρκικής ελίτ κατάγονται από τις περιοχές της βαλκανικής και ότι ένας μεγάλος αριθμός βαλκάνιων προσήλυτων είναι εγκατεστημένος στην Τουρκία ως οργανικά μέλη της, τότε μπορεί να εξηγηθεί το πανοθωμανικό αίσθημα που διακατέχει τους μουσουλμάνους των Βαλκανίων, πολλοί εκ των οποίων αισθάνονται Τούρκοι από εθνική άποψη.

Μόνο στη βάση αυτής της πραγματικότητος μπορεί να ερμηνευτεί το ενεργό ενδιαφέρον της Άγκυρας για όλες αυτές τις διάσπαρτες στο βαλκανικό χώρο «μικρές Τουρκιές». Άραγε αποτελεί τυχαίο γεγονός ότι τα «εισόδια» της Τουρκίας στην Ε.Ε. προετοιμάζονται με πρωτόφαντη θέρμη από τους ισλαμιστές, επικεφαλής των οποίων είναι ο πρωθυπουργός της χώρας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο μέχρι χθες φλογερός αντι-ευρωπαϊστής και κήρυκας ενός ιεροπολεμικού ισλάμ; Ποιον, άραγε, μπορεί να πείσει ο όψιμος και άκρως καχεκτικός ευρωπαϊσμός των Τούρκων ισλαμιστών;

Μήπως τελικά η ευρωενωσιακή επιλογή των ισλαμιστών δεν αποτελεί μονομερή ενέργεια, αλλά επιταγή του τουρκικού κατεστημένου, του ονομαζόμενου «βαθέος κράτους», που ανέθεσε στους ισλαμιστές τη διεκπεραίωση μιας στρατηγικής επιλογής, όπως και κατά το πρόσφατο παρελθόν τους είχε αναθέσει την περιθωριοποίηση του αριστερού κινήματος στη χώρα μέσω της ενισχύσεως των ισλαμικών πρακτικών; Φαίνεται πως το τελευταίο ερώτημα μπορεί να απαντηθεί μόνο καταφατικά.

Και τούτο διότι το εθνικό όφελος από την ευρωένταξη, θα 'ναι υψίστης γεωπολιτικής σημασίας. Η Τουρκία θα επιτύχει αυτό που δεν κατόρθωσε να επιτύχει με τα όπλα. Να αναδειχθεί σε δύναμη που ουδείς θα δύναται να αγνοεί. Μια στόχευση που είναι το μεγάλο ζητούμενο για το ίδιο το στρατιωτικο-διπλωματικό κατεστημένο. Εάν η όψιμη ευρωπαϊκότητα των Τούρκων ισλαμιστών ερμηνευτεί ως τακτική κίνηση του κράτους, όπως υποστηρίχθηκε ανωτέρω, τότε ακυρώνονται οι ισχυρισμοί και καθίστανται ανίσχυροι οι ευσεβείς πόθοι ότι μια ευρωενωσιακή Τουρκία θα αναδειχθεί σε μια «φυσιολογική» χώρα, συμφιλιωμένη με τον Ελληνισμό, και ότι θα ενεργεί ως γέφυρα μεταξύ της Ευρώπης και του αραβικού κόσμου και, κατά συνέπεια, θα συμβάλλει στην ενίσχυση της σταθερότητας και της ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή.

Και τούτο διότι μια ευρωενωσιακή Τουρκία ουδόλως θα συμβάλλει στην καλύτερη δυνατή συνεργασία και κατανόηση μεταξύ της Ευρώπης και του αραβικού κόσμου, καθόσον: θεωρείται το «απολωλός πρόβατο του Ισλάμ», η χώρα που νόθευσε βασικές αρχές του Ισλάμ και το «τουρκοποίησε» (εθνικιστικό Ισλάμ στην Τουρκία, διεθνιστικό στον αραβικό κόσμο), στρέφοντας το εναντίον ομοθρήσκων τους οποίους για αιώνες καταπίεζε ως δύναμη κατοχής, βαρυνόμενη με σωρεία ανομημάτων που στιγματίζουν τον ισλαμικό πολιτισμό, και μια Τουρκία που καταδυναστεύει τις μουσουλμανικές μειονότητες στην ίδια της τη χώρα (π.χ. τα δεκαπέντε και πλέον εκατομμύρια των Αλεβήδων - σιϊτών μουσουλμάνων -, των δεκατριών και πλέον εκατομμυρίων Κούρδων).

Μια τέτοια χώρα, όπως περιγράφηκε πιο πάνω, δεν έχει τα εχέγγυα να παίξει τον εποικοδομητικό ρόλο μεταξύ της Ευρώπης και του μουσουλμανικού, πολύ περισσότερο του αραβικού κόσμου. Άλλωστε η Ελλάδα απολαμβάνει θερμότερης αποδοχής και υψηλότερης εμπιστοσύνης από τον μουσουλμανικό κόσμο της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής απ' ό,τι η Τουρκία, και οι Άραβες έχουν αποδείξει επανειλημμένως ότι δεν έχουν ανάγκη τη διαμεσολάβηση της Τουρκίας, την οποία ως χώρα ουδόλως εμπιστεύονται.

4. Το τουρκικό «τσουνάμι» του Ελληνισμού

Η σημαντικότερη επίπτωση από την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση (όπως εξελίσσονται τα πράγματα) που η Άγκυρα δε γίνει πλήρες μέλος της Ε.Ε., είναι ότι αυτή η διαδικασία της ευρωεντάξεως, που ήδη έχει δρομολογηθεί, δε θα ευνοήσει τον Ελληνισμό. Και τούτο διότι, το «σημαίνον» για μας τους Έλληνες είναι η ιστορική πραγματικότητα που θέλει τον Ελληνισμό να βγαίνει χαμένος κάθε φορά που η Τουρκία ακολουθεί ευρωπαϊκό προσανατολισμό με το γνωστό προσχηματικό της τρόπο και την περιβόητη ωφελιμιστική ιδιοτέλεια.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο προβαλλόμενος ως μεγάλος εξευρωπαϊστής, ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας, Κεμάλ Ατατούρκ, ο οποίος, ωστόσο, φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την εξάλειψη του δυναμικότερου τμήματος του Ελληνισμού από τις πανάρχαιες εστίες του και τη βίαιη επιβολή μιας μονολιθικής κοινωνίας ως το διάδοχο κρατικό σχήμα της πολυεθνικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εν τούτοις οι καταστρεπτικές για τον Ελληνισμό συνέπειες των ενεργειών των δυτικοφανών Τούρκων δε φαίνεται πως έχουν παραδειγματίσει τους Έλληνες.

Παρατηρώντας κανείς τη συλλογική ελληνική συμπεριφορά καθ' όλη τη διαχρονία του νεο-ελληνικού κράτους, διαπιστώνει ότι ο Έλλην ως παρορμητικός και ευκολόπιστος, συνεγείρεται από την υποκριτική δεινότητα του ανατολίτη γείτονα του, ο οποίος υποδυόμενος τον «καρντάση» και προβάλλοντας μονίμως τον ισχυρισμό του δήθεν πανομοιότυπου χαρακτήρα των δύο λαών, καιροφυλακτεί, ώστε στην ανεμελιά της ειδυλλιακής πλάνης του Έλληνα, να επιφέρει σοβαρά πλήγματα στον Ελληνισμό μόλις οι συνθήκες θεωρηθούν ευνοϊκές.

Ο διαμπερής του χρόνου εθνικός μας ποιητής επιβεβαιώνει τα ανωτέρω στο στιχούργημά του: «Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ κι αγαπημένε, πάντοτ' ευκολόπιστε και πάντα προδομένε». Η Ιστορία όχι απλώς επαναλαμβάνεται, αλλά σε κάθε επανάληψη της οι συνέπειες για τον Ελληνισμό είναι καταστρεπτικότερες, παίρνοντας τη μορφή σαρωτικών τουρκικών «τσουνάμι» επί του σώματος του Ελληνισμού, που μονίμως επανεμφανίζονται υπό το (παρ-)ελκυστικό όνομα της «ελληνοτουρκικής φιλίας».Για του λόγου το αληθές αρκεί η απαρίθμηση ενδεικτικών περιπτώσεων, ώστε να αποδειχθεί ότι ο Ελληνισμός πλήρωσε ακριβά την εμμονή του στις ελληνοτουρκικές (λυκο-)φιλίες:

α. Μεσοπόλεμος, ενώ οι συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής ήταν ακόμη πολύ νωπές, η Αθήνα προέβη σε πλειοδοσία φιλίας και αδελφοσύνης προς τους θύτες γείτονες της, συμπαρασύροντας τους Έλληνες σε ξέφρενες φιλοτουρκικές εκδηλώσεις. Αντί κλάδου ελαίας η Τουρκία προσέφερε κώνειο στην Ελλάδα, καθόσον αμέσως μετά την έναρξη του Β Παγκοσμίου Πολέμου επιδόθηκε σ' ένα διαπραγματευτικό μαραθώνιο και με τις δύο εμπόλεμες πλευρές, ώστε να αποσπάσει το μάξιμουμ των αξιώσεων της που ήταν, μεταξύ των άλλων, η παραχώρηση εκ μέρους του νικητού του μισού Αιγαίου, της Θράκης, της Κρήτης, καθώς και ο έλεγχος της Θεσσαλονίκης.

Επίσης, το 1942, δηλαδή κατά τη στιγμή που η Ελλάδα έδινε των υπέρ πάντων αγώνα, και σύμφωνα με τη διαχρονική τουρκική ταχτική για «πλιάτσικο», η κυβέρνηση της Άγκυρας επέβαλε έναν εξωπραγματικό φόρο περιουσίας στους μειονοτικούς, γνωστό ως «βαρλίκ», που είχε ως συνέπεια να οδηγήσει χιλιάδες ομογενείς της Πόλης σε καταναγκαστικά έργα στην Ανατολία (ουσιαστικά στο θάνατο) και στη δήμευση των περιουσιών τους.

β. Πρώιμη μετα-πολεμική περίοδος: Πριν καλά καλά η Ελλάδα συνέλθει από το σοκ της τουρκικής επεκτατικής και αρπαχτικής συμπεριφοράς, εγκαινιάζεται νέος γύρος ελληνοτουρκικής «φιλίας» ευθύς αμέσως μετά την ένταξη των δύο χωρών στο NATO (1952), διεγείροντας και πάλι το θυμικό των Ελλήνων. Αυτά, ωστόσο, δεν αποτρέπει την Άγκυρα να διοργανώσει το ξεκλήρισμα του Ελληνισμού της Πόλης (1955) και να εγείρει για πρώτη φορά ζήτημα Κύπρου κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάννης.

γ. Επταετία: Στη θεαματικότερη ίσως, από ποτέ άλλοτε, κίνηση φιλίας εκ μέρους των Αθηνών, που σχηματοποιήθηκε στην πρόταση για ομοσπονδοποίηση των δύο χωρών, οι Τούρκοι ανταπέδωσαν με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, εγκαινιάζοντας ταυτοχρόνως μια ασταμάτητη πορεία μαξιμαλιστικών αξιώσεων στο Αιγαίο.

δ. «Εποχή των σεισμών»: Είναι το πιο πρόσφατο στάδιο της ελληνοτουρκικής «φιλίας», που στο απόγειο της εκτόξευσε τον παρορμητισμό των Ελλήνων στα ύψη. Ωστόσο, και πάλι, οι Τούρκοι ανταποδίδουν με το ίδιο νόμισμα, εγκαινιάζοντας με μια πρωτόγνωρη υπεροπτική μεγαλομανία την «εποχή των Νεο-οθωμανών» (σκλήρυνση των θέσεων τους σ' όλα τα επίπεδα: Αιγαίο, Θράκη, Πατριαρχείο, ανυποχώρητη στάση στο Κυπριακό που επιβραβεύτηκε με το Σχέδιο Ανάν κ.ο.κ).

ε. «Εποχή της ευρωπαϊκής συγκατοίκησης»: Άρτι δρομολογηθείσα. Καθ' όλες τις ενδείξεις, τα οικονομικά συμφέροντα και οι εξωευρωπαϊκοί παράγοντες που επέβαλαν την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων -σε πλήρη σχεδόν αντίθεση προς το κοινό ευρωπαϊκό αίσθημα-, θα επιβάλλουν και την ένταξη της Τουρκίας σε ανέλπιστα βραχύ χρόνο. Η εγκαινιασθείσα την 17η Δεκεμβρίου 2004 εποχή «φιλίας», αυτή τη φορά υπό την ευρωπαϊκή σκέπη, θα επιφέρει με μαθηματική βεβαιότητα το μεγάλο πλήγμα στον Ελληνισμό: την περαιτέρω συρρίκνωση του.

Η τουρκική ευρωπαϊκότητα ισοδυναμεί με την απόκτηση τεράστιου διεθνούς κύρους από την Άγκυρα και με τη συρρίκνωση του Ελληνισμού. Η Tουρκία, μέσω των πολλαπλασίων βουλευτών της έναντι των Ελλαδιτών και Κυπρίων βουλευτών στο Ευρωκοινοβούλιο, της συμμετοχής της σ' όλα τα όργανα της Ένωσης -ακυρώνοντας έτσι οτιδήποτε είναι ευμενές, από στρατηγικής βαρύτητος, για την Ελλάδα και την Κύπρο, κατά το προηγούμενο του «ευρωστρατού»-, και με το γόητρο της ισχυρής στρατιωτικής δυνάμεως στην πιο σημαντική γεωπολιτικά περιοχή του πλανήτη που είναι η Ανατολική Μεσόγειος, θα καταστεί δύναμη προσδιοριστική.

Όπως στην περίπτωση της Κύπρου με το Σχέδιο Ανάν, έτσι και η ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. προδικάζει την εξαίρεση του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε τέτοια έκταση που θα καθιστά ανώδυνη, για τη μακροημέρευση του «βαθέος κράτους», την τουρκική συμμετοχή στην Ε.Ε. Η εξέλιξη αυτή ακυρώνει ουσιαστικά τα προσδοκώμενα πολιτικά οφέλη από την Ελλάδα και την Κύπρο, πλήττοντας καίρια τον Ελληνισμό, α οποίος ευρισκόμενος υπό ασφυκτικήν πίεσιν θα εξαναγκαστεί να εναρμονιστεί με τον τουρκικό βηματισμό. Προς το παρόν, οι οιωνοί ευνοούν τους τουρκικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς.

Η είσοδος της Τουρκίας στην Ε.Ε. υπό τους όρους εκείνους που θα ικανοποιούν την τουρκική ιδιαιτερότητα με την καθοριστική υποστήριξη κρίσιμης μερίδος της ηγετικής τάξεως της Ε.Ε. και εξωευρωπαϊκών κέντρων, αποπροσανατολίζει την πορεία του Ελληνισμού και ενισχύει την τάση της συρρικνώσεώς του. Μια συρρίκνωση που ξεκίνησε με τη Μικρασιατική Καταστροφή και λαμβάνει χώρα σε δύο επίπεδα: γεωγραφικό (Ελληνισμός Τουρκίας, Κύπρος, Αιγαίο-καθημερινή αμφισβήτηση, γκρίζες ζώνες, μη επέκταση χωρικών υδάτων υπό τη δαμόκλειο σπάθη του τουρκικού casus belli) και πολιτιστικό («Μακεδόνικο», «νεο-κυπριωτισμός», η τουρκικής εμπνεύσεως θεώρηση που αποσκοπεί στην αμφισβήτηση του ελληνικού πολιτισμού με το επίστημικοφανές εφεύρημα της «Ανατολίας», η δραματική υποχώρηση της κλασικής παιδείας στον δυτικό κόσμο που συντελείται για πρώτη φορά από την εποχή της Αναγεννήσεως, με την ανακοπή έτσι της ροής παραγωγής στρατιών φιλελλήνων, μια υποχώρηση που επιταχύνεται από την προώθηση της πολυπολιτισμικότητος που χαρακτηρίζει τη Νέα Εποχή).

Το βασανιστικό ερώτημα που προβάλλει, μετά την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2004, είναι το εξής: Μήπως τελικά η Ελλάς οδηγείται σ' ένα ανεπαίσθητο αφελληνισμό, μια διαδικασία που επιταχύνεται με το μεγάλο αμφισβητία και απηνή διώκτη του Ελληνισμού, την Τουρκία, να συνδιαμορφώνει στο μεσοπρόθεσμο διάστημα την Ευρώπη;

5. Συμπεράσματα

Οι εκτιμήσεις μας αυτές δεν αποσκοπούν στη δαιμονοποίηση της Τουρκίας. Άλλωστε, ουδείς εχέφρων και λογικός Έλλην αρνείται την ευρύτερη δυνατή ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, σε όλα τα επίπεδα, όπως ισχύει με όλες τις άλλες χώρες. Ωστόσο η όποια επίδειξη καλοπροαίρετης διάθεσης εκ μέρους των απλών Ελλήνων πολιτών, δεν αρκεί να ερμηνεύσει αφενός την επιλεκτική προτίμηση «φιλίας» προς την αθεράπευτα αμετανόητη και μονίμως διεκδικητική και επεκτατική Τουρκία και αφετέρου την απροθυμία να παραδειγματιστούμε από τις οδυνηρές και επαναλαμβανόμενες συνέπειες αυτής της «φιλίας».

Ο προβληματισμός μας είναι έντονος και οι ανησυχίες μας εντονότερες. Το βασανιστικό ερώτημα που στροβιλίζει στο μυαλό μας είναι: Γιατί τόση έλλειψη παραγωγής σκέψης και γιατί αυτή η εμμονή να αποφεύγεται η αξιολόγηση των θέσεων μας επί των ελληνο-τουρκικών σε δημόσιο διάλογο από επιστημονικούς, κοινωνικούς, πνευματικούς, κομματικούς φορείς; Τουλάχιστον οι σκέψεις μας αυτές ας αποτελέσουν τη ζύμη ενός γόνιμου, τεκμηριωμένου και διαφωτιστικού για την ελληνική κοινωνία διαλόγου, ώστε η κρίσιμη έγκριση εισδοχής της Τουρκίας στην Ε.Ε. να μην περάσει αμαχητί, θεωρούμενη ως ένα απλό γεγονός, ως μια ιστορική παρωνυχίδα.

Οι καιροί δεν αφήνουν περιθώρια επαναπαύσεως. Αντιθέτως, λόγω των καταιγιστικών αλλαγών στη διεθνή σκηνή, στην κοινωνία, στην τεχνολογία και την επιστήμη γενικότερα, απαιτείται μεγιστοποίηση των ατομικών και συλλογικών προσπαθειών. Απαιτείται συστράτευση και η συγκρότηση στόχων με ξεκάθαρο περιεχόμενο, καθώς και αξιοσύνη για την υλοποίηση των στόχων αυτών. Σε τελευταία ανάλυση απαιτείται γνωστική κι όχι θυμική αντιμετώπιση των προβλημάτων, καθώς και σταθερή επιδίωξη εκμεταλλεύσεως των ευκαιριών. Γι’ αυτό τουλάχιστον ας αγρυπνούμε, ας μην ενθουσιαζόμεθα ούτε και να καταπτοούμεθα, αλλά ας ενεργούμε ως σώφρονες προμηθείς.

Ο Ελληνισμός διαθέτει αστείρευτη πηγή δύναμης αρκεί να αξιοποιηθεί κάθε ικμάδα αυτής της δύναμης. Αρκεί να το πιστέψουμε και να το επιθυμούμε.

28 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2010

Voiotosp.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: