01 Μαρτίου, 2010

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΝ κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΝ

Αριθμ. Πρωτ. 2397

Αριθμ. Διεκπ. 1286

Παναγιώτατε Οικουμενικέ Πατριάρχα εν Χριστώ τω Θεώ λίαν αγαπητέ και περιπόθητε Αδελφέ και συλλειτουργέ της ημών ταπεινότητος κύριε Βαρθολομαίε την Υμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα αδελφικώς εν Κυρίω κατασπαζόμενοι, υπερήδιστα προσαγορεύομεν.

Επί της από 1ης Ιουνίου ε.ε. ασκηθείσης κατά της αποφάσεως 1/2009 του Πρωτοβαθμίου δι΄ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου και συνημμένη ώδε διαπεμπομένης προς Υμάς Εκκλήτου αναφοράς του καθαιρεθέντος Μητροπολίτου πρώην Αττικής κ. Παντελεημ. Μπεζενίτη μετά του συνοδεύοντος αυτή φακέλλου επαγόμεθα τα ως κάτωθι:

* * *

Εν πρώτοις εν σελίδι 1 του εν λόγω εγγράφου αναφέρεται ως προσβαλλομένη η υπ΄ αριθμ. 1/14.5.2009 απόφασις του Πρωτοβαθμίου δι΄ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν αντιδιαστολή τη κατακλείδι του εγγράφου (σελ. 40), όπου εκζητείται η ακύρωσις «της εκκαλουμένης αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου». Τοιαύτη Απόφασις της Δ.Ι.Σ. δεν υφίσταται, ώστε καθ΄ ερμηνείαν να θεωρώμεν ότι εκ παραδρομής μάλλον μνημονεύεται ως προσβαλλομένη δήθεν Απόφασις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.

Η υπό κρίσιν Έκκλητος αναφορά προβάλλει ενώπιον της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος – κατά το μείζον μέρος του κειμένου αυτής– ότι παρεβιάσθησαν διατάξεις τυπικών νόμων (Ν. 5383/1932 «Περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας», Ν. 2690/1999 «Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας και του εν Ελλάδι Συντάγματος παραβλέπουσα ότι η άσκησις της Εκκλήτου κατά τους Ιερούς Κανόνας και τα εκκλησιαστικά θέσμια κατατείνει εις την επανόρθωσιν της διαπιστουμένης παραβιάσεως Ιερών Κανόνων, καθ΄ όσον το Σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον διαφυλάτει την ενότητα της Πίστεως, πλην άλλων, μέσω του θεσμού της Εκκλήτου (αναφοράς) ασκούν εποπτείαν επί της τηρήσεως των Ιερών Κανόνων και Εκκλησιαστικών Παραδόσεων υπό των κατά τόπους Εκκλησιών, ουχί δε επί της τηρήσεως η μη των κατά τόπους πολιτειακών νόμων υπό των Εκκλησιών.

Παραμένει διάφορον και μη συγχεόμενον τοις ανωτέροις το ζήτημα εάν η τοπική Εκκλησία ετήρησε νομοθετικην διάταξιν παραβιάζουσαν τους Ιερούς Κανόνας. Όθεν, κατά πλήρη και ολοτελή παράβλεψιν της θέσεως και της αποστολής του Οικουμενικού Θρόνου, ο εκκαλών νυν δε ζητεί υπό της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος να κρίνητε περιδυόμενος τρίβων κοσμικού δικαστού επί της προβαλλομένης παραβιάσεως σειράς πολιτειακών διατάξεων. Δια τον λόγον αυτόν δεν πραγματοποιούμεν καμμίαν αναφοράν επί του περιεχομένου: α) του τρίτου λόγου («3. Παράβασις ουσιωδών τύπων της διαδικασίας», σελ. 9 εφεξής Εκκλήτου), όπου προβάλλεται παράβασις του άρθρου 99 του Ν. 5383/1932, του άρθρου 121 του Ν. 5383/1932, του άρθρου 15 του Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999) και του άρθρου 20 παρ 1 του ελληνικού Συντάγματος (σκέλος α΄, σελ. 9), ως και του άρθρου 21 του Ν. 5383/1932 (σκέλος β΄, σελ. 11 Εκκλήτου), του άρθρου 20 παρ 2 του ελληνικού Συντάγματος, των άρθρων 118, 119, 160 του Ν. 5383/1932 και 6 του Κώδικος Διοικητικής Διαδικασίας - Ν. 2690/1999 (σκέλος γ΄ υπό τον τίτλον «Παράβασις του ουσιώδους τύπου της προηγουμένης ακροάσεώς μου», σελ. 12 Εκκλήτου), του άρθρου 36 του Ν. 5383/1932 (σκέλος δ΄, σελ. 13-15 Εκκλήτου), του άρθρου 123 του Ν. 5383/1932 (ορ. σελ. 16 Εκκλήτου). β) του τετάρτου λόγου («4. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932»), κατά το μέρος του, δια του οποίου προβάλλεται η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932 σελ. 19-26 Εκκλήτου). γ) του λόγου υπό αριθμόν5*(«5. Αντικανονικότητα και αντισυνταγματικότητα του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932») ως προς τα σκέλη Α΄ («Αντίθεσις προς τα άρθρα 3 και 13 Συντ.», σελ. 27 Εκκλήτου), Β΄ («Αντίθεσις προς το άρθρο 20 Συντ.», σελ. 27-28 Εκκλήτου), Γ΄ («Αντίθεσις προς το άρθρο 4 Συντ.», σελ. 28-30 Εκκλήτου)

*[Διευκρινίζεται ότι μάλλον εκ παραδρομής μεταβάλλεται εις το κείμενον της Εκκλήτου η αρίθμησις των λόγων από αριθμητικής εις γραμματικήν από της σελίδος 32 και εξής, ενώ εκ παραδρομής υφίστανται δυο λόγοι Εκκλήτου, υπό αριθμόν 5 (σελ. 26) συντρεχόντως δε υπό ένδειξιν Ε. (σελ.32)]. δ) του ογδόου λόγου (Θ. Κατάργησις του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932 κατά το άρθρο 111 Συντ», σελ. 38-40 Εκκλήτου).

* * *

Επί της προβαλλομένης παραβάσεως της Υμετέρας Αποφάσεως (επιστολή υπ΄ αριθμ. 1203/2005) επί της προγενεστέρας Εκκλήτου Αναφοράς του ιδίου εκκαλούντος και σειράς Ιερών Κανόνων ως προς την δικονομικήν διαδικασίαν της καθαιρέσεως επαγόμεθα τα ακόλουθα: Προβάλλεται υπό του αιτούντος (πρώτος λόγος, σελ. 7-8 της Εκκλήτου) ότι παρεβιάσθη η Υμετέρα Απόφασις επί της προγενεστέρας από 31.8.2005 Εκκλήτου Αναφοράς ήτις ησκήθη κατά της από 8.8.2005 Αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος περί εκπτώσεως του εν λόγω εκκαλούντος (κατ΄ εφαρμογήν διατάξεως του άρθρου 15 του πολιτειακού Νόμου 1351/1983). Επιπλέον δε και εν συναφεία τω προδιαληφθέντι λόγω προτείνεται (δεύτερος λόγος, σελ. 8-9 Εκκλήτου) ότι το Επιτίμιον της καθαιρέσεως επεβλήθη «κατά κατάργησιν της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης» όπου μνημονεύεται σειρά Ιερών Κανόνων, τους οποίους είχε διαλάβει και εις την προγενεστέραν από 31.8.2005 Έκκλητον Αναφοράν του ο εκκαλών ως παραβιαζομένους υπό του άρθρου 15 του Ν. 1351/1983.

Εξ΄ ετέρου η παραβίασις των ιδίων Κανόνων προβάλλεται επί το αναλυτικότερον (δια παραθέσεως και του κειμένου των) και εν τω λόγω ΣΤ΄ της Εκκλήτου (σελ. 33-37 Εκκλήτου) υπό την έννοιαν της αρνητικής παραβιάσεως των, ήτοι της μη διενεργείας εκκλησιαστικής δίκης. Κατά την ανωτέρω Σεπτήν Πατριαρχικήν Επιστολήν προετρέπετο αδελφικώς η εν Ελλάδι Εκκλησία, όπως παραπέμψη τον εν λόγω Μητροπολίτην ως κατηγορούμενον ενώπιον των εκκλησιαστικών δικαστηρίων.

Ο δε νυν εκκαλών προτείνει ότι καθηρέθη εις εκτέλεσιν του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932 και «άνευ δίκης», ήτοι άνευ συλλογής στοιχείων και λήψεων απολογίας του επ΄ αυτών. Πρέπει όμως να επισημανθή ότι σημασία επί της προκειμένης υποθέσεως δεν έχει η διαρρήδην επίκλησις της διατάξεως του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932 εν τω κειμένω της αποφάσεως του Συνοδικού Δικαστηρίου (η οποία άλλωστε δεν είναι η μόνη αφ΄ ου και γίνεται επίκλησις και ιερού Κανόνος), αλλά δέον να αποβλέψη κανείς εάν πράγματι η διαδικασία επιβολής της καθαιρέσεως διεξήχθη καθ΄ ον εν τέλει τρόπον προβλέπει το άρθρον 160 του Ν. 5383/1932, ήτοι «άνευ ετέρας διαδικασίας» ήτοι εάν η διάταξις ετηρήθη ως προέβλεπε και μόνον, και εάν η αιτιολογία της εκκαλουμένης αποφάσεως 1/2009 του Συνοδικού Δικαστηρίου εξηντλήθη εις την άνευ ετέρου τινός επίκλησιν της ανωτέρω νομοθετικής διατάξεως.

Εν τη προκειμένη περιπτώσει: Δια της από 6.4.2005 αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου ησκήθη κανονική δίωξις κατά του εκκαλούντος επί: α) συμμετοχή εις εμπορικήν υπεράκτιαν εταιρίαν β) νοσφίσει και ιδιοποιήσει εκκλησιαστικών κινητών αξιών (ποσού έως 94.500.000 δραχμών) εκ της περιουσίας της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Όρους Αμώμων Νέας Μάκρης γ) ηθική αυτουργία εις τας εκνόμους κατά συναυτουργίαν μετ΄ αυτού ενεργείας της τότε Ηγουμένης της εν λόγω Μόνης μακαριστής Μακαρίας και του εργολάβου Διονυσίου Μπαρζού προς επίτευξιν της ως άνω αποδιδομένης νοσφίσεως και ιδιοποιήσεως, δ) απιστία περί την ανατεθείσαν υπό της Εκκλησίας προστασίας της περιουσίας της εν λόγω Μονής, ε) δεινοτάτω σκανδαλισμώ της συνειδήσεως των πιστών, εδόθη δε εντολή προς τον Σεβ. Μητροπολίτη Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ να διενεργήση ανακρίσεις.

Ο εν λόγω Ανακριτής Μητροπολίτης είχε ήδη καλέσει δια της από 18.7.2008 κλήσεώς του εις απολογίαν τον εκκαλούντα. Ώστοσον η κατά του εν λόγω Μητροπολίτου ανακριτική διαδικασία είχε παραμείνει εν εκκρεμότητι κατόπιν αιτήματος του ιδίου προβάλλοντος λόγους αδυναμίας να συμμετάσχη εις την διαδικασίαν της εκκλησιαστικής δίκης λόγω της καθείρξεώς του. Και το αίτημα εγένετο δεκτόν υπό της Δ.Ι.Σ. δια της από 28.8.2008 Αποφάσεώς Της, τη εισηγήσει του Ανακριτού, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ. Κατόπιν και της εις δεύτερον βαθμόν καταδίκης δια κακούργημα του εκκαλούντος υπό του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η Διαρκής Ιερά Σύνοδος δια της από 18 Νοεμβρίου 2008 ομοφώνου Αποφάσεώς Της απεφάσισεν όπως επιβέβαιώση ότι θα σεβασθή πλήρως την ισχύν και το περιεχόμενον της Υμετέρας Σεπτής Διαγνώμης (υπ΄ αριθμ. 1203/2005 Επιστολή), ως εξηνέχθη επί της προγενεστέρας Εκκλήτου Αναφοράς του εκκαλούντος και ενετείλατο προς τον Ανακριτήν επί της υποθέσεως, Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ, την σύνταξιν και παράδοσιν ανακριτικού Πορίσματος.

Ο εν λόγω Ανακριτής Μητροπολίτης είχε ήδη καλέσει δια της από 18.7.2008 κλήσεώς του εις απολογίαν τον εκκαλούντα, ο οποίος εν τέλει και παρέδωκεν την από 16.10.2008 έγγραφον απολογίαν του και αποδεικτικά στοιχεία προς απόκρουσιν των εκκρεμών κατ΄ αυτού κατηγοριών. Εξεζήτησε μάλιστα και την λήψιν μαρτυρικών καταθέσεων υπό μαρτύρων, ους προέτεινε προς υπεράσπισίν του τας οποίας όντως έλαβεν ο Ανακριτής. Αργότερον ο εκκαλών κατέθεσε και το από 26.11.2008 συμπληρωματικόν απολογητικόν υπόμνημά του προς τον Ανακριτήν μετά επιπλέον συνοδευτικών στοιχείων.

Ακολούθως ο Ανακριτής Μητροπολίτης παρέδωκε προς την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον Ανακριτικόν Πόρισμα (υπ΄ αριθμ. Συνοδ. πρωτ. 4422/18.12.2008). Δια του εν λόγω Πορίσματος έκρινεν ότι υφίστανται σοβαραί ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου και δέον, όπως παραπεμφθή ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού δι΄ Αρχιερείς Δικαστηρίου δια τα αδικήματα, α περιελήφθησαν εν τη 6.4.2005 Συνοδική Αποφάσει περί κανονικής διώξεώς του. Ο δε κατηγορούμενος εζήτησε δια του συνηγόρου του υπό της Δ.Ι.Σ. την δυνατότητα όπως εντός προθεσμίας τοποθετηθή επί του κατατεθέντος Ανακριτικού Πορίσματος (αίτησις υπ΄ αριθμ. Συνοδ. πρωτ. 115/14.1.2009).

Παρ΄ ότι τοιαύτη δυνατότης δεν παρέχεται εις κατηγορούμενον, ο οποίος ήδη απολογήθη εγγράφως και κατέθεσε και σειράν στοιχείων, εξ΄ετέρου δε μεταξύ της απολογίας και της καταθέσεως του Πορίσματος δεν παρενεβλήθη τι το καινόν, εν τούτοις η Διαρκής Ιερά Σύνοδος ορμωμένη εκ λόγων φιλανθρωπίας και εκ προθέσεως δαψιλούς παροχής του δικαιώματος υπερασπίσεως εις τον κατηγορούμενον παρέσχεν δια της από 14 Ιανουαρίου ε.ε. Αποφάσεώς Της (υπ΄ αριθμ. Συνοδ. πρωτ. 115/82/15.1.2009) εις αυτόν δεκαπενθήμερον προθεσμίαν προς εκ νέου κατάθεσιν εγγράφου υπομνήματός του επί του Ανακριτικού Πορίσματος. Της παρασχεθείσης δυνατότητος έκαμε χρήσιν ο κατηγορούμενος και κατέθεσε προς την Διαρκή Ιεράν Σύνοδον το υπ΄ αριθμ. Συνοδ. πρωτ. 323/29.1.2009 νεώτερον υπόμνημά του.

Η παραπομπή

Ακολούθως η Διαρκής Ιερά Σύνοδος δια της από 13ης Ιανουαρίου ε.ε. (υπ΄ αριθμ. Συνοδ. πρωτ. 112/41/13.1.2009) παρέπεμψε την ένδικον υπόθεσιν προς το Πρωτοβάθμιον δι΄ Αρχιερείς Συνοδικόν Δικαστήριον, εις την διάθεσιν του οποίου έθεσε πλήρη τον φάκελλον της υποθέσεως (ανακριτικόν υλικόν, μαρτυρικάς καταθέσεις και Πόρισμα του Σεβ. Μητροπολίτου Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ, εγγράφους απολογίας και υπομνήματα του κατηγορουμένου προς τον Ανακριτήν Μητροπολίτην και την Διαρκήν Ιεράν Σύνοδον, το ογκώδες υλικόν της ανακριτικής και ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Τριμελούς και Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, τας δυο αποφάσεις των Εφετείων Κακουργημάτων κλπ.).

Το Πρωτοβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον ετήρησε την κανονικότητα (αλλά και την νομιμότητα) συνελθόν τη προσκλήσει του Προέδρου του, Σεβ. Μητροπολίτου Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Μελετίου, προς κρίσιν περί της εφαρμογής η μη του άρθρου 146 του Ν. 5383/1932 εις συνεδριάσεις επί τω τέλει κρίσεως, εάν εκ των στοιχείων του εκκλησιαστικού – δικαστικού φακέλλου προέκυπτεν η ανάγκη επ΄ ακροατηρίου εκδικάσεως της υποθέσεως είτε έδει όπως ανασταλή η εκκλησιαστική δίωξις. Πράγματι κατά την διάταξιν του άρθρου 146 του Νόμου 5383/1932: «Το Πρωτοβάθμιον δια τους Αρχιερείς Δικαστήριον δύναται να αποφανθή ητιολογημένως ότι δεν υπάρχει αφορμή προς κατηγορίαν και να αναστείλη πάσαν περαιτέρω καταδίωξιν. Εάν το Πρωτοβάθμιον δια τους Αρχιερείς Δικαστήριον κρίνη ότι η ανάκρισις χρήζει συμπληρώσεως, διατάσσει την συμπλήρωσιν της ανακρίσεως, υποδεικνύον και τα συμπληρωτέα. Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν ορίζει την ημέραν και την ώραν προς συζήτησιν και διατάσσει την προ αυτού κλήτευσιν του κατηγορουμένου Αρχιερέως».

Εις εκτέλεσιν της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 146 (ήτις αφορά εις την προδικασίαν της δίκης) το Πρωτοβάθμιον Συνοδικόν δι΄ Αρχιερείς Δικαστήριον κατά την εν συμβουλίω συνεδρίασιν της 9ης Μαρτίου ε.ε. προήλθε κατά πλειονοψηφίαν (ψήφοις επτά προς πέντε) εις την προδικαστικήν κρίσιν ότι εκ του φακέλλου δεν εστοιχειοθετούντο επαρκείς ενδείξεις προς εκδίκασιν της υποθέσεως (Απαλλακτικόν Βούλευμα 1/2009). Συνεπώς και η «αναστολή της εκκλησιαστικής διώξεως» (θέσις της εις το αρχείον) δυνάμει της από 9ης Μαρτίου ε.ε. αποφάσεως του Συνοδικού Δικαστηρίου, καθ΄ ης βεβαίως δεν παραπονείται ο αιτών, δυνάμει διατάξεως (του άρθρου 146) του ιδίου πολιτειακού Νόμου 5383/1932 προεβλέπετο. Υπό την ιδίαν έννοιαν θα ηδύνατο να λεχθή ότι δια της από της 9ης Μαρτίου ε.ε. ληφθείσης προδικαστικής αποφάσεώς του το Πρωτοβάθμιον Συνοδικόν Δικαστήριον ενδεχομένως εκινδύνευεν όπως κατηγορηθή ότι παρεβίασε την απευθυνθείσαν δια της υπ΄ αριθμ. πρωτ. 1203/2005 Υμετέρας Επιστολής προς την εν Ελλάδι Εκκλησίαν αδελφικήν προτροπήν προς εκδίκασιν της υποθέσεως του εν λόγω κατηγορουμένου Μητροπολίτου επί της ουσίας (επιφυλασσομένης της εις δεύτερον βαθμόν κρίσεως του Πατριαρχείου εις περίπτωσιν καταδίκης του).

Ο Άρειος Πάγος

Ακολούθως, εξεδόθη η απόφασις υπ΄ αριθμ. 778/2009 του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου δι΄ ης απερρίπτετο η αίτησις αναιρέσεως του εν λόγω κατηγορουμένου κατά της αποφάσεως 1771/2008 του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, καταστάσης αμετακλήτου της καταδίκης του κατηγορουμένου εις κάθειρξιν εξ (6) ετών και στέρησιν των πολιτικών του δικαιωμάτων επί τρία (3) έτη δια κακούργημα (κατ΄ εξακολούθησιν υπαιξέρεσιν εν τη υπηρεσία) τελεσθέντος εις βάρος της περιουσίας της Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Νέας Μάκρης Αττικής. Κατόπιν τούτων η δικαστική απόφασις εκοινοποιήθη υπό του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου (δια του υπ΄ αριθμ. πρωτ. 1857/6.5.2009) προς τον Πρόεδρον της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου η απόφασις του Αρείου Πάγου.

Το διαβιβαστικόν έγγραφον πράγματι έκαμε λόγον περί εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932. Εξεταστέον όμως εάν πράγματι ετηρήθη η νομιμότης κατά τρόπον προσβάλοντα την κανονικότητα της διαδικασίας. Δια της υπ΄ αριθμ. πρωτ. 1701/903/7.5.2009 προσκλήσεώς του ο Πρόεδρος του Πρωτοβαθμίου δι΄ Αρχιερείς Συνοδικού Δικαστηρίου Σεβ. Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Μελέτιος συνεκάλεσε το Συνοδικόν Δικαστήριον.

* * *

Το Συνοδικόν Δικαστήριον, ως σαφώς προκύπτει εκ της αναγνώσεως της αποφάσεως 1/2009 (σελ.3 παράγραφος στ΄ Αποφάσεως 1/2009 ρητώς εμελέτησε εκ νέου: α) υπό το φως της νεωτέρας αποφάσεως 778/2009 Αρείου Πάγου (βλ. παράγραφον ε΄ της Αποφάσεως 1/2009, σελ. 3). β) την τελεσίδικον απόφασιν 1771/2008 του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. γ) τα πρακτικά 477Α΄, 1099, 1656Α΄του ιδίου Πενταμελούς Εφετείου, τα οποία απετέλουν και στοιχεία του εκκλησιαστικού – δικαστικού φακέλλου της υποθέσεως. Συνεπώς εχώρησεν και εις ουσιαστικήν μελέτην του υλικού της ενδίκου υποθέσεως.

* * *

Το Συνοδικόν μάλιστα Δικαστήριον κατηγορηματικώς μη εξαρκούμενον εις την μονοσήμαντον τήρησιν της νομιμότητος (160 του Ν. 5383/1932), διέλαβεν κρίσιν ότι ηδύνατο να χωρήση εις την κρίσιν επί της ενοχής του κατηγορουμένου «άνευ ετέρας διαδικασίας», υπό την έννοιαν πλέον της μη «εκ νέου» κλήσεως αυτού εις απολογίαν, διότι ούτος ήδη ηκούσθη και υπέβαλεν απολογητικά υπομνήματα (πλέον της μιας φοράς) επί των ιδίων ακριβώς αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία είχον τεθή υπ΄ όψιν του ως περιεχόμενον του εκκλησιαστικού φακέλλου (παράγραφος θ΄ της Αποφάσεως 1/2009, σελ. 4).

Η εφαρμογή του νόμου

Και εις το διατακτικόν της αποφάσεως διευκρινίζεται (ακριβώς προς κατάστασιν διακριτής της τηρήσεως – πέραν της νομιμότητος – και της κανονικότητος) ότι το Συνοδικόν Δικαστήριον αποφασίζει – προεχόντως – ως Δικαστήριον, ήτοι αποφασίζει και κρίνει επί της ενοχής του κατηγορουμένου, και δευτερευόντως ως διαπιστωτικόν όργανον δεσμευόμενον υπό της αμετακλήτου αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Δι΄ ο και αναφέρεται ότι η απόφασις εκδίδεται και η καθαίρεσις επιβάλλεται υπό των Συνοδικών Δικαστών «ενεργούντες και σαν διαπιστωτικό όργανο [κατ΄ αρχήν συνεπώς ως Δικαστήριον], με την απόφαση – πράξη μας αυτή επιβάλλομε στον Μητροπολίτη πρώην Αττικής Παντελεήμονα Μπεζενίτη την κατά τα εκκλησιαστικά θέσμια από τις διατάξεις του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932 οριζομένη καθαίρεσή του από το αρχιερατικό του αξίωμα και την επαναφορά του στην τάξη των μοναχών» (σελ. 6 Αποφάσεως 1/2009). Τα ανωτέρω συνεπάγονται ότι το Δικαστήριον ελειτούργησε και ως Εκκλησιαστικόν Δικαστήριον (και βεβαίως κατά τους νόμους της Ελληνικής Πολιτείας).

* * *

Επί της προβαλλομένης παραβάσεως της Υμετέρας Αποφάσεως (Επιστολή υπ΄ αριθμ. 1203/2005) επί της προγενεστέρας Εκκλήτου Αναφοράς του ιδίου εκκαλούντος και σειράς Ι. Κανόνων ως προς την ουσιαστικήν κρίσιν επί της καθαιρέσεως, επαγόμεθα τα ακόλουθα: Η Έκκλητος μνημονεύει (σκέλος δ’ του λόγου υπό αριθμόν 5, σελ. 30- 32 Εκκλήτου και λόγος υπό ένδειξιν Ε, σελ. 32 Εκκλήτου) ως παραβιαζομένην υπό της διατάξεως του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932 σειράν ουσιαστικών Ι. Κανόνων, τους οποίους είχε διαλάβει και εις την προγενεστέραν από 31.8.2005 Έκκλητον Αναφοράν του ο εκκαλών ως παραβιαζομένους υπό του άρθρου 15 του Ν. 1351/1983.

Ωστόσον, ως προελέχθη, δέον να αποβλέψη κανείς εάν όντως εφηρμόσθη άνευ ετέρου το άρθρον 160 του Ν. 5383/1932 και η καθαίρεσις επεβλήθη μόνον ως παρεπόμενον της ποινικής καταδίκης μέτρον άνευ ουδεμίας κρίσεως του Δικαστηρίου επί της ενοχής του κατηγορουμένου ή και ως πνευματικόν επιτίμιον, του κατηγορουμένου θεωρουμένου ως ενόχου τελέσεως ενίου παραπτώματος κατονομαζομένου εν τη Αποφάσει 1/2009. Το Συνοδικόν Δικαστήριον συνεδρίασε μεν κατόπιν κοινοποιήσεως της δικαστικής αποφάσεως 778/2009 υπό του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου περί εφαρμογής του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932 καθ΄ όσον όμως αφορά την τήρησιν των κανονικών του υποχρεώσεων ως πνευματικού οργάνου της Εκκλησίας, εξέφερε κρίσιν επί της ενοχής του κατηγορουμένου, εν αντιδιαστολή προς τα εν τη Εκκλήτω αναφορά διαλαμβανόμενα.

Ιδιαιτέρως σημαντικόν στοιχείον είναι ότι η κρίσις περί καταδίκης του κατηγορουμένου εστηρίχθη επαλλήλως, δηλαδή εκ παραλλήλου, αλλά και αυτοτελώς (και πέραν του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932 εις τους Ιερούς Κανόνας ως προκύπτει εκ της παραγράφου ιβ΄ της αποφάσεως 1/2009 του Συνοδικού Δικαστηρίου (σελ. 5 Αποφάσεως). Ο εκκαλών ουδένα λόγον Εκκλήτου προβάλλει δια τυχόν πλημμελή ερμηνείαν ή εφαρμογήν του εφαρμοσθέντος Ιερού Κανόνος, τον οποίο επικαλείται ρητώς προς αυτοτελή επιστήριξίν της η απόφασις 1/2009. Κατά τον μνημονευόμενον εν τη αποφάσει 1/2009 Κανόνα κε΄ των Αγίων Αποστόλων, ως επιβεβαιούται και δια του Κανόνος κη΄ του Γργορίου του Νηστευτού, ορίζεται ότι: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος, επί πορνεία ή επιορκία ή κλοπή αλούς, καθαιρείσθω και μη αφοριζέσθω. Λέγει γαρ η γραφή˙ Ούκ εκδικήσεις δις επί το αυτό. Ωσαύτως και οι λοιποί κληρικοί.

Συνεπώς, ούτε εξήρκεσε προς διαμόρφωσιν της κρίσεως του Συνοδικού Δικαστηρίου απλώς και μόνον το γεγονός της υπάρξεως μιας διατάξεως πολιτειακού νόμου (160 του Ν. 5383/1932), ήτις επέβαλλε αυτόχρημα την καθαίρεσιν Μητροπολίτου άμα τη αμετακλήτω καταδίκη του δια κακούργημα, ούτε η καθαίρεσις απεφασίσθη άνευ ετέρας διαδικασίας, και μόνον ως «διοικητικόν μέτρον» αλλά εκ παραλλήλου προς το άρθρον 160 του Ν. 5383/1932, εφηρμόσθη και Ιερός Κανών και η καθαίρεσις επεβλήθη δια το αδίκημα (κλοπή), το οποίον ο εν λόγω Κανών εξονομάζει ως επισείον αυτήν.

Πράγματι τόσον εις την παράγραφον β΄ της αποφάσεως 1/2009 (σελ. 2 αποφάσεως), αλλά και εις την παράγραφον στ΄ (σελ. 3 αποφάσεως) διαμνημονεύεται το αδίκημα (υπαιξέρεσις εις βάρος της περιουσίας της Ιεράς Μονής), εν τη παραγράφω ιβ΄ (σελ. 5 αποφάσεως) περιλαμβάνεται εν πλήρει κειμένω ο εκ παραλλήλου προς τον πολιτειακόν Νόμον εφαρμοστέος Ιερός Κανών (κε΄ Αγίων Αποστόλων), όπως και εν τω διατακτικώ της αποφάσεως ανεγράφη ότι επιβάλλεται η καθαίρεσις ως διττώς θεμελιουμένη εις τη διάταξιν του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932 «και κατά τα εκκλησιαστικά θέσμια» (σελ. 6 αποφάσεως)

Δεν γίνεται αποδεκτή

Θεωρούμεν ότι και μόνον εκ του λόγου ότι ο εκκαλών ουδέν προβάλλει κατά της ορθότητος της εφαρμογής του εν λόγω Ιερού Κανόνος κε΄ των Αγίων Αποστόλων εν ω η επίκλησις και η εφαρμογή του εξαρκεί εξ΄ απόψεως Κανονικού Δικαίου προς επιστήριξιν της αποφάσεως 1/2009, δια τούτο δεν δύναται να γίνη δεκτή η Έκκλητος αναφορά, ως στηριζομένης της προσβληθείσης Αποφάσεως επαλλήλως και εις αιτιολογίαν, περί της βασιμότητος της οποίας ουδέν παράπονον ή αιτίασιν εμερίμνησεν όπως διαλάβη η Έκκλητος αναφορά.

Όθεν η διάταξις του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932 δεν εφηρμόσθη ως ακριβώς έχει διατετυπωμένη, ως αβασίμως προβάλλεται εν τω κειμένω της Εκκλήτου Αναφοράς. Όλως πάντως επικουρικώς θέτομεν υπό την Υμετέραν κρίσιν και το επιχείρημα ότι το οικείον άρθρον (160) του Νόμου 5383/1932, ο οποίος μέχρις εκδόσεως νεοτέρου Νόμου περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων διατηρείται εν ισχύι κατά το άρθρον 44 παρ. 1 του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977) ευρίσκεται εν πλήρη αρμονία και προς την διάταξιν του άρθρου 18 παρ. 1 περίπτ. ζ΄ του ιδίου Καταστατικού Χάρτου, καθ΄ ην απαγορεύεται η εγγραφή εν τω Καταλόγω των προς Αρχιερατείαν Εκλογίμων, οίτινες έχουν καταδικασθή υπό ποινικού δικαστηρίου δια κακούργημα ή έχουν στερηθή των πολιτικών των δικαιωμάτων, εξαρκούσης προς τούτο της κρίσεως των πολιτειακών – ποινικών δικαστηρίων. Κατά το οικείον εδάφιον του άρθρου 18:

«1. Ίνα εγγραφή τις εις τον κατάλογον των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων δέον να έχη τα εξής προσόντα: α)…ζ) Να μη έχη καταδικασθή αμετακλήτως υπό Συνοδικού μεν Δικαστηρίου εις ποινήν αργίας ανωτέραν των εξ μηνών, υπό δε των πολιτειακών δικαστηρίων εις ποινήν συνεπαγομένην στέρησιν των πολιτικών δικαιωμάτων αυτού και μετά την λήξιν του ορισθέντος δια την στέρησιν χρόνου, ως και εις οιανδήποτε ετέραν ποινήν, είτε δια κακούργημα είτε δια τι των εν άρθρω 18 παρ. 2 του Ν. 1811/51 ποινικών αδικημάτων. Παραπομπή επί τινί των ανωτέρω πράξεων η μη αμετάκλητος καταδίκη επί αυτή εμποδίζει την εν τω καταλόγω εγγραφήν μέχρι της εκδόσεως αμετακλήτου αθωωτικής αποφάσεως ή απαλλακτικού βουλεύματος. Η καθ΄ οιονδήποτε τρόπον άρσις των συνεπειών της καταδίκης δεν αίρει το προς εγγραφήν εις τον κατάλογον των εκλογίμων κώλυμα».

Η παραπάνω διάταξις, ήτις διακωλύει την υποψηφιότητα κληρικού προς χειροτονίαν του εις τον βαθμόν του Επισκόπου/Μητροπολίτου αποτελεί την αντίστροφον όψιν του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932 υπό την έννοιαν ότι η τελευταία θεμελίοι λόγον αποβολής της Αρχιερατικής τιμής δια τον κεκτημένον αυτήν ένεκεν ποινικής καταδίκης δια κακούργημα. Ουδέποτε ως σήμερον υπεστηρίχθη ότι η ρύθμισις είναι αντικανονική ως αποτελούσα κοσμικήν επέμβασιν, ήτις παραβιάζει Ιερούς Κανόνας.

Η συναλληλία

Εξ΄ απόψεως μάλιστα Εκκλησιαστικής Παραδόσεως υπενθυμίζομεν ότι κατά την βυζαντινήν περίοδον ίσχυσεν η συναλληλία των πολιτειακών και εκκλησιαστικών δικαστηρίων ως προς την εκδίκασιν του ιδίου αδικήματος, προεβλέπετο δε ότι εάν κληρικός εδικάζετο υπό κοσμικού δικαστηρίου και κατεγινώσκετο η ενοχή του παρεπέμπετο εις το εκκλησιαστικόν δικαστήριον προς επιβολήν της καθαιρέσεως, μετά δε την καθαίρεσιν η υπόθεσις επέστρεφεν εις το κοσμικόν δικαστήριον προς επιβολήν της ποινής του πολιτειακού δικαίου (Ιουστινιάνειος Νεαρά 123, 21, 1). Κατά την διάταξιν της Νεαράς ορίζεται:

«Ει δε έγκλημα είη το καθ΄ οιουδήποτε των μνημονευθέντων ευλαβεστάτων προσώπων [ήτοι κατά κληρικού ή μοναχού ή διακονίσσης ή μοναστρίας ή ασκητρίας] επιφερόμενον, ει μεν παρά επισκόπω τις κατηγορηθή και αυτός την αλήθειαν ευρείν δυνηθή, από της τιμής ήτοι του βαθμού τούτον κατά τους εκκλησιαστικούς κανόνας εκβαλλέτω και τηνικαύτα ο πρόσφορος δικαστής τούτον συνεχέτω και κατά τους νόμους την δίκην εξετάζων πέρας αυτή επιτιθέτω. Ει δε πρότερον τω πολιτικώ άρχοντι προσέλθη ο κατήγορος και το έγκλημα δια νομίμου εξετάσεως δυνηθείη αποδειχθήναι, τότε τη επισκόπω των τόπων τα υπομνήματα φανερούσθω, και ει εξ΄ αυτών γνωσθή τα προτεθέντα εγκλήματα πλημμελήσαι αυτόν, τότε αυτός ο επίσκοπος τούτον κατά τους κανόνας από της τιμής ήτοι του βαθμού ον έχει χωριζέτω, ο δε δικαστής εκδίκησίν τοι του βαθμού ον έχει χωριζέτω, ο δε δικαστής εκδίκησιν αυτώ επιφερέτω νόμοις αρμόδιον».

Κατά την ανωτέρω ισχύσασαν Νεαράν ή ενώπιον εκατέρας των δικαιοδοσιών, εκκλησιαστικής ή κρατικής, έγερσις κατηγορίας θεμελιοί αρμοδιότητα εκδικάσεως της υποθέσεως, όθεν οι επί παραβάσει του κοινού δικαίου κατηγορούμενοι κληρικοί εξακολουθούν υπαγόμενοι και εις την δικαιοδοσίαν των κοσμικών δικαστηρίων, τα οποία, εφ΄ όσον επιληφθούν προτέρον των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, μετά την διαπίστωσιν διαπράξεως αδικήματος υποχρεωτικώς παραπέμπουν την υπόθεσιν προς τον αρμόδιον επίσκοπον, ώστε να επιβάλη την καθαίρεσιν του κληρικού (και δη άνευ δίκης ως φαίνεται κατά την διάταξιν) προ της τιμωρήσεως του κατά το πολιτειακόν δίκαιον. Και η ανωτέρω πολιτειακή ρύθμισις της βυζαντινής περιόδου εξ΄ όσων γνωρίζομεν διαχρονικώς δεν έτυχεν αρνητικής κριτικής υπό της Αγιωτάτης Εκκλησίας ως εισάγουσα αντικανονικήν επέμβασιν εις τα εσωτερικά της θέσμια.

* * *

Επί της μη λήψεως υπ΄ όψιν της αιτήσεως περί εξαιρέσεως μελών του Συνοδικού Δικαστηρίου (σκέλος δ΄ του τρίτου λόγου, σελ. 13 – 15), αν και η εν λόγω αιτίασις προτείνει την παράβασιν κανόνων του πολιτειακού δικαίου, εν τούτοις λεκτά τα ακόλουθα εκ μόνης της επόψεως του Κανονικού Δικαίου, το παράπαν μη απτομένων του πολιτειακού δικαίου: Η υποχρέωσις αποχής («αυτοεξαιρέσεως»), ως και το δικαίωμα αιτήσεως περί εξαιρέσεως Δικαστού παρέχεται επί περιπτώσεως εκφράσεως υπό του ιδίου γνώμης υπέρ ή εις βάρος των συμφερόντων του κατηγορουμένου επί της ιδίας υποθέσεως ή της υπάρξεως σχέσεων εχθρότητος μετά του κατηγορουμένου.

Δι΄ ουδεμίας εκ των κατατεθειμένων αιτήσεών του ο εκκαλών επεκαλείτο ότι οι Μητροπολίται, ων την εξαίρεσιν εξεζήτει έχουν εκφρασθή επί της ιδίας υποθέσεως, ήτοι της τελέσεως ή όχι του προειρημένου περιουσιακού αδικήματος κατά της ανωτέρω Ιεράς Μονής κατά την συγκεκριμένην χρονικήν περίοδον. Δι΄ ο και η μη έκφρασις γνώμης του Δικαστηρίου αποτελεί σιγή απόρριψίν των.

Ως προς τον Πρόεδρον

Ως προς μεν τον Πρόεδρον του Δικαστηρίου Σεβ. Μητροπολίτην Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Μελέτιον (αίτησις υπ΄ αριθμ. Συνόδ. πρωτ. 1771/13.5.2009) κατετέθησαν στοιχεία περί της καταθέσεώς του ως μάρτυρος κατηγορίας παλαιότερον εις ανακριτικήν διαδικασίαν επί ποινικής υποθέσεως, αλλά υπό διάφορον αντικείμενον με διάδικον (μηνυόμενον) τον εκκαλούντα. Εάν ίσχυεν ο λόγος αυτός όμως δεν είναι κατανοητόν δια ποιον λόγον ο εκκαλών δεν τον προέβαλε και προ της εκφοράς οιασδήποτε κρίσεως του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως (και βεβαίως προς της λήψεως της από 9ης Μαρτίου ε.ε. προδικαστικής αποφάσεως περί θέσεως του φακέλλου εις το αρχείον). Υπενθυμίζεται, αν και άνευ σημασίας προκειμένης της κρίσεως της Εκκλήτου, ότι κατά τον Ν. 5383/1932 η αίτησις εξαιρέσεως δέον όπως υποβάλληται προ πάσης υποβολής του κατηγορουμένου εις οιονδήποτε ενέργειαν υπό του θεωρουμένου ως εξαιρετέου εις οιανδήποτε ενέργειαν υπό του θεωρουμένου ως εξαιρετέου οργάνου (άρθρον 34: Η περί εξαιρέσεως αίτησις δι΄ υπόνοιαν μεροληψίας πρέπει να υποβάλλεται πριν ή ο αιτών κατηγορούμενος υποβλήθη οπωσδήποτε υπό την ενέργειαν την αφορώσαν εις την άσκησιν των καθηκόντων του εξαιρέτου, άλλως είναι απαράδεκτος…»)

Ως προς δε τους Σεβ. Μητροπολίτας Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Αλέξανδρον και Άρτης κ. Ιγνάτιον (αίτησις υπ΄ αριθμ. Συνοδ. πρωτ. 1772/13.5.2009) μέλη του Δικαστηρίου (αλλά και τους λοιπούς Μητροπολίτας αίτησις υπ΄ αριθμ. Συνοδ. πρωτ. 1773/13.5.2009), οι οποίοι συνυπέγραψαν κοινήν επιστολήν (υπογραφομένην υπό είκοσι πέντε (25) Μητροπολιτών) περί της δυνατότητος εφαρμογής η μη της διατάξεως του άρθρου 160 του Ν. 5383/1932, δια της οποίας εξέφραζον αμιγώς νομικά επιχειρήματα ως προς την δυνατότητα εφαρμογής και την κανονικότητα της ύπερθεν αναφερομένης νομοθετικής διατάξεως εν όψει της εντόνου και δημοσίας τότε συζητήσεως και αρθρογραφίας εις τον εν Ελλάδα καθημερινόν και νομικόν τύπον περί της δυνατότητος εφαρμογής της. Δεν εξέφερον γνώμη ούτε επί της ενοχής του κατηγορουμένου, ούτε επί της προσωπικότητός του, ούτε προέκυπτε ότι η εκφορά της νομοκανονικής των απόψεως απετέλει απόρροια εχθρότητος τινος κατά του προσώπου του κατηγορουμένου.

Είναι γενικώς παραδεδομένον ακόμη και δια Δικαστάς των πολιτειακών δικαστηρίων ότι η εκφορά της νομικής γνώμης των π.χ. δια της αρθρογραφίας ή και συγγραφής βιβλίων ή δημοσιεύσεως σχολίων επί της ορθότητος ή της εφαρμογής διατάξεων νόμων, δεν καθιστά αυτούς εξαιρετέους εις περίπτωσιν κλήσεώς των προς εφαρμογήν των ιδίων διατάξεων κατά την ενάσκησιν των καθηκόντων των. Ο λόγος μάλιστα αλυσιτελώς προβάλλεται, καθ΄ όσον και δια της μη προσμετρήσεως των ψήφων των δυο Δικαστών, υφίσταται εν πάση περιπτώσει πλειονοψηφία υπέρ της καθαιρέσεως του κατηγορουμένου, καθιστάμενου του λόγου της Εκκλήτου απορριπτέου.

* * *

Εναντιοδρομούν

Επί της προβαλλομένης μη καταχωρίσεως της διαφωνίας τεσσάρων Συνοδικών Δικαστών εις την απόφασιν 1/2009 (σελ. 17 Εκκλήτου) και επιπλέον της ελλείψεως ορθής αιτιολογίας της ψήφου των εν λόγω Δικαστών (σελ. 17 - 18 Εκκλήτου) επαγόμεθα τα ακόλουθα: Εν πρώτοις οι δυο λόγοι της Εκκλήτου εναντιοδρομούν αλλήλοις, καθ΄ όσον προβάλλουν και ότι δεν κατεχωρίσθη η διαφωνία τεσσάρων Συνοδικών (του Σεβ. Μητροπολίτου Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ. Νικοδήμου, του Σεβ. Μητροπολίτου Μηθύμνης κ. Χρυσοστόμου, του Σεβ. Μητροπολίτου Μυτιλήνης, Ερεσσού και Πλωμαρίου κ. Ιακώβου και του Σεβ. Μητροπολίτου Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κ. Κωνσταντίνου), εις την απόφασιν 1/2009 και ότι η ψήφος των τριών εκ των ανωτέρω Δικαστών, ως έχει καταχωρισθή, είναι πλημμελώς ητιολογημένη, διότι πλησίον της υπογραφής των, παρά πόδας της αποφάσεως, ανέγραψον ο μεν Σεβ. Μητροπολίτης Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ. Νικόδημος την φράσιν «παρά συνείδησιν», οι δε Σεβασμιώτατοι Μητροπολίται Μηθύμνης κ. Χρυσόστομος και Μυτιλήνης, Ερεσσού και Πλωμαρίου κ. Ιάκωβος την λέξην «διαφωνώ»

Δια τους τέσσαρις

Πρώτον επί του ζητήματος της καταχωρίσεως της αποκλινούσης απόψεως των ανωτέρω τεσσάρων Σεβ. Μητροπολιτών, αυτή κατετέθη (δια της επιστολής υπ΄ αριθμ. Συνοδ. πρωτ. 1806/14.5.2009) προς την ημετέρα ταπεινότητα ως Προέδρου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, παρεπέμφθη υπ΄ εμού και ετέθη αυθημερόν εις τον δικαστικόν φάκελλον του Συνοδικού Δικαστηρίου, εν ω και ευρίσκεται. Ως γνωστόν εξ΄ άλλου, μια απόφασις Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου δύναται να συμπληρούται και υπό των στοιχείων του φακέλλου αυτής, τα οποία επιστηρίζουν την αιτιολογίαν της (η οποία απόφασις κατά το ελληνικόν δίκαιον και ως προς τας νομικάς σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι διοικητική πράξις και υπάρχει ρητή πρόβλεψις εις τον Ν. 2690/1999 – άρθρον 17 – ότι δύναται η αιτιολογία εκάστης πράξεως να προκύπτη και εκ του φακέλλου). Ζήτημα πάντως μη καταχωρίσεως ή παρεμποδίσεως της γνώμης των εν λόγω Δικαστών δεν υφίσταται, εφ΄ όσον καθηκόντως η επιστολή των παρεδόθη υπό της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου προς το Πρωτοβάθμιον δι’ Αρχιερείς Συνοδικόν Δικαστήριον και κατεχωρίσθη εις τον φάκελλον της υποθέσεως και δεν απεκρύβη, εντεύθεν συνιστά στοιχείον του φακέλλου.

Περαιτέρω ως προς τον έτερον λόγον (σελ. 17 - 18 Εκκλήτου) ότι η ψήφος τριών Δικαστών είναι πλημμελώς, ήτοι αντιφατικώς, ητιολογημένη διότι εν κατακλείδι της αποφάσεως 1/2009 και πλησίον της υπογραφής των έθεσον φράσεις όπως «παρά συνείδησιν» και «διαφωνώ» νομίζομεν ότι πρέπει να απορριφθή ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι και δια της ενδεχομένου μη προσμετρήσεως των εν λόγω ψήφων ως ελλιπώς ητιολογημένων, ακόμα και δια της θεωρήσεώς των ως ψήφων μειοψηφίας και αύθις η απόφασις 1/2009 λόγω της πλειονοψηφίας εκ των λοιπών εννέα (9) παραμένει ισχυρά, του αποτελέσματος της κρίσεως του Δικαστηρίου μη αναιρουμένου. Προς τούτοις δε προβάλλονται και άνευ εννόμου συμφέροντός του εκκαλούντος, καθ΄ όσον προβάλλουν ως ελλιπώς ητιολογημένας τας υπέρ του εκκαλούντος δοθείσας τας ψήφους. Υπό τα δεδομένα αυτά έχομεν την γνώμην ότι είναι απορριπτέοι οι ανωτέρω λόγοι Εκκλήτου.

* * *

Δικαιολογημένη η αποχή

Επί της προσβαλλομένης παραβιάσεως της αρχής «ου χρη δις εκδικείν επί το αυτό» (Κανόνες κε΄ Αγίων Αποστόλων, Μ. Βασιλείου κγ΄, λβ΄, να΄) κατά τον έβδομον λόγον υπό ένδειξιν Ζ΄ (σελ. 37 – 38) επαγόμεθα τα ακόλουθα: Προβάλλεται δια του εβδόμου λόγου υπό τον δυσνόητον τίτλον: «Ζ. Αντικανονικότης του άρθρου 160 του νόμου 5383/1932 προς την αρχή ότι «Ου χρη δις εκδικείν επί το αυτό» ή «Ου γαρ εκδικήσεις δις επί το αυτό» (…) εκ μέρους της εκκαλουμένης» ότι κατά παράβασιν της ανωτέρω αρχής η απόφασις 1/2009 περί καθαιρέσεως του εκκαλούντος δεν περιείχε μνείαν της από της 9ης Μαρτίου ε.ε. προδικαστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου, διότι η τελευταία απόφασις παρήγαγεν ουσιαστικόν «δεδικασμένον» επί της αθωότητος του εκκαλούντος και εκώλυε πάσαν περαιτέρω ενασχόλησιν της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης μετά την 9ην Μαρτίου ε.ε.

Συνεπώς κατά την εκδοχήν ταύτην μετά την αμετάκλητον καταδίκην εις εξαετή κάθειρξιν του εκκαλούντος δια κακούργημα υπό του Αρείου Πάγου (απόφασις 778/2009) ώφειλε το Συνοδικόν Δικαστήριον, όπως απόσχη πάσης κρίσεως και επιβολής επιτιμίου, ένεκεν της προηγουμένης κρίσεως του προς αναστολήν της διώξεως δυνάμει του άρθρου 146 του Ν. 5383/1932.

* * *

Προεχόντως δέον όπως τονισθή ότι οι ανωτέρω Κανόνες διακωλύουν ουχί την δις κρίσιν προς διακρίβωσιν τελέσεως η μη παραπτώματος τινος, αλλά την επιβολήν «δις εκδικήσεως», ήτοι δις επιτιμίου επί του ήδη αυτού τιμωρηθέντος παραπτώματος. Δεν πρόκειται δηλαδή περί Ιερών Κανόνων, οίτινες κατοχυρούν «δεδικασμένον» και δη υπό αρνητικήν έννοιαν, ήτοι της παρεμποδίσεως του Επισκόπου ή της Συνόδου των Επισκόπων να κρίνουν εκ δευτέρου επί της ιδίας υποθέσεως, εφ΄ όσον έχουν προς τούτο νεώτερα στοιχεία, αλλά ορίζουν ότι δεν χωρεί δεύτερον επιτίμιον, πνευματικόν μέτρον προς επάνοδον του μέλους της Εκκλησίας εις την οδόν των Ευαγγελικών εντολών.

Περί κυρώσεως

Και η παραπάνω ερμηνεία θεωρούμεν ότι ευσταθεί, διότι εν όψει του χαρακτήρος των επιτιμίων του Κανονικού Δικαίου ουχί ως «κακών», «κυρώσεων» ή «ποινών», ως δυστυχώς παραδέδοται και έχει διαδοθή υπό του πολιτειοκρατικού πνεύματος ερμηνείας των Κανόνων, αλλά ως πνευματικών παρεμβάσεων της ποιμενούσης Εκκλησίας επ΄ ωφελεία του υποπέσαντος εις παράπτωμα, ή τυχόν εκ νέου έρευνα της τελέσεως του αδικήματος συντείνει επ΄ αγαθώ και του ιδίου του σφήλαντος να μη αποφύγη το μέτρον, το οποίον θα τον νουθετήση και θα τον οδηγήση εις την πνευματικήν και ενίοτε σωματικήν άσκησιν, ώστε να αποφύγη αργότερον την εκ νέου πτώσιν. Εις το ορθόν της προτεινομένης ερμηνείας κατατείνει και η συστηματική τοποθέτησις του επιμάχου εδαφίου του Κανόνος κε΄ των Αγίων Αποστόλων, ο οποίος εν πλήρει διατυπώσει καθορίζει ότι: «Επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος, επί πορνεία ή επιορκία ή κλοπή αλούς, καθαιρείσθω και μη αφοριζέσθω. Λέγει γαρ η Γραφή˙ Ούκ εκδικήσεις δις επί το αυτό. Ωσαύτως και οι λοιποί κληρικοί».

Πρόδηλον καθίσταται ότι το εν λόγω εδάφιον, άτε ακολουθούν τα περί επιβολής καθαιρέσεως του προηγουμένου εδαφίου του Κανόνος, αναφέρεται εις την επιβολήν δευτέρου επιτιμίου επί του ιδίου παραπτώματος, και δεν εννοεί ως διακωλυομένην την αύθις έρευναν προς διατύπωσιν υποπτώσεως του μέλους της Εκκλησίας εις αδίκημα.

Κατ΄ επέκτασιν η αρχή του δικονομικού δικαίου των πολιτειακών ποινικών δικαστηρίων (ακόμα και των πολιτικών και διοικητικών τοιούτων) ότι απαγορεύεται δευτέρα δίκη επί της ιδίας υποθέσεως εκκινεί υφ΄ ετέρων προϋποθέσεων περί αντιλήψεως και λειτουργίας των υπ΄ αυτών επιβαλλομένων «κυρώσεων» και δεν δύναται όπως τύχη εφαρμογής επί των επιτιμίων, τα οποία δεν είναι μέθοδοι ικανοποιήσεώς τινος οιονεί «τιμωρητικής αξιώσεως» της Εκκλησίας κατά του μέλους Της, αλλά τρόποι νουθετήσεως, ασκήσεως και επανόδου εις το Σώμα Της.

Κατά την κρινομένην περίπτωσιν, εις το Πρωτοβάθμιον δι΄ Αρχιερείς Συνοδικόν Δικαστήριον κατέστη γνωστόν εν νεώτερον δεδομένον νομικόν – όχι πραγματικόν, δι ο δεν απητήθη η εκ νέου απολογία του κατηγορουμένου. Ο εκκαλών μητροπολίτης κατεδικάσθη αμετακλήτως πλέον δια περιουσιακόν έγκλημα (υπαιξέρεσις εις βαθμόν κακουργήματος) εις βάρος της περιουσίας της Ι. Μονής, γεγονός όπερ επήγετο πλέον ότι εθεωρείτο τελειωτικώς ένοχος δια τον εν λόγω κακούργημα κατά το ελληνικόν δίκαιον.

Περί Ευρ. Δικαστηρίου

Η ενδεχομένη ευδοκίμησις της προσφυγής (πολλώ δε μάλλον η άσκησις της καθ΄ εαυτήν) εκ μέρους του εκκαλούντος εις το Ευρωπαϊκόν Δικαστήριον των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν αίρει άνευ ετέρου το αμετάκλητον της καταδίκης του, παρέχει όμως εις αυτόν το δικαίωμα να εκζητήση την επανάληψιν της ποινικής δίκης (κατά το άρθρον 525 παρ. β’ του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας), ενώ το Ευρ. Δικαστήριον κυρίως εξελέγχει την ορθότητα της διαδικασίας εξ΄ επόψεως τυπικής κατοχυρώσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου οπότε εις τοιαύτην περίπτωσιν θα δικασθή εκ νέου επί της ουσίας η υπόθεσις.

Το Συνοδικόν Δικαστήριον θεωρήσαν ότι δεν δεσμεύεται υπό την έννοιαν του «δεδικασμένου» υπό της από 9ης Μαρτίου ε.ε. αποφάσεώς του, εχώρησεν εις την έκδοσιν της εκκαλουμένης αποφάσεως 1/2009, επέβαλε δε επιτίμιον εις τον εκκαλούντα δια την τέλεσιν του αδικήματος, ένεκεν του οποίου κατεδικάσθη αμετακλήτως εις κάθειρξιν.

Δέον όπως μη λησμονηθή ότι η απόφασις της 9ης Μαρτίου ε.ε. εξεδόθη εις εκτέλεσιν του άρθρου 146 του Ν. 5383/1932, ως αυτολεξεί μάλιστα ανέφερεν και εν τη προσκλήσει του (υπ΄ αριθμ. Συνοδ. πρωτ. 136/65/14.1.2009) δια την Συνεδρίασιν της 4ης 2.2009 (η οποία και εσυνεχίσθη κατά την 9ην 3.2009, ότε και ελήφθη η απόφασις περί θέσεως του φακέλλου εις το αρχείον) ο Σεβ. Πρόεδρος του Δικαστηρίου προς τα μέλη αυτού, επομένως αφεώρα εις αναστολήν της διώξεως και θέσιν της υποθέσεως εις το αρχείον. Εν όψει του δεδομένου χαρακτήρος της αποφάσεως της 9.3.2009 αποφάσεως ως ενδιαμέσου και προδικαστικής κρίσεως και υπό τα τότε νομικά δεδομένα της υποθέσεως από πλευράς προόδου της ποινικής δίκης (δεν έχει εκδοθή η απόφασις 778/2009) του Αρείου Πάγου), το Δικαστήριον εχώρισεν εις αναστολήν της διώξεως κατ΄ άρθρον 146 παρ. 1 του Ν. 5383/1932.

Η πολιτειοκρατική έννοια

Εξ΄ ετέρου η πολιτειοκρατική έννοια του «δεδικασμένου», ης κάμνει επανειλημμένως χρήσιν ο εκκαλών εις την υπό κρίσιν αναφοράν του επιστημονικώς αφορά μόνον εις τας δικαστικάς αποφάσεις των πολιτειακών δικαστηρίων και προβλέπεται εις τα αφορώντα αυτά δικονομικά νομοθετήματα (Κώδικας Ποινικής, Διοικητικής Δικονομίας), είναι δε άσχετος εν όψει των αποφάσεων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, τα οποία παγίως και ορθώς δεν θεωρούνται υπό της ελληνικής νομολογίας (ΣτΕ 825/1988) ως «Δικαστήρια» υπό την έννοιαν του ελληνικού Συντάγματος, ει μη μόνον πνευματικά – πειθαρχικά όργανα της Εκκλησίας, ώστε δεν δύναται να γίνη λόγος περί «δεδικασμένου» των αποφάσεών των, ήτοι περί απαγορεύσεως επανεξετάσεως της ιδίας υποθέσεως υπ΄ αυτών άμα τη ανακύψει νεωτέρων στοιχείων.

Η δε επιμονή εις την χρήσιν αυτής της νομικής εννοίας δύναται να αποβή εις βάρος των συμφερόντων του εκκαλούντος, διότι αυτή ταύτη η απόφασις του Αρείου Πάγου υπ΄ αριθμ. 778/2009 κρίνασα όχι επί αμιγώς πνευματικού παραπτώματος, αλλά επί ποινικού αδικήματος τιμωρουμένου υπό του ελληνικού ποινικού δικαίου, παράγει ως αμετάκλητος δικαστική απόφασις τω όντι «δεδικασμένον» υπό την έννοια της Ποινικής Δικονομίας και εν τω πλαισίω της εκκλησιαστικής δίκης. Συνεπώς το Συνοδικόν Δικαστήριον δεσμεύεται (κατά το ελληνικόν δίκαιον βεβαίως) από πλευράς ουσίας της υποθέσεως, εφ΄ όσον επρόκειτο ουχί περί πνευματικού, αλλά περί ποινικού και δη περιουσιακού ποινικού αδικήματος, υπό του εξενεχθέντος δεδικασμένου της αποφάσεως 778/2009 εν όψει του άρθρου 124 του Ν. 5383/1932, καθ΄ ο «Αι επί δεδικασμένου διατάξεις της ποινικής δικονομίας επεκτείνονται και επί του παρόντος.

Του θ΄ όπερ σημαίνει ότι, υπό την εξ΄ απόψεως πολιτειακού δικαίου έννοιαν του «δεδικασμένου», εις την οποίαν ο εκκαλών επιμένει, αι αμετάκλητοι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων παράγουν ουσιαστικόν «δεδικασμένον» ως προς την ενοχήν του κατηγορουμένου προκειμένης της κρίσεώς του υπό των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Επομένως η παραπομπή της επιχειρηματολογίας του εκκαλούντος εις ην επιστημονικήν κατηγορίαν του «δεδικασμένου» μάλλον τα αντίθετα συμπεράσματα θεμελιοί, παρά αποδομεί την ορθότητα της εκκαλουμένης αποφάσεως 1/2009. Βεβαίως, πρέπει αύθις να σημειωθή ότι ως προκύπτει εκ των παραγράφων ε΄ και στ΄ της αποφάσεως 1/2009 (σελ. 3) το Συνοδικόν Δικαστήριον δεν περιωρίσθη εις το γεγονός της εκδόσεως της αμετακλήτου αποφάσεως 778/2009, αλλά προέβη εις ανάγνωσιν και μελέτην του δικαστικού υλικού του οικείου φακέλλου (απόφασις 1771/2008 του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών και 778/2009 του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, των πρακτικών της δίκης 477 Α΄, 1099, 1656 Α΄κ.λπ.).

Συνεπώς εν τοις πράγμασι, το Συνοδικόν Δικαστήριον εκ νέου εισερχόμενον εις την εξέτασιν της υποθέσεως, καθ΄ ο μέτρον επεκαλέσθη το άρθρον 160 του Ν. 5383/1932, δέον να θεωρηθή ότι το ερμήνευσεν υπό την έννοιαν της υποχρεώσεως περί επανεξετάσεως της υποθέσεως εν όψει της ανακύψεως αμετακλήτου καταδίκης του κατηγορουμένου δια περιουσιακόν έγκλημα εις βαθμόν κακουργήματος, ουσία δε ανεκάλεσε σιωπηρώς την προηγουμένην από 9ης Μαρτίου ε.ε. κρίσιν περί αναστολής της διώξεως και θέσεως της υποθέσεως εις το αρχείον (Απαλλακτικόν Βούλευμα 1/2009), ενέργειαν, εις ην εξ΄ απόψεως Κανονικού Δικαίου θεωρούμεν ότι ηδύνατο να προβή.

Δια τον αυτόν λόγον θεωρούμεν ότι δεν ευσταθεί ο ως άνω έβδομος λόγος (υπό ένδειξιν Ζ) ως και ο πανομοιότυπος λόγος της σελίδος 16 της Εκκλήτου περί μη λήψεως υπ΄ όψιν της «απαλλαγής» του εκκαλούντος, ήτις κατά την γνώμην του θα περιήγαγε το Δικαστήριον εις κατάστασιν νομικής αδυναμίας να αποφανθή εκ νέου επί της υποθέσεως, ως επίσης απορριπτέον είναι το ταυτόσημον σκέλος δ΄ του τετάρτου λόγου (σελ. 25).

Παναγιώτατε

Πάντα ταύτα θέτομεν ευσεβάστως υπ΄ όψιν της Υμετέρας περισπουδάστου Παναγιότητος και πεποίθαμεν ότι εν τη διακρινούση Υμάς έμφρονι κρίσει θέλετε αποφανθή «ίνα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω Ευαγγελίω του Χριστού». Επί δε τούτοις και αύθις την Υμετέραν Παναγιότητα κατασπαζόμενοι φιλήματι αγάπης εν Χριστώ τω Θεώ και Σωτήρι ημών διατελούμεν,

Αθήνησι 26η Ιουνίου 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: