Εις το
πρόσφατον ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ του Οικουμενικού Πατριαρχείου της 17ης
Φεβρουαρίου 2010, σημειούνται δύο αξιοσημείωτα και άξια σχολιασμού
στοιχεία.
Τό
πρώτον: Ότι τό έκκλητον των
Μητροπολιτών ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου θεμελιώνεται εις τούς Θ' και
ΙΖ' Κανόνες της Δ' Οικουμενικής Συνόδου και ότι τούτο αποτελεί, ακριβώς λόγω
της ισχύος τών Ιερών τούτων Κανόνων, αναφαίρετον κανονικόν δικαίωμα του Πατριαρχείου.
Τό
δεύτερον: Ότι, προφανώς ώς συνέπεια της
κανονικής φύσεως και θεμελιώσεως τούτου, τό Πατριαρχείον δέν επιλαμβάνεται και
δέν δέχεται έκκλήτους αναφοράς, αί οποίαι υποβάλλονται «απλώς και μόνον έπί τή
βάσει νομών οιουδήποτε Κράτους». Έπ΄ αυτών ρητέον τά κάτωθι: Ώς πρός τό
πρώτον σημείον του Ανακοινωθέντος:
1).Όντως,
τό έκκλητον αποτελεί αναφαίρετον δικαίωμα του Πατριαρχείου διά τους Ιεράρχες
τών λεγομένων Νέων Χωρών, δυνάμει του ΣΤ' όρου τής Πατριαρχικής και Συνοδικής
Πράξεως 4-9-1928.
2).Δέν
αποτελεί αναφαίρετον κανονικόν δικαίωμα αυτού διά τούς Μητροπολίτες τής
Αυτοκεφάλου Εκκλησίας τής Ελλάδος, διότι τούτο έθεσπίσθη μέ διάταξιν νόμου τής
Ελληνικής Πολιτείας, και δη μέ την διάταξιν του άρθρου 44 παρ. 2 του ν. 590/77.
3).Οί
ώς άνω δύο Ιεροί Κανόνες σε καμμίαν περίπτωσιν δέν θεμελιώνουν σήμερον τό
έπίμαχον έκκλητον. Είδικώτερον: Ό Κανών Θ' τής Δ' Οικουμενικής Συνόδου ορίζει
ότι:
«Ει τις Κληρικός πρός Κληρικόν πράγμα έχοι. μή έματαλιμπανέτω τόν οικείον
Έπίσκοπον, και επί κοσμικά δικαστήρια κατατρεχέτω, άλλά πρότερον τήν ύπόθεσιν
γυμναζέτω παρά τω ίδίω Επισκοπώ, ή γούν γνώμη αυτού του Επισκόπου, παρ' οίς αν
τά αμφότερα μέρη βούλωνται, τά τής δίκης συγκροτείσθαι, εί δε τις παρά ταύτα
ποιήσοι, Κανονικοίς έπιτιμίοις ύποκείσθω.
Εί δέ και
κληρικός πράγμα έχοι πρός τόν ίδιον, ή και πρός έτερον Έπίσκοπον, παρά τη
Συνόδω τής επαρχίας δικαζέσθω. Εί δέ πρός τόν τής αυτής Επαρχίας Μητροπολίτην
Επίσκοπος, ή Κληρικός άμφισβητοίη, καταλαμβανέτω, ή τόν Έξαρχον της Διοικήσεως
ή τόν Βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, και έπ αύτώ δικαζέσθω». Περαιτέρω
ό ΙΖ' Κανών τής αυτής Συνόδου, σχεδόν έν ταυτολογία, ορίζει ότι:
«Εί δέ τις
άδικοίτο παρά του ιδίου Μητροπολίτου, παρα τω Έζαρχω τής διοικήσεως ή τω
Κωνσταντινουπόλεως θρόνω δικαζέσθω καθ' ό προείρηται.
Ει δέ και
τις έκ βασιλικής εξουσίας έκαινίσθη πόλις, ή αύθις καινισθείη, τοίς πολιτικοίς
και δημοσίοις τύποις, και τών εκκλησιαστικών παροικιών ή τάξις άκολουθείτω».
Μόνη ή
άνάγνωσις τών δύο Κανόνων, χωρίς νά καταφύγωμεν εις τούς Έρμηνευτάς αυτών,
οδηγεί εις τά έζής ασφαλή συμπεράσματα:
α).Δέν
ισχύουν ούτοι έπί Αυτοκεφάλου Εκκλησίας, ή όποια διαθέτει τήν ιδίαν αυτής
πνευματικήν κεφαλήν, οία έν προκειμένω είναι ή Ιερά Σύνοδος τής Ιεραρχίας, όπως
δέν ισχύουν διά τά λοιπά Πατριαρχεία, Πρεσβυγενή και νεώτερα,
β).Οί
Κανόνες αναφέρονται εις κάθε κληρικόν και όχι μόνον δι' Επισκόπους,
γ).Αναφέρονται
οί Κανόνες και προϋποθέτουν τήν πάλαιαν, έκλείψασαν και μή ίσχύουσαν άπό
αιώνων, Όργάνωσιν τής Εκκλησίας εις Μητροπόλεις, όπου ύπό τόν Μητροπολίτη
ύπήγοντο Χωρεπίσκοποι, οί όποιοι, έχοντες τοπικήν αρμοδιότητα, απήρτιζον ύπό
τήν Προεδρίαν του Μητροπολίτου τοπικήν Σύνοδον, η οποία δέν υφίσταται σήμερον,
δ).Ό
θεσμός του Έξάρχου τής Διοικήσεως έχει ατονήσει παντελώς άπό του τέλους του 5ου
αιώνος και δέν υφίσταται πλέον ώς λειτούργημα στήν Έκκλησίαν μας. "Εξαρχος
τής Διοικήσεως ήτο Μητροπολίτης, ύπό τόν οποίον ύπήγοντο άλλοι Μητροπολίται,
όπως π.χ. κατά Ζωναράν ό Καισαρείας, ό Θεσσαλονίκης, ό Κορίνθου κ.λπ.
Ώς
πρός τό δεύτερον σημείον του ανακοινωθέντος παρατηρείται ότι προδήλως
η από Ιουνίου 2009 ευρισκομένη εις χείρας του Πατριαρχείου Έκκλητος αναφορά του
Παντελεήμονος Μπεζενίτη άπαραδέκτως υπεβλήθη και δεν γίνεται
δέκτη ούτε πρός συζήτησιν ύπό του Πατριάρχου, αφού ή καθαίρεσις έλαβε χώραν
βάσει νόμου του Ελληνικού Κράτους, του όποιου τήν ίσχύν έχει αποδεχθεί ή
Εκκλησία τής Ελλάδος, άλλά και τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον, τό όποιον ενέκρινε
το σχέδιον του ν. 590/77, βάσει του οποίου νόμου διετηρήθη εις ίσχύν ό ν.
5283/1932, μέ διάταξιν του οποίου (άρθρ. 160) έλαβε χώραν η
καθαίρεσις του Παντ. Μπεζενίτη.
Έφ' όσον
λοιπόν, η καθαίρεσις επεβλήθη βάσει νόμου τής Πολιτείας, ορθώς τό Πατριαρχείον
εις τό ώς άνω Άνακοινωθεν αποφαίνεται ότι δέν επιλαμβάνεται έκκλήτων άναφορών,
πού υποβάλλονται έπί τή βάσει νόμων οιουδήποτε Κράτους, έδώ του
Ελληνικού. Και εις αυτό πρέπει τό Πατριαρχείο να εμμείνει
ανυποχωρήτως χάριν του κύρους του και της κανονικής τάξεως.
Καλόν,
λοιπόν, θά ήτο, και πολλαπλώς ένδεδειγμένον, όπως τό Οίκουμενικόν Πατριαρχείον
εκδώσει άμελητί, χωρίς νά άναμένει τήν κατά Ίούνιον, διότι έπί τής πρωτοδίκου
αποφάσεως θ άποφανθή ό Οικουμενικός Πατριάρχης, έξάντλησιν τής κατά νόμον
ετησίας προθεσμίας, τήν απόφασίν του περί του όπαραδέκτου τής έκκλητου αναφοράς
του Παντ. Μπεζενίτου και νά λύση τάς χείρας τής τόσον ταλανισθείσης, όλως
αδίκως, Εκκλησίας τής Ελλάδος, ίνα προβή εις τήν πλήρωσιν τών έπί εξαετίαν
περίπου κατ' ανάγκην άποιμάντων ή ατελώς ποιμαινομένων περιοχών τής Αττικής,
δοθέντων τών περιορισμένων, διοικητικού, κυρίως, χαρακτήρος, δικαιωμάτων και
εξουσιών του έπί έξαετίαν τόσον βεβαρημένου Τοποτηρητού κατ' άρθρον 23 παρ. 2
του ν. 590/77.
Όσοι
αγαπούμεν, στηρίζομε και σεβόμεθα τόν θεσμόν του Οικουμενικού Θρόνου εύχόμεθα
και προσευχόμεθα νά δοθή αμέσως, χωρίς ν' αναμένεται ό Ιούνιος, άπό τον
Παναγιώτατον Πατριάρχην ή ώς άνω μόνη προσήκουσα, νόμω και Ίεροίς Κανόσι,
λύσις.
Παράτασις
τής έκκρεμότητος σημαίνει παράτασιν του σκανδάλου. Και ταύτα βλάπτουν τήν
Έκκλησίαν και επιφέρουν τις βαρύτατες συνέπειες του σκανδαλισμού, όπως τις
επισείει ό ίδιος ό Κύριός μας.
ΘΕΜΑ:
Υπόθεση του τέως Αττικής
κ.
Παντελεήμονα Μπεζενίτη. 3/5/2010
ΣΧΕΤΙΚΑ:
1.Υμέτερα,
13-2-2010,17-2-2010 & 29-4-2010, Πατριαρχικά Δελτία Τύπου της Αρχιγραμματείας.
2.Ημέτερα,
υπ' αριθ. 2397/1286/26-6-2009 Υπόμνημα Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος
κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και το από 2-3-2010 Δελτίον
Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
3.Συνοδικός
Πατριαρχικός Τόμος 29-6-1850, ν.5383/32, και Καν. ΚΕ' & ΛΔ' Αγ.
Αποστόλων.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ:
1.Η Νομοκανονικά αδικαιολόγητος εμμονή του Οικουμενικού Θρόνου, (ως άνω Δελτίον
Τύπου 29-4-2010 της Πατριαρχικής Αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου), στην τελεσιδίκως
και αμετακλήτως ήδη προ πολλού λήξασα Νομοκανονικά, και μη αναιρέσιμης,
(ημέτερον ΥΠΟΜΝΗΜΑ υπ' αριθ. 2397/1286/26-6-2009), υπόθεσης του
πρώην Αττικής και νυν Μοναχού κ. Παντελεήμονα Μπεζενίτη.
Δημιουργεί σοβαρότατα
Κανονικά=Αυτοκέφαλον, Καν. ΛΔ' Αγ. Αποστόλων, Συνοδικός
Πατριαρχικός Τόμος 1850), και Εθνικά(= πλαίσιο Νόμω κρατούσης Πολιτείας)
προβλήματα, ύστερα μάλιστα από το επίμονο και με πολλά ερωτηματικά, ως μη
όφειλε, υμέτερον ενδιαφέρον προς τον ως άνω πρώην Αττικής κ Παντελεήμονα
Μπεζενίτη.
2.Ο Μητροπολίτης πρίν αναλάβει διοικητικά καθήκοντα στην Ιερά Μητρόπολη για την
οποίαν εξελέγη, δίνει όρκο διαβεβαίωσης επί τη Αρχιερωσύνη του, όπου μεταξύ των
άλλων δηλώνει με κατηγορηματικότητα, ότι θα τηρεί «...απαρασαλεύτως τους ιερούς
Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνας και τας ιεράς Παραδόσεις, δηλοί δε υπακοήν
εις το Σύνταγμα και τους Νόμους του Κράτους», (ν.590/77 άρθρ. 16 παρ. 1 « Καταστατικός
Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος »).
3.Επειδή
οι Ιεροί Κανόνες έχουν αναγνωριστεί και από ισχύον Σύνταγμα της Χώρας,
(άρθρον3), τούτο σημαίνει ότι οσάκις κακουργηματικές πράξεις Ιερωμένων που
άπτονται Δικαστικής Κρίσης της Καθημένης Δικαιοσύνης, τα αρμόδια αυτά κοινά
Ποινικά Δικαστήρια στην έκδοση των Αποφάσεών τους, εμμέσως πλην σαφώς, είναι
υποχρεωμένα να λαμβάνουν, σιωπηρώς, υπόψη τους και την
βλάβη που προκαλείται, εκ των κακουργηματικών αυτών πράξεων.
Στην Εκκλησιαστική
Νομοκανονική Τάξη. Διό, όταν οι ποινές αυτές είναι καθαιρετικές, δεν ζητούν
απλώς, αλλά απαιτούν, από την Εκκλησία, «την καθαίρεσιν του καταδικασθέντος
άνευ ετέρας τινός διαδικασίας και να ανακοίνωση πάραυτα την γενομένην
καθαίρεσιν εις τον ανακοινώσαντα την ποινικήν απόφασιν Εισαγγελέα » (ν.5383/32
άρθρ. 160),
Και το πράττουν τούτο, τα αρμόδια κοινά Ποινικά Δικαστήρια της
καθήμενης Δικαιοσύνης, (υποδεικνύοντα - ερμηνεύοντα έτσι και την πραγματική
βούληση του Νομοθέτη του ως άνω ν.5383/32 άρθρ. 160), ώστε να μην υπάρξει η
Νομοκανονική παρανομία της εκδίκησης «δίς επί το αυτό», (Καν.
ΚΕ' των Αγ. Αποστόλων).
4.Επομένως,
βάσει των ως άνω υπομνησθέντων και ακροθιγώς πως εκτεθέντων, η υπόθεση του
πρώην Αττικής και νυν Μοναχού κ. Παντελεήμονα Μπεζενίτη έχει ήδη προ πολλού
λήξει κατάστασης ήδη αμετακλήτου και μη περαιτέρω αναιρεσίμου καί από
εκκλησιαστικής πλευράς. Διό δια του παρόντος παρακαλούνται τα αρμόδια εκείνα
όργανα της Κανονικής Επιτροπής.
Του κατά πάντα Σεβαστού Οικουμενικού θρόνου, να
είναι καλώς ενημερωμένα και περισσότερον προσεκτικά του λοιπού σε Νομοκανονικά
θέματα απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης στην αδελφή Ελλαδική Εκκλησία,
και να μην δημιουργούν, όλως αβασάνιστα, προβλήματα τόσον στην Αυτόκεφαλία
της, (Καν. ΛΔ' Αγ. Αποστόλων, Πατριαρχικός Συνοδικός Τόμος 1850), όσον
και στο πολύ λεπτό θέμα που οφείλει - υποχρεούται η Εκκλησία της Ελλάδος να
κινείται, στα πλαίσια δηλονότι του καθεστώτος της «Νόμω Κρατούσης
Πολιτείας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου