04 Ιουλίου, 2010

Ο π. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ (Α΄ ΜΕΡΟΣ)

clip_image002

1

Τό θέμα τού όρκου έχει γεννήσει αρκετά καί σοβαρά προβλήματα τόσον άπό εκκλησιαστικής, όσον καί άπό νομικής απόψεως. Ό Κωνσταντίνος Οικονόμος έθεσε τό θέμα τού όρκου τών κληρικών τό έτος 1848, όταν εις δίκην, εις τήν οποίαν ήτο εναγόμενος, έπήχθη εις αυτόν όρκος. Ούτος ήρνήθη νά όρκισθή, άλλ' ήξίωσε νά διαβεβαίωση έπί τη ίερωσύνη του τήν άλήθειαν του πράγματος. Τό Έφετείον εδέχθη τήν άποψίν του. Έξ αφορμής τής δίκης αυτής, λοιπόν, έδημιουργήθη σφοδρά έρις μεταξύ τών δεινών θεολόγων τής εποχής εκείνης, τού Κωνσταντίνου Οικονόμου καί τού Θεοκλήτου Φαρμακίδου. Ό πρώτος ύπεστήριζεν ότι ό όρκος απαγορεύεται άπό τήν θρησκείαν, ένώ ό δεύτερος έπρέσβευεν ότι ό Χριστός καί οί Απόστολοι δέν τόν άπηγόρευον.

Ή έρις περί τού όρκου μεταξύ Οικονόμου καί Φαρμακίδου ήτο είδικωτέρα συνέπεια τών διαφορετικών θέσεων τών δύο ανδρών έπί τού θέματος τού Αυτοκεφάλου τής Ελληνικής Εκκλησίας καί γενικώτερον τών σχέσεων Εκκλησίας καί Πολιτείας. Τό θέμα τού όρκου τών κληρικών καί γενικώτερον τού όρκου έξητάσθη τότε μόνον άπό απόψεως θρησκευτικής καί όχι άπό απόψεως ελευθερίας τής θρησκευτικής συνειδήσεως. Ό Κωνσταντίνος Οικονόμος έδημοσίευσεν άνωνύμως τά άρθρα του εις τόν «Αιώνα», τήν εφημερίδα τού ρωσσικού κόμματος τών Ναπαίων. Παραλλήλως, ό Θεόκλητος Φαρμακίδης έδημοσίευσεν επίσης άνωνύμως άρθρα είς τήν εφημερίδα «Αθηνά», ένώ συνέγραψε καί είδικόν βιβλίον έπί τού θέματος. Εις άπάντησιν τών απόψεων τού Θεοκλήτου Φαρμακίδου έδημοσιεύθη τό βιβλίον τού Κ. Εύθυβούλου,

Ό όρκιστής Φαρμακίδης, ή ανασκευή τών παρ' αύτού περί όρκου προεκδεδομένων, έν Κωνσταντινούπολει, 1851. Εις τήν συζήτησιν τού θέματος περί τού όρκου τών κληρικών έλαβε μέρος καί ή Ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος. Προηγουμένως, τόν Ίούνιον τού 1840, είχεν έκδοθή εγκύκλιος τής Ιεράς Συνόδου, διά τής οποίας έπετάσσετο όπως οί κληρικοί όρκίζωνται έπί τή ίερωσύνη των καί κατά τήν συνείδησίν των. Έν όψει τού καταρτιζομένου πρώτου Ελληνικού Συντάγματος τού 1844, ή Ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος έξέδωσεν έγκύκλιον, είς τήν οποίαν έζήτει νά μήν όρκίζωνται οί κληρικοί.

Αντιθέτως, τόν Ίούνιον τού 1849 έκυκλοφόρησεν άλλη εγκύκλιος τής Ιεράς Συνόδου τού Βασιλείου τής Ελλάδος, εις τήν οποίαν περιελαμβάνοντο τά έξης περί τού όρκου:«Ό έν δικαστηρίοις όρκος διατάσσεται παρά τών νόμων είς άνακάλυψιν τής αληθείας καί ώς πέρας πάσης άντιλογίας καί δέν είναι έναντίος εις τήν ίεράν ημών θρησκείαν, διά τούτο καί δέν τιμωρείται πέρα τής Εκκλησίας». Τήν έγκύκλιον αυτήν υπέγραψαν ό Ευβοίας Νεόφυτος ώς πρόεδρος, ό Αττικής Νεόφυτος, ό Καλαβρύτων Βαρθολομαίος, ό Φθιώτιδος Ιάκωβος καί ό Πρ. Άνδρούβιστας Προκόπιος, καί ώς Γραμματεύς ό Θεόκλητος Φαρμακίδης. Ώς απεκαλύφθη, όμως, έκ τών ύστερων, ή παράγραφος αυτή περί όρκου του Φαρμακίδου χωρίς νά περιέχεται εις τό κείμενον, τό όποιον ενέκριναν οί συνοδικοί.

Παρά ταύτα, ό Θεόκλητος Φαρμακίδης παρέμεινεν είς τήν θέσιν τού Γραμματέως τής Ιεράς Συνόδου. Εναντίον τής παραγράφου αυτής τής εγκυκλίου τής Ιεράς Συνόδου έξεστράτευσε μέ θάρρος καί μαχητικότητα ό Κωνσταντίνος Οικονόμος, συνεπής πρός τάς περί όρκου απόψεις του, καί έδημοσίευσεν άνωνύμως δύο άρθρα είς τήν εφημερίδα «Αιών».Είς τό θέμα τού όρκου υπήρξε καί παρέμβασις τού Οικουμενικού Πατριαρχείου δι' εγκυκλίου τού Όκτωβρίου 1849, διά τής οποίας κατεδικάζοντο αί απόψεις τού Θεοκλήτου Φαρμακίδου έπί τού θέματος. Τά άρθρα, τά όποια εγράφησαν περί όρκου γενικώς καί ειδικώς περί τού όρκου τών κληρικών διεκρίνοντο διά τήν οξύτητα καί τήν έλλειψιν άντικειμενικότητος, τούτο δέ έσημείωσαν μεταγενέστεροι μελετηταί. Τό θέμα τού όρκου γενικώς καί τού όρκου τών κληρικών είδικώτερον έξητάσθη άπό πολλών απόψεων, τόσον άπό νομικής, όσον καί άπό εκκλησιαστικής απόψεως".Ή άνάπτυξις, όμως, όλων τών πλευρών τού θέματος αυτού θά έξήρχετο τού περιορισμένου πλαισίου.

2

Τό θέμα τού όρκου τών κληρικών, τό όποίον έθεσεν ό Κωνσταντίνος Οικονόμος, έχει ιστορικόν προηγούμενον. Δύο ιερείς άπό τό Νεόκαστρον απέστειλαν τήν 10ην Όκτωβρίου 1829 άναφοράν είς τόν προϊστάμενόν των Έπίσκοπον 'Ελαίας Παΐσιον, είς τήν οποίαν εξέθεσαν ότι ώς μάρτυρες ώρκίσθησαν ενώπιον τού Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου τής Άνω Μεσσηνίας κατόπιν έπι μονής τού Προέδρου, καίτοι ούτοι ήρνήθησαν νά ορκισθούν, επειδή τούτο άπηγόρευεν ή Εκκλησία. Ό όρκος ενώπιον τού Δικαστηρίου αυτού είχεν έπιβληθή, βάσει τών άρθρων 51 καί 59 τής Εγκληματικής Διαδικασίας, ή οποία ίσχυε τότε.

Ό Επίσκοπος Έλαίας Παΐσιος δι' αποφάσεώς του τής 15ης Όκτωβρίου 1829 έθεσε τούς δύο ιερείς είς άργίαν («άπό τού νύν σας έχω αργούς της ιερουργίας καί πάσης ίεροπραξίας... έως ότου ή Εκκλησία νά άποφασίση περί υμών»). Τό αίτιολογικόν τής αποφάσεως αυτής ήτο ότι οί δύο αυτοί ιερείς παρεβίασαν τούς Ιερούς Κανόνας, οί όποιοι απαγορεύουν τόν όρκον. Έν συνεχεία, ό Επίσκοπος Έλαίας Παΐσιος απέστειλε πρός τήν «έπί τής Παιδείας καί τών Εκκλησιαστικών υποθέσεων Γραμματείαν» τό άπό 16ης Όκτωβρίου 1829 έγγραφον περί τής τιμωρίας τών δύο ιερέων καί έζήτει οδηγίας:

«Κρίνω χρέος μου νά βάλω τούτο ύπ' όψιν τής Γραμματείας, παρακαλών νά μέ δώση αναγκαίας οδηγίας περί τούτου, δηλ. άν πρέπη νά τούς δοθή ή άφεσις ή όχι». Περαιτέρω, ό Επίσκοπος Έλαίας προέτεινεν όπως τό θέμα άντιμετωπισθή γενικώτερον. Ειδικώς είς τό ώς άνω έγγραφόν του διέλαβε τά έξης: «Προσέτι καθυποβάλλων ταπεινώς τόν στοχασμόν μου, ότι πρέπει ή Σ. Κυβέρνησις νά διάταξη, δι' ούτινος ανήκει, τά δικαστήρια τής επικρατείας νά μήν καθυποβάλλωσι τό ίερατείον καθ' οιανδήποτε περίπτωσιν είς όρκον, ώς εναντίον τούτο είς τάς Εκκλησιαστικάς διατάξεις». Παραλλήλως, ό Πρόεδρος τού Πρωτοκλήτου Δικαστηρίου τής 'Άνω Μεσσηνίας Λουκάς Ράλλης απέστειλε τήν ύπ' άρ. 241/16-10-1829 άναφοράν του πρός τό Ύπουργείον Δικαιοσύνης. Τά δύο, λοιπόν, Υπουργεία έξήτασαν τό πρόβλημα τού όρκου τών κληρικών άπό απόψεως Εκκλησίας καί Πολιτείας. Τού θέματος τούτου επελήφθη ό Υπουργός Δικαιοσύνης Ιωάννης Γενατάς, διάσημος νομομαθής καί γνώστης τού γαλλικού καί ιταλικού δικαίου, είς τόν όποιον ό Ιωάννης Καποδίστριας είχεν αναθέσει τήν διοργάνωσιν τής Δικαιοσύνης.

Ή θέσις τού Γενατά ήτο πολιτειοκρατική, ήτοι ή υπαγωγή τής Δικαιοσύνης καί τής Εκκλησίας είς τήν πολιτικήν έξουσίαν πρός έπίτευξιν τής ένότητος διά τό συμφέρον τού Έθνους. Ό Ιωάννης Γενατάς, συνέταξεν είδικήν γνωμοδότησιν έπί τού θέματος, ή οποία υπεβλήθη είς τόν Κυβερνήτην διά τού ύπ' αριθμ. 166/24-10-1829 έγγραφου του, άντίγραφον δέ αυτής πρός τήν Γραμματείαν έπί τής Παιδείας καί τών Εκκλησιαστικών υποθέσεων. Ή γνωμοδότησις τού Υπουργού έπί τής Δικαιοσύνης ήτο τεκμηριωμένη, αντικειμενική, έδειχνε δέ βαθείαν γνώσιν τόσον τού δικαίου, όσον καί τών εκκλησιαστικών πηγών.

Ό Γενατάς έξήτασε τόν όρκον άπό θρησκευτικής απόψεως καί κατέληξεν είς τό συμπέρασμα ότι δέν απαγορεύεται γενικώς, εί μή μόνον διά θέματα εντελώς δευτερεύοντα. Περαιτέρω, έξήτασε τόν όρκον άπό απόψεως νομοθεσίας τών βυζαντινών αυτοκρατόρων έν συνδυασμώ καί πρός τάς σχέσεις Εκκλησίας καί Πολιτείας. Τέλος, κατέληξεν είς τό συμπέρασμα ότι ό όρκος δέν ήτο άπηγορευμένος, τουναντίον μάλιστα ήτο απαραίτητος διά τό συμφέρον τής κοινωνίας. Οί κληρικοί εξετάζονται ώς μάρτυρες ενώπιον τού δικαστηρίου έπί τή ίερωσύνη των θέτοντας τήν χείρα έπί τού στήθους των.

Έπί πλέον, όμως, ό Ιωάννης Γενατάς έθεώρησεν ότι ή άποψις τού Επισκόπου Έλαίας ήτο προσπάθεια επεκτάσεως τών αρμοδιοτήτων τής Εκκλησίας έπί θεμάτων αναγομένων είς τήν αρμοδιότητα τής Πολιτείας. Προέτεινε, λοιπόν, τήν άπομάκρυνσιν τού Παϊσίου, άλλά καί τήν τιμωρίαν του ώς προβάλλοντος άντίστασιν κατά τής πολιτικής εξουσίας. Άντ' αυτού, όμως, συναντώμεν τόν Παΐσιον ώς μέλος τής επιτροπής, τήν οποίαν συνέστησεν ή Βαυαρική Αντιβασιλεία, τω 1833, διά τό έκκλησιαστικόν θέμα ύπό τήν προεδρίαν τού Σπυρίδωνος Τρικούπη.

Διά τών προτάσεών του αυτών ό Ιωάννης Γενατάς ηθέλησε νά άποτρέψη τήν είσαγωγήν παπικής τακτικής είς τήν Ελλάδα καί έζήτησε τόν περιορισμόν τών αρμοδιοτήτων τής Εκκλησίας είς θέματα δογματικά καί εκκλησιαστικής τάξεως καί τήν μή ανάμιξίν της είς τάς αρμοδιότητας τής Πολιτείας.

Θα ακολουθήσει το Β΄ Μέρος

Voiotosp.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: