ΑΡΙΘΜ. ΠΡΩΤ. 984
ΔΙΕΚΠ. 426
ΑΘΗΝΗΣΙ ΤΗ 12η ΜΑΡΤΙΟΥ 2001
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2712
ΠΕΡΙ ΚΗΔΕΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΑΥΤΟΧΕΙΡΩΝ
Πρός
Τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ή Διαρκής Ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, κατά τήν Συνεδρίαν Αυτής τής 6ης όδεύοντος μηνός Μαρτίου έ.έ., έχουσα ύπ' όψει σχετικήν Εισήγησιν τής παρ' Αυτή Συνοδικής Επιτροπής έπί τών Δογματικών καί Νομοκανονικών Ζητημάτων, περί τού άπό κανονικής έπόψεως επιτρεπτού τής εκκλησιαστικής κηδεύσεως τών αύτοχείρων, Συνοδική διαγνώμη καί Αποφάσει, γνωρίζει ύμίν τά ακόλουθα:
Ή αυτοκτονία τυγχάνει έκ τών μεγίστων τών αμαρτημάτων, άτε άντικείμενον πρός τό φυσικόν άμα καί ηθικόν καθήκον τής διατηρήσεως τής ύπό τού Θεού δωρηθείσης ζωής. Ή φυσική ζωή, ό μετά τού σώματος δηλονότι σύνδεσμος τής ψυχής, είναι ό γενικός όρος τής εκπληρώσεως πάντων τών καθηκόντων καί διά τούτο όφείλομεν άπαντες νά διατηρώμεν αυτήν.
Ό αύτοκτονών άσεβεί πρός τόν Δοτήρα τής ζωής Θεόν. Δώρον τού Δημιουργού ή ζωή τού ανθρώπου, ως λέγει ό ιερός Χρυσόστομος:, «ό Θεός έπί τούτω είς τόν κόσμον έξ άγάπης ήγαγε τόν άνθρωπον καί ψυχήν αυτώ ένέπνευσεν άθάνατον, ίνα όσίως πολιτευσάμενος καί τής αιωνίου τύχη ζωής και βασιλείας». Κύριος τής ζωής είναι μόνον ό Θεός (Σοφ. Σειρ. 23,1.4.2. Μακκαβ. 14,46), όσης καί μόνον δύναται νά αφαίρεση αυτήν όταν θελήση.
Ό άνθρωπος «ών τού Κυρίου» (Ρωμ. 14,8), οφείλει νά μεταχειρίζεται τήν ζωήν πρός πραγμάτωσιν τού σκοπού, ού χάριν εδόθη αυτώ αύτη υπό τού Θεού, ουδέποτε δέ δικαιούται νά άφαιρή αυτήν αυθαιρέτως άσεβών πρός τόν Δοτήρα τής ζωής Θεόν. Πλείστοι όσοι έκ τών ιερών Πατέρων καί συγγραφέων ένείδον τήν άπαγόρευσιν τής αυτοκτονίας έν τή ρητή εντολή τού Θεού «ού φονεύσεις» (Έξόδ. 20,13), έν οίς καί ό ιερός Αυγουστίνος λέγων: «Υπολείπεται, όπως περί τού άνθρώπου έννοήσωμεν εκείνο τό είρημένον «ού φονεύσεις» μή έτερον, άρα μηδέ σε αυτόν, διότι ουδέ έτερον ή άνθρωπον φονεύει ό εαυτών φονεύων».
"Ωσαύτως καί ό ούρανοβάμων απόστολος τών Εθνών Παύλος έν τή πρός Ρωμαίους επιστολή αυτού, λέγει: «ούδείς γάρ ημών έαυτώ ζη καί ούδείς έαυτώ αποθνήσκει- εάν τε γάρ ζώμεν, τω Κυρίω ζώμεν, έάν τε άποθνήσκωμεν, τω Κυρίω αποθνήσκωμεν. Έάν τε ούν ζώμεν, έάν τε άποθνήσκωμεν, του Κυρίου έσμέν» (14,7-8). Καί άλλαχού εξαίρεται ύπό τού Θεοκήρυκος Αποστόλου, ότι τό σώμα ημών ώς Ναός τού έν ύμίν Αγίου Πνεύματος, «ού έχομεν άπό Θεού καί ούκ έσμέν εαυτών» (πρβλ. Α' Κορ. 6,19) καί ότι, «ναός Θεού έσμέν καί τό πνεύμα τού Θεού οίκεί έν ήμίν, ει τις τόν ναόν τού Θεού φθείρει, φθερεί τούτον ό Θεός ό γάρ ναός τού Θεού άγιός έστιν, οίτινές έσμεν ήμείς» (Α' Κορ. 3,16-17).
Πολλαί καί διάφοροι μεν είναι αί άφορμαί καί αίτίαι τής αυτοκτονίας (ανίατος νόσος, απώλεια τής περιουσίας ή τής ελευθερίας, διάψευσις έλπίδος, φόβος επικειμένου κακού οιουδήποτε άφορίτου θεωρουμένου ύπό τού αύτόχειρος κ.λπ.) άλλά κυρίως μία καί μόνη είναι ή κυρία καί θεμελιώδης αιτία ή εις τήν αύτοκτονίαν οδηγούσα, ή έλλειψις ακραδάντου πίστεως εις τόν Θεόν καί υποταγής εις τό θέλημα καί τήν πρόνοιαν αύτού.
«Μή δαίμοσι λογιζόμεθα τού κόσμου τήν οίκονομίαν, μή γενέσεώς τίνος καί ειμαρμένης τυραννίδα έπιτειχίζωμεν τη προνοία τού Θεού. Ταύτα γάρ πάντα βλασφημίας γέμει, καί ή όντως ταραχή καί αταξία ουχί τών πραγμάτων έστί φορά, άλλ' ούτω διακείμενος λογισμός» (Ίωάν. Χρυσοστόμου, Περί ειμαρμένης, ΡG 50,749).
Κατά ταύτα ό αληθής Χριστιανός πιστεύων, ότι πάντα έν τε τω όλω κόσμω καί εις εαυτόν συμβαίνουσι κατά τάς βουλάς τού Θεού, άλλα κατ' εύδοκίαν καί άλλα κατά παραχώρησιν αύτού, αποδέχεται τά εις εαυτόν συμβαίνοντα ώς παρά τού Θεού στελλόμενα αυτώ ή παραχωρούμενα, υποτάσσεται τω θείω βουλήματι καί έγκαρτερεί μεθ' υπομονής έν παντί καί πάντοτε, έν μόνον όλοψύχως επιζητών, τό εύαρεστείν τω Θεώ, πάντα δέ τά άλλα τά συνήθως μέγιστα θεωρούμενα αγαθά, ύγείαν, πλούτον, δόξαν καί τά τοιαύτα εύχεται νά έχη εάν καί έφ' όσον δύναται νά συμβάλωσιν εις τήν έπίτευξιν τού υψίστου προορισμού του, όστις είναι ή διά τής έν παντί πρός τό θείον θέλημα καί τάς ευαγγελικάς έπιταγάς συμμόρφωσις καί υποταγή, έπίτευξις τής ψυχικής αυτού σωτηρίας.
Όθεν ή Ιερά Σύνοδος έρειδομένη έπί τών θείων καί άμωμήτων άρχών τής Όρθοδόξου ημών Πίστεως καί Ομολογίας καί έχουσα πρό οφθαλμών τόν ύπό τής έν Τρούλλω ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου κυρωθέντα ΙΔ' Κανόνα τού Τιμοθέου Αλεξανδρείας περί τών αύτοχείρων, καταδικάζει τήν αύτοκτονίαν ώς πράξιν εναγή καί άντικρυς πολεμίαν τής αληθούς ευαγγελικής κατά Χριστόν ζωής καί πολιτείας, άπαγορεύουσα τήν Έκκλησιαστικήν Ταφήν εις τούς έν ύγιεί διανοητική καταστάσει αύτοκτονούντας, συμφώνως τω μνημονευθέντι Κανόνι τού Τιμοθέου Αλεξανδρείας, διότι ούτοι εξέρχονται τού βίου έν απιστία καί άμετανοησία, μή έπιρρίπτοντες έπί Κύριον τήν μέριμναν αυτών καί συμπεριφέρεται ώς «οί λοιποί, οί μή έχοντες ελπίδα» (Α' Θεσσαλ. 4,13).
Ή Ιερά Σύνοδος ούχ ήττον έν τή άδιαλείπτω μερίμνη Αυτής υπέρ του έμπεπιστευμένου εις τήν πνευματικήν αυτής χειραγωγίαν πιστού Λαού, φιλανθρωπευομένη έπί τους αύτόχειρας καί κηδομένη πνευματικώς αυτών, γνούσα ότι Κύριος ό Θεός, ό ερευνών τά βάθη τής καρδίας έκάστου, ό έτάζων καρδίας καί νεφρούς, έστησεν «ήμέραν έν η μέλλει κρίνειν τήν οίκουμένην έν δικαιοσύνη» (Πράξ. 17,31), έκρινεν μετά καί τήν έμπεριστατωμένην πρός Αυτήν είσήγησιν τής Συνοδικής Επιτροπής Νομοκανονικών καί Δογματικών Ζητημάτων όπως τής απαγορεύσεως ταύτης έξαιρώνται καί κηδεύωνται εκκλησιαστικώς, εάν συντρέχη εις τό πρόσωπον αυτών εις έκ τών κατωτέρω λόγων:
1.Όταν ό αύτόχειρ, κατά τόν χρόνον τής αυτοχειρίας αυτού είναι «έκφρενής», όταν δηλονότι πάσχει έκ πνευματικής νόσου τοιαύτης, ώστε νά μή δύναται νά άντιληφθή τήν σημασίαν τής πράξεως αύτού.
2.Όταν ό αύτόχειρ «δεν έχει εαυτόν», ήτοι όταν δι' οιονδήποτε λόγον δέν έχει συνείδησιν τών πραττομένων ύπ' αυτού καί προκαλεί τόν θάνατον έν άνυπαιτίω πλήρει απαλείψει τής συνειδήσεως αυτού. Περιπτώσεις θανάτου αύτοχείρων έν άνυπαιτίω ύπνοβασία, έν άνυπαιτίω καταστάσει παραισθήσεων, σεληνιασμού, άναισθησίας, πλήρους άνυπαιτίου μέθης κ.λπ.
3.Όταν προκαλεί τις τόν θάνατον είς άσκησιν άλλου καθήκοντος αύτού, απορρέοντος άπό τήν κανονικήν διδασκαλίαν τής Όρθοδόξου Πίστεως ή έρειδομένου έπ' αυτής, ή συγχωρουμένου ύπ' αυτής. Περιπτώσεις εκουσίου μαρτυρίου υπέρ άλλων ανθρώπων καί πρός σωτηρίαν τής ζωής αυτών καί γενικώς εις πάσαν περίπτωσιν κατά τήν οποίαν συντρέχει λόγος δυνάμενος νά θεμελίωση εις έκάστην συγκεκριμένην περίπτωσιν τήν άρσιν τού αδίκου χαρακτήρος τής πράξεως τής αυτοκτονίας, ή τήν άρσιν τού καταλογισμού.
4.Όταν ό αύτόχειρ προκαλεί τόν θάνατόν του, έξ άνακλαστικής κινήσεως τήν οποίαν δέν ελέγχει, άν καί έχει συνείδησιν τών πρατομένων, ώς έπί θανατηφόρου κινήσεως «σπαστικού» άτομου.
5.Όταν ό αύτόχειρ προκαλεί τόν θάνατόν του έξ αμελείας ή τυχαίως (περιπτώσεις διαφόρων ατυχημάτων).
6.Όταν ό αύτόχειρ μετανοήση διά τήν πράξιν, κατά πάντα χρόνον καί μέχρι τού θανάτου του.
7.Οσάκις υφίσταται αμφιβολία υπάρξεως ή μή ενός τών ανωτέρω λόγων εις τό πρόσωπον τού αύτόχειρος. Έάν δηλονότι αμφιβάλλει κατά συνείδησιν ό έχων τήν εύθύνην τής λήψεως τής αποφάσεως Εκκλησιαστικής Κηδεύσεως τού αύτόχειρος, ήτοι ό οικείος Επίσκοπος, ώς πρός τό εάν κατά τόν χρόνον τής αυτοκτονίας συνέτρεχεν είς τών ανωτέρω λόγων, έν τοιαύτη αμφιβολία οφείλει νά άποφασίση τήν κήδευσιν τού αύτόχειρος. Είς πάσαν άλλην περίπτωσιν, πλήν τών ανωτέρω αναφερομένων, ό αύτόχειρ δέν κηδεύεται έκκλησιαστικώς κατ' έφαρμογήν τού 14ου Κανόνος τού "Αγίου Τιμοθέου Αλεξανδρείας.
Τάς περιπτώσεις τής ένεκα αλλοιώσεως καί παθήσεως τών φρενών ελλείψεως τής συνειδήσεως τών πραττομένων καί όταν ό αύτόχειρ «δέν έχει εαυτόν», βεβαιούν εγγράφως δύο τουλάχιστον Επιστήμονες Ιατροί, δόντες τόν δι ιατροδικαστικάς πράξεις νενομισμένον όρκον.
† Ὁ Ἀθηνῶν Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Δ Ο Υ Λ Ο Σ, Πρόεδρος
† Ό Λαγκαδά Σπυρίδων
† Ό Πολυανής καί Κιλκισίου Απόστολος
† Ό Σισανίου καί Σιατίστης Αντώνιος
† Ό Φιλίππων, Νεαπόλεως καί Θάσου Προκόπιος
† Ό Νέας Κρήνης καί Καλαμαριάς Προκόπιος
† Ό Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως Διονύσιος
† Ό Καλαβρύτων καί Αιγιαλείας Αμβρόσιος
† Ό Τρίκκης καί Σταγών Αλέξιος
† Ό Άττικής Παντελεήμων
† Ό Καρπενησίου Νικόλαος
† Ό Μονεμβασίας καί Σπάρτης Ευστάθιος
† Ό Ήλείας Γερμανός
Ὁ Ἀρχιγραμματεύς.
† Αρχιμ. Θεολόγος Αποστολίδης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου